Συνέχεια από το 1ο μέρος:
Η τύχη τών αρχαίων μνημείων
Η τύχη των αρχαίων ιερών είναι ένα άλλο κεφάλαιο της διαχείρισης από τον
Χριστιανισμό της κληρονομιάς της αρχαιότητας. Με τον θάνατο της
ειδωλολατρίας, τα ιερά της αρχαίας θρησκείας ήταν καταδικασμένα να
ερημωθούν και να παραδοθούν στην αδυσώπητη φθορά του χρόνου. Η λύση που
δόθηκε ήταν η λύση της μετατροπής των ειδωλολατρικών ιερών σε
Χριστιανικούς ναούς.
Όσο και
αν αυτό φανεί παράδοξο, ο δρόμος για τη μετατροπή πολλών αρχαίων ιερών
σε Χριστιανικούς ναούς άνοιξε με ένα σκληρό διάταγμα του Θεοδοσίου Β΄
στις 14 Νοεμβρίου του 435 μ.Χ. Σύμφωνα με αυτό το διάταγμα, τα ιερά της
παγανιστικής λατρείας Έπρεπε να καταστραφούν, και η περιοχή να καθαρθεί
με την ύψωση σε αυτήν του συμβόλου της πίστεως, τού σταυρού(26).
Αυτό το τελευταίο αποσκοπούσε προφανώς στον εξορκισμό των πονηρών
δαιμόνων που τυχόν θα επιβίωναν της καταστροφής τού ιερού.
Τέτοια
διατάγματα είχαν έναν έντονα «λαϊκιστικό» χαρακτήρα, όπως θα λέγαμε
σήμερα. Πράγματι, το συγκεκριμένο διάταγμα δεν είχε κανένα άλλο νόημα,
από το να εμφανίσει τον αυτοκράτορα να αγκαλιάζει την πίστη που είχε ήδη
αγκαλιάσει ο λαός. Κατά συνέπεια, διατάγματα σαν αυτό είχαν μάλλον τον
χαρακτήρα μιας διακήρυξης συμπόρευσης της αυτοκρατορικής εξουσίας με τη
Χριστιανική πίστη και μιας επίσημης καταδίκης της ειδωλολατρίας, παρά
μιας ρητής διαταγής που όφειλε να εφαρμοσθεί κατά γράμμα. Έτσι, το
συγκεκριμένο διάταγμα αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της μεγάλης
απόστασης που υπήρχε συχνά ανάμεσα στη διατύπωση και την εφαρμογή της
αντιπαγανιστικής νομοθεσίας.
Πιο
συγκεκριμένα, ενώ το εν λόγω διάταγμα κάνει ρητώς λόγο για συνολική
καταστροφή των ειδωλολατρικών ιερών, χωρίς να προβλέπει καμιά άλλη,
εναλλακτική της καταστροφής λύση, στην πράξη το διάταγμα εφαρμόσθηκε
με έναν παράδοξο τρόπο: με αποσιώπηση τού πρώτου σκέλους, που προέβλεπε
την καταστροφή των ιερών, και έμφαση στην κάθαρση των χώρων της αρχαίας
λατρείας με τη βοήθεια τού σταυρού. Τα αρχαία ιερά μπορούσαν λοιπόν να
εξακολουθήσουν να υπάρχουν, αρκεί οι πονηροί δαίμονες της παλαιός
λατρείας να εξορκίζονταν με το σύμβολο της Χριστιανικής πίστεως, τον
σταυρό. Στην πράξη, δηλαδή, άνοιγε ο δρόμος για την επιβίωση των
αρχαίων ιερών μέσα από την απλή μετατροπή τους σε ναούς αφιερωμένους στη
Χριστιανική λατρεία! Όπως πολύ σωστά επισημαίνει η Alison Frantz,(27)
δεν ήταν αυτό το αρχικό περιεχόμενο του νόμου·(28)
αλλά, όπως είπαμε, υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην κατά γράμμα
διατύπωση και την πρακτική εφαρμογή της αντιπαγανιστικής νομοθεσίας, και
η συγκεκριμένη περίπτωση είναι απλώς ένα από τα πολλά παραδείγματα αυτής
της απόστασης.
Κάπως
έτσι, στην Αθήνα ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε ναό της Θεοτόκου,(29)
και ο ναός του Ηφαίστου, που είναι ακόμη γνωστός ως «Θησείο»,
μετατράπηκε σε ναό τού Αγίου Γεωργίου. Και δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι
αυτή η μετατροπή αφορούσε μόνον ένα ή δύο ειδωλολατρικά ιερά. Ο
Friedrich Wilhelm Deishmann
σε σχετική μελέτη του καταγράφει ούτε λίγο ούτε πολύ ογδόντα εννέα
(89) γνωστά παραδείγματα τέτοιας μετατροπής από την Ελλάδα, την
Ιταλία, την Αίγυπτο, τη Συρία και αλλού(30).
Το
ερώτημα που μένει να μας απασχολήσει είναι αν αυτή η μετατροπή επέφερε
καταστροφές στα αρχαία ιερά, και, αν ναι, σε ποιο βαθμό. Διότι μόλις
πρόσφατα(31) έγινε έντονα
λόγος για τέτοιες καταστροφές, ακόμη και στον ίδιο τον Παρθενώνα.
Όπως
σημειώνει η Alison Frantz, συγγραφέας μιας γνωστής μελέτης για το
πέρασμα των ιερών της Αθήνας από τον παγανισμό στον Χριστιανισμό, η
μετατροπή των αρχαίων ιερών σε Χριστιανικούς ναούς πρέπει να έγινε σε
δύο, ή ίσως και τρία στάδια: πρώτον, αποϊεροποίηση τού χώρου με αφαίρεση
του λατρευτικού αγάλματος και άλλων παγανιστικών συμβόλων·
δεύτερον, σε μία πιθανή μεταβατική περίοδο, χρήση του χώρου για τη
Χριστιανική λατρεία χωρίς καμία άλλη μετατροπή·
τρίτον και τελευταίο, αρχιτεκτονική ανάπλαση του χώρου, ώστε αυτός να
ανταποκρίνεται πλέον πλήρως στις απαιτήσεις της χριστιανικής λατρείας(32).
Το
ερώτημα είναι: Αν υπήρξαν καταστροφές, σε ποιο από τα τρία αυτά στάδια
θα θεωρήσουμε ότι υπήρξαν; Προφανώς, όχι στο πρώτο, την απλή
αποϊεροποίηση τού χώρου με απομάκρυνση τού λατρευτικού αγάλματος και των
σκευών της παγανιστικής λατρείας. Επίσης, ούτε στο δεύτερο, τη χρήση τού
χώρου για τη Χριστιανική λατρεία χωρίς καμία άλλη μετατροπή. Το στάδιο
που ενοχοποιείται, για τις όποιες καταστροφές είναι το τρίτο, το στάδιο
της αρχιτεκτονικής ανάπλασης τού χώρου, ώστε αυτός να ανταποκρίνεται
στις απαιτήσεις της Χριστιανικής λατρείας.
Προκειμένου να κατανοήσουμε τις ιδιαίτερες απαιτήσεις της Χριστιανικής
λατρείας και τις αλλαγές που χρειάζονταν να γίνουν στα αρχαία ιερά,
αρκεί να αναλογισθούμε κάποιες διαφορές ενός αρχαίου και ενός
Χριστιανικού ναού, τις οποίες όλοι λίγο ως πολύ γνωρίζουμε. Ο αρχαίος
ελληνικός ναός ήταν ο χώρος που φιλοξενούσε το λατρευτικό άγαλμα τού
Θεού, και λογιζόταν ως ο χώρος κατοικίας του Θεού·
οι λατρευτικές εκδηλώσεις προς τιμήν τού Θεού γίνονταν έξω από
αυτόν, γύρω από τον βωμό. Αντίθετα, ο Χριστιανικός ναός είναι ο χώρος
μέσα στον οποίο τελείται η Χριστιανική λατρεία. Προκειμένου λοιπόν
ένας αρχαίος ναός να μπορεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της
Χριστιανικής λατρείας, έπρεπε να υποστεί τέτοια αρχιτεκτονική ανάπλαση,
ώστε να μπορεί να φιλοξενεί τις λατρευτικές εκδηλώσεις όχι γύρω από
αυτόν, στον προαύλιο χώρο, αλλά από εσωτερικό του. Η διαδικασία λοιπόν
μετατροπής ενός αρχαίου ναού σε Χριστιανική Εκκλησία θα περιλάμβανε
ασφαλώς και διαμόρφωση της ανατολικής πλευράς τού σηκού σε ιερό, και
διάνοιξη παραθύρων για τον εξαερισμό και φωτισμό τού εσωτερικού, και
απολάξευση μετωπών και χάραξη Χριστιανικών συμβόλων, κυρίως τού συμβόλου
τού σταυρού. Και όλα αυτά, θεωρούμενα από την οπτική γωνία του
αρχαιολόγου, θα μπορούσαν να λογισθούν ως καταστροφές σε σχέση με την
αρχική —και ανεπανάληπτη, στην περίπτωση ενός Παρθενώνα— μορφή του
μνημείου.
Θα
μπορούσαμε να σταθούμε και σε περαιτέρω λεπτομέρειες σε σχέση με τις
καταστροφές που μοιραία συνεπαγόταν η μετατροπή ενός αρχαίου ναού σε
Χριστιανική Εκκλησία. Νιώθουμε όμως ότι, αν στεκόμασταν σε τέτοιες
λεπτομέρειες, θα χάναμε την ουσία. Και η ουσία είναι, κατά την εκτίμησή
μας, ότι η μετατροπή των αρχαίων ναών σε Χριστιανικές Εκκλησίες
αποτέλεσε ένα από τα ευτυχέστερα γεγονότα στην ιστορία τού πολιτισμού,
καθώς εξασφάλισε την επιβίωση των ανυπέρβλητων μνημείων της ελληνικής
αρχαιότητας.
Προκειμένου να το κατανοήσουμε αυτό, αρκεί να αναρωτηθούμε το εξής:
Γιατί συμβαίνει να σώζονται μέχρι σήμερα αρκετοί αρχαίοι ελληνικοί ναοί,
αλλά σχεδόν ούτε μία αρχαία Ελληνική κατοικία; αντίθετα απ' ό,τι θα
μπορούσε κανείς να σκεφθεί εν πρώτοις, αυτό δεν οφείλεται στη
μεγαλύτερη αντοχή των δομικών υλικών των πρώτων. Ήδη ο Δημοσθένης
τοποθετεί σε ένα μακρινό και εξιδανικευμένο παρελθόν την εποχή κατά την
οποία δεν υπήρχε καμία απολύτως επιτήδευση στις κατοικίες των επιφανών
Αθηναίων και δεν μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει την κατοικία τού
Θεμιστοκλή ή τού Μιλτιάδη από την κατοικία ενός απλού πολίτη, ενώ
αντίθετα τα δημόσια οικοδομήματα ήταν λαμπρά και ανυπέρβλητα σε ομορφιά
και πολυτέλεια· στη δική του εποχή
αντίθετα, όπως μας πληροφορεί, οι κατοικίες πολλών πλουσίων ήταν ήδη
πολυτελέστερες από τα δημόσια οικοδομήματα.(33)
Και αν αυτό συνέβαινε ήδη την εποχή τού Δημοσθένη, δεν χρειάζεται να
εξηγήσουμε τι ίσχυε στην Ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή που ακολούθησαν.
Γιατί λοιπόν συμβαίνει να σώζονται μέχρι σήμερα αρκετοί αρχαίοι
ελληνικοί ναοί, άλλα σχεδόν ούτε μία αρχαία Ελληνική κατοικία;
Προφανώς, ο λόγος είναι ότι στην περίπτωση των αρχαίων ναών δεν υπήρχαν
κάποιοι από τους παράγοντες που οδήγησαν στην καταστροφή άλλων αρχαίων
οικοδομημάτων.
Συνήθως η
σκέψη μας πηγαίνει στο ότι η μετατροπή των αρχαίων ναών σε Χριστιανικές
Εκκλησίες τους προφύλαξε από τις επιθέσεις κάποιων φανατικών, οι οποίοι
θα επεδίωκαν να πολεμήσουν το φάντασμα τού παρελθόντος, επιδεικνύοντας
παράλληλα με έναν μάλλον αδόκιμο —πλην όμως εύκολο— τρόπο την προσήλωσή
τους στη νέα θρησκεία. Βεβαίως, η μετατροπή των αρχαίων ιερών σε
Χριστιανικούς ναούς άλλαζε άρδην το σκηνικό: Τα λαμπρά οικοδομήματα
που είχαν φιλοξενήσει τα αρχαία ιερά δεν λογίζονταν πλέον ως
κατοικητήρια δαιμόνων, αλλά ως χώροι λατρείας τού ενός και αληθινού Θεού·
δεν αντιμετωπίζονταν ως θλιβερά λείψανα μιας ανόητης θρησκείας τού
παρελθόντος, αλλά ως ιεροί χώροι που έπρεπε να τύχουν της δέουσας
προσοχής και φροντίδας. Είναι λοιπόν φανερό ότι αυτή η ευτυχής μετατροπή
των αρχαίων ναών σε Χριστιανικές Εκκλησίες υπήρξε ένας από τους
παράγοντες που κατ' εξοχήν συνέτειναν στη διάσωση πολλών ανυπέρβλητων
μνημείων της ελληνικής αρχαιότητας.
Ωστόσο, η
έμφαση στο ότι η μετατροπή των αρχαίων ναών σε Χριστιανικές Εκκλησίες
τους προστάτευσε από τυχόν επιθέσεις φανατικών φαίνεται να μας
αποπροσανατολίζει από το πρόβλημα. Τέτοιες επιθέσεις, και αν ακόμη
υπήρξαν, σαφώς και δεν αντιπροσώπευαν τον υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο για
την κληρονομιά τού παρελθόντος. Άλλωστε, και η αποσόβηση αυτού τού
κινδύνου για τους αρχαίους ναούς δεν δίδει απάντηση στην απορία μας,
γιατί δηλαδή συμβαίνει να σώζονται μέχρι σήμερα αρκετοί αρχαίοι
ελληνικοί ναοί, αλλά σχεδόν ούτε μία αρχαία Ελληνική κατοικία;
σημειωτέον ότι οι αρχαίες κατοικίες ασφαλώς και δεν διέτρεχαν τον
κίνδυνο να πέσουν θύματα των επιθέσεων φανατικών, και όμως σήμερα σχεδόν
δεν έχει μείνει ίχνος τους.
Αν
αναζητήσουμε τους πραγματικούς καταστροφείς των αρχαίων ελληνικών
μνημείων, δεν μπορούμε να μην κατονομάσουμε ως πρώτο και σημαντικότερο
από αυτούς τον «πανδαμάτορα» χρόνο, όπως τόσο παραστατικά τον
ονόμασε ο Σιμωνίδης.(34)
Όλοι
άνθρωποι θα έπρεπε κανονικά να έχουμε πείρα του καταστρεπτικού
περάσματος του χρόνου. Όλοι μας μπορούμε να δούμε σε φωτογραφίες
περασμένων δεκαετιών κάποια ολοκαίνουρια τότε κτήρια, τα οποία σήμερα
είτε δεν υπάρχουν πλέον, είτε έχουν αφήσει στη θέση τους, τούς
αποσκεβρωμένους σκελετούς της αλλοτινής ομορφιάς τους. Στα χωριά
μπορούμε να δούμε σπίτια που κατοικούνταν κανονικά πριν από μία η δύο
γενιές να έχουν καταρρεύσει, και να κείνται σήμερα θλιβερά ερείπια,
παραδομένα στην αδυσώπητη φθορά του χρόνου. Τι λοιπόν; αυτό το
«δικαίωμα στη φθορά», το οποίο τόσο πρόθυμα αναγνωρίζουμε σε κτήρια με
ηλικία μερικών δεκαετιών, θα το αμφισβητήσουμε σε οικοδομήματα με ηλικία
δυόμιση χιλιετιών; Και πίσω από ένα κατεστραμμένο σπίτι ηλικίας
μερικών δεκαετιών θα περιορισθούμε να δούμε τη φθορά του χρόνου, ενώ
πίσω από έναν κατεστραμμένο ναό ηλικίας δυόμιση χιλιετιών θα νιώσουμε
υποχρεωμένοι να υποθέσουμε ότι κρύβεται σώνει και καλά η καταστρεπτική
μανία κάποιων φανατισμένων Χριστιανικών όχλων;
Κοντά στη
φυσική φθορά του χρόνου, πρέπει βεβαίως να προσδέσουμε και τις διάφορες
φυσικές καταστροφές που συνέβησαν στο πέρασμα τόσων αιώνων. Ένας και
μόνο καταστροφικός σεισμός αρκούσε, για να μεταβάλει περικαλλείς ναούς
και πολυτελείς κατοικίες σε σωρούς ερειπίων. Και βεβαίως ούτε τα κτήρια
εκείνης της εποχής ήταν κτισμένα με αντισεισμική τεχνολογία, ούτε οι
φυσικές αυτές καταστροφές ήταν τόσο σπάνιες μέσα σε δυόμιση χιλιετίες.
Σε σχέση
τώρα με τη φθορά του χρόνου και τις φυσικές καταστροφές, δεν χωράει
αμφιβολία ότι η μετατροπή των αρχαίων ναών σε Χριστιανικές Εκκλησίες
λειτούργησε ευεργετικά. Όποιο κτήριο περιπίπτει σε αχρηστία υπόκειται
στη φθορά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από αυτό που εξακολουθεί να
χρησιμοποιείται. Ιδού λοιπόν ένας πρώτος παράγοντας που εξηγεί γιατί
ακόμη και οι πιο πολυτελείς αρχαίες κατοικίες υπέκυψαν στη φθορά, ενώ οι
αρχαίοι ναοί αντιστάθηκαν σε αυτήν και αντιστάθηκαν, ακριβώς χάριν στη
μετατροπή τους σε Χριστιανικές Εκκλησίες.
Πέρα όμως
από τη φθορά του χρόνου και τις φυσικές καταστροφές, υπάρχει και ένας
ακόμη, ίσως ακόμη σημαντικότερος παράγοντας καταστροφής για τα αρχαία
μνημεία. Αυτός είναι ο «βανδαλισμός» τους από τους κατοίκους της
περιοχής. Στους μάκρους αιώνες του αργού θανάτου των αρχαίων
μνημείων, οι αμόρφωτοι κάτοικοι της εκάστοτε περιοχής, απλοί χωρικοί
κατά κανόνα, που ούτε ήταν ούτε μπορούσαν να είναι «αρχαιολόγοι»,
έβλεπαν τα αρχαία ερείπια περίπου σαν «μάντρες» οικοδομικού υλικού
—και μάλιστα δωρεάν οικοδομικού υλικού— για την οικοδόμηση των
δικών τους κατοικιών. Αλλά βεβαίως, ενώ μπορούσαν να βλέπουν έτσι τα
ερείπια ενός αρχαίου φρουρίου ή μιας αρχαίας κατοικίας, δεν μπορούσαν να
βλέπουν με τον ίδιο τρόπο έναν αρχαίο ναό που λειτουργούσε ως
Χριστιανική Εκκλησία. Ιδού λοιπόν και ένας ακόμη παράγοντας που εξηγεί
γιατί ακόμη και οι πιο πολυτελείς αρχαίες κατοικίες υπέκυψαν στη φθορά,
ενώ οι αρχαίοι ναοί αντιστάθηκαν σε αυτήν·
και αντιστάθηκαν, και πάλι, ακριβώς χάριν στη μετατροπή τους σε
Χριστιανικές Εκκλησίες.
Κοντά στα
παραπάνω, δεν πρέπει να αγνοούμε και τη μεγάλη σημασία που είχαν οι
αρχαίοι ναοί καθ’ εαυτοί, ως μνημεία πολιτισμού. Ξεχωριστό ενδιαφέρον
έχει από αυτή την άποψη μία κίνηση με ιδιαίτερο νόημα του Βασιλείου του
Βουλγαροκτόνου, την οποία μαθαίνουμε από τον ιστορικό Ιωάννη Σκυλίτζη:
Ευθύς μετά την ολοκλήρωση της θριαμβευτικής νίκης του κατά των
Βουλγάρων, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας μετέβη στην Αθήνα, ανέβηκε στην
Ακρόπολη, προσκύνησε στον Παρθενώνα, ο οποίος ήταν πλέον Χριστιανικός
ναός αφιερωμένος στη Θεοτόκο, και αφού απένειμε στην Παναγία τα
ευχαριστήρια για τη μεγάλη νίκη και κόσμησε τον ναό με λαμπρά και
πολυτελή αναθήματα, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και πανηγύρισε
τον θρίαμβό του στον ναό της Αγίας Σοφίας(35).
Πρόκειται σαφώς για μία συμβολική κίνηση: Μετά την περιφανή κατάδειξη
της στρατιωτικής κυριαρχίας της αυτοκρατορίας, ο αυτοκράτορας θέλησε
προφανώς να προβάλει προς κάθε κατεύθυνση και την πολιτισμική
ανωτερότητα του Βυζαντίου, τιμώντας τους δύο πόλους του λαμπρού
πολιτισμού που εκπροσωπούσε το Βυζάντιο: τον Ελληνισμό και τον
Χριστιανισμό.
Γενικά,
το Βυζάντιο ήταν μία αυτοκρατορία η οποία δεν επαιρόταν μόνο για τη
διοικητική της οργάνωση και τη στρατιωτική της ισχύ, αλλά κυρίως ένιωθε
και ήταν θεματοφύλακας του πολιτισμού σε μία εποχή βαρβαρότητας. Και
ο πολιτισμός που εκπροσωπούσε το Βυζάντιο ήταν ό,τι υψηλότερο και
ευγενέστερο έχει αναδείξει η παγκόσμια ιστορία, η συνάντηση και γόνιμη
σύζευξη της ελληνικής παιδείας και της Χριστιανικής πίστεως, του
ελληνισμού και του Χριστιανισμού.
Δεν
εννοούμε ασφαλώς ότι το Βυζάντιο στάθηκε πάντα άξιο του πολιτισμού που
εκπροσωπούσε, τον οποίο αρκετές φορές πρόδωσε — και τον ελληνισμό και
τον Χριστιανισμό. Ωστόσο, πιστεύουμε ότι δεν θα ήταν υπερβολή να πει
κανείς πως όποιο μνημείο του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού σώζεται σήμερα
στην Ελλάδα οφείλει τη σωτηρία του στην προστατευτική ασπίδα του
Βυζαντίου, και αντιστρόφως, όποιο μνημείο έχει καταστραφεί οφείλει την
καταστροφή του στην απουσία —έστω και προσωρινή— της προστατευτικής
αυτής ασπίδας, που το άφησε λεία βαρβαρικών επιδρομών. Αν αναλογισθούμε
πόσα ερείπια στοίχισε στην Ελλάδα μία και μόνο βαρβαρική επιδρομή που
διέρρηξε την προστατευτική αυτή ασπίδα, η επιδρομή τών Βησιγότθων υπό
τον Αλάριχο, δεν τολμάμε να σκεφθούμε τι θα είχε συμβεί, εάν έλειπε
εντελώς η προστατευτική ασπίδα τού Βυζαντίου.
Και μία
τελευταία λεπτομέρεια. Λεν μπορούμε παρά να στεκόμαστε με άπειρο
θαυμασμό μπροστά σε ένα μνημείο όπως είναι ο κλασικός Παρθενώνας. Αυτό
που από μια άποψη μας ξενίζει είναι η επιλεκτική προσπάθεια διάσωσης της
ιστορίας του. Γνωρίζουμε ότι κάποια στιγμή ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε
Ναό αφιερωμένο στη Θεοτόκο, αλλά δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς έγινε αυτή
η μετατροπή. Ακόμη και μία δεδηλωμένη αρχαιολάτρις σαν την Alison Frantz
διαμαρτύρεται ενάντια στον περισσό ζήλο με τον οποίο οι κλασικιστές
αρχαιολόγοι τού δέκατου ενάτου αιώνα απογύμνωσαν —και μάλιστα χωρίς
καταγραφή!— τους αθηναϊκούς ναούς από όλα τα πιθανά κατάλοιπα της
μετακλασικής τους ιστορίας, καθιστώντας εξαιρετικά περίπλοκη, αν όχι και
όλως δι όλου αδύνατη, τη χρονολόγηση της μετατροπής τους σε
Χριστιανικούς ναούς.(36)
Συμπεράσματα
Συνοψίζοντας τα όσα είδαμε παραπάνω για το θέμα της τύχης των αρχαίων
ιερών στο πέρασμα από τον παγανισμό στον Χριστιανισμό, με έμφαση στις
συνέπειες της μετατροπής τους σε Χριστιανικές Εκκλησίες, θα διαπιστώναμε
τα εξής:
Τα αρχαία
ιερά ασφαλώς και γνώρισαν κάποιες φθορές στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής
ανάπλασης που υπέστησαν, ώστε να μπορούν να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες
της Χριστιανικής λατρείας, μετατρεπόμενα σε Χριστιανικές Εκκλησίες. Από
την άλλη, δεν χωράει αμφιβολία ότι χάριν ακριβώς σε αυτή τη μετατροπή σε
Χριστιανικές Εκκλησίες κατέστη δυνατή η επιβίωσή τους ανά τους αιώνες,
ώστε να μπορούμε εμείς να τα θαυμάζουμε σήμερα.
Από αυτήν
την άποψη, το να καταράται κάποιος σήμερα τους Χριστιανούς για τις
καταστροφές που έγιναν στο πλαίσιο της μετατροπής των αρχαίων ιερών σε
Χριστιανικές Εκκλησίες μοιάζει ανάλογο με την περίπτωση ενός ανθρώπου
που σώθηκε από ανίατη ασθένεια χάριν στην επιδέξια χειρουργική επέμβαση
ενός ιατρού, και, αντί να ευγνωμονεί τον ιατρό που τού έσωσε τη ζωή, τον
καταράται για τις ουλές που άφησε πίσω του το χειρουργικό νυστέρι.
Η
συνάντηση ελληνισμού και Χριστιανισμού υπήρξε η κορυφαία στιγμή στην
ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού. Βεβαίως, κανένας δεν μπορεί να
αρνηθεί ότι η συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού αναπόφευκτα
σημαδεύτηκε και από κάποιες εκδηλώσεις βίας και φανατισμού. Αλλά το να
παρουσιάζει κανείς επιλεκτικά τέτοιες περιπτώσεις και να γυρεύει να
αποδείξει από αυτές ότι ο ελληνισμός και ο Χριστιανισμός είναι στοιχεία
εκ φύσεως αντιφατικά και πολέμια μοιάζει με το να αναζητεί κανείς με το
τηλεσκόπιο σκοτεινές κηλίδες στον ήλιο, και να συμπεραίνει κατόπιν
πανηγυρικά... ότι ο ήλιος είναι σκοτεινός.
Δρ Γιάννης Κ. Τσέντος.
Σημειώσεις
26.
Codex Theodosianus, eds Theodor Mommsen
και Paulus M.
Meyer, Weidmann, Berlin 1905, vol. I 2, σελ.
905, XVI, 10, 25. 1-8 (435 Nov. 14).
27.
Alison Frantz, “From paganism to Christianity in the temples of Athens»,
Dumbarton Oaks Papers 19 (1965),
σελ.
187-188.
28.
Παλαιότεροι Ιστορικοί δέχονταν ότι ο νόμος εξουσιοδοτούσε
πράγματι τις κατά τρόπους
αρχές
να μετατρέψουν τα
αρχαία ιερά
σε Χριστιανικούς ναούς·
βλέπε για παράδειγμα
John
Β.
Bury, History of the Later Roman Empire from the death of Theodosius I
to the death of Justinian, vol. I, Macmillan & Co. Ltd, London 1923,
σελ.
371.
29.
Βλέπε το άρθρο του
Friedrich Wihelm Deichmann, «Die Basilica im Parthenon», Athenische
Mitteilungen 63/64 (1938/39),
σελ.
127-139.
30.
Friedrich Wihelm Deichmann, «Frühcristliche Kirchen in antiken
Heiligtümern», Jahrbuch des Deutshen Archäologischen Instituts54 (1939),
σελ.
103-136.
31.
Στο πλαίσιο της διαμάχης του σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά με τη διοίκηση του
νέου Μουσείου της Ακρόπολης.
32.
Alison Frantz, «From paganism to Christianity in the temples of Athens»,
Dumbarton Oaks Papers 19 (1965),
σελ.
201.
33.
Δημοσθένους, Κατά Αριστοκράτους, ed. S. Η. Butcher, 206. 6-208.
4.
34.
Σιμωνίδου, αποσπάσματα, ed. D. L. Page, απ. 26, 1. 4-5: «εντάφιον δε
τοιούτον ούτ' ευρώς ούθ' ο πανδαμάτωρ αμαυρώσει χρόνος».
35.
Ιωάννου Σκυλίτζη, Σύνοψις Ιστοριών, ed. J. Thurn, «Βασίλειος και
Κωνσταντίνος, 43. 38-41; «Εν Αθήναις δε γενόμενος, και τη Θεοτόκω τα της
νίκης ευχαριστήρια δους και αναθήμασι λαμπροίς και πολυτελέσι κοσμήσας
τον ναόν, υπέστρεψεν εις Κωνσταντινούπολιν».
36.
Alison Frantz, «From paganism to Christianity in the temples of Athens»,
Dumbarton Oaks Papers 19 (1965),
σελ.
201.
==================
Μέρος 2ο
Πηγή: Περιοδικό Ακτίνες. «Όργανο τής Χριστιανικής Ενώσεως Επιστημόνων». Έτος 72ο, Νοέμβριος 2009, τεύχος 705, σελ. 297-303.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου