Πέμπτη 18 Ιουλίου 2019

«Ὅποιος θέλει νά γίνει χριστιανός πρέπει πρῶτα νά γίνει ποιητής»

Η ψυχή του χριστιανού πρέπει να είναι λεπτή, να είναι ευαίσθητη, να είναι αισθηματική, να πετάει, όλο να πετάει, να ζει μες στα όνειρα. Να πετάει μες στ’ άπειρο, μες στ’ άστρα, μες στα μεγαλεία του Θεού, μες στη σιωπή.
Ὅποιος θέλει νά γίνει χριστιανός πρέπει πρῶτα νά γίνει ποιητής. Πρέπει νά πονάεις. Ν’ ἀγαπάεις καί νά πονάεις. Νά πονάεις γι’ αὐτόν πού ἀγαπάεις. Ἡ ἀγάπη κάνει κόπο γιά τόν ἀγαπημένο. Ὅλη νύχτα τρέχει, ἀγρυπνεῖ, ματώνει τά πόδια, γιά νά συναντηθεῖ μέ τόν ἀγαπημένο. Κάνει θυσίες καί δέ λογαριάζει τίποτε, ούτε δυσκολίες, εξαιτίας της αγάπης. Η αγάπη προς το Χριστό είναι άλλο πράγμα, απείρως ανώτερο.

Και όταν λέμε αγάπη, δεν είναι οι αρετές που θ’ αποκτήσουμε αλλά η αγαπώσα καρδιά προς το Χριστό και τους άλλους. Το καθετί εκεί να το στρέφουμε. Βλέπουμε μια μητέρα να έχει το παιδάκι της στην αγκαλιά, να το φιλάει και να λαχταράει η ψυχούλα της; Βλέπουμε να λάμπει το πρόσωπό της, που κρατάει το αγγελούδι της; Όλ’ αυτά ο άνθρωπος του Θεού τα βλέπει, του κάνουν εντύπωση και με δίψα λέει: «Να είχα κι εγώ αυτή τη λαχτάρα στο Θεό μου, στο Χριστό μου, στην Παναγίτσα μου, στους αγίους μας!». Να, έτσι πρέπει ν’ αγαπήσουμε τον Χριστό, τον Θεό. Το επιθυμείς, το θέλεις και το αποκτάς με την χάρι του Θεού.

Εμείς, όμως, έχουμε φλόγα για το Χριστό; Τρέχουμε, όταν είμαστε κατάκοποι, να ξεκουρασθούμε στην προσευχή, στον Αγαπημένο ή το κάνουμε αγγάρια και λέμε: «Ω, τώρα έχω να κάνω προσευχή και κανόνα…»; Τι λείπει και νιώθουμε έτσι; Λείπει ο θείος έρως. Δεν έχει αξία να γίνεται μια τέτοια προσευχή. Ίσως μάλιστα κάνει και κακό.

Ὅποιος θέλει νά γίνει χριστιανός, πρέπει πρῶτα νά γίνει ποιητής. Ἄν στραπατσαρισθεῖ ἡ ψυχή καί γίνει ἀνάξια τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, διακόπτει ὁ Χριστός τίς σχέσεις, διότι ὁ Χριστός «χοντρές» ψυχές δέν θέλει κοντά Του. Η ψυχή πρέπει να συνέλθει πάλι, για να γίνει άξια του Χριστού, να μετανοήσει «έως εβδομηκοντάκις επτά». Η μετάνοια η αληθινή θα φέρει τον αγιασμό. Όχι να λες, «πάνε τα χρόνια μου χαμένα, δεν είμαι άξιος» κ.λπ., αλλά μπορείς να λες, «θυμάμαι κι εγώ τις μέρες τις αργές, που δε ζούσα κοντά στο Θεό…». Και στη δική μου τη ζωή κάπου θα υπάρχουν άδειες μέρες. Ήμουνα δώδεκα χρονών, που έφυγα για το Άγιον Όρος. Δεν ήταν αυτά χρόνια; Μπορεί βέβαια να ήμουν μικρό παιδί, αλλά έζησα δώδεκα χρόνια μακράν του Θεού. Τόσα πολλά χρόνια!…

[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 238]