Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

Υπομονή: Η ξεχασμένη αρετή

Σύμ­φω­να μέ τό Λε­ξι­κό τοῦ Μπαμ­πι­νι­ώ­τη ὑ­πο­μο­νή εἶ­ναι ἡ ψυ­χι­κή δύ­να­μις μέ τήν ὁ­ποί­α ἀ­νέ­χε­ται κα­νείς κά­τι χω­ρίς νά δυ­σα­να­σχε­τῆ ἤ νά βι­ά­ζε­ται ὑ­περ­βο­λι­κά.

Σύμ­φω­να μέ τό Λε­ξι­κό τοῦ Δη­μη­τρά­κου εἶ­ναι ἡ κα­τά­στα­σις καί τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα τοῦ ὑ­πο­μέ­νω.

Καί σύμ­φω­να μέ τό τοῦ Στα­μα­τά­κου Λε­ξι­κό ὑ­πο­μο­νή εἶ­ναι ἡ ἀ­νε­κτι­κό­τη­τα, ἡ ἀ­νο­χή, ἡ ἀν­το­χή. Προ­έρ­χε­ται δέ ἀ­πό τό ρῆ­μα ὑ­πο­μέ­νω, πού ση­μαί­νει μέ­νω πί­σω, καρ­τε­ρῶ.
Μέ­σα στήν ψυ­χο­λο­γί­α ἡ ὑ­πο­μο­νή συν­δέ­ε­ται μέ τό τρί­το στά­διο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἡ­λι­κί­ας.

Στήν παι­δι­κή ἡ­λι­κί­α ὑ­πάρ­χει τό πεῖ­σμα. 
Στήν ἐ­φη­βι­κή ἡ ἐ­πι­μο­νή καί στό τέ­λος ἡ ὑ­πο­μο­νή.

Πεῖ­σμα, ἐ­πι­μο­νή, ὑ­πο­μο­νή. 
Τρεῖς λέ­ξεις πού γιά πολ­λούς εἶ­ναι σχε­δόν συ­νώ­νυ­μες πα­ρ’ ὅ­τι ἔ­χουν με­γά­λη δι­α­φο­ρά ἡ μί­α ἀ­πό τήν ἄλ­λη. Συμ­βα­δί­ζουν μέ τήν σει­ρά πού ἐ­ξε­λίσ­σε­ται ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ἡ­λι­κί­α, χω­ρίς αὐ­τό βέ­βαι­α νά ὑ­πο­νο­εῖ ὅ­τι αὐ­τές θά συμ­βοῦν ὁ­πωσ­δή­πο­τε.

Τό πεῖ­σμα συμ­βα­δί­ζει μέ τήν νη­πια­κή καί τήν παι­δι­κή ἡ­λι­κί­α τοῦ ἀν­θρώ­που. 
Σκε­φθεῖ­τε το λί­γο καί θά κα­τα­λά­βε­τε αὐ­τό πού ἐν­νο­ῶ. Γιά ἕ­να παι­δί, τό μό­νο ἀ­πό τά τρί­α πού μπο­ροῦ­με νά τοῦ ἀ­πο­δώ­σου­με σάν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς, εἶ­ναι τό πεῖ­σμα. Λέ­με, κοί­τα πό­σο πει­σμα­τά­ρι­κο εἶ­ναι. 
Καί ὅ­πως σ’ ἕ­να πει­σμα­τά­ρι­κο παι­δί δέν μπο­ροῦ­με νά ἐ­ξη­γή­σου­με καί νά με­τα­δώ­σου­με τήν γνώ­ση μας γιά κά­τι ἀν­τί­θε­το ἀ­πό αὐ­τό πού ζη­τά­ει κτυ­πών­τας μα­νι­α­σμέ­να τά πό­δια του στό πά­τω­μα, ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς καί στό πεῖ­σμα δέν ὑ­πάρ­χει πε­ρί­πτω­ση νά ἐ­πέμ­βου­με, για­τί τό πεῖ­σμα χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πό τήν ἀ­που­σί­α δι­ά­θε­σης ν’ ἀ­κού­σει ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο ἐ­κτός ἀ­πό τό ναί στήν ἀ­παί­τη­σή του.

Ἡ ἐ­πι­μο­νή εἶ­ναι ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ πεί­σμα­τος, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς καί ἡ ἐ­φη­βεί­α εἶ­ναι τό ἑ­πό­με­νο στά­διο στήν πο­ρεί­α τοῦ ἀν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος. Αὐ­τοί πού ἦ­ταν πει­σμα­τά­ρι­κα παι­διά, ἐ­ξε­λί­χθη­καν σέ ἐ­πί­μο­νους. 
Ἡ ἐ­πι­μο­νή σοῦ ἐ­πι­τρέ­πει νά συ­νο­μι­λεῖς μα­ζί της. 
Ἡ ἐ­πι­μο­νή εἶ­ναι ἕ­να καλ­λι­ερ­γη­μέ­νο εὐ­γε­νι­κό πεῖ­σμα πού κρύ­βε­ται μέ­σα στόν φο­ρέ­α του καί πα­ρου­σιά­ζει πρός τά ἔ­ξω μί­α πιό κό­σμια συμ­πε­ρι­φο­ρά. Εἶ­ναι τό ἴ­διο ἄν ὄ­χι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­πι­κίν­δυ­νη ἀ­πό τό πεῖ­σμα, για­τί δέν γί­νε­ται εὔ­κο­λα ἀν­τι­λη­πτή ὅ­πως ἐ­κεῖ­νο. Ἡ ἐ­πι­μο­νή, μπο­ρεῖ κάλ­λι­στα νά γί­νει μέ­σο ἐ­πί­τευ­ξης ἑ­νός σκο­ποῦ, σ’ ἀν­τί­θε­ση μέ τό πείσμα,

Εἶ­ναι πολ­λές οἱ συν­θῆ­κες πού ἀ­παι­τοῦν­ται γιά τήν με­τα­τρο­πή της σ’ ἐρ­γα­λεῖ­ο, χω­ρίς αὐ­τό νά ση­μαί­νει ὅ­τι πρέ­πει νά ὑ­πάρ­χουν ἐξ ἀρ­χῆς ὅ­λες. Μί­α συν­θή­κη, ἡ σπου­δαι­ό­τε­ρη ἴ­σως, εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­δο­χή. Ὅ­ταν ἡ ἐ­πι­μο­νή κα­τα­φέρ­νει ν’ ἀ­να­γνω­ρί­ζει τήν ἀ­νο­η­σί­α πού τήν δι­α­κρί­νει, τό­τε ἔ­χει προ­ο­πτι­κές χρη­σι­μό­τη­τας. Ὅ­ταν ἡ ἐ­πι­μο­νή ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται σέ κα­θη­με­ρι­νές πρά­ξεις γιά τήν βελ­τί­ω­ση τοῦ ἴ­διου τοῦ φο­ρέ­α, τό­τε εἶ­ναι ἡ σκά­λα πού θά ὁ­δη­γή­σει στήν ὑ­πο­μο­νή.

Ἡ ὑ­πο­μο­νή. Πό­σο πα­ρε­ξη­γη­μέ­νη εἶ­ναι αὐ­τή ἡ λέ­ξη. Αὐ­τός πού τήν ἔ­χει θε­ω­ρεῖ­ται με­γα­λο­πρε­πής ἀλ­λά καί ἀ­νό­η­τος. Αὐ­τός πού ἔ­χει κα­τα­φέ­ρει νά ἀ­πο­δέ­χε­ται, για­τί ἡ ὑ­πο­μο­νή ση­μαί­νει ἀ­πο­δο­χή, θε­ω­ρεῖ­ται μοι­ρο­λά­τρης. 
Λά­θος, με­γά­λο λά­θος. 

Ἡ ὑ­πο­μο­νή, ἡ ἀ­πο­δο­χή δη­λα­δή, δέν ση­μαί­νει σκύ­βω τό κε­φά­λι, ἀλ­λά ἀν­τί­θε­τα τό κρα­τά­ω πιό ψη­λά ἀ­πό τά γε­γο­νό­τα, γιά νά μπο­ρῶ νά τά πα­ρα­τη­ρῶ ἀν­τι­κει­με­νι­κά. 
Ὑ­πο­μο­νή δέν ση­μαί­νει μοι­ρο­λα­τρί­α. 
Ὑ­πο­μο­νή δέν ση­μαί­νει δέν θέ­λω, δέν προ­σπα­θῶ, δέν ἔ­χω ὄ­νει­ρα, ἀλ­λά ἀν­τί­θε­τα ση­μαί­νει ἀ­γω­νί­ζο­μαι γι’ αὐ­τά. 
Ἡ ὑ­πο­μο­νή δέν εἶ­ναι βα­σα­νι­στή­ριο ὅ­πως ὑ­πο­νο­εῖ τό σχό­λιο «κοί­τα τόν κα­κο­μοί­ρη πώς τά ὑ­πο­μέ­νει». 
Ὑ­πο­μο­νή εἶ­ναι μί­α ἐ­ξε­λι­κτι­κή δι­α­δι­κα­σί­α, εἶ­ναι ἕ­να ἐρ­γα­λεῖ­ο ἁ­γνῆς ἀν­τι­λη­πτι­κό­τη­τας, εἶ­ναι ἕ­νας στό­χος πού μέ τήν κα­τά­κτη­σή του γί­νε­ται ἕ­να πο­λύ­τι­μο μέ­σο μά­θη­σης.

Ὑ­πο­μο­νή θά πεῖ.­..

Νά πο­νᾶς, ἀλ­λά νά μήν κα­τα­βάλ­λε­σαι.
Νά πο­νᾶς, ἀλ­λά νά μήν πα­ρα­φέ­ρε­σαι.
Νά πο­νᾶς, ἀλ­λά νά μήν μεμ­ψι­μοι­ρεῖς.
Νά πο­νᾶς, ἀλ­λά νά μήν γκρι­νιά­ζεις.
Νά πο­νᾶς, ἀλ­λά νά μήν γί­νε­σαι ἀν­τι­κοι­νω­νι­κός.
Νά πο­νᾶς, ἀλ­λά νά μήν γί­νε­σαι πρό­βλη­μα στό πε­ρι­βάλ­λον σου.
Νά πο­νᾶς, ἀλ­λά νά μέ­νεις ὄρ­θιος.
Νά πο­νᾶς, ἀλ­λά νά χα­μο­γε­λᾶς.
Νά πο­νᾶς, ἀλ­λά νά δο­ξο­λο­γεῖς.
Νά πο­νᾶς, ἀλ­λά νά προ­σφέ­ρεις.
Νά πο­νᾶς, ἀλ­λά νά προ­σεύ­χε­σαι.
..................

Καί πά­λι· Τί εἶ­ναι ἡ ὑ­πο­μο­νή;

Τί εἶ­ναι ἡ ὑ­πο­μο­νή; 
Βε­βαί­ως ἡ ὑ­πο­μο­νή δέν εἶ­ναι ὅ­πως ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὁ­ρι­σμέ­νοι κά­ποι­α στω­ι­κή ἀ­πά­θεια πού κά­νει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­ναί­σθη­το στίς πα­ρου­σι­α­ζό­με­νες δυ­σκο­λί­ες.

Του­ναν­τί­ον, ὅ­πως τό γνω­ρί­ζου­με ὅ­λοι, πρό­κει­ται γιά τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή ἐ­κεί­νη δύ­να­μη, ἡ ὁ­ποί­α τόν ἱκα­νώ­νει νά ἔ­χει ἐγ­καρ­τέ­ρη­ση στίς δυ­σκο­λί­ες, στίς ἀ­σθέ­νει­ες, τή φτώ­χεια, τίς στε­ρή­σεις, τούς θα­νά­τους… ................................
Ὁ ἄν­θρω­πος πού εἶ­ναι ὑ­πο­μο­νε­τι­κός δέν βι­ά­ζε­ται, δέν δυ­σα­να­σχε­τεῖ, δέν ἀ­γω­νιᾶ καί δέν ἀν­τι­δρᾶ. Του­ναν­τί­ον, δι­α­θέ­τει ἀν­δρεί­α, ἡ­ρω­ι­σμό, με­γα­λο­ψυ­χί­α. 
Προ­σόν­τα μέ τά ὁ­ποῖ­α γι­νό­μα­στε ἀν­θε­κτι­κοί καί δυ­να­τοί, νι­κη­τές καί θρι­αμ­βευ­τές στόν ἀ­γῶ­να τῆς ζω­ῆς. Ἐ­άν λά­βει κα­νείς ὑ­π’ ὄ­ψη του ὅ­τι ἐμ­πό­δια καί δυ­σκο­λί­ες ὑ­πάρ­χουν πάν­το­τε στήν ἐκ­πλή­ρω­ση τῶν κα­θη­με­ρι­νῶν κα­θη­κόν­των τῆς ζω­ή μας, ἀλ­λά ἰ­δι­αι­τέ­ρως καί σέ ἔ­κτα­κτα καί κρί­σι­μα πε­ρι­στα­τι­κά, γί­νε­ται φα­νε­ρό πό­σο ἀ­ναγ­καί­α καί ἀ­πα­ραί­τη­τη εἶ­ναι γιά ὅ­λους μας ἡ ἀ­ρε­τή τῆς ὑ­πο­μο­νῆς.
................................
Ἀ­να­φέ­ρει σχε­τι­κά πά­λι ἕ­νας σύγ­χρο­νος Ἱ­ε­ράρ­χης:

Πρῶ­τον.Ἡ ὑ­πο­μο­νή εἶ­ναι:

ἡ πυ­ρη­νι­κή δύ­να­μη γιά τήν πνευ­μα­τι­κή μας ζω­ή,

ἡ θω­ρά­κι­σή μας στά δί­σε­κτα χρό­νια καί στούς ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κούς και­ρούς τῆς ἀ­πο­στα­σί­ας πού ζοῦ­με,

ἡ συ­νι­στα­μέ­νη ὅ­λων τῶν ἀ­ρε­τῶν. Τήν συν­θέ­τει ἡ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ καί ἡ τα­πεί­νω­ση.

Τήν ὀ­νό­μα­σαν:

δύ­να­μη τῆς ψυ­χῆς,

κλει­δί, πού ἀ­νοί­γει ὅ­λες τίς πόρ­τες,

στό­λι­σμα γεν­ναί­ων ψυ­χῶν καί

βρά­χο, πά­νω στόν ὁ­ποῖ­ο συν­τρί­βον­ται ὅ­λοι οἱ πει­ρα­σμοί.
.......................................
Ἐ­άν ὅ­λα αὐ­τά εἶ­ναι ἡ ὑ­πο­μο­νή, τό­τε τό ἀν­τί­θε­το τῆς ὑ­πο­μο­νῆς ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α τί εἶ­ναι; Εἶ­ναι:

— Ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α εἶ­ναι τό ἆγ­χος τοῦ ἐ­γω­ϊ­σμοῦ ἤ ἡ κραυ­γή τοῦ πει­να­σμέ­νου στο­μα­χιοῦ του.

— Ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α εἶ­ναι καρ­πός ὑ­παρ­ξια­κῆς ἀ­να­σφά­λειας καί μαρ­τυ­ρί­α δαι­μο­νι­κῆς ἀ­να­μί­ξε­ως στίς ὑ­πο­θέ­σεις μας.

— Ἡ ἀ­στο­χί­α καί ἀ­πο­τυ­χί­α στά με­γά­λα θέ­μα­τα τῆς ζω­ῆς μας.

— Ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α εἶ­ναι ἐ­χθρός τῆς εἰ­ρή­νης καί σύμ­βου­λος τῆς ἐγ­κλη­μα­τι­κό­τη­τος.

— Δει­λί­α πού πολ­λά­κις πα­ρου­σι­ά­ζε­ται μέ ἔν­δυ­μα γεν­ναι­ό­τη­τος.

— Εἶ­ναι ὑ­παρ­ξια­κή ἄρ­νη­σις τοῦ Σταυ­ροῦ, πρό­δρο­μος τῆς ἀ­πελ­πι­σί­ας.

— Πρό­δρο­μος τοῦ θυ­μοῦ καί συ­νο­δός μας στήν κό­λα­σι.

— Ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α γεν­νᾶ στεῖ­ρα δά­κρυ­α, ἀ­δι­α­κρι­σί­α καί πνευ­μα­τι­κή τυ­φλό­τη­τα.

— Μι­κρή ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α κη­λι­δώ­νει τίς με­γά­λες ἀ­ρε­τές καί με­γά­λη τίς σκο­τώ­νει.

— Ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α μοι­ά­ζει μέ ὑ­στε­ρι­κή καί ἄ­τε­κνη γυ­ναῖ­κα, ἐ­νῶ ἡ ὑ­πο­μο­νή μοι­ά­ζει μέ χα­ρι­τω­μέ­νη καί πο­λύ­τε­κνη μη­τέ­ρα.

— Ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α μοι­ά­ζει μέ το­ύς πο­λύ­γλωσ­σους ἀ­πα­τε­ῶ­νες τῆς σύγ­χρο­νης κοι­νω­νί­ας· πό­τε ὁ­μι­λεῖ μέ ψε­ύ­δη καί προ­φά­σεις, πό­τε μέ κο­λα­κεῖ­ες ἤ ἀ­πει­λές, πό­τε μέ ὕ­βρεις καί συ­κο­φαν­τί­ες, πό­τε μέ νο­ση­ρο­ύς συ­ναι­σθη­μα­τι­σμο­ύς καί ὑ­στε­ρι­κό­τη­τες, πό­τε μέ δι­α­πλη­κτι­σμο­ύς καί ἐγ­κλη­μα­τι­κό­τη­τες.

— Ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α εἶ­ναι ἡ πόρ­τα ἀ­πό τήν ὁ­πο­ί­α ὑ­πο­χρε­ώ­νου­με τόν Κύ­ριο νά φύ­γει ἀ­πό τή ζωή μας.

Χα­ρι­τώ­νει τόν ἄν­θρω­πο καί σώ­ζει τήν οἰ­κο­γέ­νεια
..........................
περισσότερα εδώ