Πέμπτη 15 Απριλίου 2021

Ὁ πάσχων Θεός, ὁ σύντροφος Θεός

     Ὁ Ἐλιέζερ Βίζελ ἐπέζησε. Ἐπέζησε τῆς φρίκης στό Ἄουσβιτς καί στό Μπούχενβαλτ, ὅπου βρέθηκε κρατούμενος σέ ἡλικία δεκαπέντε μέ δεκάξι ἐτῶν. Χρόνια ἀργότερα, μετά ἀπό πολύπλοκες διαδρομές, μίλησε συγκλονιστικά μέσα ἀπό τό βιβλίο τοῦ ὑπό τόν χαρακτηριστικό τίτλο «Νύχτα». Στέκομαι σέ ἕνα σημεῖο του:

     Μία μέρα τά Ἔς-Ἔς ἀπαγχόνισαν τρεῖς ἑβραίους, δύο ἄντρες κι ἕνα ἀγόρι, μπροστά σ' ὅλους τους φυλακισμένους. Ἰδίως ἡ μοίρα τοῦ ἀγοριοῦ πάγωσε τούς παραταγμένους θεατές.

     «Ποῦ εἶναι ὁ φιλεύσπλαχνος Θεός; Ποῦ εἶναι;», ρώτησε κάποιος πίσω μου [...]. Μετά ἀπό λίγο ἦρθε ἡ ὥρα νά παρελάσουμε μπροστά ἀπό τά θύματα. Οἱ δύο ἄντρες εἶχαν πεθάνει. Οἱ γλῶσσες τούς κρέμονταν ἔξω, πρησμένες καί μαβιές. Ὅμως ἡ τρίτη κρεμάλα ἀκόμη κουνιόταν: τό παιδί [...] ἀκόμα ἀνέπνεε. Κι αὐτό συνεχίστηκε γιά πάνω ἀπό μισῆ ὥρα, μέ τό παιδί σέ ρόγχο μεταξύ ζωῆς καί θανάτου, νά σπαρταράει μπροστά στά μάτια μας [...]. Ἀκόμη ζοῦσε ὅταν πέρασα ἀπό μπρός του.  Ἡ γλώσσα τοῦ ἦταν ἀκόμη κόκκινη καί τά μάτια του δέν εἶχαν σβήσει ἀκόμη. Ἀπό πίσω μου ἄκουσα τόν ἴδιο ἄντρα νά ρωτᾶ: «Γιά τ' ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ποῦ εἶναι ὁ Θεός;»[1]. 

     Τί μᾶς μεταφέρει ἐδῶ ὁ Βίζελ; Τήν ἀμηχανία, τό ἀδιέξοδο μπροστά στό ἀπόλυτο κακό. Τήν σπαραχτική ἀμηχανία πού ὁδηγεῖται στό ἐρώτημα: Τί κάνει ὁ Θεός μπροστά στόν ἀνυπόφορο πόνο καί στό ἀδιανόητο ἄδικο; Ἁπλά παρατηρεῖ;

     Προδήλως ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού θεωροῦν βλάσφημο ἕνα τέτοιο ἐρώτημα. Καί ὅμως, ἄν πρόκειται γιά πραγματική κραυγή κι ὄχι γιά ρητορικό σχῆμα, τότε εἶναι ἐρώτημα πού μόνο πιστός μπορεῖ νά ξεστομίσει· ἄνθρωπος πού πιστεύει στόν Θεό καί τοῦ λείπει ὁ Θεός. Εἶναι ἐρώτημα βγαλμένο ἀπό τά ἔγκατα τῆς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας, βιωμένο ἀπό ἀμέτρητους τυραννισμένους σέ ἀμέτρητες ἐποχές καί τόπους, τό ὁποῖο ὅμως τά ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης τό κατέστησαν ἐμβληματικό. Εἶναι ἡ κραυγή τοῦ Ἱερεμία καί ἡ κραυγή τοῦ Δαβίδ, πού θέτουν τό ἀρχαῖο ἐρώτημα γιά τήν ἀρχαία ἀγωνία:

     Κύριε, ἐσύ εἶσαι δίκαιος. Πῶς μπορῶ νά διαμαρτυρηθῶ ἐναντίον σου; Ὅμως θέλω νά σέ ρωτήσω κάτι σχετικά μέ τή δικαιοσύνη: Γιατί εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς; [2]

     Ὡς πότε, Κύριε, οἱ ἀσεβεῖς, ὡς πότε οἱ ἀσεβεῖς θά θριαμβεύουν; [...] Τσακίζουν, Κύριε, τό λαό σου, καταπιέζουνε ἐκείνους πού σου ἀνήκουν. Χῆρες καί ξένους ἐξοντώνουν, καί τά ὀρφανά δολοφονοῦν. Λένε: «Δέ βλέπει ὁ Κύριος· τίποτα δέν καταλαβαίνει ὁ Θεός τοῦ Ἰακώβ»[3].

     Εἶναι τό περίφημο ἐρώτημα τῆς θεοδικίας: Πῶς συμβιβάζεται ἡ κυριαρχία τοῦ κακοῦ στόν κόσμο, μέ τήν ὕπαρξη ἑνός Θεοῦ πού εἶναι πανάγαθος καί παντοδύναμος; Ἀπαντήσεις ἔχουν δοκιμαστεῖ πάμπολλες. Ὅσο, ὅμως, συμπαγεῖς κι ἄν εἶναι, παραμένει, πέρα ἀπό κάθε θεολογική ἐκλογίκευση, κάτι ἐντελῶς δυσβάστακτο: Τό νά καλπάζει ἀνεμπόδιστη ἡ ἀνείπωτη ὀδύνη, καί ὁ Θεός νά φαίνεται ὄτι παρακολουθεῖ βουβός τήν ἀγωνία τῶν θυμάτων.

     Τό ἐρώτημα τό συναντᾶμε κάπως καί στή Μεγάλη βδομάδα. Ὁ Χριστός ὁδεύει πρός τή σταύρωσή του. Περνᾶ μπροστά ἀπό τή μητέρα του, ἡ ὁποία σπαράζει: «Δός μοί λόγον, Λόγε. Μή σιγῶν παρέλθεις μέ»[4]. Μπορεῖ νά εἶναι ἡ κραυγή ὅλων τῶν μανάδων πού εἶδαν τά παιδιά τους νά πεθαίνουν πρίν ἀπό αὐτές. Ἀλλά ὁ Χριστός τήν προσπερνᾶ σιωπηρός. Λίγο ἀργότερα, ἐπί τοῦ σταυροῦ, ὁ ἴδιος κραυγάζει: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μέ ἐγκατέλειψες;». Τό ἀξιοπαρατήρητο εἶναι ὅτι αὐτά τά λόγια του Χριστοῦ εἶναι ἀπόσπασμα ἀπό τόν 22ο Ψαλμό, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖται ἀπό δύο μέρη. Στό πρῶτο μέρος ὁ δίκαιος παραπονεῖται στό Θεό γιά ἐγκατάλειψη. Στό δεύτερο μέρος, ἀφήνεται στό Θεό μέ ἐμπιστοσύνη. Ὁ Χριστός, ὅμως, ἐπί τοῦ σταυροῦ χρησιμοποίησε μόνο τό πρῶτο μέρος τοῦ Ψαλμοῦ· ἐξέφρασε μόνο τήν ἐγκατάλειψη[5]. Καί ἐνῶ στή βάπτιση εἶχε ἀκουστεῖ ἡ φωνή τοῦ Πατρός, καί ἐνῶ πρίν ἀπό τόν Μυστικό Δεῖπνο ὁ Πατέρας ἐπίσης διαβεβαίωσε ὅτι τό πάθος τοῦ Υἱοῦ θά ἦταν ὁ δοξασμός του, κατά τήν ἀγωνία ἐπί τοῦ σταυροῦ δέν ἔρχεται φωνή ἐξ οὐρανοῦ. Βρισκόμαστε στά ἔγκατα ἑνός μυστηρίου.

     Ξαναγυρίζω στήν ἀφήγηση τοῦ Βίζελ καί συνεχίζω ἀπό τό σημεῖο ὅπου σταμάτησα, ἀπό τό ψιθυριστό ἐρώτημα, δηλαδή, «Ποῦ εἶναι τώρα ὁ Θεός;»:

     Καί τότε ἄκουσα μέσα μου μία φωνή νά ἀπαντᾶ: «Ποῦ εἶναι; Ἐδῶ ἀκριβῶς εἶναι. Κρέμεται σ' αὐτές τίς ἀγχόνες»[6].

     Τήν ἀπάντηση αὐτή μπορεῖ κάποιος νά τήν ἐννοήσει ὡς θανάτωση - ἐκμηδένιση τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ὡς πραγματική ἀπόσυρση καί ἀπουσία του στό ἑξῆς ἀπό τήν ἀνθρώπινη ζωή. Ὁ ἴδιος ὁ Βίζελ βίωσε ἕναν τέτοιο μηδενισμό, ζώντας, σύν τοῖς ἄλλοις, τήν κατάρρευση καί ἐν τέλει τόν θάνατο τοῦ συγκρατούμενου πατέρα του, τόν ὁποῖο μάταια ὁ ἔφηβος Ἐλιέζερ πάσχισε νά βοηθήσει[7]. Ἀλλά καί μετά ἀπό πολλά χρόνια, ἦταν χαρακτηριστικός ὁ διάλογος πού καταγράφει ὁ Βίζελ στά ἀπομνημονεύματά του. Ρώτησε ὁ ἴδιος τόν ραβίνο: «Πῶς μπορεῖς νά πιστεύεις στόν Θεό μετά τό Ἄουσβιτς;». Καί ὁ ραβίνος τοῦ ἀπάντησε, «Πῶς μπορεῖς νά μήν πιστεύεις στόν Θεό μετά τό Ἄουσβιτς;», ἐξηγώντας ὅτι μόνο στόν Θεό μπορεῖ νά πιστεύει κανείς ἀπό τή ὥρα πού στό Ἄουσβιτς ἀχρειώθηκε καί ἡττήθηκε ἡ ἀνθρωπότητα. Ὁ Βίζελ δέχτηκε τά λόγια του ὡς ἄλλο ἕνα ἐρώτημα, τά ἀπέρριψε ὅμως ὡς ἀπάντηση[8].

     Ὡστόσο, ἡ θανάτωση τοῦ Θεοῦ μπορεῖ πράγματι νά διαβαστεῖ διαφορετικά, καί νά ἀνοίξουν ἄλλοι ὁρίζοντες - χωρίς πάντως αὐτό νά σημαίνει ὅτι πρόκειται γιά εὔκολο ἐγχείρημα.

     Ἡ ματιά μᾶς χρειάζεται νά στραφεῖ ἀκριβῶς σ' αὐτόν πού κρέμεται στήν ἀγχόνη ἤ, ἀλλιῶς, σ' αὐτόν πού κρεμᾶται ἐπί ξύλου. Εἶναι τό παράδοξό του Σταυροῦ. Γιατί ἄραγε ὄ  Χριστός δέν ἔμεινε ἀπέθαντος; Ή, γιατί δέν πέθανε σέ βαθειά γηρατειά ἕναν θάνατο ἤρεμο καί τιμημένο, περίπου σάν αὐτόν ποῦ ὀνειρεύεται ὁ Βάρναλης στή «Μάνα τοῦ Χριστοῦ», περιτριγυρισμένος ἀπό ἀγαπημένα πρόσωπα;[9] Τό κλειδί ἴσως βρίσκεται ἀκριβῶς ἐδῶ: Ὁ Χριστός ἦρθε γιά πόλεμο. Ἦρθε γιά νά καταστρέψει τά ἔργα τοῦ διαβόλου[10]. Καί ἐνῶ εἶχε τήν ἐξουσία νά μήν πεθάνει καν, πεθαίνει θάνατο μέ τά πιό ἀκραία χαρακτηριστικά: θάνατο ὀδυνηρό, ἀτιμωτικό καί σέ ἐγκατάλειψη. Γιατί; Διότι αὐτή εἶναι ἡ ἀνθρώπινη κατάσταση. Ἄν ὁ Χριστός πέθαινε ἄλλον θάνατο, τότε ἡ ἐνανθρώπισή του δέν θά ἦταν πλήρης. Δέν θά εἶχε προσλάβει τήν πληρότητα τοῦ ἀνθρώπου, τίς ἐσχατιές τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, τήν ἄβυσσο τοῦ παράλογου πού τυραννᾶ τόν ἄνθρωπο. Ὁ Χριστός φορτώθηκε ἑκούσια στόν ἑαυτό τοῦ τό τραγικό, γιά νά διανοίξει στό τραγικό μίαν ἐνδοχώρα, τήν ὁποία αὐτό ἀπό μόνο τοῦ δέν ἔχει. Ἄν τό τραγικό δέν τό συναντήσει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἄν ἐνδοχώρα δέν γίνει ἡ ἴδια ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ, τότε τό τραγικό θά εἶναι τό τέρμα τῶν πάντων.

     Ποιός, λοιπόν, κρεμάστηκε στόν σταυρό; Ποῦ σημαίνει, ποιός ἀναμετρήθηκε μέ τό τραγικό αὐτοπροσώπως; Ποιός ἔπαθε;

     Ἡ ἀπάντηση πού συχνά δίνεται, εἶναι ὅτι ἐπί τοῦ σταυροῦ ὁ Χριστός ἔπαθε ὡς ἄνθρωπος, ἀλλά ὡς Θεός ἔμεινε ἀπαθής, ἀφοῦ δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει πάθος, ὀδύνη καί ἄρα μεταβολή στόν Θεό. Ἡ σκέψη αὐτή ἔχει πολύ παλιές ρίζες. Ἤδη τό ἀντάμωμα τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν ἑλληνορωμαϊκό κόσμο εἶχε δημιουργήσει μία ἔνταση, ἕνα ἐρώτημα, μία διελκυστίνδα.

     Ἀπό τή μία, ὁ Θεός τῆς Βίβλου παρουσιάζεται ὡς ἕνας Θεός σέ κίνηση, σέ δράση, ἕνας Θεός ἐργαζόμενος καί ζηλωτής. Ἕνας Θεός πού σέ ἄλλα σημεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐμφανίζεται νά ἔχει ἀμετάβλητες ἀποφάσεις, καί ἄλλοτε ἐμφανίζεται νά ἀλλάζει γνώμη - κι αὐτή ἡ ἀλλαγή (ἡ σπλαχνική, μάλιστα, ἀλλαγή) εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού θλίβει τόν Ἰωνά, ὅταν διαπιστώνει ὅτι ὁ Κύριος τελικά δέν θά καταστρέψει τούς Νινευίτες, ὅπως εἶχε προαναγγείλει[11]. Σέ κάθε περίπτωση, μέσα ἀπό ἕνα μπαράζ ποιητικῶν καί ἀνθρωποπαθῶν ἐκφράσεων ἡ Βίβλος δίνει τή διαβεβαίωση ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι μία οὐσία ἀδρανής καί ἄσχετη πρός τήν ἱστορία.

     Ὁ Θεός τῶν φιλοσόφων, ἀπό τήν ἄλλη, ἑδραζόταν στήν ἰδέα ὅτι γιά νά εἶναι Θεός ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά γνωρίζει οἱαδήποτε κίνηση, ἀλλαγή, πάθος. Αὐτή ἡ φιλοσοφική ἀντίληψη φαινόταν νά ἐνισχύει τίς ὅποιες ἑβραϊκές τάσεις ὑπέρ ἑνός ἀπαθοῦς Θεοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ πρῶτος πού ἔγραψε πραγματεία περί τοῦ ἀμεταβλήτου του Θεοῦ ἦταν ὁ Φίλων ὁ Ἰουδαῖος (20 πΧ - 50 μΧ), ὁ ὁποῖος, ὡς γνωστόν προσπάθησε νά συγκεράσει τήν ἑλληνιστική φιλοσοφία μέ τόν Ἰουδαϊσμό[12].

     Ἔτσι, στό διάβα τῶν αἰώνων, συχνά τονίστηκε ἐξαιρετικά τό ἀπαθές του Θεοῦ, σέ ἀντιδιαστολή πρός τό παθητό τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ σαρκωμένου Υἱοῦ[13]. Σά νά λέμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς πάσχει, ὁ Υἱός ὅμως ἁπλῶς παρακολουθεῖ. Ἡ στατικότητα ἀναδεικνυόταν σέ κύριο χαρακτηριστικό του Θεοῦ,  γιά νά ἐξασφαλιστεῖ ἡ πληρότητά του: τό ἀνενδεές καί τό ἀμετάβλητό του. Αὐτή ὅμως ἡ στατικότητα ἔφερε τόν Θεό σέ ἀγεφύρωτη ἀπόσταση ἀπό τόν ἄνθρωπο, καί ἰδίως σέ στιγμές ὅπου ἡ ἀνθρώπινη τραγικότητα κορυφωνόταν μέσα στό αἷμα, τόν πόνο καί τό παράλογο.

     Μετά, λοιπόν, τήν ἐμπειρία τοῦ Ἄουσβιτς, καί ἀντιδρώντας στήν ἰδέα ἑνός ἀμέτοχου Θεοῦ, σημαντικοί θεολόγοι ὅπως οἱ ρωμαιοκαθολικοί Χέριμπερτ Μύλεν (1927 - 2006) καί Χάνς Κύνγκ (1928- ), οἱ προτεστάντες Γιοῦργκεν Μόλτμαν (1926- ) καί Τσόαν-Σέν Σόνγκ (1929- ), καί ἄλλοι, μίλησαν, μέ διαφορετικές ἐμφάσεις ὁ καθένας, γιά πάθος τοῦ Θεοῦ ἤ γιά πάθος τῆς θεότητας, ἀκόμα καί γιά μεταβολή τοῦ ἴδιου του Θεοῦ[14]. Σέ διάλογο μέ ὁρισμένους ἀπό αὐτούς ἀπό Ὀρθόδοξης πλευρᾶς ἦρθε ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε (1903-1993), σέ ἄλλα σημεῖα συμφωνώντας καί σέ ἄλλα διαφωνώντας, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω. Ἀλλά ἄς ξεκινήσουμε μέ μία ψηλάφηση τῆς Ὀρθόδοξης αὐτοσυνειδησίας (ἡ ὁποία συχνά θολώνει σέ ἀλαζονεία).

     Τό περισπούδαστο βιβλίο τοῦ Μόλτμαν ἐπιγράφεται Ὁ σταυρωμένος Θεός[15]. «Βλασφημία!», μοῦ εἶπε κάποιος εὐσεβής φίλος πρό καιροῦ, ὅταν τοῦ τό ἀνέφερα. «Ἐσταυρωμένος ἄνθρωπος ναί, ἐσταυρωμένος Θεός ποτέ»! Δέν τοῦ ζήτησα νά διαβάσει τό βιβλίο. Τοῦ ζήτησα μόνο νά σκύψει στή Ὀρθόδοξη παράδοση. Καί νά προσέξει ὅτι τή Μεγάλη Πέμπτη οἱ πιστοί ἀπευθύνονται στόν Χριστό περίπου μέ τόν τίτλο τοῦ βιβλίου τοῦ Μόλτμαν, λέγοντας: «Σέ τόν σταυρωθέντα Θεόν ἠμῶν ὑμνοῦμεν»[16]. Ἀκόμα παραπέρα: τή Μεγάλη Πέμπτη θά ἀκούσουμε τόν συγκλονιστικό ὕμνο: «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τήν γῆν κρεμάσας». Ποιός, λέει ὁ ὕμνος, ὅτι κρεμᾶται ἐπί ξύλου; Ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς; Ὄχι. Ὁ ἐν ὕδασι τήν γῆν κρεμάσας κάποτε, δηλαδή ὁ δημιουργός· ὁ Θεός. Καί πῶς ὀνομάζει, τή Μεγάλη Παρασκευή ἡ ὑμνολογία μας τήν ταφή τοῦ Χριστοῦ; Ταφῆ ἑνός ἄδειου κουφαριοῦ; Ὄχι! Τήν ὀνομάζει «θεοσωμόν ταφήν». Ἡ ὑμνολογία, δηλαδή, μιλᾶ γιά συμμετοχή τοῦ ἴδιου του Θεοῦ (τοῦ Υἱοῦ, δηλαδή) στό πάθος!

     Μήπως, ὅμως, αὐτές οἱ ἐκφράσεις τῆς ὑμνολογίας δέν πρέπει νά ληφθοῦν ὑπόψη κυριολεκτικά; Μήπως λένε καί δύο λόγια παραπάνω, λόγω ποιητικῆς ἀδείας; Νομίζω πώς συμβαίνει τό ἀντίθετο! Οἱ ὕμνοι αὐτοί (καί εἶναι δεκάδες στίς μεγαλοβδομαδιάτικες ἀκολουθίες) ἀποτυπώνουν ὁλοζώντανα τήν καρδιά τοῦ μυστηρίου, ὅπως αὐτή ἔχει ἐκφραστεῖ σέ μία ἀπό τίς ἀρχαιότερες ὁμολογίες τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία παραδόθηκε στόν Παῦλο, ὁ ὁποῖος καί μᾶς τήν παρέδωσε κατόπιν: «Ὁ Χριστός πέθανε, σύμφωνα μέ τίς Γραφές, γιά τίς ἁμαρτίες μᾶς»[17].

     Σέ σχέση μέ αὐτές τίς δύο ἀντίθετες τάσεις (ἀφ' ἑνός τή φιλοσοφική ἐννόηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀκίνητης οὐσίας, καί ἀφ' ἑτέρου σύγχρονες θεολογίες τοῦ οἰκουμενικοῦ χώρου πού μιλοῦν γιά ἕναν θεό προσωπικό μέν, ἀλλά ἀνολοκλήρωτο, ὁ ὁποῖος μεταβάλλεται καί εἶναι ἐν τῷ γίγνεσθαι), ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία καλεῖται νά διαλεχθεῖ, νά μαρτυρήσει καί νά γονιμοποιήσει δυναμικά στοιχεῖα τῆς παράδοσής της. Θά προσπαθήσω νά ἐπισημάνω κάποια.

     Ἡ δογματική μας λέει ὅτι στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων (τῆς θεϊκῆς καί τῆς ἀνθρώπινης) εἶναι ὑποστατική. Πράγμα πού σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι μία ὑπόσταση, ἕνα πρόσωπο, μέ δύο φύσεις. Ἐπί τοῦ σταυροῦ, λοιπόν, ἔπαθε ὁ Θεάνθρωπος - ὄχι ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος ὀνόματι Ἰησοῦς. Ἔτσι, κατά ἕναν μυστήριο τρόπο, ὁ ἴδιος ὁ Θεός συμμετεῖχε στήν ὀδύνη καί τό πάθος, χωρίς ταυτόχρονα νά ὑφίσταται ἀλλοίωση ἡ θεία φύση του. Εἶναι ἕνα μυστήριο ἀσύλληπτο, τό ὁποῖο ὅμως διασφαλίζει τήν πληρότητα τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τήν ἀληθινή συμμετοχή του στή ἱστορία.

     Δέ τό χωράει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά αὐτή εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας ἀπό τόν Βιβλικό Θεό. «Ἔκστηθι φρίττων, οὐρανέ», ψάλλεται τό βράδυ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, «καί σαλευθήτωσαν τά θεμέλια της γής. Ἰδού γάρ, ἐν νεκροῖς λογίζεται ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν καί τάφω σμικρῶ ξενοδοχεῖται» [μτφρ: «Ἄλλαξε ὄψη, οὐρανέ, ἀπό τή φρίκη σου, καί τά θεμέλια της γής ἄς τρανταχτοῦν. Γιατί αὐτός πού σ' ἀπέραντα ὕψη κατοικεῖ, μ' ὅλους τους πεθαμένους λογαριάζεται καί σέ μικρό καί ξένο τάφο καταλύει»][18].

     Τή μυστήρια συμμετοχή τοῦ Θεοῦ στό πάθος τή φωτίζει κάπως ἕνα ἰδιαίτερο κεφάλαιο τῆς δογματικῆς παράδοσης: ἡ ἀντίδοση ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ[19].

     Ἀντίδοση ἰδιωμάτων σημαίνει ὅτι οἱ ἰδιότητες καθεμιᾶς ἀπό τίς δύο φύσεις τοῦ Θεανθρώπου δέν μένουν περίκλειστες στήν ἀντίστοιχη φύση, ἀλλά τελούν  σέ ὄσμωση, σέ ἀλληλοπεριχώρηση μεταξύ τους. Ἔτσι, «κάθε τί πού ἔκανε [ὁ Χριστός] ὡς ἄνθρωπος, ἦταν ἐξ ἴσου θεία πράξη, ἀλλά αὐτός πού ἐνεργοῦσε δέν ἦταν ἡ θεία φύση. Ἐνεργοῦσε τό συγκεκριμένο πρόσωπο· ἦταν ὅλα πράξεις τοῦ Υἱοῦ» [20].

     Αὐτοῦ του εἴδους ὁ θεοπασχητισμός (ὁ Ὀρθόδοξος θεοπασχητισμός), λοιπόν, ἀφορᾶ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεός Υἱός ἔζησε τό πάθος, διότι εἶναι αὐτός πού ἐνανθρώπησε. Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό ἄλλες ἐκβολές τῆς δογματικῆς παράδοσης. Οἱ Πατέρες, λ.χ., ἐπέμειναν ὅτι αὐτός τόν ὁποῖο γέννησε ἡ Θεοτόκος δέν ἦταν μία ἀνθρώπινη ὑπόσταση, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Θεός Λόγος (τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας), ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ ὁποίου ἦταν ἀπό τό πρῶτο δευτερόλεπτο ἀδιαίρετα ἑνωμένη μέ τή θεότητά του. Ἀκριβῶς ὑπ' αὐτό τό πρίσμα ἡ Παναγία ἀποκαλεῖται «Θεοτόκος», καί αὐτοί πού σταύρωσαν τόν Χριστό ἀποκαλοῦνται «θεοκτόνοι».

     Χαρακτηριστικός εἶναι ἕνας ἀπό τούς ἀναθεματισμούς τῆς 5ης οἰκουμενικῆς συνόδου (553): Ἀναθεματίζεται ὅποιος δέν ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ (δηλαδή τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας· ὄχι ὁ ἄνθρωπος τάχα Ἰησοῦς) ἔπαθε κατά τό ἀνθρώπινο καί σταυρώθηκε κατά τό ἀνθρώπινο καί γεύτηκε θάνατο κατά τό ἀνθρώπινο[21]. Ὅτι στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεός γεύτηκε τήν ἀνθρώπινη ὀδύνη καί ἐγκατάλειψη, τό ψάλλουμε ἀδιάκοπα σέ ὅ,τι πιό προσιτό καί καθημερινό γιά τόν πιστό· στή θεία Λειτουργία:

     Ὁ μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀθάνατος ὑπάρχων καί καταδεξάμενος διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν σαρκωθῆναι ἐκ τῆς ἁγίας Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας, ἀτρέπτως ἐνανθρωπήσας, σταυρωθεῖς τέ, Χριστέ ὁ Θεός, θανάτω θάνατον πατήσας, εἷς ὧν τῆς Ἁγίας Τριάδος, συνδοξαζόμενος τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίω Πνεύματι, σῶσον ἠμᾶς[22].

     Στήν ὀπτική αὐτή, λοιπόν, πάσχει (τό ἐπαναλαμβάνω) ὁ Χριστός, δέν πάσχει ὅμως ἡ θεία φύση. Αὐτή τή θέση τή βρίσκουμε διαχρονικά, μέχρι καί σέ σύγχρονους Ὀρθόδοξους θεολόγους[23]. Ἡ θεία φύση ἐξ ὁρισμοῦ βρίσκεται πέρα ἀπό κάθε λογής περιορισμούς, στούς ὁποίους, ἀντίθετα, ὑπόκεινται τά κτιστά ὄντα. Ὁ τρόπος, λοιπόν, μέ τόν ὁποῖον ὁ Θεός βιώνει περιορισμούς (ἐδῶ: ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον συμμετέχει στήν ὀδύνη), εἶναι ἡ ἐλεύθερη καί ἠθελημένη ἀπόφασή του, μία πράξη δηλαδή ἀκραίας ἀγάπης·  αὐτή πού τολμηρά ὁ Παῦλος ὀνόμασε ἑκούσια κένωση (Φιλιπ. 2: 7).

     Αὐτό, ὡστόσο, μπορεῖ, ἄραγε, νά σημαίνει ὅτι ἡ προαιώνια ἐνδοτριαδική ζωή (ἡ θεία ζωή καθαυτήν, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ὕπαρξη τοῦ κόσμου) εἶναι ἄσχετη πρός τήν ἔννοια τοῦ πάσχειν ἤ, καλύτερα, πρός κάθε ἔννοια τοῦ πάσχειν; Ἐδῶ χρειάζεται μεγάλη διάκριση. Γνωρίζουμε τήν ὀδύνη τή σύμφυτη μέ τήν κτιστότητα, δηλαδή τήν ὀδύνη τῶν ὑπάρξεων πού ἀνά πάσα στιγμή ροκανίζονται ἀπό τή φθορά. Τό ἀντίθετό της, ὅμως, δέν εἶναι ἡ ἀδράνεια καί ἡ ἀναισθησία. Δέν εἶναι, μήπως, αἰωνίως ἀγάπη ὁ Θεός (1 Ἰω. 4: 8); Τό ὅτι εἶναι ἀγάπη, σημαίνει ὅτι καθαυτόν ὁ τρόπος ὕπαρξής του εἶναι ἡ ἠθελημένη ἀγαπητική κίνηση, τό ἀγαπητικό ἄνοιγμα, ἡ ἀγαπητική δεξίωση καθενός Προσώπου τῆς Τριάδας πρός τά ἄλλα. Ἐπειδή προαιωνίως εἶναι ἀγάπη, γι' αὐτό καί μᾶς ἀγαπᾶ - γι' αὐτό καί μᾶς δημιούργησε. Ἡ πρός ἐμᾶς ἀγάπη του, δηλαδή, δέν ἀποτελεῖ προσθήκη πάνω σέ μία ἀδρανῆ καί ἀναίσθητη θεία ὕπαρξη, ἀλλά συνιστᾶ ἔμπρακτο καί ἑκούσιο ξεχείλισμα τῆς ζωῆς τοῦ[24]. Ὑπ' αὐτή τήν ἔννοια, ἡ συμμετοχή τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη ὀδύνη (πού ψηλαφήσαμε παραπάνω) ἔχει τά ριζώματά της στήν ἐνδοτριαδική ζωή. Ὁ Πατήρ καί τό Πνεῦμα δέν σαρκώθηκαν μέν καί δέν γεύτηκαν θάνατο, συμμετέχουν ὅμως σέ ὅλο τό ἐγχείρημα τοῦ Χριστοῦ μέσω καί λόγω τῆς ἀγάπης τους, ἡ ὁποία κάνει, χαρακτηριστικά, τό Πνεῦμα νά μεσιτεύει στόν Πατέρα γιά μᾶς «μέ στεναγμούς πού δέν μποροῦν νά ἐκφραστοῦν μέ λέξεις» (Ρώμ. 8: 26). Νά τό ποῦμε αὐτό «ὀδύνη»; Νά τό ποῦμε «πάθος»; Νά τό ποῦμε, καλύτερα, «ἀπαθές πάθος»; Μποροῦμε νά τό ποῦμε μέ ὅποιον τρόπο δυνηθεῖ ἡ ἀδύναμη γλώσσα μας, ἀρκεῖ καλοπροαίρετα καί διαυγῶς νά συνομολογήσουμε τί παλεύουμε νά ψηλαφίσουμε[25]. Καί νά μή γινόμαστε, βέβαια, ἀστεῖοι, φανταζόμενοι ὅτι θά δυνηθοῦμε νά περιγράψουμε ἐπαρκῶς ἕνα μυστήριο... Ὁ Στανιλοάε φωτίζει κάπως τήν ἔννοια τοῦ «ἀπαθοῦς πάθους», ἀφ' ἑνός ὑπογραμμίζοντας τήν κινητικότητα τῆς ἐνδοτριαδικῆς ζωῆς, καί ἀφ' ἑτέρου ἀποσυνδέοντας τήν ἀπό τήν ἀγωνία ἡ ὁποία στοιχειώνει τήν ἀνθρώπινη κινητικότητα, ὡς ἀναμονή ἀνταπόκρισης τοῦ ἄλλου στήν ἀγάπη πού τοῦ ἐκπέμψαμε. Στόν Θεό, τόσο ἡ κίνηση πρός τό ἄλλο Πρόσωπο ὅσο καί ἡ ἀνταπόκριση τοῦ ἄλλου Προσώπου εἶναι ταυτόχρονες καί ἀκαριαῖες[26]. Δέν πρόκειται γιά πάθος σάν τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε ὅμως καί γιά ἀπάθεια σάν τοῦ ἀδρανοῦς θεοῦ τῶν φιλοσόφων.  

     Τίς ἀνθρωπομορφικές διατυπώσεις μας, πού ἀφοροῦν τόν Θεό, στό πλαίσιο ἑνός λόγου ἀφηγηματικοῦ, ποιητικοῦ καί παραβολικοῦ, τίς παρακολουθεῖ βεβαίως ὁ κίνδυνος στρεβλώσεων καί ἀπολυτοποίησης τῶν διαφόρων εἰκόνων. Ἀλλά ποιά ἀνθρώπινη διατύπωση εἶναι ἐλεύθερη ἀπό αὐτόν τόν κίνδυνο; Ἡ δογματική παράδοση, πού ψηλαφίσαμε παραπάνω, ἐκφράζεται κατά βάσιν μέ ὅρους ὀντολογίας. Ποιός κίνδυνος καραδοκεῖ ἐδῶ; Ὁ κίνδυνος, ἡ ἐπικέντρωσή μας στό «εἶναι» τοῦ Θεοῦ δίκην «χημικῆς» προσέγγισής του, νά ἐνισχύει τήν ἐννόησή του ὡς ἀδρανοῦς ὑπάρξεως, νά ἐμφανίζει τή συνάντησή μας μαζί του ὡς ἕνα εἶδος «χημικῆς ἕνωσης», καί νά ἀδυνατίζει τή δυναμική ἑνός Θεοῦ πού πράττει ἀπελευθερωτικά μέσα στήν ἱστορία. Ἡ δυναμική αὐτή συνέχει δίκην ραχοκοκαλιᾶς ὁλόκληρη τήν ἀποκάλυψη ἀνέκαθεν, δηλαδή ἀκόμα καί πρίν νά διατυπώσει ἡ Ἐκκλησία τούς λεπτούς Τριαδολογικούς καί Χριστολογικούς ὅρους της. Ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε κάποτε καί χωρίς τίς διατυπώσεις αὐτές, δέν ὑπῆρξε ποτέ ὅμως χωρίς τήν ἐν λόγω δυναμική. Πολύ ζωντανά τή δυναμική αὐτή τήν ἀποδίδουν οἱ ἀνθρωπομορφικές βιβλικές ἐκφράσεις, οἱ ὁποῖες, ὅταν (ὅπως εἴπαμε) δέν ἀπολυτοποιοῦνται, ἀφήνουν χῶρο στό μυστήριο καί ὡς πρός τοῦτο συναντιώνονται μέ τήν ἀποφατική παράμετρο τῆς θεολογίας. Οἱ ὀντολογικές κατηγορίες, ἐν τέλει, οὔτε ἀχρηστεύουν οὔτε ὑποκαθιστοῦν τήν ἀφηγηματικότητα καί τήν παραβολικότητα. Ὅλων τῶν εἰδῶν τά λεξιλόγια εἶναι πολύτιμα, ἀλλά οὐδέν αὔταρκες.

     Μετά ἀπό αὐτή τή δογματική παρέκβαση, τά ἐρώτημα, γιά ἀκόμη μία φορά, εἶναι τί συνεπάγεται ἡ πίστη γιά τήν καθημερινότητα, τήν ὀδύνη, τήν ἀδικία καί τό παράλογο πού λυσσομανᾶ μέσα στή ἱστορία. Ἡ σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, τελικά, εἶναι ἁπλῶς κάτι πού ἔλαβε χώρα καί τελείωσε γιά νά τή διαδεχτεί  ἡ Ἀνάσταση; Ἤ μήπως ἡ σταύρωση συνεχίζει καί ἀποτελεῖ μία πραγματικότητα τῆς ἱστορίας, ὅσο ἡ ἱστορία συνεχίζει νά εἶναι τό πεδίο ἀναμέτρησης τῶν φιλόθεων καί ἀντίθεων δυνάμεων;

     Ἡ Ἀνάσταση εἶναι τό μέλλον μας. Εἶναι τό ἔσχατο πού εἰσβάλλει στήν ἱστορία. Ἀλλά τήν Ἀνάσταση τήν στοιχειώνει, τή συνοδεύει γιά πάντα ἡ σταύρωση, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ἡ σταύρωση δείχνει τί λογής γεγονός εἶναι ἡ Ἀνάσταση:  ὅτι δηλαδή δέν εἶναι οἱοδήποτε ξαναζωντάνεμα, ἀλλά εἶναι ἡ νίκη τῆς θυσιαστικῆς Ἀγάπης ἐπί τοῦ θανάτου. Ὑπ' αὐτή τήν ἔννοια, ἡ σταύρωση δέν εἶναι ἡ ἥττα, τήν ὁποία διαδέχεται ἡ νίκη, ἀλλά εἶναι ἡ νίκη, τήν ὁποία διαδέχεται ἡ νίκη. «Ἡ Ἀνάστασις», ἔχει ἐπισημάνει ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «ἀποκαλύπτει [...] καί συνεχίζει τή νίκη ἐπί τοῦ Σταυροῦ [...]. Ἡ δύναμις τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἀκριβῶς "ἡ δύναμις τοῦ Σταυρού"»[27].

     Ναί. Ἡ ἱστορία εἶναι ἕνας πόλεμος μέχρις Ἐσχάτων. Καί μέσα σ' αὐτό τόν πόλεμο, συχνά ὁ Χριστός «ἡττᾶται» καί κάνει ζωή τοῦ τήν ὀδύνη, τό παράλογο, τήν ἐγκατάλειψη. Μέχρι τήν τελική νίκη τῶν ἐσχάτων, ὅσο ἀκόμη μανιάζει τό δαιμονικό καί ἡ ἀπανθρωπιά, ὁ Χριστός ὄχι μόνο εἶναι μέ τά θύματα τῆς ἱστορίας, ἀλλά γίνεται ἕνα θύμα τῆς ἱστορίας. Τό δόγμα τοῦ πάσχοντος Θεοῦ (τοῦ πάσχοντος αὐτοπροσώπως μέσα στήν ἱστορία) δίνει τή βάση γιά μία πολιτική θεολογία (πολιτική μέ τήν εὐρεία ἔννοια, τῆς ἔγνοιας καί τῆς εὐθύνης ἀπέναντι στόν κοινό βίο), ἡ ὁποία ὀφείλει νά πεῖ εὐθαρσώς: Ὁ κόσμος αὐτός δέν εἶναι θέλημα Θεοῦ. Ὁ κόσμος αὐτός ὀφείλει νά ἀλλάξει[28].

     Οἱ Χριστιανοί, εἶχε πεῖ ὁ Φλωρόφσκυ, «πρέπει νά κατανοοῦν πώς ἡ κοινωνική ἀθλιότητα εἶναι ἡ συνεχιζόμενη ἀγωνία τοῦ Χριστοῦ, πού ὑποφέρει ἀκόμη στό πρόσωπο τῶν μελῶν τοῦ»[29]. Καί ὁ Στανιλοάε προχώρησε ἀκόμη παραπέρα, καί μίλησε γιά τή συμμετοχή τοῦ Χριστοῦ στήν ὀδύνη ὄχι μόνο τῶν μελῶν του, ἀλλά κάθε ἀδικημένου: Ὁ Χριστός «ἐξισώνει τήν ἀξία τῶν ἀνθρώπων πού πάσχουν, μέ τήν δική του ἀξία [...]. Δείχνει ὅτι αὐτός ὁ ἴδιος πάσχει μέ τούς πάσχοντες»[30]. Αὐτό τό εἶχε ἐκφράσει περίφημα ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής στό ἔργο τοῦ «Μυσταγωγία», στό ὁποῖο ἑρμηνεύει τή θεία Λειτουργία. Ἀντίθετα πρός μονιστικές, ἐσωστρεφεῖς θεωρήσεις τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, ὁ Μάξιμος κλείνει τήν ἑρμηνεία του μέ ἕναν ὕμνο γιά τό ἄνοιγμα στό πρόσωπο τοῦ ἀδικημένου, ἕναν ὕμνο πρός τήν ἀλληλεγγύη: Ὡς τό τέλος τῆς ζωῆς αὐτῆς ὁ Χριστός ὑποφέρει μυστικά τίς ὀδύνες τῶν ἀδυνάτων καί καλεῖ τούς πιστούς νά τόν μιμηθοῦν, νά διακονήσουν τό πάθος τῶν ἀνθρώπων πάσχοντας οἱ ἴδιοι. Ὁ Μάξιμος συνδέει τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου ὄχι μόνο μέ τή μυστηριακή ζωή ἤ ἕναν ἐσωτερισμό (ὅπως συνήθως κάνουν πολλοί), ἀλλά μέ τήν φιλάνθρωπη πράξη (τήν ὁποία, ἀντίστοιχα, ἀπαξιώνουν πολλοί). Καί ταυτόχρονα μιλᾶ ρητά γιά μυστική ὀδύνη τοῦ Θεοῦ μέχρι τό τέλος τῆς ἱστορίας.

     Τίποτα δέν εἶναι τόσο ἐπιτήδειο γιά τή θέωση καί γιά τήν προσέγγιση τοῦ Θεοῦ, ὅσο τό ἔλεος πού προσφέρεται ἀπό τό βάθος τῆς ψυχῆς μέ ἱκανοποίηση καί χαρά σέ ὅσους τά ἔχουν ἀνάγκη. Ὁ Λόγος ἔδειξε ὅτι εἶναι Θεός αὐτός πού ἔχει ἀνάγκη νά εὐεργετηθεῖ [...]. Κι ἄν εἶναι Θεός ὁ φτωχός ἀπό συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε φτωχός γιά μας καί δέχεται μέ ἀγάπη ἐπάνω στόν ἑαυτό τοῦ τά πάθη τοῦ καθενός κι ὡς τό τέλος τῆς ζωῆς αὐτῆς ἀνάλογα πρός τό πάθος καθενός πάντα θά ὑποφέρη μυστικά ἀπό ἀγάπη, εἶναι φανερό κατά φυσικό λόγο ὅτι περισσότερο θεός θά εἶναι αὐτός, πού μιμητής τοῦ θεοῦ, θεραπεύει ὅπως ὁ Θεός τῶν ἄλλων τά πάθη ἀπό φιλανθρωπία μέ δικό του πάθος καί δείχνει πώς ἔχει μέσα τοῦ κατ' ἀναλογία τήν ἴδια μέ τό Θεό δύναμη σωστικῆς πρόνοιας. [31]

     Σύγχρονα θεολογικά κείμενα συνήθως νοοῦν τή συσταύρωση τοῦ πιστοῦ μέ τόν Χριστό μονάχα ὡς καταπολέμηση τῶν παθῶν τοῦ πιστοῦ. Δέν εἶναι ὅμως μόνο αὐτό. Εἶναι καί ἡ συμμετοχή σέ ἕνα ἀπελευθερωτικό ἔργο μέσα στήν ἱστορία. Στήν πραγματικότητα ἀμφότερα (ἡ καταπολέμηση τῶν παθῶν καί ἡ στροφή πρός τόν ἄλλον) εἶναι παράμετροι τοῦ ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἔργου. Ἡ ἀπελπισία πού ἀποτυπώνει ὁ Βίζελ ρέπει πρός τόν θάνατο. Ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά τερματίσει στήν ὀδύνη. «Σ' αὐτό τό μέρος», εἶχε πεῖ ὠμά καί ρεαλιστικά ἕνας συγκρατούμενος στόν μικρό Βίζελ, συμβουλεύοντας τόν νά μή μοιράζεται τή μερίδα του μέ τόν ἑτοιμοθάνατο πατέρα του, «δέν ὑπάρχει πατέρας, ἀδερφός, φίλος. Καθένας μᾶς ζεῖ καί πεθαίνει μοναχός του».[32] Ἀντίθετα, ἡ πίστη παλεύει νά μεταμορφώσει τήν ὀδύνη σέ κάτι ἄλλο, τό ὁποῖο καί ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στά οὐσιώδη. Νά τή μεταμορφώσει σέ ἀλληλεγγύη. Πράγματα δύσκολα, πολύ δύσκολα...

     Ὅλη ἡ προοπτική πού προσπαθήσαμε νά ψηλαφίσουμε, δέν δίνει μία εὔκολη ἀπάντηση, δέν σταματᾶ ἐδῶ καί τώρα τόν ἀνυπόφορο πόνο, δέν αἴρει τόν πειρασμό τοῦ παράλογου. Εἶναι ὁ δύσκολος δρόμος τῆς διάνοιξης ἐνδοχώρας ἐκεῖ πού ὅλα δείχνουν νά τερματίζουν. Τή Μεγάλη Τρίτη ἡ Κασσιανή θά μᾶς θυμίσει ὅτι κάποτε οἱ ἄνθρωποι ἄκουσαν στόν παράδεισο τά βήματα τοῦ Θεοῦ καί κρύφτηκαν. Μετά την  θυσία τοῦ Χριστοῦ, ὁ Θεός βαδίζει μαζί μέ τούς ἀνθρώπους, γίνεται συνοδοιπόρος τούς ἕως ἐσχάτου της γής, γίνεται ὄχι μόνο ὁμοτράπεζος, ἀλλά καί συγκακουχούμενος, γίνεται σύντροφος τοῦ ἀνθρώπου καί συναγωνιστής του σέ ἕναν ἀγώνα κατά τοῦ δαιμονικοῦ μέσα στήν ἱστορία. Τήν Ἀνάσταση την  διακονεῖ αὐτός πού συσταυρώνεται μέ τόν Θεό, ὁ ὁποῖος -ναί! -  βρίσκεται ἐδῶ, καί κρέμεται στίς ἀγχόνες.

Πηγή: Περιοδικό «Σύναξη»

     *    Ἐπεξεργασμένο κείμενο εἰσήγησης στήν ἡμερίδα «Ὁ Θεός πάσχει», διοργανωμένη ἀπό τόν ἄν. καθηγητή τοῦ Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΕΚΠΑ Σωτήριο Δεσπότη, στό Δουρούτειο Πνευματικό Κέντρο τῆς ἐνορίας Ἄγ. Ἀσωμάτων Θησείου & Ἄγ. Γεωργίου (Χατζηκώστα), τό Σάββατο 20 Ἀπριλίου 2013.

  1. Ellie Wiesel, Night (μτφρ. ἀπό τά γαλλικά: Marion Wiesel), Hill & Wang, New York 2006, σσ. 64-65 [ἀπόδοση δική μου· στά ἑλληνικά ἔχει κυκλοφορήσει ὡς Ἐλί Βιζέλ, Ἡ Νύχτα (μτφρ. Γιῶργος Ξενάριος), ἔκδ. Μεταίχμιο, Ἀθήνα 2007, ἀλλά δέν ἔχω κατορθώσει νά βρῶ]. Τό βιβλίο πρωτοεκδόθηκε σέ ἐκτεταμένη μορφή στή γερμανοεβραϊκή γλώσσα γίντις τό 1954, καί πολύ συντομευμένο στά γαλλικά τό 1958. Αὐτή, ἡ δεύτερη μορφή του, εἶναι ἐκείνη πού στή συνέχεια καθιερώθηκε (καί χρησιμοποιῶ). Ἔχει προκαλέσει διεθνῶς μεγάλες συζητήσεις, ἀναλύσεις, ἐπαίνους, ἀλλά καί ἀμφισβητήσεις, ἀκόμη καί περιστατικῶν πού μνημονεύει. Αὐτό πάντως πού μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ δέν εἶναι ἡ ἱστορική ἀκριβολογία, ἀλλά ἡ ὀπτική τήν ὁποία καταθέτει ὁ Βίζελ καί ἡ ὁποία μπορεῖ νά τροφοδοτήσει περαιτέρω προβληματισμούς, ὅπως, λ.χ. συνέβη μέ τόν χριστιανό θεολόγο Jurgen
    Moltmann, The Crucified God (μτφρ.  R. A. Wilson & John Bowden), SCM Press, 22001, σ. 283. Γιά τή συζήτηση πού πυροδότησε, βλ. ἐνδεικτικά Thomas G. Weinandy, Does God suffer?, University of Notre Dame Press, Notre Dame, Indiana 2000, σσ. 3-4, καθώς καί: https://en.wikipedia.org/wiki/Night_%28book%29#Writing_and_publishing (22-2-2014).
  2. Ἱερ. 12:1. Τή μετάφραση τῶν βιβλικῶν κειμένων τήν παίρνω ἀπό τίς ἐκδόσεις Ἡ Παλαιά Διαθήκη. Μετάφραση ἀπό τά πρωτότυπα κείμενα, καί Ἡ Καινή Διαθήκη. Τό πρωτότυπο κείμενο μέ μετάφραση στή δημοτική, ἔκδ. Ἑλληνικῆς Βιβλικῆς Ἐταιρίας, Ἀθήνα 1997 καί 1989 ἀντίστοιχα.
  3. Ψάλμ. 94 (93): 3-7.
  4. Μ. Πέμπτη ἑσπέρας, ὁ οἶκος.
  5. Σάββας Ἀγουρίδης, «Τά πάθη τοῦ Χριστοῦ κατά Ματθαῖον», στοῦ ἰδίου, Θεολογία καί κοινωνία σέ διάλογο, ἔκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1999, σ. 279.
    Γιά τήν ἀκρίβεια, στά εὐαγγέλια τοῦ Ματθαίου (27: 46-50) καί τοῦ Μάρκου (15: 34-37), ἀμέσως μετά ἀπό αὐτό τό παράπονο ὁ Χριστός ἔβγαλε μία δυνατή κραυγή καί ξεψύχησε, μένοντας χωρίς ἀπάντηση. Στό Λουκᾶ (23: 46) ὁ Ἰησοῦς ὁμοίως ἀπευθύνεται στόν Πατέρα μέ τή φράση «Στά χέρια σου παραδίνω τό πνεῦμα μου» καί ξεψυχᾶ ἐπίσης χωρίς νά λάβει ἀπάντηση, στόν δέ Ἰωάννη (19: 30) λέει ἁπλῶς «τετέλεσται». Ἡ ἀπουσία ἀπάντησης ὑπογραμμίζει τό τραγικό, δέν σημαίνει ὅμως ἀπουσία τοῦ Πατρός ἤ προοπτικῆς (πρβλ. Πράξ. 2: 32, 1 Κόρ. 15: 15). Τό «τετέλεσται» στόν Ἰωάννη σημαίνει ὅτι ὅλες οἱ προφητεῖες ἐκπληρώθηκαν καί ὅτι ἡ ἀποστολή ἐκτελέστηκε Ὑπ' αὐτό τό πρίσμα, ἡ ἐν λόγω ἑκούσια πρόσληψη τῆς τραγικότητας συνιστᾶ νίκη. Βλ.
    Σάββας Ἀγουρίδης, Τό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο. Β΄κέφ. 13-21, ἔκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 251-252.
  6. Wiesel, Night, ο.π., σ. 65.
  7. Βλ. Elie Wiesel's Night. Bloom's Modern Critical Interpretation (Harold Bloom, ed.), Infobase Publishing, New York 2010. Ἀπό αὐτό, βλ. ἰδίως Frederick Downing, ''Elie Wiesel and Post-Holocaust Theological Reflection'', σσ. 147-168.
  8. Elie Wiesel, All Rivers Run to the Sea: Memoirs, Schocken Books, New York 1995, σ. 403.
  9. Κώστας Βάρναλης, «Ἡ μάνα τοῦ Χριστοῦ», στοῦ ἴδιου, Τό φῶς πού καίει, ἔκδ. Κέδρος, Ἀθήνα χ.χ., σ. 71.  
  10. 1 Ἰω. 3: 8.
  11. Ἴων. 3: 10, 4: 1-3.
  12. Weinandy, ο.π., σ. 19. Πρβλ. Hans Kung, Incarnation de Dieu, σσ. 565-566, ὅπως παρατίθεται στό π. Δημήτριος Στανιλοάε, Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη (μτφρ. Νίκος Ματσούκας) ἔκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 100: «Στήν ἑλληνική μεταφυσική ἡ γνώση καί ἡ ἀγάπη τοῦ κόσμου ἀποδείκνυαν ἤδη μία ἔλλειψη τῆς θεότητας. Γι' αὐτό ὑπέθεσαν ὅτι γνώση καί ἀγάπη ἑνός ἄλλου ἤ τοῦ ἑαυτοῦ τῆς ἔπρεπε ν' ἀποκλειστοῦν ἀπό τή θεότητα [...]. Τό γίγνεσθαι γενικά σήμαινε ἔλλειψη. Γι' αὐτό μέ κανέναν τρόπο δέν μποροῦσε νά νοηθεῖ γίγνεσθαι στή θεότητα».
  13. Βλ. Στανιλοάε, Ἀγάπη, ο.π., σ. 33, Moltmann, ο.π., σσ. 235-265.
  14. Βλ. Weinandy, ο.π., Στανιλοάε, Ἀγάπη, ο.π., καθώς καί Choan-Seng Song, The Compassionate God; An Exercise in the Theology of Transposition, SCM Press, Orbis Books, Maryknoll, New York 1982.
  15. Ὁ Μόλτμαν εἶδε τήν ἀφήγηση τοῦ Βίζελ ὡς ἔκφανση τῆς ραβινικῆς θεολογίας περί αὐτοταπείνωσης τοῦ Θεοῦ καί, ὡς χριστιανός ὁ ἴδιος,
    τόνισε ὅτι «κάθε ἄλλη ἀπάντηση [σσ. πλήν τοῦ ὅτι ὁ Θεός κρέμεται στίς ἀγχόνες] θά ἦταν βλασφημία. Δέν μπορεῖ νά δοθεῖ ἄλλη χριστιανική ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτοῦ του βασανισμοῦ. Τό νά κάνουμε λόγο γιά ἕναν Θεό πού δέν θά μποροῦσε νά ὑποφέρει, θά ἔκανε τόν Θεό δαίμονα» (Moltmann, ο.π., σ. 283).
  16. Μ. Πέμπτη ἀπόγευμα, ἀντίφωνο ἰέ'. 
  17. 1 Κόρ. 15: 3. Βλ.  Σωτήριος Δεσπότης, «Ὁ ἐκκεντημένος Μεσσίας», εἰσήγηση στήν ἡμερίδα πού ἀναφέραμε στήν ἀρχή (πρόκειται νά δημοσιευτεῖ στήν Ἐπετηρίδα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν).
  18. Μ. Παρασκευή ἀπόγευμα, Ὠδή ἡ΄, ὁ εἱρμός. Ἡ μετάφραση εἶναι ἀπό τό Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάδα (ἀπόδοση Γιάννης Σούκης), ἔκδ. Ἁρμός 22007, σ. 407.
  19. Ἐπίσης, τήν ἀπουσία διάκρισης οὐσίας καί ἐνέργειας στόν Θεό ὁ Στανιλοάε τή θεωρεῖ αἰτία τῆς δυσκολίας τῆς δυτικῆς θεολογίας «νά ἐκφράσει μέ ἱκανοποιητικό τρόπο τή σχέση ἀνάμεσα στή θεία στάση καί στή θεία κίνηση». Στανιλοάε, Ἀγάπη, ο.π., σσ. 19-20, 35.
  20. John Zizioulas, Lectures in Christian Dogmatics, T & T Clark, London 2008,  σ. 116 (μτφρ. δική μου).
  21. 12ο ἀνάθεμα: «Εἰ τίς οὔχ ὁμολογεῖ τόν τοῦ Θεοῦ Λόγον παθόντα σαρκί καί ἐσταυρωμένον σαρκί καί θανάτου γευσάμενον σαρκί γεγονότα τέ πρωτότοκον ἐκ ὧν νεκρῶν, καθό ζωή τέ ἐστι καί ζωοποιός ὡς Θεός, ἀνάθεμα ἔστω». Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου, Ἡ Πέμπτη οἰκουμενική σύνοδος (εἰσαγωγή, πρακτικά, σχόλια), Ἀθῆναι 1985, σσ. 471-472. Γιά τή διαμόρφωση τῆς ὀρθόδοξης στάσης βλ. Aloys Grillmeier & Theresia Hainthalter, Christ in Christian Tradition, 2.2: The Church of Constantinople in the 6th c.,  Mowbray, London & Westminster John Knox Press, Louisville 1995, σσ. 317-343. Εὐχαριστίες ἐκφράζω στόν φίλο π. Δημήτριο Μπαθρέλλο γιά τίς πολύτιμες ἐπισημάνσεις τοῦ πάνω στό δακτυλόγραφό μου.
  22. 2ο ἀντίφωνο θ. λειτουργίας Ι. Χρυσοστόμου.
  23. Βλ. χαρακτηριστικά Ἰωάννης Δαμασκηνός, Ἔκδοσις ἀκριβής της Ὀρθοδόξου πίστεως (κείμ. - μτφρ. Νίκου Ματσούκα), ἔκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1976, σσ. 220-225, 320. Νικόδημος Ἁγιορείτης, Ὁ ἀόρατος πόλεμος, ἔκδ. ΧΕΕΝ, Ἀθῆναι 1977, σ. 190. Στανιλοάε, Ἀγάπη, ο.π, σσ. 61-62. Zizioulas, ο.π., σσ. 109-110. π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «Ἐπί τοῦ ξύλου τοῦ σταυροῦ» (μτφρ, Στάμ. Χατζησταματίου), στοῦ ἴδιου, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἔκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθῆναι 1973, σσ. 65, 68-70. Νίκος Ματσούκας, Δογματική καί συμβολική θεολογία, ἔκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 277-279. Μέγας Λ. Φαράντος, Ἡ περί Θεοῦ Ὀρθόδοξος διδασκαλία, Ἀθῆναι 1985, σσ. 258, 565, 571-572.
  24. Μεταφέροντας αὐτό στό πεδίο τῆς σχέσης οὐσίας - ἐνεργειῶν, ὁ Στανιλοάε σημειώνει ὅτι, παρ' ὅλο πού οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ δέν ταυτίζονται μέ τήν οὐσία του, «ὁ Θεός, ὡς πρόσωπο, ἐκφράζει κάτι ἀπό τή θεία οὐσία του στίς ἴδιες τίς ἐνέργειες. [...] Ἡ θεία οὐσία δέν παραμένει αὐστηρά ἔξω ἀπό τούτη τήν κίνηση πού εἶναι οἱ πράξεις τοῦ Θεοῦ καί [...] οἱ πράξεις αὐτές δέν εἶναι οὔτε ἐξωτερικές οὔτε ἀντίθετες πρός τή θεία οὐσία ἀλλά ριζώνουν σ' αὐτή· εἶναι σάν ἐλεύθερες ἀκτινοβολίες». Βλ. Ἀγάπη, ο.π., σ. 23.
  25. Ο Moltmann, ο.π., σ. 237, συνδέει τήν ταυτότητα τοῦ Θεοῦ ὡς ἀγάπης μέ τήν ἔννοια ἑνός ἰδιαίτερου εἴδους πάσχειν, καί σημειώνει: «Ἄν ὁ Θεός θά ἦταν ὑπό οἱαδήποτε ἔννοια, δηλαδή ἀπολύτως, ἀδύνατον νά ὀδυνᾶται, τότε θά ἦταν ἀδύνατο καί νά ἀγαπᾶ».
  26. «H ἀγάπη εἶναι προσφορά ἑνός "ἐγώ" σ' ἕνα ἄλλο, καί ἡ ἀναμονή τῆς ἀνταπόκρισης: ἡ ὁλοκληρωτική προσφορά τοῦ ἄλλου. Γι' αὐτό, μόνο στήν ἄμεση καί πλήρη ἀνταπόκριση ὁ ἀγαπημένος ἑνώνεται μέ αὐτόν πού τόν ἀγαπᾶ καί ἡ ἀγάπη γίνεται ὁλοκληρωμένη. Ὁ χρόνος εἶναι ἡ διάρκεια τῆς ἀναμονῆς τούτης [...]. Ἐκφράζει τήν πνευματική ἀπόσταση μεταξύ τῶν προσώπων. [... Ὅμως] στό Θεό ἡ ἀναμονή γιά ἀνταπόκριση στήν ἀγάπη εἶναι
    μηδενική, γιατί ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν προσώπων τῆς Τριάδας εἶναι τέλεια». Στανιλοάε, Ἀγάπη ὅ.π., σ. 48. Τά εἰσαγωγικά στό «ἐγώ» τά πρόσθεσα ὁ ἴδιος, γιά νά διευκολυνθεῖ ἡ κατανόηση τοῦ κειμένου. 
  27. Φλωρόσφσκυ, ο.π., σ. 71. Πρβλ. Στανιλοάε, Στό φῶς τοῦ σταυροῦ καί τῆς ἀναστάσεως (μτφρ. Σωτήρης Γουνελᾶς), σ. 53: "Ὁ Σταυρός ἐξακολουθεῖ νά μεταδίδει τή δύναμή του μέσα ἀπό τόν Ἀναστημένο Χριστό στόν κόσμο», .
  28. «Σίγουρα ὑπάρχει ἕνας παράδεισος, στόν ὁποῖο εἰσέρχονται οἱ ψυχές τῶν πιστῶν μετά θάνατο. Ἀλλά μπορεῖ νά ὑπάρχει ἕνας ἐν ἐξελίξει
    παράδεισος καί ἐδῶ στή γῆ, ἀποκατάσταση τοῦ ἀρχικοῦ παραδείσου. Μπορεῖ νά ἐξελιχθεῖ διά τοῦ σταυροῦ, πού ὑψώνεται στό μέσο τῆς γής καί πού οἱ ἄνθρωποι τόν ἀποδέχονται ὡς κανόνα τῆς ζωῆς τους [...]. Τελικά ὁ ἐν ἐξελίξει ἐπίγειος παράδεισος, θά γίνει μετά τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων, ὁ τέλειος καί αἰώνιος παράδεισος. Ἀλλά χωρίς τήν προσπάθεια νά κάνουμε τή γῆ, σ' ἕνα κάποιο βαθμό, παράδεισο, δέν προχωροῦμε πρός τό παράδεισο τοῦ ἐπέκεινα. Γι' αὐτό τό σκοπό ὁ Χριστός μένει μαζί μας ὡς τό τέλος τοῦ κόσμου". π. Δημήτριος Στανιλοάε, Στό φῶς τοῦ σταυροῦ, ο.π., σ. 29.
  29. π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «Τό κοινωνικό πρόβλημα στήν Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», στοῦ ἴδιου, Χριστιανισμός καί Πολιτισμός (μτφρ. Ν. Πουρναρά), ἔκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 169.
  30. π. Δημήτριος Στανιλοάε, «Ἡ χριστιανική ἀντίληψη γιά τό αἴσθημα εὐθύνης» (μτφρ. Ἑλένη Ταμαρέση - Παπαθανασίου), Σύναξη 118 (2011), σ. 8.
  31. Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ (μτφρ. Ἰγνάτιος Σακαλής), ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1973, σσ. 247, 249 (Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία, PG 91, 713A-B). Βλ. τό ἡμέτερο, «Χαμένοι στήν ἠθική. Στάσεις τῆς σύγχρονης Ὀρθόδοξης θεολογίας», Ἡ ἐπιστροφή τῆς ἠθικῆς. Παλαιά καί νέα ἐρωτήματα (ἐπιμ. Σταῦρος Ζουμπουλάκης), ἔκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 2013, σσ. 308-309.
  32. Wiesel, ο.π., σ. 111. 

2014-09-12 10:28, Θανάσης Ν. Παπαθανασίου
Διαβάστε περισσότερα: Ἁγίου Νικολάου Βονίτσης

Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι
Μας το έστειλε η Ευαγγελία