Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Το Πρόσωπο του Ιησού στην Ποίηση του Γιάννη Ρίτσου

Φωτεινές Ανταύγειες Χριστιανοσύνης στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου

Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, συνταξιούχου επιθεωρητού Α'θμιας εκπαίδευσης

Ο Γιάννης Ρίτσος υπήρξε ένας μεγάλος ποιητής. Οι κριτικοί της τέχνης τον εντάσσουν στην πρώτη πεντάδα των μεγάλων Ελλήνων λογοτεχνών. Είναι ένας ποιητής ποταμός. Kατηφορίζει από τις ρίζες της Ρωμιοσύνης και της Ορθοδοξίας και αγκαλιάζει όλον τον κόσμο.
Από την νεαρή του ηλικία φάνηκε το μπόϊ του. 
Ο γερο-Παλαμάς διέγνωσε από νωρίς την αξία του. 
Κι όταν τον χτυπούσαν οι ομοϊδεάτες του αριστεροί κριτικοί ως μη προλεταριακό ποιητή και οι δεξιοί ως επαναστάτη ποιητή, ο Παλαμάς πήρε θέση και διεκήρυξε: 
«Το Ρίτσο δίχως να προσμείνω από τα νέα του χρόνια τον εχαιρέτησα:
«Το ποίημά σου το πικρό το ζουν ιχώρ κι αιθέραςκαθάριος όρθρος της αυγής, μηνάει το φως της μέρας.Σε μια φρικίαση τραγική χαμoγελάει μιας πλάσηςρυθμός. Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις»
Ο διανοούμενος Μητροπολίτης Λαοδικείας Ιερόθεος, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έγραψε στον Παλαμά: Να παραμερίσουμε για να περάσει. Είναι μεγάλος ο λόγος αυτός που λέτε στον νέον ποιητήν Γιάννην Ρίτσο. Ένας γέρος Παλαμάς, το βουνό, θα παραμερίσει για να περάσει ο νέος.... Τον χρίετε έτσι, βάζετε επάνω του το χέρι σας. Το πράγμα θυμίζει λίγο την χειροτονίαν νέου Επισκόπου υπό Πατριάρχου. Τον ενδύει την αρχιερατικήν περιβολήν του, αφήνει να μοιράσει το αντίδωρον και αποσύρεται. Φιλώ το σεμνόν σας μέτωπον. Ένας θαυμαστής σας. Ο Μητροπολίτης Λαοδικείας Ιερόθεος.» 
(«Αιολικά Γράμματα» 1975, σελ. 259)

Και ο Παλαμάς απαντά:
«...Ο Ρίτσος είναι ένας νέος ποιητής που θα φτάνει, υποθέτω, το βάρος της γεροντικής μου επιβολής το ύψος της ποιητικής του χάριτος που τον ανέβασε η ποιητική του έμπνευση....Θαύμασα και κήρυξα την πρωτοφανή του δεξιοσύνη, ακούραστο στο στίχο και τη μεγαλοσύνη του στην ποίηση. Τα καλλιτεχνικά μας γράμματα, παρ’ όλα αυτά τα σταθερά κάποτε και δυνατά τους κάπου γνωρίσματα, πρώτη φορά βρίσκουν χορευτή έτσι σοβαρό και τολμηρό. Η τέχνη όσο κι αν δυναμώνει προβαίνοντας γερή, από τα νιάτα φαίνεται». 
Κ. Παλαμάς 21 Ιουνίου 1938.

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1909, στην ιστορική Μονεμβασιά της Λακωνίας. Ο πατέρας του μεγαλοκτηματίας και απόγονος αγωνιστών του 21. Ξέπεσε όμως η οικογένειά του και δοκιμάστηκε από πολλά θλιβερά γεγονότα. Δύο θάνατοι αγαπημένων του προσώπων, της μάνας του και του αδερφού του Δημήτρη, του σημάδεψαν όλη την ψυχική του εξέλιξη. Σαν μνήμες και θύμισες του ανακάτευαν τη ζωή. Για να προστεθούν ύστερα και άλλα τραγικά δεινά: η οικονομική κατάρρευση της οικογενείας του, η προσωπική του περιπέτεια με την προσβολή του από φυματίωση, η τρέλλα του πατέρα του και το κλείσιμό του στο Δαφνί, για ν’ ακολουθήση αργότερα και η πολυαγαπημένη του αδελφή, η Λούλα, κ.α. 
Ολόκληρη η ζωή του ήταν σωστή τραγωδία.
Σε τούτες και άλλες αργότερα συμφορές, πoύ θα ήταν ικανές να γονατίσουν και γίγαντες, ο Ρίτσος προσπαθεί να βρη αντιστύλι στην ποίηση. Θα πη ο ίδιος:
« Έτσι η ζωή μου στράγγιξε και χάρη και χαράκαι καταφύγιο μου’ μεινε η τέχνη κι ορμητήριοσε κρύο χελώνας καύκαλο τραβιέμαι θλιβερόν’ αντισταθώ περήφανος στου πόνου το μαρτύριο..»
Ο ψυχικός κόσμος του Γ. Ρίτσου διαμορφώθηκε σ’ ένα επαρχιακό περιβάλλον όπου μόνη πνευματικότητα ήταν η Ορθοδοξία. Ο Χριστός ήταν η πυξίδα της παιδικής ζωής του, ο Χριστός του Ευαγγελίου, ο σταυρωθείς και αναστάς. Αυτός πρωτοκατοίκησε στα βαθύτερα στρώματα της ψυχής του.
Τα πρώτα του ποιητικά δοκίμια τα στέλνει ο Ρίτσος να δημοσιευθούν στο περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων», που το διηύθυνε ο Γρηγ. Ξενόπουλος. Σε γράμμα που τα συνόδευε εξιστορούσε το ψυχικό του άλγος από τα οικογενειακά του δεινά, που συγκίνησε τον Ξενόπουλο και του απάντησε με τούτα τα λόγια:
«...Πολύ με συγκίνησε το γράμμα σου. Ιδανικό όραμα, αγαπητέ μου φίλε, που πρώτη φορά μου γράφεις. Ναι, τα δυστυχήματά σου ήταν τόσο μεγάλα, που δύσκολα θα’ βρισκε κανείς λόγια παρηγοριάς. Αλλά είσαι τόσο νέος ακόμα κι έχεις μπροστά σου μια τόσο μεγάλη ζωή! Που το ξέρεις! Οι μοίρες των ανθρώπων είναι τόσο διαφορετικές! Άλλοι ευτυχούν μικροί και δυστυχούν μεγάλοι, άλλοι γνωρίζουν τη δυστυχία απ’ τα πρώτα τους χρόνια και ύστερα βρίσκουν τις πιο μεγάλες χαρές. Που ξέρεις! Έλπιζε μόνο, υπόμενε, εργάζου, κάνε το χρέος σου».
Και πραγματικά, τα οικογενειακά του παθήματα δεν τον κάμπτουν. Αντίθετα γίνονται ποιητικά σύμβολα. Και συνέβη ο,τι στην περίπτωση του Παλαμά, που ο θάνατος του τετράχρονου μικρού του Άλκη, που τον βούλιαξε στην οδύνη, λειτούργησε όμως ως ακέραιος ποιητής.
Στα 17 του χρόνια ο Ρίτσος μεταφέρεται στο Νοσοκομείο «Σωτηρία» με φυματίωση. Και από κει και πέρα σέρνεται από Σανατόριο σε Σανατόριο, από αυτά που είναι για άπορους, γιατί εκεί τον έχει ρίξει η οικονομική του κατάσταση. 
Εκεί στο «Σωτηρία», πληγωμένος ψυχικά από την εγκατάλειψη της κοινωνίας, προσφέρεται σε ανατρεπτική κατήχηση. Φυλλάδες και φυλλάδες πέφτουν στα χέρια του. Κλίμα κατάλληλο να εκκολαφθή ένας κομμουνιστής. Ο κομμουνισμός του παρουσιάζεται ως λυτρωτής. Εγγυάται να του θεραπεύση τα ψυχικά του τραύματα, να ικανοποιήση τον νεανικό του ρομαντισμό.
Το 1942 προσχωρεί στο ΕΑΜ. Εκεί ξεφεύγει από τη μοναξιά του και βρίσκει θαλπωρή από μια κοινότητα ιδεών και παθημάτων ενός πιστού αναγνωστικού κοινού. Το κόμμα στο εξής προσδιορίζει την ποίησή του.
Η ποίησή του τώρα δείχνει έναν Ρίτσο αφιερωμένο στην επανάσταση. Στο καμίνι της σφυρηλατείται μια καινούργια πυξίδα πλεύσης. Παίρνει η ποίησή του την μορφή στρατευμένης τέχνης. Ντύνεται το πρόσωπο του τυφλού πάθους. 
Στο ποίημά του «Το καπνισμένο τσουκάλι», θα πη:
«Η καρδιά μου σήμερα δε μοιάζει με κανένα σύγνεφο χρυσό
που λαμπαδιάζει στο λιόγερμα,
μήτε με κανέναν άγγελο που στρώνει το τραπέζι μες
στα δέντρα του παράδεισου.
Τίποτα τέτοιο. Η καρδιά μου τώρα είναι φαρδί
χωμάτινο τσουκάλι
που μαγείρεψε χιλιάδες φορές για τους φτωχούς»
Και αλλού: 
«Είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας, οι δυνατοί.
Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας άγιοι».
Δεν τον εμπνέει τόσο η επαναστατική θεωρία όσο οι δοκιμασίες του δίπλα στους συντρόφους του. Αυτές είναι ο κύριος δεσμός του. Θα πη: 
«Πιστεύω πως η πρώτη δικαιοσύνη είναι η σωστή διανομή του ψωμιού. Πιστεύω πως η πρώτη πρόοδος είναι η αύξηση παραγωγής για όλους. Πιστεύω πως το πρώτο χρέος μας είναι η ειρήνη...»
Ο Ρίτσος ακολουθεί το πνεύμα του καιρού του. Το περιοδικό «Νέα Επιθεώρηση» κείνα τα χρόνια δημοσιεύει ποιήματα ρωσικής προέλευσης. Η γνώμη του σοβιετικού Μαγιακόβσκι είναι πως η ποίηση έχει αποστολή κοινωνική και κομματική. 
Επηρεάστηκε από αυτή τη γραμμή ο Ρίτσος και ο ίδιος θα γράψη:
«Η ποίηση πρέπει να’ ναι
ένας οδηγός μάχης κι ευτυχίας
ένα όπλο στα χέρια του λαϊκού αγωνιστή
μια σημαία στα χέρια της Ελευθερίας»
(«Οι γείτονες του Κόσμου», Επίκαιρα 7)

Το ποίημά του «Μεγάλη Ώρα» είναι ένα πολιτικό-προπαγανδιστικό ποίημα που αναφέρεται στον κόσμο της διαλεκτικής. Το ίδιο πνεύμα και στο ποίημά του «Μαρξ», που ο Ρίτσος ομολογεί πίστη νεοφώτιστου, γράφει:
«Τις σφαλιστές του σύμπαντος πόρτες ανοιείς μια μια
με το χρυσόδετο κλειδί της διαλεκτικής...»
Και τότε δεν είναι φανατισμένος κομμουνιστής ο Ρίτσος. Και σ’ αυτή την περίπτωση είναι ένας τραγικός άνθρωπος, που αισθάνεται τις αντίρροπες δυνάμεις να του συνθέτουν τη ζωή. 
Πολλές φορές απωθεί τους εσωτερικούς του κλυδωνισμούς, είτε για λόγους κομματικής πειθαρχίας η για να τηρήση το ήθος του επαναστάτη.
«Πολλά πρόσωπα αλλάξαμε, πολλά, όχι προσωπεία.
Πίσω απ’ τα χίλια πρόσωπα κρυφτήκαμε.
Μπλεχτήκαμεμε θεούς και μύθους, μ’ άλλους φωτισμούς, μ’ άλλους χρόνους
για να σκεπάσουμε το πρόσωπό μας το βαθύ, το πικρό, το αμετάβλητο,
το άφταιγο, το τιμωρημένο, το μόνο δικό μας...»
Παράλληλα όμως διατηρεί τα συναισθηματικά κατάλοιπα απ’ το χριστιανικό περιβάλλον που τον ανάθρεψε και τον διέπλασε. 
Νιώθει την παλιά του ευλάβεια αλλά και την τωρινή του θέση:
«Το βλέμμα του ήτανε σαν το εσωτερικό μεγάλου ναού μέσα στη νύχτα.
Η κεντρική πύλη ανοιχτή. Σβησμένοι οι πολυέλαιοι. Μαντεύονταν
τα σκοτεινά μανουάλια ασάλευτα σ’ ένα βάθος αόριστο
κι οι μεγάλες ολόσωμες εικόνες που ευωδιάζουν απ’ την υγρασία,
κερί λιωμένο, μακρινή καπνιά, μύρτα και μαραμένα βάγια
εκείνη η μυστική ελευθερία κ’ η στενόμακρη κάθετη ορότητα.

Μια συντροφιά πέρασε απ’ έξω τα μεσάνυχτα.
Η πρώτη τους κίνηση,να μπούνε μέσα, να προσευχηθούν, να εξομολογηθούν, να γονατίσουν.
Μα ένιωσαν μονομιάς ανέτοιμοι, ένοχοι. Τα γόνατά τους άκαμπτα
βαριά λασπωμένα τα παπούτσια τους.
Κι οι σπίθες των άστρων τόσο απόμακρες.
Έστριψαν τοίχο-τοίχο τη Μητρόπολη, όσο μπορούσαν πιο αθόρυβα
και τράβηξαν πιο κει ως το καπηλειό.
Σε λίγο ακούστηκαντα μεθυσμένα τους τραγούδια, δυνατά, σχεδόν πεισμωμένα
και η πύλη του ναού
έχασκε απέναντι, τρομαχτικά μεγάλη κι αδιάβατη μέσα στη νύχτα»
(«Νυχτερινός ναός»)

Πολύ συχνά βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα και η προσωπικότητά του διχάζεται σ’ έναν ξένο και τον εαυτό του, εκείνον που έχει οικοδομήσει από μικρός. 
Στα ποιήματά του «Πυραμίδες» και «Ο Ξένος» υποδέχεται έναν ξένο που αντιπροσωπεύει την αντιθρησκευτική δύναμη και του λέει:
«Κρατούσα μες τα δυό μου χέρια
τον ασημένιο δίσκο του ορίζοντα
και σου προσφέρω σε κρυστάλλινο δίσκο
το αθάνατο νερό.
Και το κύπελλο πλημμύρισε αίμα.
Έσφαξα το Θεό μου με τα χέρια μου
ο δίσκος έσκασε μπροστά στα πόδια σου»
Υποτάσσεται για λίγο στον ξένο (αντιπροσωπεύει την κοσμική ζωή) και του λέει:
«Περνώ τα δάχτυλά μου μες τους κρίκους
της αλυσίδας που μου χάρισες
κι αρραβωνιάζομαι τον κόσμο.
Ευχαριστώ......»
Όμως μια φωνή από μέσα του φωνάζει να αντισταθή και να μην υποταχθή.
Και τα βάζει με τον ξένο:
«Κοντά σου ξέχασα το δρόμο μου
και ο θυμνός των στοιχείων
προστάζει τον αφανισμό μου.
Μέσα μου υπάρχει
κάτι σκληρό κι ατίθασο κι αφιλίωτο
που καμιά δύναμη δε δύναται
να το υποτάξει.....
Πάντα στέκεται ανάμεσά μας το άπειρο.
Δεν μπορώ ν’ αποφύγω τη φωνή του
το φέγγος των ματιών μου σκίζει
την τρυφερή σκια που μούριξες στους ώμους...»
Ο ξένος στενοχωριέται γι’ αυτή τη θέση και τον παροτρύνει:
«Κρύψου μέσα στο δέρμα σου
φυλάξου απ’ τη φωνή μου
......
Αυτός ο δρόμος δεν έχει γυρισμό.
Όμως εγώ θα φύγω. Δεν μπορώ να μη φύγω....»

Αποκαλύπτεται στο διάλογο αυτό η εσωτερική διαμάχη του ποιητή. Κι αυτός να μοιάζη με εκκρεμές που αιωρείται από τον Χριστό ως τον Μαρξ. 
Η εσωτερική του αγωνία δεν καθησυχάζεται ούτε από την θρησκευτική πίστη, ούτε από την κομματική ιδεολογία. Τα μεγάλα μεταφυσικά προβλήματα τον τυραννούν. Και όταν ακόμα υπηρετή την πολιτική σκοπιμότητα δεν απομακρύνεται από το χριστιανικό ιδεώδες. 
Το πρόσωπο του Ιησού είναι γερά δομημένο μέσα του και καταφάσκει. Ακόμα και σε θέματα που έχουν αντίπαλο περιεχόμενο και κει παντρεύει την ενδόμυχη επιθυμία του με την πολιτική ιδεολογία. 
Φαίνεται αυτό και στο ποίημά του «Ο Μαύρος Άγιος». Εδώ αναφέρεται στο μνημόσυνο του Κογκολέζου Λουμπούμπα που τον τοποθετεί δίπλα στον Ιησού και του λέει:
«Το αίμα εχύθη απ’ τις πληγές και των δυό μας
κάτω απ’ τα ίδια καρφιά, κάτω απ’ την ίδια λόγχη,
κάτω απ’ τα ίδια αγκάθια.
Έχει το ίδιο χρώμα μαύρο, όχι άσπρο-κόκκινο χρώμα, Κύριε
σα λάβαρο της δικαιοσύνης.»
Ο μεταφυσικός του προβληματισμός δεν νεκρώνεται μέσα του. Τα κομματικά συνθήματα δεν θεραπεύουν την εγγενή δυστυχία του ανθρώπου. Ο δρόμος που είχε χαράξει ακολουθώντας την μαρξιστική γραμμή δεν τον ηρεμεί. 
Μοιάζει με την κορφή ψηλού δέντρου που και το πιο ανεπαίσθητο αεράκι την ταράζει. Το καταλαβαίνει πως η αχλύς της απιστίας πάει να σκεπάση τα βαθιά κοιτάσματα της ψυχής του. Κι αυτός ο τραγικός μελισμός του τον σκοτώνει. Και πάνω στη νοσταλγία του χαμένου παρελθόντος του, εξασθενίζει ο κομματικός μηχανισμός του. Θέλει να ξαναγυρίση στην παλιά του στράτα, εκείνη των παιδικών του χρόνων. Συναισθάνεται την απόσταση που τον χωρίζει από το Θεό και γράφει στις «Πυραμίδες» :
«Θεέ μου, που πήγαν οι άνθρωποι; Που πήγε η ευωδιά
του νεανικού μου δέρματος και η θέρμη των ήλιων;»
(«Μόνωση», Α, 63)
Και αλλού, όταν συνθλιμμένος απ’ το βάρος των συμφορών του που δεν έχουν τέλος, λες και κάποια θεϊκή κατάρα του ταλανίζει την οικογένεια που πάει να ξεκληριστή, στον Ιησού προστρέχει για να πραϋνθή η ψυχή του και να βρη ανασασμό στο κοίταγμά του στα μάτια Εκείνου:
«Κύριε, ποιό τάχα αμάρτημα παλιό, προγονικό,
πάνω στη ζωή μου βάρυνε κι οργίστηκε η βουλή σου;
Τα χέρια σταυρωτά κρατώ, τη νιότη μου νικώ
και γλείφω, δες, τους κρίκους της αλύσου.
Ευδόκησε η ανήσυχη ψυχή μου να πραϋνθή
και να με ιδούν πονετικά τα γαλανά σου μάτια...» 
(«Ταπείνωση», Α, 66)
Κάποτε όμως, «όταν η ζωή του», όπως γράφει ο ίδιος, «στράγγιξε και χάρη και χαρά», όταν ο κρυφός καρκίνος ροκανίζει τη σάρκα της αδελφής του, της Λούλας, όταν βλέπη να βυθίζεται το σπίτι του χωρίς καμιά θεϊκή παρουσία, δεν αντέχει. Σ’ εκείνες τις τραγικές διλημματικές στιγμές πονά αφάνταστα. Μόνο τα ανδρείκελα δεν έχουν δικαίωμα στα τραγικά δάκρυα, είπε κάποιος. Τότε ξανά δυσπιστεί για τα πάντα. 
Και την δυσπιστία του εκείνη την περνά στο στόμα της χαροκαμένης μάνας που μοιρολογεί το σκοτωμένο παιδί της στο ποίημά του «Επιτάφιος»:
«Κι αχ, Θεέ μου, αν ήσουν Θεός κι αν
είμασταν παιδιά σου θα πόναγες καθώς εγώ
τα δόλια πλάσματά σου.
Κι αν ήσουν δίκαιος, δίκαια θα μοίρασες την πλάση
κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει....»

Τούτη η ολιγοπιστία και αγανάκτηση σε μια συγκλονισμένη από ψυχικό αναβρασμό είναι μια στιγμή αδυναμίας παροδική, γιατί σε όλο του το ποίημα έχει ταυτιστή με τα γεγονότα της Μ. Παρασκευής. Ούτε κι εδώ ο Ρίτσος απομακρύνεται απ’ τα θεϊκά παθήματα.
Χρόνια σκληρά, αθεϊκά, είχαν αποξενώσει τον ποιητή από τα μεγάλα μεταφυσικά θέματα. 
Με την ακαταμάχητη όμως δύναμη του εσωτερικού του κόσμου κλωτσάει τα ταπεινά και εφήμερα και παραδίνεται στο εσωτερικό του δαιμόνιο. 
Ξανάρχονται στη μνήμη του τα παιδικά του χρόνια και τότε «βγάνει το σκούφο του, κάνει το σταυρό του και μπαίνει στην εκκλησιά». Σαράντα χρόνια περιπλάνησης χρειάστηκαν για να θυμηθή «την παλιά του στράτα», θα πη ο Πρεβελάκης. («Ο ποιητής Γ. Ρίτσος»)

Στο ποίημά του «Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα», ο άξονας που γύρω του περιστρέφονται οι αναμνήσεις του είναι ο Χριστός. Ο Χριστός δεν απουσιάζει από τη βουκολική ποίησή του. Αυτός καθοδηγεί τον αγρότη και τον τσοπάνη.
Να μερικοί στίχοι του:
«Τότε μας αγαπούσε ο Χριστός, 
ο καλός Χριστός του σπιτιού,
της μικρής ασβεστωμένης εκκλησιάς και του δάσους.
Αυτόν το Χριστό δεν τον ξέρουν οι μεγάλοι
..................
Ο δικός μας Χριστός δεν είχε πρόσωπο χλωμό, μήτε μεγάλα
δάκρυα λαμπερά κρεμασμένα στα ξανθά ματόκλαδά του.
Δε μύριζε σκια και καρτερία. Δεν έλεγε:Μη!
Το δέρμα του ήταν ρόδινο σα μικρού κοριτσιού και μύριζε όλος πορτοκάλι.
Ερχόταν το βράδυ απ’ τη γυαλιστερή θάλασσα των σταχυών
για να μοιράσει στα ήσυχα παιδιά παπαρούνες και παιχνίδια»
Και αλλού:
«Χριστέ μου γιατί φόρεσες αυτό το πένθιμο μακρύ φουστάνι
κι αυτά τ’ αγκάθια στο κεφάλι σου; Χαθήκαν τα λουλούδια;
Η τάχατες αν φορούσες παπαρούνες πάνω στ’ αχτένιστα
μαλλιά δε θα σ’ ανοίγανε την πόρτα τ’ ουρανού;
Μη χαμογελάς πούχω κι εγώ δεμένο το κεφάλι...»