Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

Καταστροφή αρχαίων μνημείων από Χριστιανούς

ΜΥΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ
 
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ  
Από το συνέδριο που οργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη από την εταιρεία Ορθοδόξων Σπουδών με θέμα «Φαινόμενα Νεοειδωλολατρείας».

Ένα από τα ηχηρότερα επιχειρήματα των Νεοπαγανιστών εναντίον του Χριστιανισμού είναι το περί συστηματικής και οργανωμένης δήθεν καταστροφής των αρχαίων μνημείων, που έχει προσλάβει την μορφή ενός στερεότυπου μύθου, αναπαραγώμενου κατά της περιστάσεις. Και το ότι, μέσα στο ανταποδοτικό πάθος πολλών «χριστιανών», που τον 4ο αιώνα πέρασαν στην εποχή της «revanche», κατεστράφησαν αρχαιοελληνικά μνημεία, που συντηρούσαν την λατρεία των ειδώλων, είναι γεγονός. Μόνο όμως μέσα στις νοοτροπίες της εποχής είναι δυνατό να επιχειρηθεί στο σημείο αυτό επιστημονική ερμηνεία. Αρκεί να μελετήσει κάποιος το νεανικό έργο του Μ. Αθανασίου «Κατά ειδώλων»(1), για να κατανοήσει το θεολογικό υπόβαθρο τέτοιων ενεργειών. Άλλωστε, η ιστορία δεν ασχολείται με κατάρες, αλλά με ερμηνείες.  Επιστημονική προσέγγιση των πραγμάτων μας προσφέρει δυνατότητες ασφαλέστερων κρίσεων και συμπερασμάτων.

Επικαλούμεθα τα πορίσματα της έρευνας διακεκριμένων αρχαιολόγων, που συνοψίζουν τα δεδομένα μακροχρόνιων επιστημονικών ερευνών, συναδέλφων τους, αλλά και δικών τους. Το 1994 δημοσιεύθηκε μελέτη της κας Πολύμνιας Αθανασιάδη, καθηγήτριας του Παναπιστημίου Αθηνών με τίτλο: «Το λυκόφως των θεών στην Ανατολική Μεσόγειο: Στοιχεία ανάλυσης για τρεις επιμέρους περιοχές»(2). Η κα Αθανασιάδη, με βαθειά γνώση και επιμέλεια, αξιοποιεί τα δεδομένα των ερευνών του χώρου της για το επίμαχο θέμα. Πρώτα επιλέγει «τρεις περιοχές της αυτοκρατορίας με διαφορετική γεωγραφική φυσιογνωμία, ιστορικό υπόβαθρο και δημογραφική σύνθεση», εξασφαλίζοντας έτσι για την έρευνά της μεγαλύτερη αξιοπιστία. Οι περιοχές Δε αυτές είναι η Ελλάδα, η Κωνσταντινούπολη και η Συρία-Παλαιστίνη. Έτσι αντιμετωπίζει εύκολα «τις γενικεύσεις του Λιβανίου», όσο και τον «υπερβολικά μεγάλο αριθμό φιλολογικών μαρτυριών» σε χριστιανούς και εθνικούς συγγραφείς για την καταστροφή ναών, που καταντά, όπως λέγει, «ύποπτος»! «Στην προσπάθειά τους να ηρωοποιήσουν επισκόπους και αυτοκράτορες, σε μια περίοδο, κατά την οποία ο θρησκευτικός φανατισμός θεωρείται αρετή, συχνά οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς απέδιδαν σ' αυτούς φανταστικές καταστροφές ναών ή, στην καλύτερη περίπτωση, μεγαλοποιούσαν τα ηροστράτεια ανδραγαθήματά τους». Από την άλλη μεριά, επιπολάζει η κινδυνολογία των εθνικών, για να παρουσιάσουν «τους εαυτούς τους ως μάρτυρες και την κοσμοθεωρία τους ως αντικείμενο συστηματικού και βάναυσου διωγμού, που διεξήγετο παράνομα, στο πλαίσιο μιας θεωρητικά ανεξίθρησκης αυτοκρατορίας». Γι' αυτό η αντικειμενική συγγραφέας συνιστά «επιφυλακτική στάση» στις όποιες κρίσεις. Η ανεξιθρησκεία άλλωστε των αυτοκρατόρων, όπως ο Μ. Κωνσταντίνος, είναι αποδεδειγμένη|

Η μεταφορά ειδωλολατρικών μνημείων στην νέα πρωτεύουσα (Κωνσταντινούπολη- Νέα Ρώμη) για την διακόσμησή της ναι μεν εμποδίζει τη συνέχεια τοπικών λατρειών, αλλά τα αναδεικνύει ακόμη περισσότερο στην ίδια την χριστιανική, αργότερα, πρωτεύουσα. Εν τούτοις ο Μ. Κωνσταντίνος «επιδίωξε συστηματικά να εξασφαλίσει για την πόλη του την συνδρομή όλων των θείων δυνάμεων». Έτσι εκτός από χριστιανικούς ναούς ( Αγία Ειρήνη, Άγιοι Απόστολοι) αφιέρωσε και δύο ναούς σε εθνικές θεότητες, τη Ρέα και τη θεά Τύχη. Συνεχίζει όμως η κα Αθανασιάδη: « Σε τόπους όπως η Αθήνα και οι Δελφοί, κανόνας είναι, ότι τα μεταγενέστερα στρώματα έχουν καταστραφεί από τους ίδιους τους αρχαιολόγους στην προσπάθειά τους να φτάσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο κλασικό υπόστρωμα». Τις παρατηρούμενες καταστροφές αποδίδουν οι αρχαιολόγοι στους σεισμούς , τις βαρβαρικές επιδρομές (4ος-6ος αιώνας) και την εγκατάλειψη. Τα αρχαία μνημεία των Αθηνών και των Δελφών έμειναν απείραχτα από τους χριστιανούς. Η μετατροπή τους σε χριστιανικές εκκλησίες δείχνει περίτρανα τη συνείδηση της ιστορικής συνέχειας, όσο και αν αυτό δεν ικανοποιεί τους σημερινούς αρχαιολάτρες. Όπως συνηθίζω να λέγω, Πατέρες όπως οι Τρεις Ιεράρχες, όχι μόνο Έλληνες ήταν, αλλά και φορείς υψηλής ελληνικής παιδείας. Δεν ήταν επήλυδες που ενέσκηψαν στον ελληνικό χώρο, για να «θύσουν και απολέσουν», αλλά Έλληνες, που γνώριζαν να αποτιμούν αντικειμενικά τα πράγματα, έξω από φανατισμούς και εξαλλοσύνες. Τα κριτήριά τους ήταν πνευματικά. Γνώριζαν την ειδωλική πλάνη, αλλά δεν ήταν ικανοί για βιαιότητες.

Την συνείδηση της ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων- Χριστιανών, που δεν απέρριψαν τον πολιτισμό των προγόνων τους, αλλά μόνον την θρησκεία τους -η οποία δεν ήταν παρά νοσταλγία της εν Χριστώ αληθείας, όπως επεσήμανε ήδη ο Απόστολος Παύλος στον Άρειο Πάγο των Αθηνών(3)- υποστηρίζει και η κα Αθανασιάδη: « Οι εκκλησίες και τα παρεκκλήσια, που βρέθηκαν σπαρμένα γύρω και μέσα από το τέμενος του Απόλλωνα (στους Δελφούς), υπογραμμίζουν την συνέχιση της θρησκευτικής παράδοσης του τόπου». Όπως άλλωστε θρησκειολόγοι και λαογράφοι έχουν παραδεχθεί, αν «ξυπνούσε» σήμερα ένας αρχαίος Έλληνας και βρισκόταν σε ένα χριστιανικό πανηγύρι, δεν θα ένιωθε ξένος στο περιβάλλον. Είναι Δε χαρακτηριστικό, ότι πολλοί σήμερα επικριτές της ορθοδόξου λαϊκής θρησκευτικότητας, κυρίως της ελληνικής, σ' αυτό το επιχείρημα καταφεύγουν, λησμονώντας ότι η ελληνική θρησκευτικότητα παρέμεινε ακέραιη, άλλαξε όμως ο προσανατολισμός της. Άλλωστε, η ελληνική πολυθεΐα δεν ήταν, κατά πολλούς θρησκειολόγους (π.χ. Λ. Φιλιππίδης), παρά θεοποιητική υποστασιοποίηση των ιδιοτήτων της μιας θεότητος. «Ο βανδαλισμός ιερών αντικειμένων (από Χριστιανούς Έλληνες) ήταν πράξη σπάνια στην Ελλάδα», δέχεται η κα Αθανασιάδη. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν μεμονωμένες. «Η γενική εντύπωση από την Ελλάδα είναι ότι η φθίνουσα αρχαία πίστη ενέπνεε στους νεοφώτιστους χριστιανούς, παρά την δομική μισαλλοδοξία της θρησκείας τους, σεβασμό και συχνά κάποια συγκίνηση». Ακόμη και ο όχι και τόσο ανεξίθρησκος Κωνστάντιος(337-361) «δεν φαίνεται να πείραξε ναούς», αλλά και «οι καλλιεργημένοι Χριστιανοί του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος αντιμετώπισαν τα αρχαία ιερά ως έργα τέχνης και όχι ως κατοικία δαιμόνων».

Οι φανατικοί, βέβαια, δεν έλειπαν -όπως σε κάθε εποχή-, αλλά οι προτροπές τους για καταστροφή , κατά κανόνα, έπεφταν στο κενό. Ως την εποχή του Ιουστινιανού εισέρρεαν αρχαία εθνικά μνημεία στην Κωνσταντινούπολη. Μόνο εκεί, που δεν υπήρχε «επαφή με την αστική παιδεία του ελληνορωμαϊκού κόσμου», εκτός δηλαδή του ιστορικού ελληνικού χώρου, και όπου «η παραδοσιακή θρησκεία είχε ισχυρές ρίζες», παρατηρείτε φανατισμός και γίνονται καταστροφές. Αυτό συνέβαινε περισσότερο στην Ανατολή (Συρία - Φοινίκη - Παλαιστίνη). Η κα Αθανασιάδη όμως ερμηνεύει με τα επιστημονικά κριτήριά της τις συμπεριφορές και σε περιοχές, όπως η Συρία: «...Εδώ δεν έχουμε μια αμιγή περίπτωση θρησκευτικού φανατισμού, αλλά ένα ξέσπασμα κοινωνικού και φυλετικού μίσους, ένα υποσυνείδητο εθνικό κίνημα με αμφίεση βέβαια, θρησκευτική». Και αυτό στηρίζεται σε έρευνες διαφόρων ειδικών. Με αυτό το κριτήριο μπορούν να ερμηνευθούν και μεταγενέστερες συμπεριφορές, χωρίς βέβαια, να αγνοούνται και οι προκλήσεις των εθνικών ομάδων. Όπου δεν κυριαρχούν προκλήσεις(προβοκάτσιες), οι συμπεριφορές μένουν ανεξέλεγκτες.

Σκόπιμα βέβαια εκμεταλλευθήκαμε καθ' υπερβολήν την έρευνα της εκλεκτής συναδέλφου, διότι προσφέρει σημαντικές δυνατότητες για την ερμηνεία και κατανόηση πραγμάτων, που η κακοπιστία, κακεντρέχεια, αλλά και ανθελληνική σκοπιμότητα των ξένων κέντρων συστηματικά παρερμηνεύει.

Τα πορίσματα της κας Αθανασιάδη μου επιβεβαίωσε σε μια σπουδαιότατη για μένα, επικοινωνία μας (19-07-2000) και ο γνωστός αρχαιολόγος και αείμνηστος φίλος Άγγελος Χωρέμης, ερμηνεύοντας την περίπτωση του Μ. Θεοδοσίου. Κατά την γραπτή του δήλωση, « το διάταγμα του Θεοδοσίου του Μεγάλου (191-193 μ.χ.) αναφέρει απαγόρευση λατρείας σε αρχαία ιερά και την είσοδο στους ναούς, δεν εντέλλεται όμως την καταστροφή τους. Άλλωστε δεν φαίνεται ανασκαφικά τουλάχιστον τέτοια καταστροφή. Τα μεγάλα κέντρα της αρχαίας λατρείας, εκείνα ακριβώς που θα έπρεπε λογικά να υποστούν την μεγαλύτερη καταστροφή, όπως οι Δελφοί, η Ολυμπία, η Δωδώνη, τα ιερά των Αθηνών κ.α. δεν φαίνεται ανασκαφικά τουλάχιστον να έπαθαν ζημιές από ανθρώπινο χέρι στα τέλη του 4ου αιώνα. Εξάλλου, πολλοί ναοί της αρχαίας λατρείας σώθηκαν ως τις μέρες μας σχεδόν ανέπαφοι, κυρίως στην κάτω Ιταλία και την Σικελία, όπου επίσης βασίλευε ο Μ. Θεοδόσιος, αλλά και στην κυρίως Ελλάδα, όπως το συγκρότημα της Ακροπόλεως των Αθηνών, ο ναός του Ηφαίστου (Θησείον) και ο ναός του Ιλισσού». Μάλιστα στον Θεοδοσιανό Κώδικα (XVI 10,25) «επιτρέπεται στους Χριστιανούς να μετατρέπουν τους αρχαίους ναούς σε χριστιανικούς» και γι' αυτό δεν καταστράφηκαν, αλλά σώθηκαν αυτούσιοι (βλ. τον αρχαίο ναό κάτω από τον ανηγερένο από την Αγία Ελένη τον δ' αιώνα ναό της Παναγίας της Καταπολιανής ή Εκατονταπυλιανής στην Πάρο που ανεκάλυψε ο μεγάλος αρχαιολόγος Α. Ορλάνδος). Κατά τον επιφανή βυζαντινολόγο Διονύσιο Ζακυνθηνό η διάταξη αυτή έγινε ακριβώς , για να σωθούν οι ναοί. «Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμία κρατική πολιτική, που να ενθαρρύνει την καταστροφή αρχαίων ιερών». «Αυτό που πράγματι έγινε, είναι καταστροφές και ακρότητες σε τοπικό επίπεδο, από φανατικούς εκκλησιαστικούς και πολιτικούς παράγοντες, κυρίως εναντίον αγαλμάτων αρχαίων θεοτήτων με συνηθέστερο το φαινόμενο της ρινοκοπής και καταστροφής των προσώπων. (Δεν πρέπει πάντως να θεωρούμε ότι κάθε κατεστραμμένο άγαλμα μαρτυρεί και χριστιανικό βανδαλισμό. Πολλά κατεστράφησαν από άλλες αιτίες και πάρα πολλά μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, για τον στολισμό της καινούργιας πρωτεύουσας). Οι άνθρωποι αυτοί εξαγρίωναν τον όχλο, πράγμα όχι δύσκολο, αν σκεφτούμε ότι, μόλις 75-80 χρόνια χώριζαν την εποχή αυτή από τους φοβερούς διωγμούς των Διοκλητιανού και Γαλερίου (311) και 55-60 χρόνια από τον ηπιότερο διωγμό του Λικίνιου (320-324). Τον εξαγριωμένο αυτό όχλο εξαπέλυαν να κάψει και να καταστρέψει ο,τιδήποτε εθνικό εύρισκε μπροστά του. Αυτό όμως ουδέποτε υπήρξε πολιτική του Μ. Θεοδοσίου και, όπως θα δούμε, όταν έγινε, προσπάθησε να το σταματήσει και να το θεραπεύσει». Και συμπληρώνει ο Άγγελος Χωρέμης: «Στην πορεία προς την νέα θρησκεία, υπάρχει αναμφισβήτητα κάποια πίεση εκ μέρους των Χριστιανών, αλλά όχι κρατικά κατευθυνόμενη βία. Δεν μαρτυρούνται διωγμοί σαν αυτούς που είχαν υποστεί οι ίδιοι οι Χριστιανοί μερικές δεκαετίες πριν, ούτε βίαιοι εκχριστιανισμοί, όπως έγιναν τον καιρό του Καρλομάγνου, της ισπανικής reconquista κ.α. Μαρτυρούνται ακρότητες,συχνά άγριες, αλλά πάντα περιορισμένες τοπικά και χρονικά. Το περίεργο δεν είναι πως έγιναν αγριότητες, το περίεργο είναι πως έγιναν τόσες λίγες μετά από τα μαρτύρια, που είχαν υποστεί οι Χριστιανοί». Εκδηλώσεις, λοιπόν, φανατισμού μεμονωμένων προσώπων παρατηρούνται - και κατά τον Άγγελο Χωρέμη - στο πνεύμα της «revanche», αυτό όμως ουδέποτε υπήρξε πολιτική του Μεγάλου Θεοδοσίου, για να μείνουμε σε ένα τόσο παρεξηγημένο στο σημείο αυτό αυτοκράτορα.

Σώζεται «Λιβανίου του Αντιοχέως λόγος προς Θεοδόσιον τον βασιλέα, Υπέρ των Ιερών» (αρ.30). Ο μεγάλος ρητοροδιδάσκαλος (314-393), επιφανής εκπρόσωπος της φθινούσης ελληνικής αρχαιότητας, διδάσκαλος του ιερού Χρυσοστόμου, έγραψε το 386 το κείμενο αυτό, απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α' (379-395) και παραπονούμενος για την στάση των φανατικών μοναχών (της Αντιόχειας) έναντι των εθνικών ναών (τεμένων).

Για την κατανόηση της στάσης τυ Λιβανίου έναντι του Χριστιανισμού, ας σημειωθεί, ότι ήταν συνεπής οπαδός της ειδωλολατρείας, θυσίαζε στις θεότητες της και μετερχόταν την μαντεία. Είχε μυηθεί εξάλλου σε διάφορα εθνικά μυστήρια. Ο ι. Χρυσόστομος τον ονομάζει «πάντων δεισιδεμονέστατον» (ευσεβέστατον) (4). Πίστευσε στην προσπάθεια του αυτοκράτορα Ιουλιανού και στην ανάσταση του ειδωλολατρικού κόσμου, μολονότι κατά την νεότητά του έδειξε τάσεις φιλοχριστιανικές. Τον επηρέασε όμως ο Ιουλιανός, όπως και αυτός επηρεάστηκε από τον Λιβάνιο, του οποίου μελετούσε τα έργα και έγινε έμμεσα μαθητής του.(5)

Ο λαμπρός γνώστης της αρχαιότητας Άγγελος Χωρέμης σχολιάζει το κείμενο του Λιβανίου με τον ακόλουθο τρόπο: «Ο λόγος του Λιβανίου ‘Υπέρ των ιερών' δεν γράφτηκε λόγω ακροτήτων, που έγιναν εις εφαρμογήν του διατάγματος κατά της αρχαίας θρησκείας. Το διάταγμα εξεδόθη το 391 και το κείμενο του Λιβανίου γράφτηκε το 386, δηλ. πέντε ολόκληρα χρόνια νωρίτερα με άλλη ευκαιρία(6). Ο Θεοδόσιος διόρισε ύπαρχο Ανατολής κάποιον συμπατριώτη και φίλο του, τον Ίβηρα Μάτερνο Κηνύγιο. Ο άνθρωπος αυτός ήταν φανατικός θρησκόληπτος και έξαλλος. Υποκίνησε πράγματι τον όχλο, επικεφαλής του οποίου ήταν φανατικοί καλόγεροι, και άρχισαν να καταστρέφουν τα αρχαία ιερά, στην αρχή κυρίως τα μικρά (και απροστάτευτα) ιερά της υπαίθρου και εν συνεχεία άρχισαν να μπαίνουν και να καταστρέφουν ιερά και μέσα στις πόλεις. Τότε ο Λιβάνιος γράφει τον περίφημο και ωραιότατο λόγο του «Υπέρ των Ιερών». (Η αντίδραση του θρησκόληπτου Θεοδοσίου ήταν να απαγορεύσει την είσοδο των μοναχών μέσα στις πόλεις, προστατεύοντας έτσι τα εθνικά ιερά των άστεων και όταν σε λίγο πέθανε ο Μάτερνος Κηνύγιος τοποθέτησε ως ύπαρχο Ανατολής τον σώφρονα εθνικό Ευτόλμιο Τατιανό, ο οποίος κατάφερε να ηρεμήσει τα πράγματα και να φέρει την καταλλαγή.

Όλα αυτά μαρτυρούν ότι ουδέποτε υπήρξε επίσημη πολιτική του Θεοδοσίου η καταστροφή του αρχαίου κόσμου και μάλιστα με την μορφή των ακραίων βανδαλισμών, όπως λέγεται συνήθως. Μαρτυρούν επίσης το κύρος που είχε ο Λιβάνιος στον θεωρούμενο θρησκόληπτο βασιλέα, κύρος που φάνηκε και όταν με δύο ακόμη λόγους του, τους «Προς Θεοδόσιον τον Βασιλέα περί της στάσεως» και Προς Θεοδόσιον τον Βασιλέα επί ταις διαλλαγαίς», κατόρθωσε να σώσει την Αντιόχεια, η οποία είχε στασιάσει. Σ' αυτήν την προσπάθεια είχε και την συνεπικουρία του επισκόπου Αντιοχείας Φλαβιανού, του οποίου τον λόγο φαίνεται ότι είχε γράψει ένας νεαρός Χριστιανός κληρικός, μαθητής του Λιβανίου, ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι και συνεργασία με χριστιανούς είχε ο Λιβάνιος, όταν κοινοί στόχοι το επέβαλλαν».

Θα επιχειρήσουμε ένα σχόλιο στην υπογραμμιζόμενη, με επιστημονική ευσυνειδησία, από αείμνηστο φίλο, συνεργασία του Λιβανίου με Χριστιανούς. Οι άνθρωποι εκείνοι ζούσαν τα πράγματα μέσα στη φυσικότητά τους και όχι στο τεχνητό κλίμα αντιπαλότητας, που δημιουργούν οι φανατικοί (εκατέρωθεν) των ημερών μας. Μήπως σ' όλη την μακρά διάρκεια του Βυζαντίου/Ρωμανίας δεν έλαβαν χώρα παρόμοιες συνεργασίες και συνυπάρξεις; Η χαρακτηριστικότερη μάλιστα, ήταν η συνεργασία των δύο ιδεολογικά αντιπάλων, που η αντίθεσή τους σκόπιμα και τεχνητά υπερτονίζεται σήμερα, του Οικουμενικού Πατριάρχου Γεννάδιου β' του Σχολαρίου και του σοφού υποστηρικτού της αρχαίας θρησκείας Γεωργίου Πλήθωνος-Γεμιστού. Ο τελευταίος δεν δίστασε να συμμετάσχει στην σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), ως μέλος της ορθόδοξης αντιπροσωπείας, για να βοηθήσει την Ορθόδοξη Εκκλησία στις τραγικές εκείνες στιγμές γι' αυτήν και το γένος. Εκεί έδωσε μάχη, με τις επιστημονικές του γνώσεις, υπέρ της Ορθοδοξίας (απέδειξε την νοθεία ενός χειρογράφου που παρουσίαζαν οι Λατίνοι) και μαζί με τον πρωταγωνιστή της Ορθοδοξίας Άγιο Μάρκο Ευγενικό (1444), δεν υπέγραψε την Ένωση με τον Παπισμό. Παρά τις διαφορετικές ιδεολογικές-πνευματικές προϋποθέσεις τους και οι δύο θεωρούσαν την ένωση ως υποταγή στον Παπισμό και επιζήμια για τι Γένος/Έθνος. Αλλά έτσι σκέπτονται όσοι αγαπούν το Έθνος. Οι σημερινοί Νεοπαγανιστές, σχεδόν κατά κανόνα δεν αγαπούν το Έθνος και τον Ελληνισμό, παρά τα  λεγόμενά τους, διότι πολεμώντας την Ορθοδοξία, που είναι πια αδιαίρετα ενωμένη με την ελληνικότητα, κατεργάζονται την διάλυσή του.

 Για το θέμα της καταστροφής αρχαίων μνημείων από «Χριστιανούς» παράλληλα με τα συμπεράσματα της κας Αθανασιάδη είναι και εκείνα του αρχαιολόγου Gerasimos Pagoulatow, "The Destruction and conversion of ancient temples o Christian Churches during fourth, fifth and sixth centuries", Θεολογία τ.ΞΕ' (1964), σς152-170 . Είναι Δε χαρακτηριστικό, ότι και στο περιοδικό «Δαυλός» (αρ.138/Ιούνιος 1993,σς.8022/23) σημειώνεται: «Όλοι σχεδόν οι καταστροφείς αρχαίων ελληνικών μνημείων είναι Χριστιανοί εξ Ιουδαίων, δηλαδή Εβραίοι. Οι Χριστιανοί εξ εθνικών, δηλαδή οι Έλληνες, σπάνια μετείχαν σε διωγμούς Ελλήνων».

Σημασία Δε έχει, ότι και ο γνωστός εικονοκλάστης, αλλά σπουδαίος ιστορικός ερευνητής και συστηματικός παρουσιαστής της «αρνητικής πλευράς» Κυριάκος Σιμόπουλος, ενώ μιλά για τις «αποτρόπαιες βαρβαρότητες των Χριστιανών» (σ. 112 ε.ε) στα αρχαία μνημεία, δεν παραλείπει να παρεμβάλει και κεφάλαιο με τον τίτλο: «Ο βυζαντινός άνθρωπος συντηρεί με ευλάβεια την παράδοση της αρχαίας ελληνικής τέχνης» (σ. 208 ε.ε.)(7).

Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από το παραπάνω βιβλίο του Κυριάκου Σιμόπουλου: « Είναι ιστορικά τεκμηριωμένο ότι υπήρξε μία παιδευτική και συναισθηματική συνέχεια του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στο Βυζάντιο, όχι μόνο από την διανόηση αλλά και από τον λαϊκό άνθρωπο, ενίοτε και από την εξουσία. Ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Θόδωρος Δούκας Λάσκαρις (1254-1258), κατά την επίσκεψή του στην Πέργαμο, νοιώθει συγκίνηση μπροστά στα λείψανα των αρχαίων μνημείων και έργων τέχνης κι εκφράζει ενθουσιασμό και ευλάβεια για τα μεγαλουργήματα των προγόνων. Έχει συνείδηση τι σημαίνει Δύση ύστερα από την εισβολή των στυροφόρων και τον χαλασμό της Πόλης [...].

Ο πρώτος αυτοκράτορας - ο Κωνσταντίνος - φιλοδοξεί να εξομοιώσει τη ‘βασιλεύουσα' με την Ρώμη. Και σπεύδει να την διακοσμήσει με έργα τέχνης, συνεχίζοντας την ρωμαϊκή παράδοση της αρπαγής. Μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολή πολυάριθμα αγάλματα, χάλκινα ιδίως, κίονες, κ.α.(8) από τις κυριότερες πόλεις του ανατολικού, αλλά και του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας - από την Αθήνα, το Αιγαίο, την Ιωνία, την Κύπρο, την Κρήτη, τη Ρώμη, τη Σικελία κ.α.(9) ... (σς. 209-20).

Ο Κωνσταντίνος θα αξιοποιήσει την ελληνική πολιτιστική παράδοση για την προσωπική του αίγλη, ταυτίζοντας το χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα που έστησε πάνω στην περίφημη πορφυρή κολώνα της Αγοράς, τον «κυκλοτερή πορφυρούν κίονα»(10), με το αυτοκρατορικό του μεγαλείο. Στην κεφαλή του αγάλματος, που αφιέρωσε στον εαυτό του, προσέθεσε ακτινωτά ήλους «από τον σταυρό του Χριστού», για να λάμπει σαν τον ήλιο... (σ. 211)(11).

Η παραδοσιακή επομένως αισθητική και η πανάρχαιη λαϊκή ποιλιτιστική παιδεία δεν είχε σβήσει , παρά τους βανδαλισμούς των πρώτων χριστιανών εναντίον των κλασσικών μνημείων. Και δεν θα σβήσει ποτέ στον ελληνικό κόσμο. Έτσι εξηγείται η διατήρηση ανέπαφων τόσων γλυπτών στην Κωνσταντινούπολη ως την επιδρομή των Δυτικών Βαρβάρων. Απώλειες σημειώθηκαν μόνο από σεισμούς, πυρκαγιές και εσωτερικές ταραχές - λαϊκές εξεγέρσεις, συγκρούσεις και καταστολές. Οι Χριστιανοί της πρωτεύουσας θαύμαζαν τα αγάλματα που στόλιζαν την πόλη τους...(σς. 212-213)

Οι βυζαντινοί διανοούμενοι - ακόμα και θεολόγοι- έχουν βαθειά γνώση της αρχαίας τέχνης και εκφράζουν χωρίς επιφυλάξεις τον απεριόριστο θαυμασμό τους. Συχνότατες στους βυζαντινούς αιώνες οι αναγωγές στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τους επιφανείς δημιουργούς του και οι συγκρίσεις της βυζαντινής εικονογραφίας με την κλασσική ζωγραφική που αποκαλύπτουν κοινά οι παράλληλα καλλιτεχνικά ιδεώδη... (σς. 226-227)»

 

Αγαπητοί Σύνεδροι,
Το κείμενό μου δεν επεδίωξε να πρωτοτυπήσει, αλλά να αποδείξει, μέσω της έρευνας διακεκριμένων αρχαιολόγων, την αντιεπιστημονικότητα του νεοειδωλολατρικού φανατισμού και των γενικεύσεών του σε ένα θέμα, που έχει κεντρική θέση στην αντιχριστιανική πολεμική του. Οι αυθεντικοί Χριστιανοί, και μάλιστα οι Έλληνες, ετίμησαν την τέχνη των προγόνων τους και κληρονόμησαν το καλλιτεχνικό  πνεύμα τους, για να προχωρήσουν στην δική του - καθαρά ελληνική - καλλιτεχνική δημιουργία.


Σημειώσεις:
  1. 318, όχι «Κατά Ελλήνων», ο τίτλος αυτός είναι μεταγενέστερος και προσετέθη απ' τους εκδότες.
  2. Περιοδικό ΕΛΛΗΝΙΚΑ, τ.44, Θεσσαλονίκη 1994, σς. 31-50
  3. Πραξ.17,23. Ο Απόστολος Παύλος δεν καταστρέφει ή διαστρέφει την ελληνική θρησκευτικότητα, αλλά την στρέφει προς τον αναμενόμενο Αληθινό Θεό.
  4. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, εις νεωτέραν χηρεύσασαν, 1
  5. Βλ. το άρθρο του ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ στη ΘΗΕ, τ.8, 1960, στ. 294-299 με βιβλιογραφία
  6. P. Petit, "Sur la date du ‘pro Templis' de Libanius", en Byzantion XXX (1951), fasc Ι. 285-310
  7. Βλ. το βιβλίο του: Η λεηλασία και η καταδρομή των Ελληνικών Αρχαιοτήτων, Αθήνα 1997.
  8. «πάντα Δε τα χαλκουργεύματα και τα ξόανα εκ διαφόρων ναών και πόλεων αθροίσας έστησεν αυτά εις διακόσμησιν της πόλεως, ομοίως Δε και τους κίονας των περιπάτων» Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, εκδ. Preger τ. Β', 145
  9. «Ότι από Ρώμης πολλά ενεχθέντα είδωλα έστησαν εν τω Ιπποδρόμω εξαίρετα Δε εξήκοντα, εν οις και είκοσι του Αυγούστου. Από Δε Νικομηδείας στήλαι πολλαί ήκασιν. Ομοίως Δε από Αθηνών και Κυζίκου και Καισαρείας και Τράλλης και Σάρδης και Μωκησού και από Σεβαστείας και Σατάλων και Χαλδείας και Αντιοχείας της μεγάλης και Κύπρου και από Κρήτης και Ρόδου και Χίου και Ατταλείας και Σμύρνης και Σελευκείας και από Τυάνων και Ικονίου και Βιθυνών Νικαίας και από Σικελίας και από πασών των πόλεων ανατολής και δύσεως ήκασι διαφοροι στήλαι παρά του μεγάλου Κωνσταντίνου». Γ. ΚΩΔΙΝΟΣ, Παρεκβολαί εκ της βίβλου του Χρονικού περί των πατρίων της Κωνσταντινουπόλεως, εκδ. Βόννης 1843, σ. 53. Η λέξη «στήλη» σημαίνει άγαλμα. « Ολόχρυσον την στήλην σου στήσουν εις το παλάτιν» Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, στ.1172.
  10. Κατά τον ΓΕΩΡΓΙΟ ΚΕΔΡΗΝΟ «πορφυρούς κίων» στήθηκε το 320, κατά το Πασχάλιον Χρονικόν το 328. Το άγαλμα του Απόλλωνα είχε αφαιρεθεί, κατά τον Βυζαντινό χρονογράφο Μιχαήλ Γλύκα, από την Ηλιούπολη της Φρυγίας. Τον ομώνυμο ναό έκλεισε ο Κωνσταντίνος (ΕΥΣΕΒΙΟΣ, Εις τον βίον Κωνσταντίνου Βασιλέως, Γ' 55-56). Κατά τον Μανουήλ Χρυσολωρά στην κορυφή του «πορφυρού κίονος» είχε αρχικά τοποθετηθεί σταυρός. Γράφει « περί του αίροντος τον σταυρόν πορφυρού κίονος, επί της αυλής του μεγάλου Κωνσταντίνου βασιλείων αυτού πηξαμένου και ιδρυμένου, πάντας μεν ανδριάντας πάσας Δε στήλας νικώντος» (Του λογιωτάτου Μανουήλ Χρυσολωρά επιστολή προς τον Ιωάννην βασιλέα εν ή συγκρισις της παλαιάς και νέας Ρώμης).
  11. «Δίκην Ηλίου έστησεν αυτήν εις το όνομα αυτού θήσας εν τη κεφαλή ήλους εκ των του χριστού δίκην ακτίνων ως Ήλιος τοις πολίταις εκλάμπων» Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, τ. Β', 174,45. Κατά τον ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΡΟΔΙΟ, το άγαλμα ήταν επιχρυσωμένο, «χρυσώ καταυγάζοντα». Στίχοι Κωνσταντίνου Ασηκρίτη του Ροδίου, σ. 69.

Φαινόμενα Νεοειδωλολατρίας
Δωδεκαθεϊσμός
Υποτίμηση Παλαιάς Διαθήκης
Ολυμπιακοί Αγώνες

Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου
Θεσσαλονίκη 25-27 Μαΐου 2003

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

Ποιοι κατέστρεψαν τους Αρχαίους Ναούς;

Πολλά από τα «νεοεθνικά» ρεύματα, που δραστηριοποιούνται και στην Ελλάδα, ισχυρίζονται συχνά, ότι οι χριστιανοί κατέστρεψαν τους ναούς, τα ιερά και τα αγάλματα της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, καταστρέφοντας, έτσι, έργα τέχνης και μνημεία πολιτισμού. Για να στηρίξουν αυτό τον ισχυρισμό τους, επιστρατεύουν μεμονωμένα περιστατικά και προβάλλουν περιπτώσεις ακραίας συμπεριφοράς ως την επίσημη γραμμή της Χριστιανικής Εκκλησίας κατά της αρχαίας θρησκείας.
«Η Ορθοδοξία κατέστρεψε τους ναούς μας», λένε1. Σε ερώτηση: «Τι πρόσφερε η Ορθοδοξία στους Έλληνες;», δίδεται η απάντηση: «Την καταστροφή όλων των ναών, των έργων τέχνης και των βιβλιοθηκών»2. Οι χριστιανοί «έκαψαν όσα βιβλία δεν τους βόλευαν, βεβήλωσαν τα ελληνικά ιερά, κομμάτιασαν τα αγάλματα, γκρέμισαν τους ελληνικούς ναούς, καταλήστεψαν τον εθνικό πληθυσμό»3. Σε συκοφαντικό άρθρο κατά του Χριστιανισμού, υποστηρίζεται για τους χριστιανούς, ότι «Η πρώτη τους κίνηση ήταν να καταστρέφουν τους ναούς και τα αγάλματα των Ελλήνων στερώντας έτσι τον κόσμο από ανεπανάληπτα δημιουργήματα της αρχαίας τέχνης, για να μη μείνει ίχνος από τη "βδελυρή θρησκεία των ειδώλων"»4. Υπήρχε, λένε, ένα κατευθυντήριο «σχέδιο», το οποίο κατηύθυνε τις «χριστιανικές μάζες» ώστε να καταστρέψουν ό,τι ελληνικό. «Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε εμείς οι Έλληνες», γράφουν, «ότι τα ακρωτηριασμένα αγάλματα που θαυμάζουμε σήμερα στα μουσεία, οι ερειπωμένοι ναοί μπροστά στους οποίους εκστασιάζονται οι καλλιτεχνικές φύσεις και οι αρχαιόφιλοι... δεν είναι παρά τα φτωχικά λείψανα τρομερoύ μακελλειoύ που σπάραξε την ελληνική χώρα (και όχι μόνο αυτή) από τον 4ο ως τον 6ο τουλάχιστο αιώνα της χρονολογίας μας»5.

Συχνά, για να ενοχοποιήσουν το Βυζάντιο, επικαλούνται τις επιδρομές του 
Αλάριχου  κατά της Ελλάδος το 396 μ.Χ. και τις καταστροφές που προξένησε στους αρχαίους ναούς6. Όμως, ένα τέτοιο «επιχείρημα» αποδεικνύεται έωλο, «δείγμα της πιο χονδροειδούς προπαγάνδας ή άγνοιας» εκ μέρους των «νεοεθνικών». Και τούτο διότι, αποκρύπτουν ότι ο Αλάριχος δεν ήταν Βυζαντινός αλλά  Γότθος , όπως και oι μοναχοί που τον συνόδευαν στις καταστροφές ήταν αιρετικοί αρειανοί, τους οποίους ο ίδιος ο Θεοδόσιος είχε καταδιώξει ένα χρόνο πρίν7.


Βεβαίως, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι υπήρξαν, κατά την πορεία της επικράτησης του Χριστιανισμού, και περιπτώσεις ανεξέλεγκτης εκδικητικής συμπεριφοράς των επί αιώνες καταδιωκομένων Χριστιανών κατά των θρησκευτικών συμβόλων των πρώην διωκτών   τους. Ή, ακόμη, και αυστηρές αυτοκρατορικές αποφάσεις εναντίον εκπροσώπων της αρχαίας ειδωλολατρικής θρησκείας ή νόμοι που επέβαλλαν το κλείσιμο των ειδωλολατρικών ναών. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Β' υπέγραψε και νόμο με εντολή καταστροφής ναών και ιερών της αρχαίας θρησκείας. Όμως, όλα αυτά, δεν ήταν ούτε μια γενικευμένη τακτική έναντι των αρχαίων ναών, ούτε πολύ περισσότερο η στάση της Εκκλησίας.

Ο Χριστιανισμός αρχίζει να επικρατεί στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου. Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι: από τότε και στο εξής καταστράφηκαν oι αρχαίοι ναοί ή μήπως πολλοί απ' αυτούς ήταν ήδη κατεστραμένοι ή εγκαταλελειμμένοι; Γιατί, για να μιλήσει κανείς για καταστροφές αρχαίων ναών από τους χριστιανούς προ του Μ. Κωνσταντίνου είναι εξ ολοκλήρου παράλογο.
Σ' αυτό το ερώτημα έχουν απαντήσει ειδικοί και εγκρατείς των ιστορικών πραγμάτων επιστήμονες. Εμείς εδώ θα περιοριστούμε να επιστρατεύσουμε κείμενα που προέρχονται από τους ίδιους τους οπαδούς και εκπροσώπους του σύγχρονου πολυθεϊσμού, μέσα από τα οποία αποδεικνύεται περίτρανα, ότι πολλοί ναοί και Ιερά της αρχαίας ελληνικής θρησκείας είχαν υποστεί ολοκληρωτικές καταστροφές και βανδαλισμούς αιώνες πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού.

Και πρωτίστως, θα επικαλεσθούμε κείμενα επιφανούς εκπροσώπου του «Υπάτου Συμβουλίου των Ελλήνων Εθνικών», ο οποίος καίτοι τάσσεται μ' εκείνους που ισχυρίζονται, ότι oι χριστιανοί κατέστρεψαν τα αρχαία μνημεία, εν τούτοις, ομολογεί, καταγράφοντας Ιστορικά γεγονότα, ποια ήταν πράγματι η κατάσταση των αρχαίων ελληνικών Ιερών μερικούς αιώνες πριν ο Χριστιανισμός εδραιωθεί, ως η επικρατούσα θρησκεία. Και βεβαίως, η γνώμη του είναι ιδιαιτέρως βαρύνουσα, γι' αυτό θα μεταφέρουμε εδώ αυτούσια τα δικά του κείμενα.

Ο συγγραφέας, λοιπόν, στο τρίτομο έργο του «
Υπέρ της των Ελλήνων νόσου », τόμ. Γ', «Η συρρίκνωση της αρχαίας ψυχής», (ο τρίτος τόμος του βιβλίου φέρει τόν υπότιτλο «Ες έδαφος φέρειν»), μας πληροφορεί ότι ήδη από τον 3ο π. Χ. αιώνα αρχίζει η καταστροφή ελληνικών πόλεων και ιερών από επιδρομείς. Επικαλούμενος τον Κυρ. Σιμόπουλο, γράφει ότι πρώτοι οι Αιτωλοί, τον 3ο π.Χ. αιώνα, «απογύμνωσαν ή κατέστρεψαν τα ιερά και τους τόπους λατρείας που αποτελούσαν τον κυριότερο συνδετικό ιστό, τον θρησκευτικό δεσμό μεταξύ των κρατουπόλεων... Το 219 π. Χ. ο στρατηγός της αιτωλικής Συμπολιτείας Σκόπας, κυριεύει το Δίον την ιερή πόλη των Μακεδόνων και καταστρέφει τα πάντα. Γκρεμίζει όλα τα κτίσματα, πυρπολεί και τους χώρους λατρείας. Τα ίδια και στο ιερό της Δωδώνης από τον στρατηγό των Αιτωλών Δωρίμαχο. Καταπάτησε κάθε ιερό και όσιο γράφει ο Πολύβιος»8.

Στην συνέχεια, ο Φίλιππος με τους Μακεδόνες του, σε αντίποινα, «πυρπόλησαν και κατεδάφισαν τα ιερά και ανέτρεψαν η κατέστρεψαν 2.000 ανδριάντες» . Και δεν περιορίστηκαν μόνο στην Αιτωλία, αλλά προχώρησαν και στην Αττική, το 200 π. Χ., όπως εξιστορεί ο Λίβιος, όπου «Κατέστρεψαν και τα μνημεία και ανέσκαψαν τους τάφους διασκορπίζοντας τα οστά των νεκρών»9.

Ακολουθούν οι επιδρομές των Ρωμαίων, που κράτησαν δύο ολόκληρους αιώνες και έφεραν πράγματι «ες έδαφος» πόλεις, ναούς, ιερά και αγάλματα σε ολόκληρη την Ελλάδα. Το 194 π. Χ., ο Τίτος Φλαμίνιος, μετά την νίκη του κατά του Φιλίππου, «στέλνει καραβιές ολόκληρες από κλεμμένα μαρμάρινα και χάλκινα αγάλματα για να κοσμήσουν το θρίαμβο του στη Ρώμη»10.

Το 189 π.Χ., «ο Μάρκος Φούλβιος Νοβιλίορ λεηλατεί σύμφωνα με την καταγραφή του Πολύβιου την Αμβρακία συμπεριλαμβανομένων και των Ιερών της και στέλνει σα λάφυρα στη Ρώμη, αγάλματα, επιγραφές και θησαυρούς»11. Το 181 π.Χ., «η Σύγκλητος είχε ρίξει στην πυρά τα έργα των Πυθαγορείων»12.

Το 87 π.α.χ.χ.13, «ο άξεστος Σύλλας, καταστρέφει την Αθήνα που είχε συμπαραταχθεί με τον Μιθριδάτη, και αμέτρητα αγάλματα, πίνακες ζωγραφικής και θησαυροί, γίνονται αντικείμενα λεηλασίας και μεταφέρονται στη Ρώμη, συμπεριλαμβανομένης της ονομαστής βιβλιοθήκης του Απελλικώνος και του περίφημου πίνακα του Ζεύξιδος... Ο ίδιος άρπαγας στρατοκράτης ήταν επίσης αυτός που άρπαξε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς του Αλαλκομένειου ιερού της Βοιωτίας, έβαλε χέρι στα ιερά της Επιδαύρου... της Ολυμπίας και των Δελφών»14.

Το 55 π.α.χ.χ., «ο φοβερός Βέρρης... λεηλάτησε τα καλλιτεχνήματα και τους θησαυρούς όλης της νότιας Ελλάδας, έκλεψε το χρυσό από τον Ναό της Αθηνάς στην Αθήνα... άρπαξε από την Τένεδο το λατρευτικό άγαλμα του τοπικού ημίθεου Τέννητος, καταλήστεψε τον πανάρχαιο Ναό της Ήρας στη Σάμο, το Ναό της Αρτέμιδος στην Πέργαμο, λεηλάτησε όλα τα μνημεία της Ασπένδου στην Παμφυλία»15.

«Ο Αύγουστος... κλέβει από την Τεγέα και μεταφέρει στη Ρώμη το περίφημο άγαλμα της Αλέας Αθηνάς... Ο Καλιγούλας διάλεγε ελληνικές προτομές και πρόσταζε να τις αποκεφαλίζουν και να προσθέσουν σε αυτές το δικό του κεφάλι... Ο Νέρωνας, κλέφτης επίσης πεντακοσίων χάλκινων γλυπτών από τους Δελφούς...»16.

Συμπερασματικά, ο εν λόγω συγγραφέας μας πληροφορεί ότι οι Ρωμαίοι «μέσα σε λιγώτερο από δύο αιώνες τη μετέτρεψαν (την Ελλάδα) σε ερειπωμένη επαρχία τους, σε μια χώρα όπου "οι λίθοι μόνον" θύμιζαν "τη σεμνότητα και το μέγεθος της Ελλάδος" (Δίων Χρυσόστομος)». Και καταλήγει: «ο Παυσανίας (σσ. 2ος μ. Χ. αι.) ουσιαστικά θα δει και θα περιγράψει μια χώρα ερειπωμένη και ολιγάνθρωπη, της οποίας αρκετές πόλεις είναι ήδη έρημες, τα δε ιερά είναι κατά πλειοψηφία χορταριασμένα και με γκρεμισμένες τις στέγες... Ο Ρωμαίος ποιητής Γιουβενάλλης... θα γράψει επίσης και τα εξής:... Σήμερα δεν μπορείς να αρπάξεις από αυτούς, όταν πατήσεις το φτωχό τους τόπο, τίποτε άλλο από μερικά βόδια και φοράδες, τους εφέστιους Θεούς από το σπιτικό τους και κανένα περίεργο άγαλμα, αν έχει μείνει κανένα στα ιερά τους...»17.
Αυτά εξιστορεί με εθνικό πόνο ο εκπρόσωπος του Τ.Σ.Ε.Ε. και μας βρίσκει συμπάσχοντας, γιατί έχει απόλυτο δίκιο.  Όμως, πως συμβιβάζονται όλα αυτά μ' εκείνα τα «αποφθεγματικά» που ακούσαμε πιο πάνω, ότι οι χριστιανοί «έκαψαν όσα βιβλία δεν τους βόλευαν, βεβήλωσαν τα ελληνικά ιερά, κομμάτιασαν τα αγάλματα, γκρέμισαν τους ελληνικούς ναούς, καταλήστεψαν τον εθνικό πληθυσμό», και ότι η Ορθοδοξία προσέφερε «Την καταστροφή όλων των ναών, των έργων τέχνης και των βιβλιοθηκών»;
Παρόμοιες «ομολογίες» συναντάμε και σε άλλα περιοδικά.  Επιλεκτικά μεταφέρουμε εδώ δύο ακόμη αντιπροσωπευτικά κείμενα που προέρχονται από περιοδικά του «νεοεθνικού» νεοπολυθεϊστικού «χώρου»: «Οι πληροφορίες που παραδίδουν ο Παυσανίας, ο Στράβων και ο Πολύβιος για τις εκτεταμένες επιχειρήσεις αρπαγής ελληνικών έργων τέχνης εντυπωσιάζουν, όσον αφορά στους αριθμούς και την αξία των μνημείων, που μεταφέρθηκαν στη Ρώμη. Πεντακόσια αγάλματα από τους Δελφούς, τρεις χιλιάδες από τη Ρόδο και εκατοντάδες γλυπτά και έργα ζωγραφικής από την Κόρινθο έγιναν λεία κατακτητών. Ό,τι είχε απομείνει μέχρι την επικράτηση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του Βυζαντίου, έγινε στόχος για καταστροφή από το νέο μισελληνικό καθεστώς, με την ανοχή και τις ευλογίες του οποίου «αλώνιζαν» ορδές βαρβάρων και λαφυραγωγούσαν, ό,τι εύρισκαν στο δρόμο τους. Εκτός απ' αυτούς όμως και οι χριστιανοί του ελλαδικού χώρου δεν ήταν άμοιροι μιαρών πράξεων. Όχι μόνον κατέστρεφαν κτήρια και ακρωτηρίαζαν αγάλματα, αλλά πωλούσαν "δι' ολίγα τάλλαρα" τα τεμάχιά τους σε ξένους επισκέπτες»18.

Τα ίδια επαναλαμβάνει και άλλο περιοδικό του «χώρου»: «Η λεηλασία του Ελληνικού πολιτισμού προσλαμβάνει δραματικές διαστάσεις επί Νέρωνος, ο οποίος "Πεντακόσιας θεών τέ αναμίξ αφείλετο και ανθρώπων εικόνας χαλκάς" (Παυσανίας, Φωκικά 71). Μεταξύ των κλοπιμαίων ήσαν και η πασίγνωστη Κόρη του Anzio, η Κασσάνδρα, ο έρως του Πραξιτέλους, ο θνήσκων Γαλάτης, ο ο Απόλλων του Σκόπα, η «εύκνημα» Αμαζόνα του Στρογγυλίωνος και ένα μικρό άγαλμα του Αλεξάνδρου, το οποίο είχε επιχρύσωση... Οι αυτοκράτορες και οι πλούσιοι Ρωμαίοι, αφού πρώτα έσβηναν τα επιγράμματα από τις βάσεις των αγαλμάτων, έκοβαν τα κεφάλια και στη θέση τους έβαζαν το μαρμάρινο ομοίωμα του δικού τους κεφαλιού»19.

Ας σημειωθεί, ότι η μαρτυρία του Παυσανία πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιαιτέρως βαρύνουσα, αφού το έργο του «Περιήγησις της Ελλάδος», έχει γραφεί μεταξύ των ετών 160 και 180 μ. Χ.

Αυτά, λοιπόν, μας πληροφορούν οι ίδιοι οι εκπρόσωποι των ελληνικών «νεοεθνικών» ρευμάτων, οι όποιοι στη συνέχεια καταγγέλλουν τον Χριστιανισμό ως τον μοναδικό διώκτη και καταστροφέα αρχαίων ναών, αγαλμάτων και βιβλιοθηκών. Δηλαδή, οι Ρωμαίοι δεν κατέστρεψαν τους αρχαίους ναούς αφήνοντας «μόνον τους λίθους»; Οι ρωμαίοι αυτοκράτορες δεν αποκεφάλιζαν τα αγάλματα για να αντικαταστήσουν τις κεφαλές τους με τα ομοιώματα των δικών τους «άμυαλων» κεφαλών; Δεν έκαψαν βιβλία και βιβλιοθήκες20, δεν έφεραν «ες έδαφος» τα αριστουργήματα της ελληνικής τέχνης, αλλά και αυτόν το ίδιο τον ελληνικό πολιτισμό; Και όλα αυτά τα έκαναν μόνον οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες και οι χριστιανοί; Αν είναι δυνατόν αυτό να λέγεται ιστορία και αντικειμενικότητα!
Και δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι Χριστιανοί, μέχρι και τις ημέρες του Μ. Κωνσταντίνου, όχι μόνον βρίσκονταν κάτω από φρικτούς και αιματηρούς διωγμούς, που ανέδειξαν 11 εκατομμύρια μάρτυρες της Πίστεως μέσα στους τρεις πρώτους χριστιανικούς αιώνες, αλλά και αποτελούσαν τον 4ο μ. Χ. αιώνα το 5% μόνον του πληθυσμού της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ποσοστό που δεν άλλαξε σημαντικά ακόμη και τους πρώτους χρόνους μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού. Διερωτάται κανείς:  άραγε τον 4ο αιώνα, που άρχισε να επικρατεί ο Χριστιανισμός, όλοι αυτοί οι κατεστραμένοι ναοί, τα ιερά, και τα αγάλματα είχαν πάλι ανακατασκευαστεί;
Η ιστορική αλήθεια όμως είναι ότι, όσοι σώζονται από τους αρχαίους ναούς οι περισσότεροι το οφείλουν στο γεγονός ότι πέρασαν στη χρήση των Χριστιανών. Αν σώζεται σήμερα ο Παρθενώνας το σπουδαιότερο αρχαιοελληνικό μνημείο ο ναός του Ηφαίστου (Θησείο), το Ερεχθείο, το ωρολόγιο του Κυρρήστου και τόσοι άλλοι ναοί στον Ελλαδικό χώρο και έξω απ' αυτόν, αυτό οφείλεται στο ότι μετατράπηκαν σε χριστιανικούς ναούς. Πολλά δε από τα αριστουργήματα τέχνης που διασώθηκαν και κυρίως αγάλματα, οφείλουν τη διάσωση τους στη μεταφορά τους στην Κωνσταντινούπολη για τη διακόσμησή της.

Παρατηρεί ο κ. Ιωάν. Τσέντος: 
«Οι Βυζαντινοί φύλασσαν όλους αυτούς τους θησαυρούς ευλαβικά, και τους θεωρούσαν στολίδι της πρωτεύουσάς τους, πράγμα που αποδεικνύει πρώτον μεν ότι δεν έτρεφαν αυτό το υποτιθέμενο μίσος προς ό,τι το αρχαίο, αλλά θεωρούσαν αυτά τα αγάλματα μέρος της πολιτιστικής τους κληρονομιάς, και δεύτερον ότι είχαν την αισθητική που τους επέτρεπε να εκτιμήσουν την ομορφιά και την αξία τους... δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς πως όποιο μνημείο τον αρχαίου ελληνικού πολιτισμού σώζεται σήμερα στην Ελλάδα, οφείλει τη σωτηρία του στην προστατευτική ασπίδα τον Βυζαντίου»21.

Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να καταλογισθεί η ευθύνη των σημερινών ερειπίων αρχαίων ναών στους Χριστιανούς. Μήπως δεν υπάρχουν σήμερα και αναρίθμητοι Χριστιανικοί ναοί ερειπωμένοι ή εξαφανισμένοι; Από τα μέσα του 4ου αι. έως και τον 6ο αι. μ. Χ., μόνο στην Αθήνα και τα περίχωρα, υπήρχαν είκοσι δύο χριστιανικές Βασιλικές. Πολλές απ' αυτές είναι γνωστές σήμερα μόνον από τα ερείπιά τους. Ασφαλώς οι παλαιοχριστιανικές αυτές Βασιλικές δεν οφείλουν την ερήμωσή τους σε αντιχριστιανικούς διώκτες και καταστροφείς. Ο χρόνος, η
φθορά, τα φυσικά φαινόμενα συνετέλεσαν στην ερήμωσή τους, καίτοι οι χριστιανοί που τις οικοδόμησαν, όχι μόνον υπήρχαν τότε για να τους χρησιμοποιήσουν στη λατρεία τους, αλλά και αποτέλεσαν πλέον το μόνο θρησκευτικό στοιχείο της Ελλάδος. Ως παραδείγματα μερικών από τις πολλές ερειπωμένες παλαιοχριστιανικές Βασιλικές, που δεν υπάρχουν σήμερα, αναφέρομε τις Βασιλικές της Αγ. Τριάδος (δυτικά του Παρθενώνα), του Ασκληπιείου (νότια του βράχου της Ακρόπολης), του Αγ. Διονυσίου του Αρεοπαγίτη (δυτικά της Ακρόπολης), του Ιλισσού (ανατολικά των Στηλών του Ολυμπίου Διός Αρδηττού), του Ολυμπιείου (βόρεια των Στήλων του Ολυμπίου Διός), της Παναγιάς της Πέτρας (στον Ιλισσό) κ.α.22.

Θέλουν να αγνοούν, δηλαδή, οι σύγχρονοι «παγανιστές» ότι οι περισσότεροι αρχαίοι ναοί, όπως και οι παλαιοχριστιανικοί αργότερα, καταστράφηκαν από κατακτητές, από πολεμικές συγκρούσεις, από λεηλασίες και πυρκαγιές, από σεισμούς και θεομηνίες και άλλα φυσικά φαινόμενα.
Οι ισχυρισμοί όμως των σημερινών πολυθεϊστών, αποδεικνύονται μεροληπτικοί, αντιϊστορικοί, προκατειλημμένοι, και αστήρικτοι. Γενικεύουν αυθαίρετα ακραία και μεμονωμένα περιστατικά και διαστρεβλώνουν βάναυσα την ιστορική αλήθεια. Επαναλαμβάνομε, ότι δεν αρνούμαστε περιπτώσεις βίαιης συμπεριφοράς και φανατισμού από μέρους του Χριστιανικού όχλου και καταστροφές ναών και αγαλμάτων. Υπάρχουν περιπτώσεις που οι καταπιεσμένοι Χριστιανοί κατέστρεψαν αρχαίους ναούς και αγάλματα. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να  γενικοποιούμε  τα πράγμα τα και να αποδίδουμε την φυσική φθορά της αρχαιοελληνικής θρησκείας και των ιερών της σε μια τακτική και σ' ένα «σχέδιο» του Χριστιανισμού για την επικράτησή του.
Όπως σημειώνει ο κ. Ιωάν. Τσέντος, «είναι εντελώς σαφές ότι κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενον να υπήρξαν εκείνη την εποχή και κάποιες εκδηλώσεις φανατισμού. Ο ισχυρισμός όμως ότι οι χριστιανοί και το Βυζάντιο προέβησαν φερ' ειπείν σε συστηματική καταστροφή των αρχαίων αγαλμάτων, αποτελεί ασύστολο ψεύδος»23.
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος παρατηρεί: «Οπωσδήποτε, οι καταστροφές των ειδωλολατρικών ναών στην Ελλάδα δεν οφείλονταν σε θρησκευτικές συγκρούσεις. Η Ελλάδα είχε σε πολύ μεγάλο βαθμό ρημάξει και καταστραφεί, πριν την αναγνώριση του χριστιανισμού ως θρησκείας, όταν ακόμη οι χριστιανοί ήσαν θύματα μεγάλων διωγμών ή και δεν είχαν καν εμφανισθεί στην ιστορία. Ήδη στην ελληνιστική εποχή, δεν είναι λίγες οι πόλεις που είχαν μετατραπεί σε μικρή ομάδα χαμόσπιτων, με σπασμένα αγάλματα και ερειπωμένους ναούς».
«Το μαντείο της Δωδώνης είχε σταματήσει προ πολλού να λειτουργεί και ήταν ερείπια, μας πληροφορεί ο Στράβων στα Γεωγραφικά του, τα οποία είχαν ήδη ολοκληρωθεί περίπου το 7 π.Χ. Ο Στράβων, επισημαίνει μάλιστα ότι όχι μόνο το μαντείο της Δωδώνης, αλλά και όλα τα άλλα μαντεία της Ελλάδος είχαν ουσιαστικά σβήσει στα χρόνια του»24.
Ο καθηγητής κ. Βασ. Μπακούρος σημειώνει: «Όπως αποδεικνύει η έγκυρη επιστημονική έρευνα με βάση αρχαιολογικά ευρήματα (...., βλ. Ν. Παπαχατζή, Η θρησκεία στην αρχαία Ελλάδα, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1996) τα περισσότερα ειδωλολατρικά ιερά ή ναοί δεν καταστράφηκαν ούτε μετασκευάστηκαν σε χριστιανικά τεμένη, απλώς εγκαταλείφθηκαν»25.
Και ο π. Γεώργ. Μεταλληνός υπογραμμίζει:  «Τις παρατηρούμενες καταστροφές αποδίδουν οι αρχαιολόγοι στους σεισμούς, τις βαρβαρικές επιδρομές (4ο - 6ο αι.) και την εγκατάλειψη. Τα αρχαία μνημεία των Αθηνών και των Δελφών έμειναν απείραχτα από τους χριστιανούς. Η μετατροπή τους σε χριστιανικές εκκλησίες δείχνει περίτρανα τη συνείδηση της ιστορικής συνέχειας. Όσο και αν αυτό δεν ικανοποιεί τους σημερινούς αρχαιολάτρες26».
Σε επιστολή του προς τον π. Γεώργιο Μεταλληνό, ο αρχαιολόγος Άγγ. Χωρέμης γράφει: «Αυτό που πράγματι έγινε είναι καταστροφές και ακρότητες σε τοπικό επίπεδο, από φανατικούς εκκλησιαστικούς και πολιτικούς παράγοντες, κυρίως εναντίον αγαλμάτων αρχαίων θεοτήτων με συνηθέστερο το φαινόμενο της ρινοκοπής και καταστροφής των προσώπων. Οι άνθρωποι αυτοί εξαγρίωναν τον όχλο, πράγμα όχι δύσκολο, αν σκεφτούμε ότι μόλις 75-80 χρόνια χώριζαν την εποχή αυτή από τους φοβερούς διωγμούς των Διοκλητιανού και Γαλερίου (+311) και 55-60 χρόνια από τον "ηπιότερο" διωγμό τον Λικινίου (310-324), τον εξαγριωμένο αυτόν όχλο τον εξαπέλυαν να κάψει και να καταστρέψει ο,τιδήποτε "εθνικό" εύρισκε μπροστά του. Αυτό όμως ουδέποτε υπήρξε πολιτική τον Μεγάλου Θεοδοσίου και, όταν έγινε, προσπάθησε να το σταματήσει και να το θεραπεύσει»27.
Κλείνομε την σύντομη αυτή επισκόπηση με τις επισημάνσεις του κ. Θαν. Παπαθανασίου, σε εμπεριστατωμένη μελέτη του δημοσιευμένη στο περιοδικό «Σύναξη». Μεταξύ των άλλων, γράφει:  «σε όλο το σώμα των ιερών κανόνων... απουσιάζουν απολύτως κανόνες που να επιβάλλουν τον "εκχριστιανισμό" των εθνικών και σχεδόν απολύτως κανόνες που να επιτάσσουν την καταστροφή των παγανιστικών ιερών». Για τις διατάξεις νη' και πδ' της Συνόδου της Καρθαγένης (419 μ.Χ.), με τις οποίες ζητείται από τους βασιλείς να εξαλείψουν «τα εγκαταλείμματα των ειδώλων τα κατά πάσαν την Αφρικήν», παρατηρεί ότι «πρόκειται για τοπικού χαρακτήρα πρωτοβουλία, που αφορούσε συγκυρίες της λατινικής Εκκλησίας στη Βόρεια Αφρική». Η ίδια σύνοδος, εξ' άλλου, ζητούσε από τους επισκόπους να καταστρέψουν και τα «χριστιανικά ναΐδρια», που είχαν ανεγερθεί αυθαίρετα από δεισιδαίμονες χριστιανούς (κανών πγ')28.
Είναι, λοιπόν, φανερό ότι εθελοτυφλούν, οι σύγχρονοι «εθνικοί», προσπαθώντας επίμονα να βρουν οργανωμένο «σχέδιο» των Χριστιανών για την καταστροφή των αρχαίων ναών και μεθοδεύσεις.

Πρωτοπρ. Κυριακού Τσουρού, Γραμματέως της Σ. Ε. επί των αιρέσεων
  1. Περιοδ. «Διϊπετές», τ. 31, σ. 34δ.
  2. Στο ίδιο, τ. 43, σ. 36.
  3. Περιοδ. «Άβατον», τ. 6, σ. 44.
  4. Μάρ. Πλωρίτης, εφημ. «Το Βήμα», 11.6.2000.
  5. Περιοδ. «Διϊπετές», τ. 27, σσ. 2627. Βλ. και περιοδ. «Απολλώνειο Φως», τ. 70, σ. 66.
  6. Βλ. Στεφ. Μυτιληναίου, Ο Μονοθεϊσμός στην αρχαία Ελλάδα..., σσ. 11 εξ.
  7. Βλ. περισσότερα και αναίρεση αυτού του ισχυρισμού στο Στ. Φανού, Οδηγός βιβλίων για την αρχαία Ελλάδα, τόμ. Β', σσ. 318 εξ.
  8. Βλ. Ρασσιά, Υπέρ της των Ελλήνων νόσου, τόμ Β', Η συρρίκνωση της αρχαίας ψυχής, σ. 50.
  9. Αυτόθι, από το βιβλίο του Κυρ. Σιμόπουλου, Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Ύποτέλεια, Αθήνα, 1990.
  10. Αυτόθι, σ. 58.
  11. Αυτόθι, σ. 60.
  12. Αυτόθι.
  13. Πριν. απαρχήν. χριστιανικής. χρονολογίας.
  14. Αυτόθι, σ. 61, (υπογραμμίσεις δικές μας).
  15. Αυτόθι.
  16. Αυτόθι, σ. 62.
  17. Αυτόθι, σσ. 6263, (και δικές μας υπογραμμίσεις).
  18. Μάρ. Μαμανέα, Η λεηλασία μιας αμύθητης καλλιτεχνικής κληρονομιάς. Η αργυρολογία και απολιτισιά των Ρωμιών, περιοδ. «Δαυλός», τ. 241, σσ. 155-534. 
  19. Βασ. Μισύρη, Οι βάρβαροι κτυπάνε την Ελλάδα, «Ές έδαφος φέρειν», περιοδ. «Ιχώρ», τ. 27, σ. 52.
  20. Για την τύχη των Βιβλιοθηκών, βλ. άρθρο: Έκαψαν οι Χριστιανοί την περίφημη Βιβλιοθήκην της Αλεξάνδρειας από μένος, μίσος και λύσσαν κατά της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας;, περιοδ. «Εκ του περισσού της καρδίας», διμην. περιοδικόν φυλλάδιον Ι. Ν. Αγ. Στεφάνου Ν. Ιωνίας, τ. 28.
  21. Ιωάν. Τσέντου, Χριστιανισμός και αρχαία ελληνική τέχνη, περιοδ. «Ακτίνες», τ. 624, σσ. 256257.
  22. Βλ. ένθετο του περιοδικού «Τόλμη», «Παλαιοχριστιανικές Βασιλικές Αθηνών». Και π. Βασ. Γεωργόπουλου, Οι νεοπαγανιστικές φαντασιώσεις και τα ιστορικά δεδομένα, μέρη Η' και Θ', εφημερ. «Στύλος Ορθοδοξίας», α.φ. 89, 90.
  23. Ένθ. ανωτ. σ. 255.
  24. Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη Αρχιεπ. Αθηνών, Ελληνισμός προσήλυτος. Η μετάβαση του Ελληνισμού από την αρχαιότητα στο χριστιανισμό, σ. 111.
  25. Βασ. Μπακούρου, Απάντηση σε επιστολές, περιοδ. «Τρίτο Μάτι», τ. 93, ένθετο σ. 9.
  26. π. Γεωργ. Μεταλληνού, Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;, σ. 132.
  27. Αυτόθι, σ. 158.
  28. Θαν. Παπαθανασίου, (Αυτο)Κριτική ερμηνεία της καταστροφής παγανιστικών ιερών από χριστιανούς, περιοδ. «Σύναξη», τ. 69, σ. 63.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ΙΟΥΛΙΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2008, ΤΕΥΧΟΣ 53

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

Ο Χριστός είναι ο Θεός-Λόγος ή ένας ακόμη κοινωνικός επαναστάτης;

Ο λόγος του Ιωάννη, όπως μάλιστα εκφράζεται από τις πρώτες σειρές του Ευαγγελίου του, είναι απολύτως διαφωτιστικός για την κατανόηση του Θεού-Λόγου. Μεταφέρει λοιπόν ο Χριστός στους ανθρώπους με τη ζωή Του και τον λόγο Του ένα τρόπο υπάρξεως διαμετρικά αντίθετο από εκείνον που η ατελής φύση τους έχει καθιερώσει. 
Δομήνικος Θεοτοκόπουλος,
«Η εκδίωξη των εμπόρων από το ναό», 1600-05.
 Πρόκειται για τον τρόπο της αγάπης που υποδεικνύει τη συναλληλία μεταξύ των ανθρώπων, την οικοδόμηση μεταξύ τους σχέσεων εμπιστοσύνης και ανοχής, με τελική τους επιδίωξη να ζουν σε κοινωνίες διατεταγμένες εσωτερικά με όρους συνοχής, ελευθερίας και ευρηματικότητας, απαραίτητους για επιτυχείς απαντήσεις στις προκλήσεις της ζωής. 
Επίσης και οι σχέσεις που διαμορφώνουν οι κοινωνίες αναμεταξύ τους να διέπονται από τις ίδιες αρχές, αποκλειομένης της βίας με σκοπό ιδιοτελείς υλικές επιδιώξεις, που συνήθως περιβάλλονται τη λεοντή ψευδών και προβληματικών ιδεολογιών. Σύνολη η εικόνα του ευαγγελικού μηνύματος διαπνέεται με τρόπο διαυγή από τις προτροπές για καταλλαγή των πάσης φύσεως συγκρούσεων μεταξύ των ανθρώπων∙ παρά ταύτα από τους χρόνους του Διαφωτισμού έως και πολύ πρόσφατα, αυτές ηχούν παράφωνα, σε «ώτα μη ακουόντων», και θέλουν να αποδώσουν στον Ιησού εγκόσμιες επαναστατικές διαθέσεις με πολιτικό περιεχόμενο. 
 Οι προθέσεις αυτές επιδιώκουν να συσχετίσουν την εμφάνιση του Ιησού, ως ένα ιστορικό γεγονός μεταξύ άλλων, με την ιστορία του Εβραϊκού λαού κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο. 
(Πρώτα οι Ισραηλίτες είχαν απολέσει την κυριαρχία τους από τους Σελευκίδες, ήδη από το 198 π.Χ., και την ανέκτησαν μερικώς μετά την επανάσταση των Μακκαβαίων το 167 π.Χ. υπό τον Ματταθία, ιερέα που μετά τον θάνατό του τον αντικατέστησε στην ηγεσία της επανάστασης ο γιος του Ιούδας. Η επανάσταση άρχισε εναντίον του Αντιόχου του Επιφανούς, όταν αυτός έθεσε τη θρησκεία τους εκτός νόμου, και το 164π.Χ. οι επαναστάτες κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ. Ακολούθησε μία περίοδος συνεχών πολέμων με τους Σελευκίδες, κατά την οποία οι συνεχείς διαμάχες ανάμεσα στις δύο παρατάξεις, τους νεωτεριστές που ακολουθούσαν τον Ελληνικό τρόπο ζωής και τους υπέρμαχους των παραδόσεων, παρείχαν τη δυνατότητα στους διαδόχους του Αντιόχου να καθορίζουν σημαντικά τις εξελίξεις −η παρουσία τους στο φρούριο της Άκρας ήταν διαρκής− στο ιερατικής μορφής κράτος της Ιουδαίας. Ο πρώτος Ρωμαίος επίτροπος, ο Αντίπατρος του Ιδουμαίου, εγκαταστάθηκε στην Ιουδαία το 47 π.Χ. από τον Καίσαρα. Μετά τον θανατό του, ο γιος του Ηρώδης με τη βοήθεια του αυτοκράτορα Οκταβιανού ανακήρυξε την Ιουδαία βασίλειο και τον ίδιο βασιλέα του. Έκτοτε, και μεχρι την ολοκληρωτική καταστροφή της, η Ιουδαία ήταν υποτελής της Ρώμης και διοικείτο από Ρωμαίους επιτρόπους). Ακολούθως θα συνδέσουν τις επαγγελίες του με ανθρώπινες ιδεολογίες, οι οποίες προσβλέπουν υπό προϋποθέσεις που δεν αποκλείουν τη βία –μεσσιανικά, κατ’ αντιγραφή− στην, όπως λέγουν, ανθρώπινη ευζωΐα. Στη συλλογιστική τους μεταξύ των άλλων αναφέρουν το περιστατικό της κάθαρσης του Ναού από τον Ιησού, τον οποίο με κριτήριο την κατ’ αυτούς συμπεριφορά Του, Τον κατατάσσουν στο ζηλωτικό κίνημα που έχει αφετηρία την επανάσταση των Μακκαβαίων στους Ελληνιστικούς χρόνους. Να δούμε, λοιπόν, με μεγαλύτερη προσοχή το ανωτέρω γεγονός, εννοείται με οδηγό τα Ευαγγελικά κείμενα αλλά και τις προρρήσεις των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης για τον Χριστό.
Πρίν προχωρήσουμε στην αφήγηση και την ερμηνεία του περιστατικού της κάθαρσης του Ναού, θα επιχειρήσουμε κάποιες διευκρινίσεις σχετικά με τις προφητείες για την εναθρώπηση του Θεού-Λόγου που γίνονται δεκτές από την Εκκλησία μας ως αποκαλύψεις «θεία βουλήσει» και περιέχονται στο σχέδιο της θείας Οικονομίας. Γνωρίζει λοιπόν ο Ιησούς ως άνθρωπος αυτές τις προφητείες και κατανοεί ότι αυτές προεικονίζουν την αλήθεια του προσωπικού Του θελήματος. 
Έτσι, όταν επαναλαμβάνει τις διαπιστώσεις των προφητών που αφορούν το παρελθόν ή τον ενεστώτα χρόνο της επι γής παρουσίας Του, έχει βεβαία την αίσθηση ότι τα λόγια Του και οι πράξεις Του αντιστοιχούν στα εντελλόμενα από το σχέδιο, το «μυστικώς συνταχθέν προ των αιώνων», για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Η κάθαρση του Ναού αναφέρεται από τον Ιωάννη ότι πραγματοποιείται από τον Ιησού, όταν αυτός έρχεται στα Ιεροσόλυμα για πρώτη φορά από τις τρεις που ήρθε στην Αγία πόλη στις ημέρες του Πάσχα. Αντίθετα οι συνοπτικοί Ευαγγελιστές αφηγούνται το επεισόδιο ως τη μοναδική φορά που επισκέφτηκε κατ’ αυτούς τα Ιεροσόλυμα, άρα συνδέεται και με τη θριαμβευτική Του είσοδο στην Αγία πόλη. 
 Ο Ιησούς έχει ξεκινήσει και για τους τρεις συνοπτικούς Ευαγγελιστές από την Ιεριχώ με τους μαθητές Του και «όχλο ικανό» και, πριν φτάσει στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, την Βηθσφαγή και την Βηθανία, οι δύο από αυτούς, ο Ματθαίος και ο Μάρκος, αναφέρουν το θαύμα της αποκατάστασης της όρασης που επιτελεί ο Χριστός −σε δύο τυφλούς κατά τον πρώτο και σ’ ένα κατά τον δεύτερο− μία πράξη που την αιτιολογεί με τη θερμή πίστη των τυφλών στη δύναμη του Θεού. 
 Εκεί, στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, σε ένα τόπο κοντά στο όρος των Ελαιών, ο Ιησούς αισθάνεται ότι πρέπει να περιβάλει την είσοδό του στην Αγία πόλη με ένα συμβολισμό, ο οποίος θα συμβάλει στην αποκαλυψή Του ως Μεσσία, άλλης τάξεως βέβαια από εκείνον που ανέμεναν οι Ισραηλίτες. Γνωρίζει ο Ιησούς από την Παλαιά Διαθήκη πως ο βασιλιάς Δαυΐδ είχε δώσει εντολή στον ιερέα Σαδώκ και τον προφήτη Νάθαν να ανέβάσουν τον γιο του Σολομώντα στο μουλάρι του, να τον πάνε στην πηγή Γιχών και εκεί να τον χρίσουν βασιλιά του Ισραήλ. Επίσης γνωρίζει και την προφητεία του Ζαχαρία που αναγγέλλει στην πόλη-σύμβολο για τον Λαό του Θεού τον τρόπο που ο καινούργιος βασιλιάς της θα έρθει «…πραΰς και επιβεβηκώς επί όνον και πώλον υιόν υποζυγίου».
Θα επαναλάβει λοιπόν το τελετουργικό που όρισε ο προπάτοράς Του και συγχρόνως, με την είσοδό του στην Ιερουσαλήμ, θα επαληθεύσει τα προφητικά λόγια βεβαιώνοντας ως άνθρωπος και Θεός τον τρόπο που κατανοεί την αποστολή Του.Τα «ωσαννά τω υιώ Δαυΐδ» (να μας σώσεις, υιέ του Δαυΐδ) που έκραζον οι όχλοι που ακολουθούσαν, ίσως, στη πλειονότητά τους δεν είχαν αποδέκτη τον σαρκωμένο Θεό της αγάπης, αλλά τον βασιλιά των γραφών παραποιημένο σε εθνικό απελευθερωτή από τα δεσμά του Ρωμαϊκού imperium. 
 Η πραότητα (πραΰς) που ανέδιδε η μορφή Του τότε και τώρα και «στους αιώνες των αιώνων», προϋποθέτει πάντοτε για να τη καταλάβουν οι άνθρωποι τη Χάρη του Θεού και φυσικά αυτή η πραότητα είναι παντελώς άσχετη με την οργή, τη μητέρα της βίας. Εκτός αυτού, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι συντρέχει και η τύφλωση του νου για να προκύπτουν συμπεράσματα για το είδος της βασιλείας Του (επίγειας), όταν προ αμνημονεύτων χρόνων είχε παύσει το μουλάρι να αποτελεί υποζύγιο μεταφοράς των ανθρώπων της εξουσίας.
Οι σκέψεις που προηγήθηκαν, απευθύνονται προπάντων στους ανθρώπους της διανόησης του καιρού μας, που η έπαρση δεν τους αφήνει να ασχοληθούν με τις απλοϊκές, όπως τις χαρακτηρίζουν, ιστορίες, που όμως μόνο αυτές χαρίζουν σκοπό και νόημα στην περιπέτεια του ανθρώπου. Όσον αφορά τους απλούς και ταπεινούς ανθρώπους που Τον ακολουθούν ή εκείνους που συζητούν με ενδιαφέρον τον ερχομό Του στην Πόλη, έτοιμοι να ριχτούν στη φωτιά για τα ιερά και τα όσια της φυλής τους, αυτοί είναι μαθημένοι από τους αγώνες των προγόνων τους, εκείνων φυσικά που τα υπερασπίστηκαν με σθένος και ανιδιοτέλεια.Υπήρχαν βέβαια και τότε, όπως και στον καιρό του Ιησού, οι άνθρωποι της εξουσίας, οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, που πρώτη τους προτεραιότητα είναι η διατήρηση της εξουσίας τους. Έτσι και τώρα ταράσσονται οι Φαρισαίοι με τις επευφημίες του όχλου, τις θεωρούν προοίμιο εξέγερσης εναντίον της Ρωμαϊκής εξουσίας, άρα και της νομής που τους έχει παραχωρηθεί. 
Σπεύδουν κατά συνέπεια να πείσουν τον Ιησού να κατευνάσει τα πλήθη διά των μαθητών Του, όμως Αυτός που ατενίζει τα μέλλοντα,ουσιαστικά τούς απαντά ότι μια τέτοια προσπάθεια είναι άσκοπη και μάταιη (Λουκ.19,40-41). Οι άνθρωποι της εξουσίας δεν αρκούνται βέβαια σε ευχολόγια, όταν μάλιστα πρόκειται για το συμφέρον τους. Αλλά για τα σχέδια και τις αρχαίες τακτικές που πολύ σύντομα θα θέσουν σε εφαρμογή, θα μιλήσουμε ύστερα από το επεισόδιο της κάθαρσης του Ναού. 
Εισέρχεται λοιπόν ο Βασιλιάς της ειρήνης στην αγία Πόλη και πηγαίνει κατ’ευθείαν στον Ναό, αυτό το περιλάλητο θρησκευτικό σύμβολο του Ιουδαϊκού έθνους, συνεκτικό δεσμό στην ταραχώδη ιστορία του και συνάμα απόπειρα της ένωσης του υλικού με το πνευματικό (θεωρείτο ο τόπος κατοικίας του Θεού στη γη). Οι τρεις συνοπτικοί Ευαγγελιστές μάς διασώζουν όμοια την αντίδραση του Ιησού στην κατάσταση που βρήκε εκεί. Πρόκειται για την αντίδραση που προκάλεσε ο αυτόματος συνειρμός της ανθρώπινης φύσης Του να συνδέσει την αταξία αυτών που πωλούν −χρηματιστών και ζωεμπόρων− και αγοράζουν στο προαύλιο του Ναού με τις σχετικές διδασκαλίες από την Παλαιά Διαθήκη· αυτές τις διδασκαλίες, αμέσως μετά την επαναφορά της τάξης, θα τις κηρύξει στους προσκυνητές. Το πρώτο μέρος της διδασκαλίας Του αφορά ένα όραμα του Ησαΐα που αποτυπώνεται στην ολιγόλογη φράση: «ο οίκος μου οίκος προσευχής κληθήσεται πάσι τοις έθνεσιν». Όλη την οικουμένη οραματίζεται ο Ησαΐας να κλίνει το γόνυ ενώπιον του αιωνίου Θεού του παντός και αυτή του την προφητεία δεν πρέπει να την εκλάβουμε μόνο ως το εσχατολογικό όραμα που θα επαναλάβει ο Παύλος −«τω υποτάξαντι (Χριστώ) αυτώ τα πάντα, ίνα η ο Θεός τα πάντα εν πάσιν»− αλλά και, όπως λέει ο Γιόζεφ Ράτσινγκερ: «Η φράση του Ησαΐα καταυγάζεται από το φως του Σταυρού, με αφετηρία τον Σταυρό θα αναγνωριστεί ο ένας Θεός. Στον Υιό θα θεωρήσουν τον Πατέρα και έτσι θα αναγνωρίσουν τον ένα Θεό που αποκαλύφτηκε στη βάτο».

Το μεγάλο προαύλιο γύρω από τον Ναό ήταν ένα είδος πρό-ναου των Εκκλησιών μας και κατασκευάστηκε για να παρέχεται η δυνατότητα σε πιστούς άλλων θρησκειών να κατηχούνται και να λατρεύουν τον ένα Θεό. Επομένως οι πράξεις ανταλλαγής που οι έμποροι επιχειρούσαν στο χώρο του με σκοπό το κέρδος καταστρατηγούσαν την πάγια επιδίωξη του Ισραήλ να λατρεύσει η οικουμένη τον μοναδικό Θεό του παντός. Η πράξη κατά συνέπεια της αποβολής εκ μέρους του Ιησού αυτών των ανθρώπων ήταν νόμιμη και Αυτός υποδεικνύει με την πράξη Του ότι συντάσσεται απολύτως με την οικουμενική προοπτική της θρησκείας της Παλαιάς Διαθήκης, χωρίς αυτή Του η απόφαση να σηματοδοτεί την οποιαδήποτε παρέκκλιση από το σκοπό Του στα πλαίσια της σωτηρίας του κόσμου. Απεναντίας, αποτελεί το προοίμιο αυτού που θα επακολουθήσει, ήγουν της Σταύρωσης και της Ανάστασης, γεγονότα που θα προσφέρουν άπειρη δύναμη στην ιδέα του ενός Θεού πάνω από την Οικουμένη. Και θα πρέπει να πούμε ακόμη ότι συνάμα η πράξη Του, τυπικά υποστηρικτική στο καθεστώς λειτουργίας του Ναού, αποτελεί την απαρχή του τέλους του περιορισμού του στα ασφυκτικά όρια του εθνικού κράτους, όπως το προαναγγέλλει στο διάλογο με τη Σαμαρείτιδα, όταν τής απαντά πως «έρχεται η ώρα, και νυν έστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω πατρί εν πνεύματι και αληθεία» (Ιωάν.4,23). Η διδασκαλία του Ιησού μέσα στον Ναό μετά το επεισόδιο της κάθαρσης συμπληρώνεται από την αναφορά του στο κεφάλαιο 7 του Ιερεμία: «υμείς δε πεποιήκατε αυτόν (τον Ναό) σπήλαιον ληστών», ολοκληρώνει ο Ιησούς τη φράση του με τη φράση του Ησαϊα, όπως μάς την παραδίδουν ολοκληρωμένη οι Ευαγγελιστές. Στη συνάφεια του κεφ.7 των προφητειών του ο Ιερεμίας απευθύνεται στους Ισραηλίτες και τους μεταφέρει τον λόγο Κυρίου: «να μην έχουν εμπιστοσύνη σ’ αυτούς που τους λένε ότι ο Ναός Κυρίου βρίσκεται στη χώρα μας, άρα ο Θεός είναι μαζί μας»! (7,4), γιατί αν δεν τηρείτε τις εντολές μου (από 7,5-7,10) και κάνετε τον ναό μου σπήλαιο ληστών (7,11), τότε εγώ θα σας τιμωρήσω με τον τρόπο που τιμώρησα τους διαμένοντες στην περιοχή Σιλώ και φυσικά δεν θα προστατέψω ένα Ναό που έχει μετατραπεί σε άντρο κερδοσκοπίας. Αυτό που προειδοποιεί ο Ιερεμίας τους Ισραηλίτες είναι ότι οι δικές τους άνομες πράξεις θα τους οδηγήσουν σε καταστροφικές συνέπειες για τους ίδιους και φυσικά για τον Ναό τους και όχι όπως συνήθως το εκλαμβάνουν οι τιμωρητικές διαθέσεις του Θεού τους. Και αυτό συμβαίνει, γιατί η ελευθερία με την οποία προίκισε ο Θεός τον άνθρωπο, του επιτρέπει να γνωρίζει να βούλεται και να πράττει. Ο Ιερεμίας διαπιστώνει πως η λατρεία του Θεού στην κοινωνία που ζη, γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους εμπόρους κάθε είδους, αλλά εκείνο που τον εξοργίζει και παρομοιάζει τον Ναό του Κυρίου με «σπήλαιο ληστών» είναι, όπως φαίνεται, η εκμετάλλευση της λατρείας από το Ιερατείο του Ναού. Και είναι πολύ πιθανό αυτό το Ιερατείο να υπονοεί, όταν αναφέρεται σ’ αυτούς που προβάλλουν τον Ναό στα Ιεροσόλυμα ως εγχέγγυο της δήθεν μεροληπτικής στάσης του Θεού απεναντί τους. Τη σύνδεση του εμπορίου με τη λατρεία τη διαπιστώνει και ο Ιησούς στο προαύλιο του Ναού, αλλά όπως προκύπτει από την απόκριση σε κάποιους Ιουδαίους, οι οποίοι προφανώς ανήκουν στο προσωπικό του Ναού, στο Ιερατείο, σ’ αυτό κυρίως απευθύνεται, όταν τούς καλεί να λύσουν «τον Ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν» (Ιωάν. 2,19). Προβλέπει ο Ιησούς με αυτά τα λόγια, είναι αλήθεια με αινιγματικό τρόπο, ότι αυτό το Ιερατείο θα Τον σταυρώσει και το αναστημένο σώμα Του θα αποτελέσει την Κεφαλή της Εκκλησίας, που στο εξής θα αγωνίζεται να φέρει μεταξύ των ανθρώπων τη συνδιαλλαγή, τη συνεννόηση, την καταλλαγή και την ειρήνη. Και θα είναι αυτοί οι υπεύθυνοι, που ο Ναός τους, η θρησκεία τους, θα παραμείνουν ουσιαστικά στο περιθώριο, απομονωμένα στις εθνικές τους ιδιαιτερότητες, εγκαταλείποντας το οικουμενικό τους όραμα. Ο Ιησούς βρήκε μπροστά Του, στον προαύλιο χώρο του Ναού, ένα ετερόκλητο πλήθος μικρεμπόρων, που την όποια ευλάβειά τους απέναντι στο ιερό είχαν αλλοτριώσει με τις πράξεις τους οι λειτουργοί του, και εξανέστη για την χρήση που έκαναν του οίκου του Πατρός Του (Ιωάν. 2,17). Αυτή τη φορά θα διδάξει τους ανθρώπους έμπρακτα τις υποχρεώσεις τους στον Θεό και θα σπεύσει, αμέσως μετά, αυτή τη διδασκαλία να την επικυρώσει με τους λόγους των προφητών, που μετέφεραν τις εντολές του Πατέρα Του. Και όχι μόνο αυτές, γιατί τις εντολές τις ανακεφαλαίωσε σε μία και μοναδική, την εντολή της αγάπης∙ ταυτόχρονα με τη διδασκαλία της, πρόσφερε στους ανθρώπους ένυλη την ουσία της: «Και προσήλθαν αυτώ χωλοί και τυφλοί εν τω ιερώ και εθεράπευσεν αυτούς» (Ματ. 21,14). Τον ενθουσιασμό που, όπως φαίνεται, προκάλεσε με τη διδασκαλία Του ο Ιησούς στα νεαρά μέλη του ακροατηρίου Του, τον εκδήλωσαν με την καθιερωμένη φράση για τον «Ισραηλίτη λαό» που αναμένει τον ελευθερωτή του: «ωσαννά τω υιώ Δαυΐδ». Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με το ιερατείο που ήταν φυσικό να παρακολουθεί τα καθέκαστα.·Αυτό αντίθετα επετίμησε τον Ιησού, γιατί το κατέλαβε ο φόβος της πιθανής εξέγερσης εναντίον των προνομίων του.

Ο Ιησούς αυτή τη φορά, χωρίς να τους φοβηθεί, τους απάντησε με στίχους από το ψαλτήρι ,όπου ο προφητάναξ Δαυΐδ απευθύνεται στον Θεό και υπόσχεται να «καταρτήσει αίνον εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων», για να καταλύσει και να εκδικηθεί τους εχθρούς του. Ο φόβος και η ανησυχία από τον πολύ πιθανό, κατά τη γνώμη τους, ξεσηκωμό έπρεπε επειγόντως, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, να μεταποιηθεί σε σχέδιο εξόντωσης του Ιησού. Η παρουσία της μορφής Εκείνου, άλλωστε, ανέδιδε την «ουκ εκ του κόσμου τούτου» ουράνια ειρήνη που υποσχόταν η διδασκαλία Του, το απολύτως έτερον, που όταν δεν τους γίνεται κατανοητό, οι άνθρωποι το περιγελούν και το μισούν ταυτοχρόνως. Ο τρόπος, η καρδιά του σχεδίου που θα καταρτήσουν, είναι από πολύ παλιά γνωστός: πρόκειται για την «αρχαία οδό των ασεβών», που είχε δοκιμασθεί στο παρελθόν με εξαιρετικά αποτελέσματα: Θα έπρεπε να πεισθεί ο όχλος, ένα μέρος του οποίου πριν λίγο εναπέθετε τις ελπίδες του στον Ιησού για την ελευθερία του έθνους του, ότι Αυτός συνωμοτούσε να αλλάξει τα ιερά και τα όσια της φυλής Του. Θα ήταν έτσι πάνδημη η απόφαση για τη θανατική καταδίκη Του, σημαντικό επιχείρημα για την επικύρωση εκ μέρους του Ρωμαίου επιτρόπου και συγχρόνως μια εξαιρετική ευκαιρία να ανασταλούν οι απαιτήσεις και τα παράπονα του όχλου τα οποία, όπως ήταν φυσικό, εστρέφοντο και εναντίον της δικής τους διαχείρισης της εξουσίας. Η ομοθυμία του όχλου εναντίον του θύματος, μας διδάσκει η υπόθεση του θυματικού μηχανισμού, είναι ο καλύτερος τρόπος να επιτύχεις την θαυμαστή, πλην όμως πρόσκαιρη, ειρήνη!

Έχομε ήδη αναφερθεί στο λόγιο που μας παραδίδουν οι Ευαγγελιστές (Ματθαίος, Μάρκος και Ιωάννης), στο οποίο ο Ιησούς προβλέπει την δημιουργία της Εκκλησίας μετά την Σταύρωση (από τους Ιουδαίους και τη σύμφωνη γνώμη του Ρωμαίου επιτρόπου) και την ένδοξή Του Ανάσταση. Ο ψευδομάρτυρας που θα χρησιμοποιήσουν απλώς θα τροποποιήσει τη φράση του Ιησού και θα Τον εμφανίσει να είναι Αυτός που θα καταλύσει τον Ναό∙ (το έγκλημα της θανάτωσης του θύματος έχει προσχεδιασθεί με ακρίβεια, σύμφωνα με το πρότυπο της τέλεσης του αρχέγονου φόνου αλλά, αλλοίμονο για τους εμπνευστές του, αυτή τη φορά θα αποκαλυφθεί από το αναμάρτητο Θύμα η συνήθης πλεκτάνη του θυματικού μηχανισμού). Η συνέχεια του κοσμικού δράματος μας είναι γνωστή: Ο Ιησούς Χριστός θα σταυρωθεί για να γνωρίσει στους ανθρώπους τον Πατέρα, τον προσωπικό Θεό της αγάπης, και να τους προτρέψει να μιμηθούν Εκείνον, που σημαίνει να εγκαταστήσουν στις κοινωνίες τους το δεσμό της αγάπης, αμετακίνητη αρχή τους, απορρίπτοντες διαρρήδην την κακοποιό και θανατερή βία.

 
Κώστας Ν.Μπαραμπούτης
πηγή: Αντίφωνο

Σάββατο 4 Ιουλίου 2020

Αγιοποιήθηκε ο μακαριστός Μητροπολίτης Εδέσσης Καλλίνικος

Στην αγιοκατάταξη του μακαριστού Μητροπολίτου Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κυρού Καλλινίκου (1919-1984) προχώρησε στις 23 Ιουνίου του 2020 η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. 
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας οι καμπάνες των ενοριών της Ι. Μητροπόλεως Εδέσσης ήχησαν χαρμόσυνα, ενώ ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Εδέσσης κ. Ιωήλ, κληρικοί και πιστοί της Ι. Μητροπόλεως έψαλλαν ενώπιον του τάφου του νέου αγίου της Εκκλησίας το Απολυτίκιον, το Κοντάκιον και το Μεγαλυνάριόν του.

Ο εν αγίοις Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας Καλλίνικος (κατά κόσμον Δημήτριος) Πούλος γεννήθηκε στο χωριό Σιταράλωνα Αγρινίου στις 26 Ιανουαρίου 1919 από ευσεβείς γονείς. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Θερμού με άριστες επιδόσεις και εισήχθη στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αρίστευσε στις πτυχιακές εξετάσεις με προοπτικές πανεπιστημιακής προώθησης (1942). Προκειμένου να προσφέρει στην τοπική Εκκλησία εργάσθηκε ως Γραμματέας της Ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας πλησίον του μακαριστού Μητροπολίτου Ιεροθέου μέχρι το 1946 κηρύττοντας παράλληλα στον λαό του Μεσολογγίου.

Το 1946 και σε ηλικία 27 ετών κατετάγη στις Δυνάμεις Καταδρομών (ΛΟΚ) και υπηρέτησε με πατριωτισμό και παροιμιώδη θρησκευτικό ζήλο μέχρι τον Απρίλιο του 1949. Επιστρέφοντας στην Ιερά Μητρόπολη Αιτωλίας ανέλαβε και πάλι τα καθήκοντα του Γραμματέως και λαϊκού ιεροκήρυκος σε όλη την επαρχία.

Εκάρη μοναχός στις 23 Νοεμβρίου 1957 στην Ιερά Μονή Μυρτιάς με το όνομα Καλλίνικος και την επομένη χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ι. Μ. Ναό Αγ. Σπυρίδωνος Μεσολογγίου από τον κατά σάρκα αδελφό του Μητροπολίτη Διδυμοτείχου Κωνσταντίνο. Την 1η Δεκεμβρίου του ιδίου έτους χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και προχειρίσθηκε Αρχιμανδρίτης. Μετά από 25ετή διακονία στην Ι. Μητρόπολη Αιτωλίας εξελέγη Μητροπολίτης Εδέσσης και Πέλλης στις 24 Ιουνίου 1967 και την επομένη χειροτονήθηκε στον Ι.Ν. Αγ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου Αθηνών. 
Αγωνίσθηκε για τον καταρτισμό των κληρικών της Ι. Μητροπόλεώς του διοργανώνοντας συνέδρια και ιερατικές συνάξεις. 
Περιόδευσε ακούραστα την Αρχιερατική του περιφέρεια και φρόντισε ιδιαίτερα για τις χειροτονίες νέων κληρικών, το κήρυγμα και την ιερά εξομολόγηση. Ανέδειξε επίσης τις τοπικές αγίες, Νεομάρτυρα Χρυσή και μάρτυρα Βάσσα την Εδεσσαία. Ίδρυσε Οικοτροφείο για την σπουδάζουσα νεολαία και Γηροκομείο για τους ηλικιωμένους. Προέβαλε τον μοναχισμό και ανασύστησε την Ι. Μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ Αριδαίας. 
Παρά την αρετή και την ακεραιότητά του δέχθηκε άδικες και συκοφαντικές επιθέσεις προερχόμενες κυρίως από εχθρούς της Εκκλησίας και του Έθνους. Τις αντιμετώπισε με υποδειγματική πραότητα και αγάπη. Εκοιμήθη στις 8 Αυγούστου 1984, όπου εορτάζεται και η μνήμη του, μετά από επτάμηνη ασθένεια. 
Στην εξόδιο ακολουθία του παρέστησαν 29 Αρχιερείς, πολυάριθμοι κληρικοί και μεγάλο πλήθος λαού. Ετάφη στο δημόσιο Κοιμητήριο της Έδεσσας μετά από δική του επιθυμία, επειδή θέλησε να βρίσκεται κοντά στον λαό που υπηρέτησε και αγάπησε.
Υπήρξε πανθομολογουμένως ένας ασκητής Επίσκοπος, με ιεραποστολικό ζήλος, πλήρως αφιερωμένος στον Θεό και την Εκκλησία. 
Ο λόγος του ήταν βαθιά θεολογικός και αναγεννητικός. Πληροφόρησε την ποιμαντορία του με υποδειγματική ευλάβεια και φόβο Θεού θυσιάζοντας τον εαυτό του για το ποίμνιο. 
Αντιμετώπισε την ανίατη ασθένειά του αφήνοντας τον εαυτό του στα χέρια του Θεού και αξιώθηκε οσιακού τέλους λέγοντας λίγο πριν την εκδημία του: 
«Είμαι αμαρτωλός επίσκοπος, αλλά αγαπώ τον Θεό και την Εκκλησία». 
Στην διαθήκη του έγραψε: 
«Ακίνητον περιουσίαν δεν έχω. Χρήματα δεν έχω. Αν ευρεθούν ολίγα χιλιόδραχμα να κατατεθούν εις το Γενικόν Φιλόπτωχον Ταμείον της Ιεράς Μητροπόλεως… Το έλεος του Κυρίου να με συνοδεύει κατά την εκ του ματαίου τούτου κόσμου εκδημίαν μου».
Η παρουσία του παραμένει ζωντανή μετά τον θάνατό του, ενώ πολλοί Αρχιερείς, κληρικοί και λαϊκοί μαρτυρούν γραπτά και προφορικά για την αγιότητά του. 
Η εκδίωξη δαιμονίων δια της προσευχής του και οι θαυματουργικές επεμβάσεις του σε αρρώστους μετά την κοίμησή του φανερώνουν ότι δοξάσθηκε από τον Θεό.

Πνευματικά αναστήματά του είναι ο Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος και ο νυν ποιμενάρχης της Ι. Μητροπόλεως Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κ. Ιωήλ.

Η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος σε επιστολή του προς τον Μητροπολίτη Εδέσσης κ. Ιωήλ (3.8.2004) μνημόνευσε την οσιακή του κοίμηση και αναφέρθηκε στον ίδιο ως εξής: 
«Ο ταπεινός και πράος, ο ευέντευκτος και γλυκύς, ο φιλόστοργος και εν την φυλακή του πιστευθέντος αυτού ποιμνίου άγρυπνος και περίφροντις, ο πιστός οικονόμος της ποικίλης χάριτος του Θεού… ο γρηγορών φύλαξ της ιεράς παρακαταθήκης και των εκκλησιαστικών θεσμίων της Εκκλησίας Εδέσσης Καλλίνικος… υπήρξεν όντως "Κόσμημα της Εκκλησίας"».