Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

Ας γίνει η ζωή μας ένα μεγάλο like

«Όταν φορτώνεται ο σκληρός δίσκος καταρρέει η ψυχή, γιατί τα… likes είναι υποκατάστατα της αποδοχής που δεν παίρνουμε.
Γεμίσαμε το μυαλό μας και αδειάσαμε την ψυχή μας.»
Από το μακρινό παρελθόν μέχρι σήμερα οι παλαιότεροι, κατά κανόνα, κοπιάζουν με αγωνία να παιδαγωγήσουν τους νεότερους. 

Ωστόσο, ακόμη και οι χριστιανοί γονείς και παιδαγωγοί στις μέρες μας παρασύρονται από τις κοινωνικές συνήθειες και ενώ γνωρίζουν μεγάλες αλήθειες, μοιάζει να τις ξεχνούν και απομακρύνονται κουρασμένα από την αγωγή μέσω των εντολών. 
Έτσι λησμονούν να δείξουν την αγάπη που έχει για την ανθρωπότητα ο Χριστός και κάπως έτσι χάνουμε την γοητεία της πνευματικής ζωής. 
Για το πόσο ελκυστική μπορούμε να προβάλλουμε στους νέους την πνευματική ζωή χωρίς να πέσουμε στην παγίδα της κηρυγματικής διδασκαλίας που δεν πείθει πια κανέναν, συνομιλήσαμε με τον πατέρα Διονύσιο Ταμπάκη. 

Ο π. Διονύσιος, ιερέας στον ιερό ναό Γενεσίου της Θεοτόκου στο παλαιό Ναύπλιο, και συγγραφέας, χαμογελαστός και απλός φανερώνει την έγνοια του ποιμένα:

«Θα σας μιλήσω με μια ιστορία πραγματική. Πριν λίγο καιρό με μια παρέα νέων κινήσαμε για ένα προσκύνημα στον Άθωνα. Βηματίζαμε σ’ ένα μονοπάτι, όπου συναντήσαμε ένα νέο παιδί. Έβγαζε με το κίνητό του φωτογραφίες με ζήλο αδιάκοπο. Καταγόταν από την Αυστραλία και είχε κάνει αυτό το υπερπόντιο ταξίδι για να προσκυνήσει τον θρόνο της Παναγίας.

Σιγά-σιγά πιάσαμε κουβέντα. Με ρωτά με πνευματική αγωνία:

“-Father, να μαθαίνουμε τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας;

-Εξαρτάται. Υπάρχουν πράγματα που τα μαθαίνεις και σε οικοδομούν και άλλα που τα μαθαίνεις και σε βλάπτουν. Τα παλιά χρόνια άκουγες κάτι και έπαιρνες κάτι. Τώρα ακούς κάτι και χάνεις κάτι. Πιστεύω πως δεν υπήρχε ποτέ εποχή στην ιστορία του ανθρώπου, που οι γνώσεις και οι πληροφορίες να ήταν τόσες πολλές ενώ παράλληλα να υπάρχει τόση πνευματική ανεπάρκεια. Γεμίσαμε το μυαλό μας και αδειάσαμε την ψυχή μας.

O ανθρώπινος νους λειτουργεί σαν την μνήμη του υπολογιστή. Όταν βαρυφορτώνεται με σκέψεις, πληροφορίες, μνήμες, μέριμνες, εικόνες, άγχη, λογισμούς, ερεθίσματα, τότε γεμίζει ο “σκληρός δίσκος”, κουράζεται και καταρρέει η ψυχή. Είμαστε σήμερα αρκετά μορφωμένοι και νοούντες, αλλά όχι μετα-νοούντες.
Τα πολλά νέα μάς παλιώνουν και μας φθείρουν, οι πολλές μνήμες μάς σκάβουν το μνήμα, οι πολλές πληροφορίες μάς αποτελειώνουν, όπως κατέστησαν στήλη άλατος την γυναίκα του Λωτ, η οποία ζητούσε και άλλες πληροφορίες και γνώσεις από τα news channel των Σοδόμων. 
Έχουμε εθιστεί στην αδιάκοπη ροή των εντυπωσιακών πληροφοριών καθισμένοι μπροστά σε μία οθόνη νοιώθοντας έτσι πως παρακολουθούμε την ζωή ενώ πραγματικά φεύγει ολοένα η ζωή από μέσα μας γενόμενοι ξέψυχοι σαν την σύζυγο του Λωτ.»

Να είμαστε γνήσιοι
Αναρωτήθηκαμε αν η μικρή προσκυνηματική συντροφιά των νέων με τον π. Διονύσιο συμφώνησε με τα λεγόμενά του και του θέσαμε το ερώτημα αν είναι δυνατόν να υποψιάσουμε τους νεαρούς χρήστες πως η ιστορία με τα “likes” καταρρακώνει την πνευματική υγεία και γεμίζει μελαγχολία τους ανθρώπους:

«Έχεις δίκιο, έβγαζαν φωτογραφίες το Όρος και αγωνιούσαν αν θα έχουν “likes”. Τους είπα “Βρε άστε τα λάϊκ και τα βλάϊκ και κοιτάξτε ευλογημένα να ’χετε την ειρήνη μέσα σας”. 
Όλη μας την ημέρα την περνούμε με ετούτη την αγωνία. Μας κάνουν likes και χαιρόμαστε, δεν μας κάμουν και στεναχωριόμαστε. Τόσο φτηνή είναι η χαρά που μας χάρισε ο Χριστός;»

Η αλήθεια είναι ότι όλοι έχουμε ανάγκη την επιβεβαίωση και την αποδοχή. Ωστόσο, πώς αυτά ισορροπούν με την γνησιότητά μας ως χριστιανοί; 

Ο πατήρ Διονύσιος είναι ξεκάθαρος:
«Ας είμαστε εμείς αληθινοί, γνήσιοι και εντάξει με την συνείδησή μας και τότε περιττεύουν οι γνώμες των άλλων. Τώρα έδωσες υλικό για σοβαρή συζήτηση.
Ναι πράγματι, τι να πεις έτσι όπως έχουμε καταντήσει να απορρίπτει σήμερα ο ένας τον άλλο; Σήμερα δεν λαμβάνει ο άνθρωπος πλέον αποδοχή και εκτίμηση από κανέναν. Γι’ αυτό το ρίχνουμε στα υποκατάστατα, τουτέστιν στα likes και αισθανόμαστε έτσι μία μικρή αγάπη από τους ανθρώπους. Όμως αγαπώ αληθινά σημαίνει αποδέχομαι.

Σε δέχομαι και σε κατα-δέχομαι ανεπιφύλακτα στην καρδιά μου με και με όλα τα λάθη σου, όπως ο Πατέρας όταν αγκάλιασε τον άσωτο υιό.
Χαρά με… τόκο
Ας γίνει, λοιπόν, η ζωή μας ένα μεγάλο like που θα αγκαλιάζει με αποδοχή και εκτίμηση τους αδελφούς μας. Να κάνεις τον κάθε ένα που συναναστρέφεσαι να νοιώθει ξεχωριστός και πολύτιμος μέσα στην ευγενική σου και άδολη αγάπη και τότε ακριβώς λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι και εφόσον προσφέρεις χαρά θα σου επιστραφεί αυτή πίσω με τόκο.»

Οι μάσκες, τα προσωπεία, ο χρόνος που σπαταλάμε και η έννοια της συντέλειας
Ο τρόπος που λειτουργεί η επικοινωνία στο διαδίκτυο ωθεί τον άνθρωπο σε κατώτερα ένστικτα. Οι νέοι μας με την απειρία τους, αλλά και οι μεγαλύτεροι με την παγίωση των ετών στην κακή συνήθεια γινόμαστε άνθρωποι του προσωπείου. 

Ο πατήρ Διονύσιος θα συμφωνήσει:
«Όμως ας προσέξουμε, διότι όταν φοράς για πολύ μία μάσκα μετά ξεχνάς ποιος είσαι.
Θα σας μιλήσω για τον πνευματικό άνθρωπο. Αυτός κατέχει μέσα του τη ζωντάνια του Αγίου Πνεύματος και όπου σταθεί σκορπά γύρω του χαρά, κάμνοντας τους διπλανούς του να αναπνέουν καλύτερα, ενώ ο υλικός είναι πνιγηρὸς καὶ κουραστικὸς, η καρδιὰ του πόρρω απέχει απὸ τὸν Χριστό (βλ. Μάρκ. ζ΄, 6).»

Δεν θα γινόταν παρά να σκεφτούμε τον χαμένο χρόνο που δεν επιστρέφει, αυτόν που σπαταλιέται ανεπανόρθωτα μπροστά στην οθόνη ενός υπολογιστή, πίσω από την προσωπική ιστορία του καθενός μας και την αλλοιώνει. 

Ρωτάμε τον π. Διονύσιο και μας δηλώνει με σαφήνεια:

«Ο χρ-όνος είναι όνος που πρέπει να τον χρησιμοποιούμε και όχι να μας χρησιμοποιεί. Όπως λέγει ο Χριστός μας στο Ευαγγέλιο: “Το Σάββατο για τον άνθρωπο εγένετο ουκ ο άνθρωπος για το Σάββατο.” Και ο χρόνος λοιπόν για τον άνθρωπο έγινε και όχι ο άνθρωπος για τον χρόνο. Σήμερα όμως ενώ οι άνθρωποι νομίζουν πως τον διαχειρίζονται δημιουργικά, στην πραγματικότητα τον αχρηστεύουν, αφού οι πράξεις τους δεν παράγουν αιωνιότητα αλλά καρπούς πρόσκαιρους. 

Έτσι παίρνει αξία ο χρόνος όταν υπηρετεί την αιωνιότητα. Να επιθυμούμε να ζούμε πολλά χρόνια, όχι για καλοπέραση και ευημερία μόνο, αλλά για να μας δώκει ο Κύριός μας χρόνο για να μετανοήσουμε περισσότερο με βαθιά μετάνοια. Τότε έχει αξία ο χρόνος όταν με την μετάνοια, μας προετοιμάζει για την αιωνιότητα και αθανασία. Διότι και εκατό ετών να φτάσεις, όταν είσαι μέσα στην αμαρτία τότε κατάφερες μόνο μία τρύπα στο νερό. Γι’ αυτό και όταν ρωτάς τον ευλογημένο παπα-Κύριλλο: “πόσα χρόνια έχεις πάτερ καλόγερος;” σου απαντά: “Σαράντα, μα αρετή καμία”.»

Τελειότητα
Η έγνοια για τον χρόνο που απομένει στον καθένα μας δεν περιορίζεται στον εαυτό μας, συχνά σκεφτόμαστε και το τέλος του χρόνου του κόσμου όπως έχει ειπωθεί στις γραφές. Όμως ευτελίζεται ο χριστιανός με την τρομολαγνεία μιας συντέλειας χολυγουντιανού τύπου. Ζητάμε την γνώμη του πατρός Διονυσίου και μας την λέει:

«Όταν λέμε συν-τέλεια δεν την εννοούμε μόνον με την έννοια την χρονική, το τέλος του χρόνου, αλλά με την έννοια την ποιοτική δηλαδή την τελειότητα και την πληρότητα της αγιοσύνης. Όταν το καλό γίνει πιο καλό και τελειοποιηθεί και έρθει το τέλειον όπως τότε που είπε ο Ιησούς Χριστός μας πάνω στον Σταυρό το “τετέλεσται”, δηλαδή πως εκπληρώθηκε πλέον η θεία οικονομία στο τέλειο, τότε θα γίνει και η συντέλεια που θα δώσει τελεία και παύλα στο κακό και θα τελειοποιηθεί το καλό.

Έτσι και εκείνες τις εποχές και ημέρες ενώ το κακό θα αυξάνεται, παράλληλα όμως θα συν-αυξάνεται και το καλό και η αρετή όλο και θα τελειοποιείται. Και όταν η Εκκλησία λαμπρυνθεί και στολιστεί ακόμη περισσότερο και με άλλους Αγίους και φθάσει ακόμη περισσότερο στην ατέλεστη τελειότητα τότε θα γίνει η συν-τέλεια. 

Γι’ αυτό και ονομάζεται ένδοξη παρουσία διότι θα έχει δόξα πολλή. 
Και πότε ένας έχει δόξα; Όταν είναι νικητής. 
Και πότε αποδείχνεται κάποιος νικητής; 
Όταν έχει και με κάτι να καυχηθεί. 
Μα σε τι να καυχηθεί σήμερα ο Χριστός μας; 
Ας μετανοήσουμε και τότε όλα τα σύμπαντα θ’ αλλάξουν μεμιάς και θα έρθει η ομορφιά, η ζωή και πάει το κακό, η λύπη και ο θάνατος, θα φύγει η φθορά, θα αναστηθούν ένδοξοι οι αποθαμένοι και θα ζούμε πλέον σαν πριγκηπόπουλα αιώνια στο παραδεισένιο παλάτι του Θεού… Μετανοούμε όμως; Γι’ αυτό σας λέω πως δεν είναι πρέπον να ορίζουμε την συντέλεια αλλά μπορούμε με την μεταμέλειά μας να την καθορίσουμε. Στο χέρι μας είναι!».

Ευχαριστήσαμε τον π. Διονύσιο για όσα μας είπε για τους αναγνώστες της “Ορθόδοξης Αλήθειας”. Ελπίζουμε στη Δευτέρα Παρουσία Του, τον Χριστό να τον αναγνωρίσουμε όλοι, όπως πραγματικά είναι: Θεός Αγάπης. Όπως Τον αναγνώρισε όταν ήταν άγνωστος στη γη, ο άγιος Συμεών και πλήθος αγίων όταν τον συνάντησαν και τον συναντούν πάντα.

π. Διονύσιος Ταμπάκης

Σοφία Χατζή

newsnowgr

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

«Λάβετε, φάγετε…» «Πίετε εξ αυτού πάντες…»

Ο Κύριος είπε ότι «κανείς δεν έχει μεγαλύτερη αγάπη από κείνον που θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των φίλων του»(Ιω.15,13)

Κι εμείς είμαστε οι φίλοι του (Ιων.15, 14-5), οι αγαπημένοι του, που «δεν αντέχει να ζει χωρίς εμάς» (Ευδοκίμωφ).

Ευρισκόμενοι μέσα στην τραγικότητα του θανάτου κάθε μορφής, έρχεται Εκείνος μέχρις εμάς, θυσιάζοντας τον εαυτό του και μας ανεβάζει στη ζωή.
«Ελάτε, πάρτε, φάτε, πιέτε, » το Σώμα και το Αίμα μου, εμένα τον ίδιο. Σας καλώ, το θέλω, γι’ αυτό υπάρχω. Για σας φίλοι μου, για σας αγαπημένοι μου.»
Δεν πρόκειται για οίκτο, ούτε για ελεημοσύνη. Είναι έκφραση πάθους μεγάλης αγάπης, άνευ ορίων και υπολογισμών.

Αν νιώθαμε τούτη την αγάπη! Αν συλλαμβάναμε τη θεϊκή συγκατάβαση!

Θαρρώ πως το παράπονο του Κυρίου είναι η αδιαφορία που δείχνουμε σ’ αυτή την αγάπη, σ’ αυτό το μεγαλειώδες Του δόσιμο.
Κι όμως ο ίδιος εξακολουθεί να προσφέρεται, να προσμένει, να πορεύεται προς εμάς.
Αναμένοντας την ώρα της ανάνηψής μας.

Από το βιβλίο ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου Αγίας Τριάδος – Μετόχι Ι. Μονής Μαχαιρά. Τηλ. 00357-99607871

isagiastriados

H Αγία Αναφορά

Είναι το ουσιαστικότερο τμήμα της θεία Λειτουργίας. Όλα όσα προηγήθηκαν δεν είναι παρά στάδια προετοιμασίας για την Αναφορά. 
Λέγεται έτσι γιατί η θυσία αναφέρεται προς τον Θεό. Τα τίμια δώρα δεν προσκομίζονται μόνο στο επίγειο θυσιαστήριο για καθαγιασμό, αλλά αναφέρονται, ανυψώνονται στο ουράνιο θυσιαστήριο. 
Εκεί όπου παραστέκουν «χιλιάδες αρχαγγέλων και μυριάδες αγγέλων»
Η Αγία Αναφορά κανονικά αρχίζει από τη φράση «Άξιον και δίκαιον…» μέχρι την εκφώνηση «και έσται τα ελέη…». 


Στο τμήμα αυτό της θείας Λειτουργίας μπορούμε να διακρίνουμε τα εξής μέρη: 
1) την ευχαριστήρια ευχή με τον επινίκιο ύμνο «Άγιος, άγιος, άγιος…». 
2) την ανάμνηση της «θείας οικονομίας» και του μυστικού δείπνου με τα λόγια της σύστασης του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας 
3) την επίκληση του αγίου Πνεύματος και τον καθαγιασμό των δώρων 
4) τα δίπτυχα, δηλαδή το μνημόσυνο και τη δέηση για όλους, ζώντες και νεκρούς· για τη στρατευομένη και θριαμβεύουσα Εκκλησία….

Το «Στώμεν καλώς…» για τον Καβάσιλα σημαίνει σταθερότητα στην πίστη και την ομολογία που κάναμε προηγουμένως με το «σύμβολο της πίστεως». 
Γιατί πολλοί είναι αυτοί που αμφισβητούν τη γνησιότητα της πίστης. Για άλλους ερμηνευτές το «Στώμεν καλώς…» έχει σχέση με όσα θα συμβούν παρακάτω. 
Χαρακτηριστικά ο Θεόδωρος Ανδίδων λέει πώς πρέπει να στεκόμαστε την ώρα αυτή, «νηφότως και ευσταθώς», ξάγρυπνοι και σταθεροί, επειδή βλέπουμε το Θεάνθρωπο να πάσχει για μας. 
Ο ψυχικός μας κόσμος να είναι σε τέτοια κατάσταση, ώστε να μπορούμε να προσφέρουμε τη θυσία με ειρήνη. Συμφιλιωμένοι δηλαδή με το Θεό, τον εαυτό μας και τους άλλους. Έτσι θα αξιωθούμε να δούμε την ανάστασή του και να γεμίσουμε από τη χαρά που πηγάζει από αυτήν. 
Και ο λαός απαντά «Έλεον ειρήνης…» που κατά τον Καβάσιλα σημαίνει ότι «προσφέρουμε, όχι μόνο με ειρήνη, αλλά και την ίδια την ειρήνη αντί άλλου δώρου και άλλης θυσίας». 
Ο έλεος, δηλαδή η αγάπη, είναι καρπός της πραγματικής ειρήνης.

Ο διάλογος που ακολουθεί μεταξύ ιερέα και λαού είναι πολύ παλιά λειτουργική συνήθεια, με ορισμένες βέβαια παραλλαγές στις διάφορες λειτουργίες. Είναι ζωντανός, εκφραστικός και με πλούσιο περιεχόμενο. Καταξιώνει για ακόμη μία φορά το ρόλο και τη θέση του λαού στη θεία λειτουργία. Αρχίζει με την αποστολική ευλογία «Η χάρις του Κυρίου ημων Ιησού Χριστού…».

Η ευλογία αυτή, πάλι κατά τον Καβάσιλα, προξενεί σε μας «τα από της αγίας Τριάδος αγαθά»· από τον μεν Υιό χάρη, από τον Πατέρα αγάπη και το άγιο Πνεύμα κοινωνία. Αφού ο λαός ευχηθεί το ίδιο και για τον ιερέα, ακούει από τα χείλη του την προτροπή «Άνω σχώμεν τας καρδίας»

Είναι η στιγμή τέτοια που απαιτεί να υψώσουμε την καρδιά μας κι όλο μας το είναι προς τα πάνω, προς το Θεό. Και ο διάλογος τελειώνει με την προτροπή «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω». 
Η ευχαριστία είναι το φυσικό επακόλουθο αυτής της κατανυκτικής ατμόσφαιρας και της επιβεβαίωσης πως η καρδιά μας ελεύθερη από τα γήινα είναι εκεί όπου «ο Χριστός είναι στα δεξιά του Θεού καθισμένος». Κι αφού όλοι συμφωνήσουν πως αυτό είναι «άξιο και δίκαιο», ο ιερέας προσφέρει την ευχαριστία στο Θεό.

Η ευχή της αγίας αναφοράς αρχίζει με ευχαριστία προς τον Θεό Πατέρα για όλα τα αγαθά φανερά και αφανή που μας έδωσε, γιατί μας δημιούργησε από το μηδέν και μας ανέστησε πάλι μετά την πτώση μας, χαρίζοντάς μας την μέλλουσα βασιλεία. Ακόμη γιατί μας αξιώνει να τελούμε την λειτουργία, μολονότι παραστέκουν δίπλα του χιλιάδες και μυριάδες άγγελοι. Η ευχαριστιακή αναφορά συνεχίζεται με την εκφώνηση του ιερέα που μας καλεί να ψάλλουμε τον επινίκιο ύμνο «Άγιος, άγιος, άγιος…».
Ο ύμνος αυτός έχει βιβλικές καταβολές. Πρόκειται για το δοξολογικό ύμνο των αγγέλων όπως τον περιγράφει ο Ησαΐας και τον θριαμβευτικό ύμνο υποδοχής του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Τα δύο αυτά κομμάτια γίνονται μια λειτουργική φωνή που υπάρχει στις περισσότερες αρχαίες λειτουργίες. 
«Η τριπλή αναφώνηση του «άγιος», που περιέχει η ιερή υμνολογία, από μέρους όλου του πιστού λαού δείχνει την ένωση και ισοτιμία μας με τις ασώματε και νοερές δυνάμεις, που θα φανεί στο μέλλον». 
Οι δύο κόσμοι, ο αγγελικός και ο ανθρώπινος, ενώθηκαν και «κοινήν την ευφημίαν (=δοξολογία) εποιήσαντο». 
Δοξολογούμε τον τριαδικό Θεό όπως και οι άγγελοι, με τους οποίους θα συζήσουμε στον μέλλοντα αιώνα και ταυτόχρονα υποδεχόμαστε θριαμβευτικά στην ευχαριστιακή μας σύναξη αυτόν που εκούσια έρχεται για να θυσιαστεί.

Η ευχή μας υπενθυμίζει στο σημείο αυτό την αγάπη του Θεού για τον κόσμο, κάτι που έγινε πράξη με τη σάρκωση του Υιού του. 

Κάνει λόγο για όλο το έργο της θείας οικονομίας και διηγείται το μυστικό δείπνο επαναλαμβάνοντας αυτολεξεί τα λόγια του Κυρίου «Λάβετε, φάγετε…» και «Πίετε εξ αυτού πάντες…», με τα οποία συνέστησε το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, το οποίο τελούμε σε κάθε λειτουργία σύμφωνα με την εντολή του Χριστού· «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν». Εκείνο που έγινε τότε στο μυστικό δείπνο γίνεται κάθε φορά στη θεία λειτουργία, αφού είναι η ίδια Τράπεζα και η ίδια θυσία· «ουκ άλλην θυσίαν… αλλά την αυτήν αεί ποιούμεν». 
Κάνουμε δηλαδή πάντοτε την ίδια θυσία· ο μυστικός δείπνος συνεχίζεται, για αυτό είναι αναγκαία και τα ιδρυτικά λόγια του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας.

Η λέξη «μεμνημένοι» μας επιτρέπει να πούμε λίγα λόγια παραπάνω για το τμήμα αυτό της ευχής της αναφοράς που λέγεται ανάμνηση. Έχει ήδη αρχίσει από λίγο πριν, αλλά εδώ μέσα σε λίγες φράσεις ανακεφαλαιώνει κατά κάποιο τρόπο όλα εκείνα που «θυμούμαστε» την ιερή αυτή στιγμή. Το περί σωτηρίου εντολής αναφέρεται ασφαλώς στο λόγο του Κυρίου «τούτο ποιείτε εις την εμην ανάμνησιν»… 

Αντικείμενο βέβαια της ανάμνησής μας δεν είναι μόνο ο μυστικός δείπνος, αλλά και ο σταυρός, ο τάφος, η ανάσταση, η ανάληψη, η δεύτερη και ένδοξη παρουσία. Όλα αυτά τα γεγονότα της αγάπης του για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Μόνο που η ανάμνησή τους μέσα στη θεία λειτουργία δεν έχει το χαρακτήρα μιας απλής τελετής ή μιας ιστορικής ανάπλασης και συμβολικής αναπαράστασης για να θαυμάζουμε το παρελθόν, αλλά είναι λειτουργική ανάμνηση όλων όσων έκανε ο Χριστός εκούσια για μας. Πραγματική ιερουργία δηλαδή του πάθους και της ανάστασής Του. 
Οι πιστοί τελώντας τη θεία λειτουργία βιώνουν το μυστήριο του σταυρού και της ανάστασης και γίνονται κοινωνοί σε αυτό. Αυτή είναι η πραγματική έννοια της ανάμνησης».

Η δεύτερη ευχή της Αγίας Αναφοράς

Η Αγία Αναφορά είναι η κύρια ευχή της Θείας Λειτουργίας, κατά την οποία γίνεται η ευλογία των Τιμίων Δώρων και η μυστηριακή μεταβολή τους σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Είναι το ιερότερο σημείο της Θείας Λειτουργίας.
Αρχίζει με τα λόγια “Ἄξιον καί δίκαιον Σέ ὑμνεῖν, Σέ εὐλογεῖν, Σέ αἰνεῖν, Σοί εὐχαριστεῖν…”, που απαγγέλλει ο ιερέας χαμηλόφωνα μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Αφού ευχαριστήσει ο ιερέας τον Θεό για όλες Του τις ευεργεσίες προς εμάς κι αφού δοξολογήσει το μεγαλείο Του μας καλεί να ψάλουμε τον Τρισάγιο Ύμνο των Αγγέλων: “Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ...”.

Ύστερα γίνεται εξιστόρηση της παράδοσης του μυστηρίου από τον Κύριο στους μαθητές Του και ο ιερέας επαναλαμβάνει τα λόγια του Χριστού “Λάβετε, φάγετε…”

Ἱερεὺς
Μετὰ τούτων καὶ ἡμεῖς τῶν μακαρίων δυνάμεων, Δέσποτα φιλάνθρωπε, βοῶμεν καὶ λέγομεν· Ἅγιος εἶ καὶ πανάγιος, σὺ καὶ ὁ μονογενής σου Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον. Ἅγιος εἶ καὶ πανάγιος καὶ μεγαλοπρεπὴς ἡ δόξα σου· ὃς τὸν κόσμον σου οὕτως ἠγάπησας, ὥστε τὸν Υἱόν σου τὸν μονογενῆ δοῦναι, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. 
Ὃς ἐλθὼν καὶ πᾶσαν τὴν ὑπὲρ ἡμῶν οἰκονομίαν πληρώσας, τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδοτο, μᾶλλον δὲ ἑαυτὸν παρεδίδου, ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς, λαβὼν ἄρτον ἐν ταῖς ἁγίαις αὐτοῦ καὶ ἀχράντοις καὶ ἀμωμήτοις χερσίν, εὐχαριστήσας καὶ εὐλογήσας, ἁγιάσας, κλάσας, ἔδωκε τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ μαθηταῖς καὶ ἀποστόλοις, εἰπών·

Μετάφραση
Μαζὶ μὲ αὐτὲς καὶ μεῖς τὶς ἅγιες δυνάμεις, Δέσποτα φιλάνθρωπε, μεγαλόφωνα λέμε· Ἅγιος εἶσαι καὶ πανάγιος, ἐσὺ καὶ ὁ μονογενὴς Υἱός σου καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σου· Ἅγιος εἶσαι καὶ πανάγιος καὶ μεγαλόπρεπη εἶναι ἡ δόξα σου· ἐσύ, ποὺ τόσο ἀγάπησες τὸν κόσμο σου, ὥστε νὰ δώσης τὸν μονογενή σου Υἱό, γιὰ νὰ μὴ χαθῆ κανένας ποὺ πιστεύει σ᾿ αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ αἰώνια ζωή. 
Ἐκεῖνος, ὅταν ἦλθε κι ἔκαμε ὅλα ὅσα εἶχες οἰκονομήσει γιὰ μᾶς, τὴ νύχτα ποὺ παραδινότανε, μᾶλλον δὲ ὁ ἴδιος παράδινε τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου, πῆρε ψωμὶ στὰ ἅγια κι ἀμόλυντα κι ἀναμάρτητα χέρια του, εὐχαρίστησε καὶ τὸ εὐλόγησε, τὸ ἅγιασε καὶ τὸ ἔκοψε, τὸ ἔδωσε στοὺς ἁγίους μαθητές του καὶ ἀποστόλους καὶ εἶπε·

Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

Λίγες μέρες έμειναν... - Τα μέτρα για τη λειτουργία των Εκκλησιών

Μετρούμε 
αντίστροφα 
για τη συμμετοχή όλων 
στις Κυριακάτικες 
Θείες Λειτουργίες 
στους Ναούς μας.
Το μόνο σίγουρο είναι,
ότι ο Δεσπότης Χριστός, 
θα περιμένει 
στην πράξη να δει,
όλα αυτά 
που γράψαμε,
όσο οι ναοί ήταν 
αποκλεισμένοι.

Αυτά τα λόγια αγάπης 
για τον Χριστό.

Αυτή την επιθυμία 
για Θεία Κοινωνία.

Αυτή την υπόσχεση, 
ότι δεν θα λείπουμε 
από την Κυριακάτικη 
Λατρεία.

Αυτό το μήνυμα, 
ότι θα φροντίζουμε 
το Ναό μας.

Εκείνα τα δάκρυα 
που έφυγαν 
από τα μάτια μας,
όταν ακούστηκε 
το "Χριστός Ανέστη"
και δεν είμασταν 
στο ναό.

Όλα αυτά 
και πολλά άλλα 
ο Χριστός 
θα τα περιμένει 
στην πράξη. 

4 μέρες έμειναν...

▪︎π. Σπυρίδων Ράπτης 

Τα μέτρα για τη λειτουργία των Εκκλησιών

Με ειδικά μέτρα θα είναι προσβάσιμοι οι Ναοί στους πιστούς από την προσεχή Κυριακή όταν και θα μπορούν να συμμετέχουν στις Λειτουργίες και τα Μυστήρια της Εκκλησίας.

Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος καθόρισε τις προϋποθέσεις και θα αποστείλει σχετικό διευκρινιστικό Εγκύκλιο Σημείωμα προς τους Μητροπολίτες.

Αναλυτικά τα μέτρα:

1) Κατά την είσοδο στον Ιερό Ναό εφαρμόζεται σύστημα ελεγχόμενης αναμονής των πιστών για την αποφυγή συνωστισμού και είναι απαραίτητη η τήρηση της αποστάσεως του ενός και ημίσεoς (1,5) μέτρου μεταξύ όσων αναμένουν και με ελάχιστη απόσταση ενός και ημίσεoς (1,5) μέτρου μεταξύ τους, με την επιφύλαξη ότι σε περίπτωση κατά την οποία η επιφάνεια τού Ιερού Ναού (στον οποίο δεν συμπεριλαμβάνονται οι βοηθητικοί χώροι) υπερβαίνει τα πεντακόσια (500) τ.μ., ως μέγιστος αριθμός παρευρισκομένων ορίζεται από τον Νόμο ο αριθμός των πενήντα (50) προσώπων.

2) Προς τον σκοπό της εξυπηρετήσεως των πιστών πρέπει να αναρτηθούν στους ειδικούς Πίνακες Ανακοινώσεων των Ιερών Ναών ή και στις υφιστάμενες ιστοσελίδες τους στο διαδίκτυο: 
α) το ωράριο τελέσεως των Ιερών Ακολουθιών, 
β) το ωράριο κατά το οποίο ο Ιερός Ναός παραμένει ανοικτός για την προσέλευση των πιστών και 
γ) ο συνολικός αριθμός των πιστών, οι οποίοι μπορούν να παρευρίσκονται ταυτόχρονα εντός τού Ιερού Ναού, σύμφωνα με όσα ορίζονται παραπάνω. Οι κωδονοκρουσίες γίνονται κατά τον συνήθη τρόπο.

3) Το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο που εφαρμόζει τον έλεγχο αναμονής στις εισόδους των Ιερών Ναών συνιστάται να φέρει τα υπό τού νόμου προβλεπόμενα μέτρα προστασίας (μάσκα, γάντια κ.λπ.). Όπου υπάρχει δυνατότητα, προτείνεται η χρήση διαφορετικών θυρών τού Ιερού Ναού για την είσοδο και έξοδο των πιστών. 
Στις εξόδους των Ιερών Ναών πρέπει να τοποθετηθούν υποχρεωτικά ειδικοί κάδοι για την απόρριψη χρησιμοποιηθέντος εξοπλισμού υγιεινής.

4) Τυχόν περισσότεροι από όσους πιστούς επιτρέπεται να εισέλθουν εντός των Ιερών Ναών, να παραμένουν στον προαύλιο χώρο αυτών προσευχόμενοι και τηρώντας την απόσταση του 1,5 μέτρου μεταξύ τους, αφού θα έχουν ανοιχθεί τα εξωτερικά μεγάφωνα κατά τις ώρες και στο επίπεδο εκπομπής ήχου, που επιτρέπονται από την κείμενη νομοθεσία.

5) Σε όσους Ιερούς Ναούς υπάρχουν περισσότεροι του ενός Εφημέριοι, συνιστάται η τέλεση περισσοτέρων Θείων Λειτουργιών κατά την αυτή ημέρα, σύμφωνα με την εκκλησιαστική συνήθεια και πρακτική, τόσο κατά την Κυριακή, όσο και κατά τις μεγάλες Εορτές. Σε αυτή την περίπτωση, δύνανται οι κατά τόπους Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες να επιτρέψουν, κατά την ποιμαντική Αυτών κρίση, την τέλεση της Ακολουθίας του Όρθρου αφ’ εσπέρας, μετά την Ακολουθία του Εσπερινού. Η τέλεση Αγρυπνιών γίνεται κατά τα καθιερωμένα.

6) Η Ιερά Σύνοδος προτρέπει τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες να συστήσουν την συχνή τέλεση Θείων Λειτουργιών κατά την διάρκεια των εργασίμων ημερών της εβδομάδος, σε ώρες που θα διευκολύνουν και τους εργαζομένους, για την συμμετοχή των πιστών σε μικρές από πλευράς προσελεύσεως λειτουργικές Συνάξεις.

7) Όσοι πιστοί ανήκουν στις υγειονομικά ευπαθείς ομάδες (ηλικιωμένοι, ασθενείς που πάσχουν από αναπνευστικά προβλήματα ή σακχαρώδη διαβήτη ή καρδιαγγειακά νοσήματα, ανοσοκατεσταλμένοι), πρέπει να αποφύγουν την έξοδο από το σπίτι, χάριν της προστασίας της υγείας τους. 
Εάν επιθυμούν την κατ’ οίκον εξυπηρέτηση των εκκλησιαστικών αναγκών τους, δύνανται οι Ιερείς λαμβάνοντας τα απαραίτητα μέτρα προφυλάξεως, να επιτελούν το αδιάπτωτο ποιμαντικό τους καθήκον.

8) Στις εισόδους των Ιερών Ναών πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα, ώστε να υφίστανται σταθμοί αντισηπτικών/ απολυμαντικών, προκειμένου όσοι πιστοί εισέρχονται σ’ αυτούς να τηρούν απαραίτητα την υποχρεωτική για όλους διαδικασία απολυμάνσεως των χεριών.

9) Να παραμείνει η διευθέτηση του χώρου κάθε Ιερού Ναού προς τον σκοπό της παρουσίας πιστών, σύμφωνα με την παραπάνω αναλογία ενός προσώπου ανά δέκα (10) τ.μ. επιφανείας και με ελάχιστη απόσταση ενός και ημίσεως (1,5) μέτρου μεταξύ τους. 
Όπου υπάρχει τέτοια δυνατότητα, κρίνεται απαραίτητη η παραμονή εντός των Ιερών Ναών μόνο όσων καθισμάτων προβλέπονται, τοποθετημένων στις ανάλογες μεταξύ τους αποστάσεις και η απόσυρση των υπολοίπων εκτός των Ιερών Ναών.

10) Ο φυσικός εξαερισμός των Ιερών Ναών, ενόσω παραμένουν ανοικτοί, είναι υποχρεωτικός. 
Σε περίπτωση χρήσης τεχνητού κλιματισμού πρέπει να ληφθεί άμεση μέριμνα για τον καθαρισμό των φίλτρων αυτού, ενώ και κατά την διάρκεια της τυχόν λειτουργίας του, θα πρέπει να εξασφαλίζεται και ο ταυτόχρονος φυσικός εξαερισμός τού ιερού χώρου με ανοικτές τις θύρες και τα παράθυρα αυτού.

11) Είναι απαραίτητη και απολύτως αναγκαία η συχνή και σχολαστική καθαριότητα και τακτική απολύμανση των σημείων και των επιφανειών του Ιερού Ναού στα οποία παρατηρείται συχνή πρόσβαση των πιστών. 
Η καθαριότητα πρέπει να γίνεται κυρίως με την χρήση αντισηπτικού διαλύματος, ενώ σε εμφανές σημείο τού Ιερού Ναού πρέπει να τοποθετηθεί ο προβλεπόμενος αναγκαίος εξοπλισμός υγιεινής (χαρτομάντηλα, χάρτινες πετσέτες, πλαστική σακούλα κ.λπ.)

12) Κατά την διάρκεια της παραμονής τους στον Ιερό Ναό, οι πιστοί, με προσωπική τους ευθύνη και μέριμνα, συνιστάται να φέρουν προστατευτική μάσκα, την οποία ασφαλώς και θα αφαιρούν προσερχόμενοι στην Θεία Μετάληψη. 
Εάν κάποιος πιστός, κατά την διάρκεια της παραμονής του στον Ιερό Ναό, παρουσιάσει συμπτώματα ασθένειας, πρέπει να ληφθεί μέριμνα για την άμεση και ασφαλή απομάκρυνσή του ή, εφόσον αυτό δεν είναι δυνατό, για την ασφαλή μετακίνησή του σε ειδικό χώρο προς αποφυγή επαφής με άλλα πρόσωπα. Προς τον σκοπό αυτό πρέπει να ληφθεί η ανάλογη μέριμνα και να προβλεφθεί η ύπαρξη ειδικού χώρου (π.χ. γραφείο, χώρος στο πνευματικό κέντρο κ.λπ.) με επαρκή εξαερισμό, στον οποίο θα υπάρχουν μάσκες, χαρτομάντηλα, πλαστική σακούλα, για την απόρριψη αυτών, και αντισηπτικό χεριών.

13) Κατά την προσέλευση στην Θεία Μετάληψη πρέπει να τηρούνται με ακρίβεια οι αποστάσεις μεταξύ των πιστών. Επίσης, κατά την διανομή του αντιδώρου, του άρτου, των κολύβων κ.λπ. ευλογιών, πέραν της τηρήσεως των αναλόγων αποστάσεων, πρέπει να τηρούνται και οι σχετικές υγειονομικές προφυλάξεις.

14) Επαναβεβαιώνονται οι από 16ης Μαρτίου και 1ης Απριλίου 2020 Αποφάσεις Αυτής, ως προς την λιτή τέλεση των Ιερών Ακολουθιών, σύμφωνα με το ήθος και την παράδοση της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας. 
Το αυτό ισχύει και για μεγάλες πανηγύρεις της περιόδου αυτής, οι οποίες θα πρέπει να διακρίνονται για την μετά σεμνότητος επιτέλεσή τους υπό μόνου του οικείου Αρχιερέως. 
Οι Λιτανείες και οι μεταφορές Ι. Εικόνων και Ι. Λειψάνων προς προσκύνηση αναστέλλονται προσωρινώς και μέχρι 5ης Ιουνίου.

15) Όσον αφορά στην τέλεση Ιερών Μυστηρίων Γάμου και Βαπτίσεως και Εξοδίων Ακολουθιών, ισχύουν όσα παραπάνω προβλέπονται σχετικά με την προσέλευση πιστών, ενώ τα Ιερά Μυστήρια θα τελούνται εντός του Ιερού Ναού, σύμφωνα με προγενέστερη Συνοδική απόφαση και είναι απαραίτητη η επιλογή της λιτότητος και απλότητος, όσον αφορά στους στολισμούς των Ιερών Ναών.

16) Εξακολουθεί να επιτρέπεται η μέσω των ραδιοφωνικών σταθμών αναμετάδοση των Ιερών Ακολουθιών «κατ’ οικονομίαν» για τους έχοντες ανάγκη. Ως προς τις τηλεοπτικές αναμεταδόσεις, αυτές επιτρέπονται μόνο μέσω των Εθνικών και Περιφερειακών Τηλεοπτικών Δικτύων και των Σταθμών αμιγούς Εκκλησιαστικού Προγράμματος, αλλά υπό τον αυστηρό όρο της χρήσεως μόνο έως δύο τηλεοπτικών καμερών (εξαιρείται ο Μητροπολιτικός Ιερός Ναός Αθηνών, λόγω της αναμεταδόσεως από την Δημόσια Τηλεόραση). Δεν επιτρέπεται η χρήση τηλεοπτικών καμερών ή και φωτογραφικών στιγμιοτύπων εντός του Ιερού Βήματος. 
Ευνόητο είναι ότι για την αναμετάδοση ή και φωτογράφηση στους Ιερούς Ναούς και στις Ιερές Μονές, εκ μέρους επαγγελματιών ή ιδιωτών, θα πρέπει να έχει εξασφαλιστεί η εκ των προτέρων άδεια της οικείας Ιεράς Μητροπόλεως με ευθύνη των κατά τόπους Εκκλησιαστικών Συμβουλίων και Ηγουμενοσυμβουλίων και να τηρούνται επακριβώς όλες οι περί προσωπικών δεδομένων προβλέψεις του Νόμου, κυρίως ως προς την προβολή των προσώπων των πιστών και ιδίως των μικρών παιδιών, η οποία δεν επιτρέπεται χωρίς την κατά νόμον συναίνεση.

17) Λόγω της εξ αρχής αποφασισθείσης αναστολής λειτουργίας των Κατηχητικών Σχολείων, των Σχολών Γονέων, των Σχολών Βυζαντινής Μουσικής, Αγιογραφίας, των Συνάξεων Νέων και Μελέτης Αγίας Γραφής και των άλλων συναφών δραστηριοτήτων, προτρέπονται οι κατά τόπους Ιερές Μητροπόλεις, να ενθαρρύνουν την διά του διαδικτύου και γενικώς της τεχνολογίας ποιμαντική δραστηριοποίηση των Ιερέων και των κατηχητών και κατηχητριών, ιδίως προς τους ορθοδόξους νέους μας.

18) Τα συσσίτια της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και των Ιερών Μητροπόλεων θα εξακολουθούν να λειτουργούν υπό την μορφή της διανομής των πακέτων-γευμάτων και όχι της σίτισης εντός των σχετικών δομών. 
Για την παρασκευή τους είναι απολύτως απαραίτητο να εφαρμόζονται οι κανόνες υγιεινής των τροφίμων αλλά και η τήρηση της απόστασης των παρασκευαστών των τροφίμων και των ατόμων, που βοηθούν στη διανομή και παράδοση των πακέτων. Τονίζεται η σχολαστική τήρηση των μέτρων ατομικής υγιεινής από όλους σε όλες τις δραστηριότητες (υγιεινή χεριών, ορθή αναπνευστική υγιεινή, υγιεινή χρήση σκευών κλπ). 
Η πιστή τήρηση των κανόνων υγιεινής είναι απολύτως απαραίτητη και επιβεβλημένη και σε όλες τις Μονάδες Φιλανθρωπικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
19) Δεν επιτρέπεται, άχρι καιρού, η παράθεση επιμνημοσύνων δεξιώσεων στα Πνευματικά Κέντρα ή στις Αίθουσες των Ιερών Ναών, προς αποφυγή συνωστισμού, σύμφωνα με όσα ισχύουν και περί μη λειτουργίας καφενείων, εστιατορίων και λοιπών χώρων εστιάσεως και συναθροίσεως κοινού.

20) Τα παραπάνω ισχύουν για όλους τους Ενοριακούς, Προσκυνηματικούς, Κοιμητηριακούς, Ιδρυματικούς κ.λπ. Ιερούς Ναούς, τα Μητροπολιτικά και Ενοριακά Παρεκκλήσια, όχι όμως για τα Παρεκκλήσια, τα οποία ευρίσκονται εντός ιδιωτικών κτημάτων, κτιρίων και επιχειρήσεων (π.χ. συγκροτημάτων κατοικιών, κέντρων εκδηλώσεων, ξενοδοχείων κ.λπ), στα οποία δεν επιτρέπεται η προσέλευση πιστών διότι, ως Ιδιωτικοί Ναοί, είναι προορισμένοι για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών των ιδιοκτητών και των οικείων αυτών.

21) Όλα τα παραπάνω αφορούν και στις Ιερές Μονές και στα Ησυχαστήρια. Κατά το ως άνω χρονικό διάστημα απαγορεύονται οι οργανωμένες ομαδικές προσκυνηματικές επισκέψεις. 
Ο αριθμός επισκεπτών που μπορούν να δέχονται ημερησίως (χωρίς διανυκτέρευση) δεν μπορεί να υπερβαίνει την αναλογία ένα άτομο ανά 10 τ.μ. του Καθολικού της Ιεράς Μονής ή του κεντρικού χώρου λατρείας του Μοναστηριού ή του χώρου εγκαταβίωσης, με ανώτατο όριο τα πενήντα (50) άτομα.

Όλες οι παραπάνω αποφάσεις ελήφθησαν από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο με συναίσθηση της ποιμαντικής Της ευθύνης έναντι του λαού του Θεού και με σεβασμό προς τις αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων της Πολιτείας και των επιστημόνων, ενώ οι κατά τόπους Ιερές Μητροπόλεις και κυρίως τα Εκκλησιαστικά Συμβούλια των Ιερών Ναών και τα Ηγουμενοσυμβούλια των Ιερών Μονών, ως αρμόδια όργανα διοικήσεως αυτών, έχουν την ευθύνη για την τήρησή τους.

Τρίτη 12 Μαΐου 2020

Τάμα: Σωστό ή λάθος;

Ένα άλλο θέμα που με έχει απασχολήσει δυσάρεστα είναι αυτό που λέμε Τάμα. 
Αν μη τι άλλο με έχει απασχολήσει για τον τρόπο με τον οποίο γίνεται. 
Ακούω πιστούς ανθρώπους να λένε: «Παναγιά μου ή Άγιε μου, κάνε μου αυτό και εγώ θα σου κάνω εκείνο.»
Η ψυχή μου γεμίζει με πόνο για την πλάνη των ανθρώπων σχετικά με το πώς λειτουργεί η θρησκεία μας και το τι αντιπροσωπεύει. 
Φέραμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε να ζητάμε την Χάρη του Θεού σε επίπεδο συναλλαγής.! 
Κάνε μου να σου κάνω. Στα δικά μου αυτιά ακούγεται ανεπίτρεπτο.

Δεν ξέρω, μπορεί να κάνω και λάθος στην προσέγγιση μου πάνω στο θέμα αυτό. Αν έχετε έναν καλό πνευματικό συζητήστε το μαζί του, μήπως σας δώσει μια ποιο πεφωτισμένη απάντηση πάνω στο θέμα αυτό.
Με το δικό μου σκεπτικό δεν πρέπει να συνδυάζουμε την Χάρη του Θεού με την προοπτική ανταπόδοσης, για την περίπτωση που μας ευλογήσει με την αγάπη του και μας δώσει αυτό που ζητάμε.
Φανταστείτε την εξής σκηνή. 
Στον ουρανό που φτάνουν οι προσευχές μας να υπάρχει μια επιτροπή Αγίων μαζί με τον Θεό και να κάνουν την ακόλουθη συζήτηση.

- Θεούλη μου, μας ζητάνε να κάνουμε καλά τον Παναγιώτη και θα αλλάξουν σε αντάλλαγμα τα κεραμίδια της Εκκλησίας που στάζουν. 
Τι λέτε Θεέ μου; Να δεχτούμε την συμφωνία αυτή;

Καταλαβαίνω ότι έχετε ανατριχιάσει και μόνο που το φανταστήκατε. Είσαστε έτοιμοι μάλιστα να μου τα ψάλλετε για τα καλά για την εικόνα που σας περιέγραψα θεωρώντας ότι ακούστηκε σαν βλασφημία στα αυτιά σας ο τρόπος που εκλαΐκευσα την παρουσία των Αγίων και του Θεού. 
Όμως αδέλφια μου όταν κάνετε τάμα συναλλαγής με τον Θεό, κάπως έτσι ακούγεται η προσευχή σας στον ουρανό. Και πάνω από όλα δείχνει ότι δεν υπάρχει αληθινή πίστη. 
Γιατί, αν είχαμε αληθινή πίστη, δεν θα έπρεπε να είχαμε την παραμικρή αμφιβολία ότι ο Θεός θα σκύψει στην ανάγκη μας και θα μας βοηθήσει. 
Αυτός ξέρει καλύτερα από εμάς τις ανάγκες μας. Δεν χρειάζεται να του δώσουμε για να μας δώσει. Το μόνο που ζητά από εμάς είναι η αγάπη μας.
Να ξέρετε κάτι. 
Αν η ψυχή σας δεν είναι αγνή, ο πόνος σας αληθινός και η καρδιά σας γεμάτη αγάπη, το θαύμα που περιμένετε δεν θα έρθει ποτέ στην ζωή σας.

Σας έγινε το θαύμα; 
Νιώθετε την ανάγκη να κάνετε και εσείς κάτι καλό για το καλό που σας έκανε ο Θεός.; 
Τότε κάντε ό,τι καλό θέλετε σε όποιον θέλετε, αλλά μετά, ή ακόμα καλύτερα επιδεικνύοντας την αληθινή σας πίστη, κάντε πρώτοι το καλό που έχετε στο μυαλό σας, χωρίς να περιμένετε ανταπόδοση από τον Θεό. 
Η πίστη σας θα μετρήσει πολύ περισσότερο στον Θεό και θα σκύψει με μεγάλο ενδιαφέρον στο πρόβλημα σας. 
Αλλά συναλλαγή με τον Θεό δεν είναι σωστό να κάνουμε.
Έγινα ιερέας για να θυμίσω στους ανθρώπους την αγάπη του Χριστού και το μεγαλείο του Θεού. 
Για να ξεμπερδέψω με αυτά που γράφω ή λέω τις μπερδεμένες ψυχές των ανθρώπων, που με ακούνε, και να τις γαληνέψω. 
Ο Θεός μας αγαπάει. 
Ας τον αγαπήσουμε και εμείς αληθινά. Όταν λέμε πιστεύω στον Θεό να ξέρουμε τι ακριβώς εννοούμε. 
Και να μην δίνουμε αφορμή στους πολέμιους της θρησκείας μας να ειρωνεύονται τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε την αγάπη του.

Να είστε καλά και ευλογημένοι.

Πατήρ Ιωάννης

π. Ανδρέας Κονάνος: Ζήσε κάθε μέρα απλά, και πες «ευχαριστώ»

Mας λέει ο Χριστός: «Ήρθα στη γη Εγώ, ο Θεός, για να σε μάθω, παιδί μου, να μην πηγαίνεις πάρα πολύ μακριά με το μυαλό σου. Γιατί θα αρρωστήσεις. Μη φορτώνεσαι πολλά. Ζήσε κάθε μέρα με απλότητα. Φάε το ψωμάκι σου σήμερα. Και πες “ευχαριστώ”.
Σήμερα δεν έχεις να φας; Έχεις. Τώρα που διαβάζεις δεν έχεις να φας; Έχεις. Γιατί, αν δεν είχες, δεν θα είχες το κουράγιο νηστικός να διαβάζεις. Έχεις να φας. Σε τρελαίνουν σκέψεις όμως για το μετά. “Αύριο δεν θα βρω δουλειά. Μου είπαν ότι θα μ’ απολύσουν. Με φοβίζει η κρίση…”» Και επιμένει ο Χριστός: «Κοίτα το σήμερα. Αύριο, φίλε μου, μπορεί να μας πάρει ο Κύριος και να ξεκουραστούμε, να πάμε στον Παράδεισο». (Μην ανησυχείς, δεν θα σε πάρει, αλλά το λέω επειδή σε πιάνει αυτός ο πανικός για το μετά. Είσαι σίγουρος γι’ αυτό το μετά;)

Όλα αυτά που έχεις στην καρδιά σου είναι λογισμοί. Άλλαξε τους λογισμούς σου κι όλα θα τα δεις αλλιώς. Ήρθε ο Κύριος στη γη για να σου δώσει φωτεινούς λογισμούς και να δεις όλα τα θέματά σου μέσα στο φως Του, ώστε να πάρεις ελπίδα, δύναμη και κουράγιο!

Γεννήθηκε ο Χριστός για να σε γαληνέψει. Μάθε να ανακοινώνεις και να λες αυτά που έχεις μέσα σου. Για να ηρεμείς. Να επικοινωνείς με έναν άνθρωπο που αγαπάς και να μοιράζεσαι τον πόνο σου. Μην τα κρατάς όλα αυτά μέσα σου. Διότι έτσι γίνονται δηλητήριο και στο τέλος αρρώστια. Γιατί και οι σωματικές αρρώστιες ξεκινούν από ψυχικές εντάσεις.
Κι ήρθε ο Χριστός στη γη γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο: να σου πάρει τον καρκίνο. Της ψυχής και του σώματος. 
Διότι, αν η ψυχή σου γαληνέψει, αν κοιμάσαι σαν τα παιδάκια, που δεν έχουν αγωνία για το αύριο, θα είναι και το σώμα σου γαλήνιο. Έχεις ακούσει ποτέ κάποιο παιδάκι να λέει με αγωνία: «Τι θα κάνω αύριο, για να δούμε;» 
Το παιδάκι ζει τη στιγμή! Το τώρα. Εσύ θα σκεφτείς, βέβαια, για το μέλλον των παιδιών σου. Θα σκεφτείς για τα χρήματα που έχεις στην τράπεζα και πρέπει να συγκεντρώσεις για το δάνειο, για το σπίτι, για τα έξοδα, για το αυτοκίνητο. Θα τα σκεφτείς όλα αυτά, αλλά όχι με τέτοιον τρόπο, που να σε διαλύσουν. Δεν πρέπει να διαλυθείς. Θα τα σκεφτείς για λίγο και μετά θα πεις: 
«Έχει ο Θεός. Σήμερα καλά δεν είμαστε; Καλά δεν πάει η ζωή; Καλά πάει». Καλά πάει!
Μάθε να λες ένα «ευχαριστώ». Μάθε να κοιτάς το φως κι όχι το σκοτάδι. Και ν’ ανοίγεις τα χέρια σου στον Χριστό, όπως έλεγε ο Άγιος Πορφύριος, «η λύση για το σκοτάδι της γης δεν είναι να σκαλίζουμε αυτό το σκοτάδι και ν’ ασχολούμαστε μαζί του. Άνοιξε την αγκαλιά σου στον Χριστό. Να η λύση».

Είναι δυνατό να υπάρχει ο Χριστός δίπλα σου, ο Κύριος, και να έχεις και απελπισία; Αν βάλεις τον Χριστό στη ζωή σου, θα σου φέρει την ελπίδα. Δες αλλιώς αυτό που σε πονά. Μπορείς να το δεις αλλιώς. Έχεις πάθει… Ξέρεις τι έχεις πάθει; Έναν εθισμό. Μια συνήθεια στην απογοήτευση. Και τη ζητάς πλέον διαρκώς. Πόσες φορές το βλέπω αυτό όταν μιλάω με κάποιον και προσπαθώ να του δώσω ελπίδα, αλλά εκείνος αντιστέκεται στη χαρά. Και μ’ εσένα το 'χω πάθει αυτό. Να προσπαθώ εγώ να μεταφέρω ένα κύμα ελπίδας στην ψυχή σου κι εσύ να μην το δέχεσαι. Κι ενώ μπορείς να χαρείς, με τον τρόπο σου λες: 
«Όχι, όχι, εγώ προτιμώ να βρω κάτι να απογοητευτώ, να σκεφτώ κάτι δυσάρεστο. Μου φαίνεται πιο συνηθισμένο και βολικό. Δεν γίνεται να πιστέψω ότι εγώ θα χαρώ! Δεν μπορώ να δεχτώ ότι όλα θα πάνε καλά στη ζωή μου. Πρέπει να βρω κάτι να στενοχωριέμαι». Κι ήρθε ο Χριστός και μας είπε να χαιρόμαστε.

Από το βιβλίο του π. Ανδρέα Κονάνου «Στο βάθος κήπος»

Απολογητές ή Χριστιανοί Απολογητές

Ονομάζονται διάφοροι άνθρωποι της Εκκλησίας (ιερείς, εκκλησιαστικοί συγγραφείς κ.ά.), οι οποίοι έζησαν τον 2ο αιώνα μ.Χ. και οι οποίοι όταν η αλήθεια του Χριστιανισμού αμφισβητήθηκε και διακωμωδήθηκε από σφοδρούς επικριτές της νέας θρησκείας, ανέλαβαν αφενός μεν να απολογηθούν ενώπιον των αρμοδίων αρχών υπέρ των αδίκως διωκομένων χριστιανών και αφετέρου να καταδείξουν τον Χριστιανισμό ως τη μόνη αληθινή θρησκεία.


Στόχοι των Απολογητών υπήρξαν: 

  • η απόκρουση των εξωγενών θεολογικών επιδράσεων του φιλοσοφικού και ειδωλολατρικού περιβάλλοντος στη θεολογία της εκκλησίας, οι οποίες πλαστογραφούσαν το μήνυμά της, 
  • η διαμαρτυρία κατά της κρατικής εξουσίας λόγω των άδικων διωγμών των χριστιανών, 
  • η απόκρουση δοξασιών οι οποίες αποδίδονταν στη νέα θρησκεία, καθώς και 
  • η ανάδειξη του Χριστιανισμού ως μόνης αλήθειας και συμφέρουσας για τον άνθρωπο θρησκείας και φιλοσοφίας.
Έτσι κατά βάση απηύθυναν ομολογίες αντιδρώντας στις επιρροές, τις προσμίξεις και τις επιθέσεις σε βάρος του Χριστιανισμού, και ταυτόχρονα τόνωναν το ηθικό των διωκόμενων χριστιανών. 
Τελικά μέσα από το έργο των Απολογητών, είναι γενικά αποδεκτό, πως επήλθε μια φάση σύγκλησης με τον ελληνισμό, η οποία προήλθε από την αφομοίωση πολιτισμικών και μορφολογικών στοιχείων της ελληνικής παιδείας και περιβάλλοντος.
Πρώτος χριστιανός συγγραφέας, ο οποίος σήμερα θεωρείται ότι εισήγαγε την απολογητική γραμματεία είναι ο Κοδράτος, αλλά θεμελιωτές της ήταν οι Ιουστίνος ο Μάρτυρας και Αρίστων ο Πελλαίος, οι οποίοι προέρχονταν από τον χώρο των ιουδαίων λογίων.

Η απολογητική γραμματεία δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτούς, αφού η απολογητική δεν εξαλείφθηκε ποτέ στο Χριστιανισμό, αλλά οπωσδήποτε ήσαν οι θεμελιωτές της χριστιανικής απολογητικής γραμματείας.


Η ιστορική προέλευση των Απολογητών
Οι πρώτοι θρησκευτικοί Απολογητές αρχικά εμφανίσθηκαν στον Ιουδαϊσμό. 

Οι Ιουδαίοι από την εποχή που περιέπεσαν σε κατοχή από τα Ρωμαϊκά στρατεύματα διήλθαν σε ένα στάδιο αποξενώσεως, με αποτέλεσμα να αναπτύξουν αξιόλογη απολογητική γραμματεία σε μία προσπάθεια να δικαιώσουν την πίστη τους έναντι του περιβάλλοντος και γενικότερα του πνεύματος της εποχής.

Κατά το 2ο αιώνα μ.Χ. σε αντίστοιχη κατάσταση εισήλθε και ο Χριστιανισμός, ο οποίος τώρα βρέθηκε στην ανάγκη να αναιρέσει μέσω της γραμματείας των θεολόγων της, τις όποιες κακοδοξίες της απέδιδαν. 

Η απολογητική διάθεση μάλιστα των χριστιανών είχε την αρχή της στην Καινή Διαθήκη και κυρίως στο Ευαγγέλιο του Μάρκου και τις Πράξεις των Αποστόλων, συνεχίστηκε από τον Απόστολο Παύλο, ενώ σπέρματα αυτής βρίσκουμε και στη γραμματεία των Αποστολικών Πατέρων.
Η εναντίον του Χριστιανισμού πολεμική γραμματεία, αλλά και η σταθερή άρνηση των χριστιανών να αποδίδουν τιμές σε έτερες θεότητες στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οδήγησε σε μια εχθρική και επιθετική πολιτική των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων και των πολιτών της έναντι των χριστιανών. 
Η θέση των χριστιανών ήταν πραγματικά δυσχερής αφού για το ρωμαϊκό κράτος δεν υφίσταντο ως νομική υπόσταση, ενώ οι διαρκείς καταγγελίες για θυέστεια δείπνα, αθεΐα, εθνική προδοσία, ακόμα και αιμομιξία τους οδηγούσαν σε ηθική εξόντωση.
Οι διαρκείς διωγμοί αρχικά κατέστησαν αδύνατη την όποια μορφή ενεργητικής αντιδράσεως, υποχρεώνοντάς τους σε διάφορους τρόπους παθητικής δράσης, όπως η φυγή σε δύσβατες περιοχές και Όρη ή δημιουργία κατακομβών. 
Αυτή η τακτική απομόνωσης όμως δεν μπορούσε να συνεχιστεί για τους χριστιανούς. Αντιθέτως θέλησαν να διεκδικήσουν τη θέση τους σε μία κοινωνία η οποία ενώ επέτρεπε τη θρησκευτική ελευθερία, αντιμετώπιζε με βάναυσο τρόπο όποιον ομολογούσε τη χριστιανική του ιδιότητα. 
Η παραπλάνηση μάλιστα στα λαϊκά στρώματα ήταν τέτοια, που ακόμα και η μαρτυρική διάθεσή των πιστών χαρακτηριζόταν ως αφέλεια, θρησκευτική απλότητα, ακόμα και ως υποκρισία.
Έτσι την εποχή του 2ου αιώνα ξεπήδησε από τα σπλάχνα των λογίων της εποχής ένα κύμα εκκλησιαστικών συγγραφέων, με στόχο την αναίρεση της επιθετικής αυτής πολιτικής, συνάμα με την εδραίωση των χριστιανών στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. 
Η αρχική γραμματεία κινήθηκε σε βάρος των Ιουδαίων, με τη ματιά όμως πάντα στραμμένη προς το ελληνιστικό περιβάλλον. 
Έτσι βασικός στόχος τους καταστάθηκε η απόδειξη της ετερότητας από τον Ιουδαϊσμό, θέλοντας να αποδείξουν πως δεν αποτελεί ο Χριστιανισμός μία απλή παραφυάδα του. 
Η ταυτόχρονη απόδειξη της αρχαιότητας της πίστεως στόχο είχε να αναγάγει τον Χριστιανισμό, ως την αρχαιότερη θρησκεία που η αρχή της αναγόταν στην εποχή του Μωϋσή, και όχι ως μία νέα που είχε εισέλθει στο σώμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κάτι που για την εποχή θεωρείτο συνώνυμο της παράνομης θρησκείας. 
Τελικώς μέσα από εκλεκτική επιχειρηματολογία, η οποία υπαγορευόταν από τις συνθήκες που αντιμετώπιζε η χριστιανική κοινότητα της εποχής, στόχος καταστάθηκε η αναίρεση των δοξασιών που αποδίδονταν στο Χριστιανισμό και η διαφώτιση, στο μέτρο του δυνατού, του χριστιανικού ποιμνίου. 
Έτσι η απολογητική προσπάθεια ως αποτέλεσμα είχε και την ενεργοποίηση του αποστολικού ζήλου των χριστιανών για την εξουδετέρωση της άδικης πολιτειακής συμπεριφοράς και τη διάδοση της χριστιανικής πίστης στον ελληνορωμαϊκό κόσμο.


Μέθοδοι και τάσεις των Απολογητών
Οι Απολογητές λόγω της πολεμικής που δέχονταν από τους Ιουδαίους, επικέντρωσαν σε δύο σημεία την τακτική τους. 

Τον Νόμο και την προφητεία. 
Σε ότι αφορά το νόμο προσπάθησαν να δείξουν πως αυτός μετά την έλευση του Μεσσία, πλέον κατέχει ρόλο παιδαγωγίας, σε αντιθέσει με τη μόνιμη και απόλυτη αξία που προσέδιδαν σε αυτόν οι Ιουδαίοι, ενώ την προφητεία την εφάρμοζαν στο πλήρωμα της εκκλησίας και όχι με εθνικιστική προοπτική όπως οι Ιουδαίοι την αντιλαμβάνονταν, ενώ ταυτόχρονα καταδείκνυαν σε κάθε ευκαιρία την εφαρμογή αυτής στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, τοποθετώντας όλη τη συζήτηση περί Χριστού στη βάση της Ιουδαϊκής μονοθεΐας.

Την ίδια στιγμή ο Χριστιανισμός δεχόταν επιθέσεις και από το Ελληνορωμαϊκό περιβάλλον της εποχής μέχρι και τις αρχές του 4ου αιώνος, με κύρια επιχειρήματα την επικινδυνότητα της χριστιανικής πίστεως για το Ρωμαϊκό κράτος αλλά και την έλλειψη νοήματος και περιεχομένου της νέας θρησκείας. 

Ουσιαστικά η χριστιανική διδασκαλία γι αυτούς ήταν ένα μείγμα από δεισιδαιμονίες και φιλοσοφικά αποσπάσματα.
Σε αυτή την επίθεση μέλη της εκκλησίας τα οποία μετείχαν της ελληνικής παιδείας επιχείρησαν όχι μόνο την αναίρεση της επιθετικότητας αυτής, αλλά ακόμα και τη σύζευξη Ελληνισμού και Χριστιανισμού, στη βάση της φιλοσοφικής σκέψεως.

Οι απολογίες μάλιστα που απευθύνονταν προς το εθνικό περιβάλλον διαχωρίζονται σε δύο τύπους, 

α) "τις κατά κυριολεξίαν" δια των οποίων δίδεται λόγος περί της πίστεως και του βίου των χριστιανών, και 
β) τις συγγραφικές επιθέσεις κατά των πνευματικών θεσμών του εθνικού κόσμου, με τάση να συνδυάζονται ακόμα και τα δύο είδη σε ένα κείμενο. 
Η πρώτη κατηγορία συγγραμμάτων απευθύνεται προς Αυτοκράτορες και είναι βάσιμο να πιστεύουμε ότι όντως τις παρέδιδαν σε αυτούς, αφού ως φιλολογικό εύρημα δεν είχε νόημα μια τέτοια εφεύρεση. 
Οι Απολογητές αυτοί είναι ξεκάθαρο πως μετείχαν της φιλοσοφικής παιδείας και αμύνονται υπέρ της χριστιανικής πίστης και ζωής, αναδεικνύοντας την ανωτερότητα αυτής, αποδοκιμάζοντας με νηφάλιο τρόπο τους διώκτες. 
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι επιθετικοί λόγοι και συγγράμματα κατά των εθνικών (ειδωλολατρών) και φαίνεται να επιδιώκουν επίθεση και άμεση ανατροπή των θεσμών της ειδωλολατρίας, ενώ διακρίνονται από ιδιαίτερο ζήλο. Οι συγγραφείς αυτών των συγγραμμάτων προέρχονται συνήθως από άνδρες εκτός του ελληνιστικού περιβάλλοντος.

Οι Απολογητές προτάσσουν την αρχαιότητα της πίστεώς τους, η οποία επιτυγχάνεται με την προβολή της οργανικής ενότητας των Γραφών, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, την πνευματικότητα της ζωής αυτών και καταπιάνονται με ζητήματα περί Θεού, Λόγου, αναστάσεως, προνοίας, ψυχής κ.α. 

Σε δεύτερη φάση προτάσσουν την καθαρότητα του βίου των χριστιανών, της αρετής και της αγάπης που ελευθερώνει πραγματικά τον άνθρωπο οδηγώντας τον σε αγαθές σχέσεις προς τον συνάνθρωπο και το περιβάλλον και επιτίθενται για τους διωγμούς που επιδέχονται, χωρίς να πράττουν κάποιο ηθικό παράπτωμα, αλλά διότι ομολογούν το ένα όνομα του Ιησού Χριστού. 
Παρατηρούμε πως δεν επιμένουν τόσο στις λαϊκές κατηγορίες, γιατί προφανώς θεωρούν πως αυτές αναιρούνται εύκολα, αντιθέτως επιμένουν σε μία θεμελίωση των χριστιανικών παραδοχών, που τόσο παράλογες φαίνονταν στο εθνικό περιβάλλον, βασίζοντας την απολογητική τους με κέντρο τον άνθρωπο. 
Αντιθέτως η πολεμική απολογητική η οποία κατά βάση προέρχεται από Απολογητές εκτός του ελληνιστικού περιβάλλοντος, μένει σταθερά σε μία καταγγελτική τακτική κατά της ειδωλολατρίας, με στόχο ακόμα και τη διακωμώδηση της πρακτικής αυτών, προτάσσοντας "το δόγμα της ανάστασης των νεκρών, τη θεότητα του Ιησού Χριστού και την ενότητα του Θείου". 
Επισημαίνουν την αταξία των εθνικών θεών, την οργιαστική λατρεία, την ανηθικότητα του βίου και της τέχνης, την αστάθεια των διδαχών της. Τέλος παρατηρούμε πως αναφορές σε θαύματα είναι λιγοστές γιατί την εποχή αυτή δρα πλήθος θαυματοποιών και μάγων.


Η σημαντικότητα του έργου των Απολογητών
Η σπουδαιότητα της απολογητικής γραμματείας για το Χριστιανισμό, έγκειται αρχικά στην απόκρουση και διαφύλαξη της από τις επιρροές των Ιουδαίων, την πιθανή συμπάθεια που απέκτησαν υπήκοοι της αυτοκρατορίας, και ίσως και της συμπαθείας κάποιων αυτοκρατόρων με αποτέλεσμα τη σταδιακή επιείκεια της διωκτικής εντάσεως, τη διασύνδεση με την Ελληνική φιλοσοφία και κατ' επέκταση την ελληνική διανόηση. 

Τέλος τη σταθερή διασύνδεση του Χριστιανισμού με την Παλαιά Διαθήκη τη στιγμή που τα γνωστικά συστήματα κινούνταν προς μία τάση απόρριψης.
Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η επιρροή των απολογιών αυτών στο εθνικό περιβάλλον, και κυρίως στο αυτοκρατορικό περιβάλλον, αν και κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να εξακριβωθεί. 
Πιστεύεται μάλιστα πως η ελαστικότητα μερικών εξ αυτών, όπως ο Κόμοδος ή ο Αντωνίνος, προήλθε από την εκτίμηση τέτοιου είδους συγγραμμάτων. 
Με βεβαιότητα όμως θεωρείται πως η απολογητική γραμματεία επηρέασε πολύ το γενικότερο περιβάλλον, σταδιακά ακόμη και εκείνων οι οποίοι περιφρονούσαν το Χριστιανισμό, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την πλειάδα Απολογητών που προήλθε εκ του οικείου περιβάλλοντος. 
Η σύζευξη άλλωστε με το περιρρέον περιβάλλον και τη φιλοσοφία ήταν αναπόφευκτη, από τη στιγμή που ο Χριστιανισμός έπρεπε να επιδιώξει την Κυριακή εντολή της μαθητείας των εθνών, μία σύζευξη η οποία τελικά επιτεύχθηκε μέσω των Απολογητών και κυρίως μέσω ανθρώπων οι οποίοι προήλθαν από τα σπλάχνα του φιλοσοφικού συστήματος και της ελληνικής παιδείας.

Η τάση βέβαια που αναπτύχθηκε στην απολογητική γραμματεία ήταν διττή. 

Από τη μία πλευρά διαρκώς προέβαλλε τις διαφορές και τις αντιθέσεις μεταξύ των δύο ρευμάτων καθώς και τη διαρκή προβολή των μελανών σημείων της φιλοσοφίας (Τερτυλλιανός, Τατιανός ο Σύρος κ.α.). 
Από την άλλη πλευρά, ανεύρισκε σημεία επαφής με αυτή, αποδίδοντας φιλοσοφικές αλήθειες ακόμα και σε μεγάλους άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης όπως το Μωυσή (Ιουστίνος, Κλήμης Αλεξανδρείας κ.α.), πάντα όμως με το βλέμμα στραμμένο στα αντικρουόμενα σημεία που αντιδιαστέλλονταν τη χριστιανική διδασκαλία και κατ επέκτασιν το απολυτρωτικό έργο της σωτηρίας.

Έτσι από τη μία πλευρά, δια μέσω του συστήματος των Απολογητών, προήλθε σύζευξη Χριστιανισμού και Ελληνισμού, με το Χριστιανισμό να παραλαμβάνει όρους και έννοιες από τον Ελληνισμό και συνάμα να επηρεάζεται και ως προς τον τρόπο σύλληψης και διατύπωσης αυτών. 

Από την άλλη πλευρά παρατηρείται το παράδοξο φαινόμενο, ο Χριστιανισμός να αφομοιώνει μεν στοιχεία του περιβάλλοντος, συνάμα όμως να συγκρούεται με όλες τις ανακυκλούμενες ιδέες του συγκριτιστικού πολιτισμού. 
Αποτέλεσμα των δύο αυτών γεγονότων είναι αφενός οι Απολογητές να θεωρούνται η γέφυρα του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού με το Χριστιανισμό, αφετέρου να διατηρήσουν αναλλοίωτο τον πυρήνα της αποκαλυπτικής αποστολικής διδασκαλίας.
Οι Απολογητές κατάφεραν επίσης να συνδέσουν, με τη διαρκή πρόταση της ενότητος Παλαιάς και Νέας Διαθήκης και την πρόταση της αρχαιότητας της χριστιανικής πίστεως που ρίζες της ευρίσκοντο στην εποχή των πατριαρχών, και στοιχεία της ιουδαϊκής παράδοσης, υπό το πρίσμα της ανακεφαλαίωσης αυτής και της ερμηνείας μέσω της εν Χριστώ ανδρωθείσης αληθείας. 
Έτσι οι Απολογητές προσπαθούν να πείσουν πως οι προφητικές προρρήσεις της Παλαιάς Διαθήκης συντελέστηκαν στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.

Μέσα τελικά από τη διατήρηση της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και την κτισιολογία τους καταπολέμησαν εμμέσως το Γνωστικισμό και έδωσαν θεολογική τροφή στους αντιαιρετικούς συγγραφείς που εμφανίστηκαν κατά τα τέλη του αιώνος, όπως τον Ειρηναίο, τον Ιππόλυτο Ρώμης κ.α.



Βασικές προϋποθέσεις στη Θεολογία των Απολογητών
Οι Απολογητές προσπάθησαν να παρουσιάσουν τη χριστιανική πίστη μέσα στα πλαίσια της εκκλησιαστικής παράδοσης και των Γραφών. Θεολόγησαν γενικά, διότι το ενδιαφέρον τους ήταν να αντιπαραθέσουν την πίστη τους απέναντι στην Ελληνική φιλοσοφία και δεν εξέφρασαν όλη την πίστη τους, κάτι φυσικό αφού απευθυνόμενοι προς τους εθνικούς, οι Απολογητές εξήραν κατά κανόνα ότι μπορούσε να έχει αρνητική απήχηση στις ψυχές των αναγνωστών τους. 

Η παρασιώπηση ορισμένων δογματικών αληθειών δε σημαίνει και άγνοια αυτών εκ μέρους των Απολογητών.

Οι Απολογητές διέθεταν ικανές θεολογικές προϋποθέσεις αλλά αυτές τις υπέτασσαν στη θεωρητική αντίκρουση των επιχειρημάτων των πολεμίων του Χριστιανισμού. Οπωσδήποτε μπορούμε να βρούμε στους Απολογητές θετικά και προβληματικά στοιχεία, τα οποία πιθανώς να έδωσαν αφορμή σε μεταγενέστερους για αιρετικές δοξασίες.

Παρόλα αυτά ο θεολογικός λόγος τους επικεντρώνεται σε σημεία όπως την ειδωλολατρική πολυθεΐα, τις δυιστικές αντιλήψεις και τη λυτρωτική ενσάρκωση του Λόγου για το ανθρώπινο γένος και όχι τόσο στην καταγραφή μίας συστηματικής Χριστολογίας αν και μέσα στην γραμματεία τους, διαβλέπουμε την πρώτη χριστολογική καταγραφή. 

Η διδασκαλία περί Λόγου και τριαδικού Θεού ανάμεσα στους Απολογητές έχει ποικίλες αποχρώσεις και παρεκκλίνει σε μερικά σημεία, ενώ υπάρχουν και ορισμένες πλευρές της που φαίνεται επηρεασμένη από το περιρρέον φιλοσοφικό περιβάλλον με αποτέλεσμα να αποτελέσει το υπόβαθρο μεταγενεστέρων θεολογικών αποκλίσεων. 
Παρόλα αυτά θα πρέπει να γίνει αντιληπτό πως αυτή η διδασκαλία δε κάνει τους Απολογητές φιλοσόφους, διότι οι ίδιοι αποτελούν πιστά μέλη της εκκλησίας. Μάλιστα παρατηρούμε σε ορισμένους Απολογητές όπως ο Ιουστίνος, πως επιχειρούν καταγραφή ακόμα και των βαθύτερων αληθειών της χριστιανικής πίστης, ζητημάτων τα οποία έμοιαζαν ακατανόητα προς τους απευθυνόμενους, αποδεικνύοντας πως δεν απέβλεπαν σε ένα ανούσιο συμβιβασμό, αλλά σε μία έντεχνη προβολή του Χριστιανισμού στο εθνικό περιβάλλον τους, με σκοπό να τους οδηγήσουν στους κόλπους της χριστιανικής πίστεως.
Η παραγνώριση των ανωτέρω βασικότατων παραγόντων είναι δυνατόν να οδηγήσει σε εσφαλμένες κατά των Απολογητών επικρίσεις, ότι δηλαδή η θεολογία τους επέφερε παραφθορά του Χριστιανισμού.
Ακόμη θα πρέπει να αναφερθεί πως στα έργα των Απολογητών σκοπός είναι η άμυνα της χριστιανικής πίστης έναντι των ρωμαϊκών αρχών και της διανόησης, με απώτερο σκοπό τη νομική ανοχή του Χριστιανισμού και την κατάπαυση των διωγμών, και όχι σαν έργα θεολογικά που αναπτύσσουν το δόγμα της εκκλησίας για το Χριστό. Με τον ίδιο τρόπο άλλωστε ερμήνευσε η εκκλησία τα έργα αυτά και γι αυτό το λόγο η αιρετική χριστολογία του τρίτου και τέταρτου αιώνα έχει αλλού τις ρίζες της και όχι σε οποιαδήποτε κοσμολογικής υφής χριστολογία των Απολογητών.


Η Θεολογία των Απολογητών
Η απολογητική γραμματεία απευθύνεται κυρίως στη μη χριστιανική κοινότητα των λογίων της εποχής, ιδίως προς τους αυτοκράτορες, για την αντιμετώπιση που αυτοί επιφύλασσαν στο Χριστιανισμό και τις γενικότερες δοξασίες που του απέδιδαν. 

Έτσι μέσα από τη γραμματεία τους, στόχος δεν είναι η συντονισμένη και η συστηματική θεολογική προσέγγιση, αλλά η απόκρουση των εσφαλμένων δοξασιών και οι αναφορές περί Θεού των Απολογητών, κατά βάση αποσκοπούν σε δύο δεδομένα.
Πρώτον να αιτιολογήσουν την ύπαρξη του Θεού, το άναρχο και αΐδιό Του, συνάμα με την υπερβατικότητά Του, ενώ σε δεύτερο χρόνο, να εξηγήσουν το τρισυπόστατο της μονάδος, μία πρωτοφανή διδασκαλία για τα δεδομένα της εποχής.

Επειδή όμως αυτή η απολογία απευθύνεται σε εθνικούς θα πρέπει να στηρίζεται σε φιλοσοφικά επιχειρήματα, κινούμενη μεταξύ της Αγίας Γραφής και των φιλοσοφικών δεδομένων. 

Αποτέλεσμα τελικά αυτής της προσέγγισης είναι η θεολογία τους πολλές φορές να χαρακτηρίζεται από γενικότητες, αφού κύριος στόχος καταστάθηκε η ανάδειξη της υπεροχής του Ευαγγελίου σε σχέση με την φιλοσοφία, μέσω κυρίως της κοσμολογικής ενδείξεως αφού αυτή η μέθοδος ήταν γνωστή στον αρχαίο εθνικό κόσμο. 
Η τάση αυτή μάλιστα παρατηρείται έντονα στην προσπάθεια να εναρμονιστεί η χριστιανική θεολογία, με την περί του όντος φιλοσοφία, χρησιμοποιώντας τα στοιχεία εκείνα που συμβάδιζαν με τη χριστιανική σκέψη.
Κατά τους Απολογητές ο Θεός είναι ένας, η μοναδική αιτία υπάρξεως, που βρίσκεται εκτός κάθε αναγκαιότητας, ακόμα και της γεννήσεως, στον οποίο μόνο ανήκει η λατρεία. 
Εμμένουν στην ενότητά Του, σε αντίθεση με την πολυθεΐα της ειδωλολατρίας και τη δυαρχία του Γνωστικισμού και τονίζουν πως ο Θεός αυτός δεν εγκατέλειψε την ανθρωπότητα, αλλά έδωσε νόμο ώστε ο καθένας να μετανοήσει και να κατανοήσει ότι Ένας είναι ο Θεός. 
Σε αυτό το σημείο μάλιστα παρακολουθούμε Απολογητές όπως ο Αθηναγόρας, να επιχειρεί με λογικά επιχειρήματα και χρησιμοποιώντας όρους του φιλοσοφικού περιβάλλοντος να προσπαθεί να εδραιώσει τη μοναδικότητα και το αγέννητο της Θεότητος. 
Χαρακτηριστικό επίσης είναι σε αυτό το σημείο ότι χρησιμοποιεί τη φιλοσοφική διδασκαλία, όπου αυτή μπορεί να έχει κοινά σημεία επαφής, με αποτέλεσμα ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης να γίνονται χρήσιμα όργανα στην επιχειρηματολογία του.
Οι Απολογητές συνεχίζοντας αναφέρουν πως ο Θεός είναι φως το απρόσιτο, κόσμος τέλειος, πνεύμα, δύναμη, λόγος, νους αΐδιος, έχοντας εν εαυτώ τον λόγον, λογικός ων, αναλλοίωτος, αόρατος, αθάνατος, ακίνητος, μόνος, διάφορος από τον κτίση η οποία μεταβάλλεται και μπορεί να τραπεί από Αυτόν, πλήρης πάσης δυνάμεως, συνέσεως, σοφίας και πάντων των αγαθών, ακατάληπτος, αχώρητος.
Έτσι τονίζοντας την απόλυτη υπερβατικότητά του, η φύση του Θεού καταστάται απρόσιτη, με αποτέλεσμα να μην αποτελεί αντικείμενο γνώσης, διότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο για τον άνθρωπο, αφού ο Θεός είναι άρρητος και ανέκφραστος. 
Η όποια γνώση του Θεού συνίσταται στην εμπειρία, τη βίωση του ανθρώπου, αλλά κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο κάτω από προϋποθέσεις. 
Αλλά και αυτή η όραση και θεωρία εκφράζεται περιορισμένα και καταχρηστικά, διότι δεν μπορούμε ως πεπερασμένα όντα να προσδιορίσουμε το Θεό. Έτσι ο άνθρωπος χρησιμοποιεί γλώσσα καταχρηστική και σχετική, καταγράφοντας απλά περιγραφές σχετικές με την ανθρώπινη εμπειρία. Αυτή μάλιστα η θεολογία, η λεγόμενη και ως ονοματοκρατία, ουσιαστικά αποτέλεσε και τη βάση των Καππαδοκών πατέρων κατά τον 5ο αιώνα.

Σε αυτή την προσπάθεια της αντιμετώπισης των επιθέσεων του Χριστιανισμού, η Θεολογία αποκτά νέα φυσιογνωμία. 

Χωρίς να χάνει το βιβλικό της χαρακτήρα και χωρίς να αλλοιώνεται το περιεχόμενό της, μπορεί πλέον να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των μη χριστιανών λογίων της εποχής. 
Έτσι η βιβλική έννοια του Θεού Πατέρα χρησιμοποιείται για να καταδείξει μία νέα διάσταση του Θεού με τον κόσμο, αφού πλέον ο Θεός Πατήρ, είναι πατέρας όλης τη κτίσης και της ανθρωπότητας. Εκεί μάλιστα εμφανίζεται και η καινοτόμος διδασκαλία του Χριστιανισμού, αφού ο Χριστιανισμός πλέον προτείνει ένα νέο κοσμοείδωλο, σε ότι αφορά την κτίση. 
Αυτό είναι η δημιουργία από το μη όν (από το μηδέν). Η διδασκαλία αυτή κατά βάση έρχεται σε αντίθεση με αυτή του Πλάτωνα, την οποία αρχικώς υποστήριξε και ο Ιουστίνος, δηλαδή τη δημιουργία του κόσμου, από προϋπάρχουσα ύλη. Τελικά όμως και αυτός ο Ιουστίνος, θα απεμπλακεί αργότερα από αυτή τη λανθασμένη διδασκαλία, αφού ως γνωστόν, η θεολογία του Ιουστίνου, καταγράφεται σε δύο περιόδους, μία κατά τη διάρκεια την οποία ταύτιζε το Θεό με τις πλατωνικές ιδέες και μία δεύτερη κατά την οποία ελευθερώθηκε από αυτή την ιδεοληψία.

Η θεολογία όμως των Απολογητών, υπεισήλθε και στο φαινόμενο της τρισυπόστατης μονάδος. Κάτι τέτοιο όμως δεν γίνεται συστηματικά, διότι δε τίθεται ως ζήτημα από το εθνικό περιβάλλον. Μέσα λοιπόν από τη γραμματεία τους διακρίνουμε το Θεόφιλο, να αναφέρετε στην τριαδικότητα του Θεού, ενώ είναι χαρακτηριστικό πως ο Λόγος και το Πνεύμα προϋπάρχουν της δημιουργίας και συνδέονται με τον Πατέρα Θεό, με μία μοναδική σχέση, αφού αποτελούν γέννημα του Θεού από τα σπλάχνα του. 

Ο Ιουστίνος που ασχολείται περισσότερο από όλους τους Απολογητές στο τριαδολογικό ζήτημα, ουσιαστικά θέτει το χαρακτήρα της εκκλησίας ως τριαδοκεντρικό, συνδέοντας το Βάπτισμα και την Ευχαριστία, με την πίστη της Εκκλησίας στον Τριαδικό Θεό, ενώ επίσης αναφέρεται σε κοινωνία προσώπων. 
Παρόλα αυτά ο ίδιος εξαίροντας την υπερβατικότητα του Θεού κινείται προς μια τάση υποταγής του Λόγου προς το Πατέρα. 
Ο Τατιανός, μαθητής του Ιουστίνου, προχώρησε ακόμα ένα βήμα διαφοροποιούμενος από αυτή τη διδασκαλία, διατυπώνοντας πως η Τριάδα προήλθε από μερισμό, διασώζοντας όμως την επαφή και κοινωνία με την πηγή, χωρίς να επέρχεται μείωση στην ουσία της Θεότητος. 
Ο Αθηναγόρας, μεστότερος από όλους στο ζήτημα της τριαδολογίας θεολογεί πως ο Λόγος και το Πνεύμα, συνυπάρχουν στον αγέννητο Θεό και πως η ενέργεια είναι κοινή μεταξύ των προσώπων. Ο ίδιος μάλιστα φτάνει σε σημείο να διαχωρίζει και να προσδιορίζει τις σχέσεις μεταξύ των προσώπων, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά τους όρους ένωση και διαίρεση ταυτόχρονα, για να περιγράψει το φαινόμενο της τρισυποστάτου μοναδικής Θεότητος, χωρίς να υπεισέρχεται υποταγή, τη στιγμή που ο Μελίτων Σαρδέων αποφαίνεται για το Θεϊκό πρόσωπο του Χριστού, ότι είναι "φύσει Θεός", καταδεικνύοντας με παρομοίως σαφή τρόπο τη σχέση που διέπει τις υποστάσεις των Θεϊκών προσώπων.


Η Χριστολογία των Απολογητών
Η περί Λόγου διδασκαλία των Απολογητών, αποτελεί την κορωνίδα και επιτομή της θεολογικής προσεγγίσεως του χριστιανικού κόσμου, με το εθνικό περιβάλλον. 

Έτσι ο Ιησούς Χριστός, για τους Απολογητές, ως προαιώνιος Λόγος, ήταν το πρόσωπο το οποίο όλες οι προφητείες επαληθεύονταν και ταυτόχρονα η θεολογική αφετηρία της ενότητος του Χριστιανισμού με τον εθνικό κόσμο, αφού η έννοια Λόγος, είχε τόσο σηματοδοτηθεί από τους Στωϊκούς και τον Πλάτωνα, όσο και από το Φίλωνα τον Ιουδαίο, με αποτέλεσμα η θεολογική αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος να είναι καθοριστική για την περαιτέρω διαμόρφωση της χριστιανικής διδασκαλίας.
Η διδασκαλία των Απολογητών για τον Ιησού Χριστό είχε ως σκοπό να διαφωτίσει τους μη χριστιανούς διανοουμένους και όχι να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη Χριστολογία.
Ο Λόγος για τους Απολογητές είναι αναμφισβήτητα το ίδιο κοινό πρόσωπο, το οποίο σαρκώθηκε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε για να λυτρώσει τον κόσμο από την αμαρτία. 
Είναι ο προαιώνιος Λόγος, Αυτός ο οποίος προφητεύθηκε ως Υιός του Θεού, στην Παλαιά Διαθήκη, ότι θα σταλεί για τη σωτηρία των ανθρώπων. 
Έτσι οι Απολογητές διαχωρίζουν τη θέση τους από την Ιουδαϊκή γραμματεία, η οποία είχε μία τάση να εμφανίζει ως απρόσωπη δύναμη το Λόγο και πλέον τον εμφανίζει ως πρόσωπο και υπόσταση. 
Ο Υιός και Λόγος, είναι φυσικός Υιός του Θεού και μόνο γέννημα που δεν μπορεί να παραβληθεί σε σχέση με την ανθρώπινη υιότητα, διότι δεν είναι κτίσμα, αλλά βρίσκεται αδιασπάστως μαζί με τον πατέρα.
Ο Υιός και Λόγος υπήρξε προαιωνίως μέσα στον Πατέρα, αλλά σε αυτό το σημείο εντοπίζονται και αποκλίσεις, σχετικά με τον προσδιορισμό ως υπάρξεως του προσώπου. 
Έτσι για παράδειγμα ο Ιουστίνος μας αναφέρει πως αυτή έγινε προ της κτίσης, ουσιαστικά όμως όχι ταυτόχρονα με την κτίση (αν και το κείμενο αυτό είναι αρκετά ασαφές). 
Σε άλλη περίπτωση διαφαίνεται το φαινόμενο της υποταγής, αν και αυτό δεν εξηγείται επαρκώς αν συμβαίνει ως προς το αίτιο ή λόγω δυνάμεως, ζήτημα βέβαια που δεν αποδέχονται όλοι οι Απολογητές, όπως ο Αθηναγόρας. 
Σε κάθε περίπτωση στο σύστημα των Απολογητών, ο Λόγος είναι ξεχωριστή υπόσταση, είναι φύσει Θεός, καθώς έχει εξαγγελθεί και από τους προφήτες, ενώ η θέληση, η συνεργία, η γνώμη και η ενέργεια είναι μία με αυτή του Πατέρα. 
Ο Λόγος τελικά είναι αυτός δια μέσου του οποίου τα πάντα δημιουργήθηκαν, ο οποίος εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη και αποκαλύπτεται στους Προφήτες, είναι αυτός που φανερώνεται στις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης. Τέλος πρέπει να τονιστεί πως η πλειοψηφία των Απολογητών, όπου ασχολούνται με την σχέση του Λόγου με τον Πατέρα, χρησιμοποιούν το μοντέλο περί ενδιαθέτου και προφορικού Λόγου.
Παρά τα αρκετά κοινά σημεία τα οποία βρίσκει κανείς στη θεολογία περί Λόγου των Απολογητών και τη συμφωνία με το υπάρχων δόγμα της εκκλησίας, υπάρχουν και ορισμένα προβληματικά στοιχεία. Με βάση μάλιστα αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαμε να πούμε ότι παρότι οι επιδράσεις της φιλοσοφίας είναι μάλλον μορφολογικές και εξωτερικές, και παρότι οι ίδιοι αποτελούν πιστά μέλη της εκκλησίας, στο ζήτημα περί Λόγου δεν μπορούν να εκληφθούν ως πιστοί μάρτυρες του δόγματος της εκκλησίας. Οι απόψεις αυτές δείχνουν να έχουν αρειανικό και μοναρχιανικό χαρακτήρα, δίχως όμως να χαρακτηρίζονται ως τέτοιες, διότι τόσο η θεότητα του Λόγου είναι κοινό γνώρισμα των Απολογητών, όσο και η ομοουσιότητα που διέπει το έργο τους, έστω και αν δεν αναφέρεται με το γνωστό θεολογικό όρο.
.........
Τα κύρια προβλήματα τα οποία κυριαρχούν στη θεολογία περί λόγου των Απολογητών, θα λέγαμε ότι είναι κυρίως δύο. Αφενός μεν το μοντέλο ενδιαθέτου και προφορικού Λόγου, αφετέρου δε η υποταγή του Λόγου στον Πατέρα. Τα στοιχεία λοιπόν αυτά διατυπώθηκαν με μεγαλύτερη σαφήνεια μεταγενέστερα από την Εκκλησία. Οι τάσεις αυτές όμως έχουν ένα κοινό παρονομαστή. Να εξάρουν την απόλυτη υπερβατικότητα του Θεού.

......
Μία τρίτη διάσταση είναι η προσπάθεια των Απολογητών να αποδείξουν στο μορφωμένο εθνικό περιβάλλον ότι ο Χριστιανισμός ως φιλοσοφία δεν υπολείπεται σε τίποτα του πλατωνισμού, του νεοπλατωνισμού και του στωικισμού. 

Έτσι τελικά γίνεται αντιληπτό πως οι Απολογητές δεν έγραψαν τα έργα τους γενικά μέσα στην άνεση του φιλοσοφικού σπουδαστηρίου, αλλά βρισκόμενοι κάτω υπό πίεση επιζητώντας με κάθε τρόπο να πείσουν τους διώκτες τους και παρότι ήσαν ικανότατοι θεολόγοι, οι ίδιοι λόγω των περιστάσεων τόνισαν και αλήθειες οι οποίες δεν είναι χαρακτηριστικές του Χριστιανισμού, αλλά της θρησκευτικής φιλοσοφίας της εποχής.

Τελικά λόγω της πρότασης της κοσμολογικής εικόνας, η οποία ουσιαστικά υπαγορεύεται από τον τρόπο φιλοσοφικής τάσης της εποχής και εν πολλοίς από το Γνωστικισμό, εξελληνίζεται η έννοια του Λόγου και τονίζεται η σχέση του ιστορικού Ιησού με τη θεότητα, δίχως να εξαντλεί και να αντιπροσωπεύει με πληρότητα το ουσιώδες της πίστης τους για τον Ιησού.


Ενώ λοιπόν το κίνητρό τους είναι εν μέρει κοσμολογικό, περισσότερο κινούνται από απολογητική διάθεση να κάνουν κατανοητή τη χριστιανική πίστη για τον Ιησού με τη βοήθεια της κοινής στην παιδεία της εποχής τους έννοια του Λόγου και εξ αυτού οι Απολογητές μπορούν νοηθούν πιο πολύ ως Χριστιανοί παρά ως φιλόσοφοι, οι οποίοι σαν άνθρωποι της εποχής τους, κατά κάποιο τρόπο δένουν με την εμπειρική της Εκκλησίας πίστη στον Ιησού, ως το Χριστό και Λόγο. Σε κάθε περίπτωση όμως δε θα πρέπει να λησμονείται και να απαξιώνεται το έργο των Απολογητών, διότι αυτό κρύβει ένα θησαυρό χριστολογικής εξήγησης της Παλαιάς Διαθήκης.
......................

Η Φιλοσοφία των Απολογητών
..............
Το συνολικό έργο των Απολογητών φανερώνει την κοινή αυτή ανάγκη, που πήγαζε από τις σημαντικές προκλήσεις της εποχής τους. Έπρεπε να υπερασπιστούν τους χριστιανούς που διώκονται άδικα, να αντεπιτεθούν στην ειδωλολατρική θρησκεία αλλά και να προβάλουν με θετικό τρόπο τον Χριστιανισμό μέσα στο φιλοσοφικό κλίμα της εποχής. 

Επί της ουσίας, ήταν η σειρά των Χριστιανών να μιμηθούν το παράδειγμα λογίων του Ιουδαϊσμού, οι οποίοι απηύθυναν προς τους πεπαιδευμένους ειδωλολάτρες αξιόλογες απολογητικού χαρακτήρα μελέτες, απολογούμενοι για τη θρησκευτική ιδιαιτερότητα του Ιουδαϊσμού (Περιτομή, Σάββατο κ.ά.). Έτσι, οι Απολογητές ανέλαβαν με τη σειρά τους την αποστολή της ανάδειξης της πνευματικής ισότητας, και μάλιστα της πνευματικής υπεροχής, έναντι των αντιπάλων.
..........

περισσότερα εδώ: users.sch