Δευτέρα 17 Απριλίου 2017

Τα Στιχηρά του Πάσχα
Πάσχα τὸ τερπνόν, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα,



Ἦχος πλ. α’
Στίχ. 
Ἀναστήτω ὁ Θεός, 
καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ, 
καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ 
οἱ μισοῦντες αὐτόν.

Πάσχα ἱερὸν ἡμῖν σήμερον ἀναδέδεικται, 
Πάσχα καινόν, Ἅγιον, Πάσχα μυστικόν, 
Πάσχα πανσεβάσμιον, 
Πάσχα Χριστὸς ὁ λυτρωτής, 
Πάσχα ἄμωμον, Πάσχα μέγα, 
Πάσχα τῶν πιστῶν, 
Πάσχα, τὸ πύλας ἡμῖν τοῦ Παραδείσου ἀνοῖξαν, 
Πάσχα, πάντας ἁγιάζον πιστούς.
Στίχ. 
Ὡς ἐκλείπει καπνός, ἐκλιπέτωσαν, 
ὡς τήκεται κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρός.

Δεῦτε ἀπὸ θέας Γυναῖκες εὐαγγελίστριαι, 
καὶ τῇ Σιὼν εἴπατε· 
Δέχου παρ΄ ἡμῶν χαρᾶς εὐαγγέλια, 
τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ, 
τέρπου, χόρευε, καὶ ἀγάλλου Ἱερουσαλήμ, 
τὸν Βασιλέα Χριστόν, θεασαμένη ἐκ τοῦ μνήματος, 
ὡς νυμφίον προερχόμενον.

Στίχ. 
Οὕτως ἀπολοῦνται οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ. 
καὶ οἱ δίκαιοι εὐφρανθήτωσαν.

Αἱ Μυροφόροι γυναῖκες, ὄρθρου βαθέος, 
ἐπιστᾶσαι πρὸς τὸ μνῆμα τοῦ Ζωοδότου, 
εὗρον Ἄγγελον, ἐπὶ τὸν λίθον καθήμενον, 
καὶ αὐτὸς προσφθεγξάμενος, αὐταῖς οὕτως ἔλεγε· 
Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; 
τί θρηνεῖτε τὸν ἄφθαρτον ὡς ἐν φθορᾷ; 
ἀπελθοῦσαι κηρύξατε, τοῖς αὐτοῦ Μαθηταῖς.

Στίχ. 
Αὕτη ἡ ἡμέρα, ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος, 
ἀγαλλιασώμεθα, καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ.

Πάσχα τὸ τερπνόν, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα, 
Πάσχα πανσεβάσμιον ἡμῖν ἀνέτειλε, 
Πάσχα, ἐν χαρᾷ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα, 
ὦ Πάσχα λύτρον λύπης· 
καὶ γὰρ ἐκ τάφου σήμερον ὥσπερ ἐκ παστοῦ, 
ἐκλάμψας Χριστός, τὰ Γύναια χαρᾶς ἔπλησε λέγων· 
Κηρύξατε Ἀποστόλοις.

Παρασκευή 14 Απριλίου 2017

«Σὲ τόν ἀναβαλλόμενον, τό φῶς ὥσπερ ἱμάτιον,...»

Δοξαστικό των αποστίχων 
του Εσπερινού της Μεγάλης Παρασκευής 
Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον, τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον, 
καθελὼν Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου, σὺν Νικοδήμῳ, 
καὶ θεωρήσας νεκρὸν γυμνὸν ἄταφον, 
εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών, 
ὀδυρόμενος ἔλεγεν. 
Οἴμοι, γλυκύτατε Ἰησοῦ! 
ὃν πρὸ μικροῦ ὁ ἥλιος 
ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος, 
ζόφον περιεβάλλετο, 
καὶ ἡ γῆ τῷ φόβω ἐκυμαίνετο, 
καὶ διεῤῥήγνυτο ναοῦ τὸ καταπέτασμα, 
ἀλλ' ἰδοὺ νῦν βλέπω σε, 
δι' ἐμὲ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον, 
πῶς σε κηδεύσω Θεέ μου; 
ἢ πῶς σινδόσιν εἰλήσω; 
ποίαις χερσὶ δὲ προσψαύσω, 
τὸ σὸν ἀκήρατον σῶμα; 
ἢ ποῖα ᾄσματα μέλψω, 
τῇ σῇ ἐξόδῳ Οἰκτίρμον; 
Μεγαλύνω τὰ Πάθη σου, 
ὑμνολογῶ καὶ τὴν Ταφήν σου, 
σὺν τῇ Ἀναστάσει, κραυγάζων. 
Κύριε δόξα σοι.

Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

Μεγαλοβδομάδα! Τι κρατάω;


τον ολάνθιστο κήπο της Μεγαλοβδομάδας, ανοίγω με δισταγμό το πορτάκι του ξύλινου φράχτη και κάνω δυο τρία δειλά βήματα.
Από πίσω μου βοή. Πολέμων ακοές. Παρανοϊκοί εκτελεστές. Δραπέτες. Καταρρεύσεις. Ένοχοι που ψάχνουν ενόχους. Εικόνες χωρίς νόημα. Ηλιακά συστήματα χωρίς ήλιο.
Τον ντρέπομαι τον κήπο. Μοιάζω παράταιρος. Χωρίς γοερές υπερβολές, κοιτάζω κατάματα τα γεγονότα και καταλήγω νηφάλια:
«Ένδυμα ουκ έχω».
Πιστεύω όμως στη δύναμη τού κήπου να κρατιέται αμόλευτος. Μα και σε μια ακόμη δύναμή του πιστεύω:
Να λαμπραίνει τα στιγματισμένα και θαμπά. Και του ζητώ:
«Λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής».
Μονοπάτια μικρά ανάμεσα στα παρτέρια. Στοές από μπουκαμβίλιες και γιασεμιά, λιγάκι σκοτεινές, όπου ο ήλιος δε βρίσκει εύκολα δρόμο. Σιωπή! Πίσω μου, το φως των προβολέων μου γνέφει να μην μπλέξω.
«Δύσκολοι, μου θυμίζει, οι καιροί. Άλλες μελαγχολίες και περισυλλογές δεν αντέχουν. Μείνε εδώ να ξεχαστείς λιγάκι».
Οι οθόνες ολόφωτες, με προσκαλούν στην διάσπαση που χαρίζουν τα τρέχοντα. Θυμάμαι όμως -ευτυχώς-, πως, ποτέ η ενημέρωση δε μού ’δωσε ούτε μια στάλα χαράς. Κι όσο κι αν συσσωρευότανε, ποτέ κάτι δεν άλλαξε για το καλύτερο.
Το αποφάσισα: Θα περπατήσω στις σκιερές στοές, γιατί, παρ’ όλη τη μελαγχολία που σκορπάνε, σκορπάνε και αρώματα, σκορπάνε και αγκαλιά. Νιώθω το μισόφωτό τους για χάδι, και στο κορμί και στη ψυχή μου. Μα και για κάτι άλλο θα τις περπατήσω: Για ένα φως, ένα άλλο φως, που τρεμοπαίζει εκεί, στην τελευταία στροφή του κήπου. Φως, που λες, αν το αρνηθώ, θα έχω χάσει ευκαιρία… και δρόμο… και αναπαμό.
Αποφασίζω να το ζητήσω αυτό το φως. Κι όταν θα βρεθώ κοντά του, θέλω κάτι να κρατώ. Αγένεια μου μοιάζει να φτάσω μ’ άδεια χέρια. Βάζω «ευλογητός» και κάνω το πρώτο βήμα.
Κάτω, το μονοπάτι στρωμένο βάγια. Βάγια της Κυριακής, που θυμάται μια είσοδο. Κρατώ τον θρίαμβο, κρατώ και την ειρωνεία αυτής της εισόδου. Ο Βασιλιάς, ο Μεσσίας, ο Λυτρωτής καθισμένος πάνω στο ταπεινότερο των τετραπόδων. Αμήχανοι οι επικοινωνιολόγοι τον κοιτούν. Δεν τον αναλαμβάνουν. Οι πράξεις Του είναι αντιεπικοινωνιακές. Εκείνοι ετοιμάζουν ηγέτες λαμπερούς. Κοιτάω και το βλέμμα Του, την ώρα που ο όχλος κραυγάζει «ωσαννά». Ακούω τη σκέψη Του:
«Δεν ξέρουν τι ζητάνε».
Θα το ξαναπεί σε λίγες μέρες, καρφωμένος. Κρατώ αυτό το βλέμμα Του, το αποφασισμένο και θλιμμένο. Κρατώ και τις κραυγές του θριάμβου να μου θυμίζουν τον πικρό, τον πρόσκαιρο, τον φευγαλέο έπαινο των ανθρώπων. Κλείνω στη χούφτα μου δυο-τρία βάγια και συνεχίζω.

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ανθισμένη στοά. 
Ο Ιωσήφ ο πάγκαλος (οι όντως πάγκαλοι γράφονται πάντα με το «πι» μικρό) μού γνέφει. 
Κρατώ τα σημάδια του από το χτύπημα, την ώρα πού ’πεφτε στο πηγάδι, από των αδελφών του, των ανθρώπων των δικών του, το σπρώξιμο. 
Κρατώ τη χρυσή του καρδιά, που ήξερε πάντα να τού ανοίγει δρόμο ανάμεσα στις αρχές και τις εξουσίες του κόσμου τούτου. 
Κρατώ τη συνοχή της σκέψης του, όταν τα αξιώματα θα μπορούσαν να τον τρελάνουν. 
Κρατώ την αγκαλιά του, την ώρα που η εκδίκηση τού χάιδευε τ’ αυτιά.
Έχει και μια συκιά η στοά. Φουντωμένη και καταπράσινη. Αλλά χωρίς ούτε ένα σύκο. Τη βλέπω και πικραίνομαι. Καλύτερη εικόνα των λόγων δίχως έργα, των ομιλιών δίχως έρμα, των σχεδίων χωρίς διάθεση για δόσιμο και θυσία δεν υπάρχει. Απλώνω τα χέρια μου και κόβω να κρατήσω δυο φύλλα. Μόλις που πρόλαβα. Βήματα δυο δεν έχω κάνει, και την βλέπω να ξεραίνεται μονομιάς.

ΤΡΙΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ανθισμένη στοά. 
Καθώς την διασχίζω, με φτάνει μια παρέα από δέκα κορίτσια. Κρατούν λυχνάρια και μιλάνε για ένα γάμο. Μια απ’ αυτές, με βλέπει και βιαστικά μου δίνει ένα λυχνάρι. Είναι μισοάδειο, μα προς το παρόν φωτίζει καλά. Τα κορίτσια φαίνονται ανυπόμονα. Με προσπερνούν γελώντας.
Ανησυχώ για το λυχνάρι μου. Δε θα μου φτάσει το λάδι. Είναι μακρύς ο δρόμος και θα ξεμείνω από φως. Χρειάζομαι λάδι. Επειγόντως! Λάδι πίστης πιο στέρεης, λάδι αγάπης πιο πρακτικής, λάδι προσευχής πιο συνεπούς και πιο επίμονης απ’ ό,τι μέχρι τώρα. Γρήγορα! Τώρα! Δεν ξέρω πότε θα χρειαστεί. Καθώς τα σκέφτομαι αυτά, πέντε από τις κοπέλες γυρίζουν βιαστικά, με τα λυχνάρια τους σβηστά. Σε λίγο τις βλέπω να επιστρέφουν τρέχοντας και να στρίβουν σε μια γωνία.
Ακούω τις φωνές τους:«Ανοίξτε, είμαστε κι εμείς εδώ».
Χτυπάνε κάποια πόρτα, αλλά δε μου φαίνεται να την ανοίγουν. Κρατώ σφιχτά το λυχνάρι μου. Θεέ μου, μη μ’ αφήσεις να στερέψω!

ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ανθισμένη στοά. 
Μοσχοβολάει. Σα νά ’σπασε ένα αλάβαστρο κι έχει χυθεί το μύρο. Το ξέρω πως δεν είναι μόνο αυτό. Είναι πολλά τα μύρα που ξέρει ο κόσμος να παρασκευάζει. Όμως αυτό εδώ δεν έχει μόνο συστατικά χημικού εργαστηρίου. Μέσα του έχουνε χυθεί στάλες δακρύων μετανοίας. 
Ακούω τον μαθητή τον παραστρατημένο να εξανίσταται, πασκίζοντας να το αποτιμήσει. Τι να αποτιμήσει! Ποιος μπορεί να υπολογίσει την αξία των δακρύων μιας ψυχής που συντρίβεται! Πώς κοστολογείται η υπομονή, μπροστά στην περιφρόνηση και τα βρώμικα βλέμματα των «καθωσπρέπει» ακροατών του Δασκάλου, την ώρα που αυτή, η πόρνη, με το θράσος της απόγνωσης μυρώνει τα πόδια Του, που δεν τολμά καλά-καλά να τα αγγίξει!
«Μα γίνεται Κύριε να τη δεχτείς; Γίνεται Κύριε να δεχτείς τον καθένα, που αμαρτία δεν φτιάχτηκε, που να μην πότισε το κορμί του;»
«Γίνεται, τον ακούω να με διαβεβαιώνει. Φτάνει πολύ να αγάπησε».
«Ε όχι Κύριε δε γίνεται!», επιμένουν οι καλεσμένοι. Μαζί τους επιμένω κι εγώ. Κι ας μη το φωνάζω. Ευτυχώς, σημασία καμιά δε μας δίνει. Κι αφήνει τα μαλλιά της να σκουπίζουν τα πόδια Του. Βουτώ τα φύλλα των βαγιών και της συκιάς στο μύρο που ρέει δίπλα στα πόδια μου, μπας και κρατήσω αυτή την άρρητη ευωδία της μετανοίας και συνεχίζω.

ΠΕΜΠΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ανθισμένη στοά. 
Μια ξύλινη στάλα και στο τέρμα της ένα μεγάλο στρωμένο τραπέζι με λίγα απομεινάρια φαγητού. Κάποιοι έτρωγαν εδώ πριν από λίγο. Οι θέσεις δεκατρείς. Στη θέση τη μεσαία, κομμάτια από ψωμί και μια μισογεμάτη κανάτα κρασί, κόκκινο σαν αίμα. Φέρνω στα χείλη μου λίγη ψίχα ψωμιού βουτηγμένου στο κρασί. Στυλώνομαι. Κρατώ ακόμη ένα νοτισμένο κομμάτι και το τυλίγω σ’ ένα φύλλο από την ξεραμένη συκιά. Λίγο πιο κει, μία λεκάνη με μια πετσέτα. «Θα φώναξαν και κάποιο δούλο, σκέφτομαι, για να τους πλύνει τα πόδια».
Πού νά ’ξερα, πως η λεκάνη αυτή έγινε κολυμπήθρα ταπεινοφροσύνης, για όσους θα θέλουν να ακολουθήσουν τα βήματα Εκείνου, που πριν λίγο έσκυψε και έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του. Κι ας είχε πριν από λίγο μεταβάλει σε φάρμακο αθανασίας το ψωμί και το κρασί, το κόκκινο σαν αίμα!
Κατεβαίνω. Λάμπει το φεγγάρι πίσω από τις φυλλωσιές. Ένα παράπονο, μου σκίζει την καρδιά:
«Ζήτησα δύναμη στην προσευχή, ν’ αντέξω τα κρίματα ολόκληρου του κόσμου, που σε λίγο θα ματώσουν το κορμί μου και θα βαρύνουν ασήκωτα τους ώμους μου. Και δεν χαλαλίσατε λίγα λεπτά ύπνου, για να προσευχηθείτε μαζί μου;»
Τι να του απαντήσουν οι μαθητές του, τι να του απαντήσω κι εγώ!
Πως Τον άφησα μόνο Του, γιατί τρυγούσα, τις λίγες, τις ασήμαντες ψευτοχαρές μιας ζωής, την ώρα που ζητούσε συντρόφους για να γλυκάνει τις πληγές του κόσμου;
Μόνος στον κήπο της Γεθσημανή, μόνος και μπροστά στους άρχοντες και τους σοφούς του κόσμου τούτου. Πώς να τον υπερασπιστώ; Κάθομαι έξω στην αυλή, να κάνω λίγη παρέα στον Πέτρο. Μαζί θα φωνάξουμε με αγανάκτηση:
«Όχι, δεν τον ξέρουμε. Δεν είμαστε μ’ Αυτόν! Είμαστε δικοί σας. Τα συστήματά σας αναγνωρίζουμε, με τους δικούς σας κανόνες παίζουμε, τα οράματά σας μοιραζόμαστε. Μαζί σας ψάχνουμε τους άλλους, τους κακούς, που πάντα φταίνε για τα δεινά μας. Μαζί σας ελπίζουμε, πως πάντα κάποιος άλλος, κάποιος καλός θα ’ρθεί για να μας σώσει. Αυτός εκεί μέσα είναι τρελός. Κάθε στραβό του κόσμου, κάθε πληγή των ανθρώπων τα κάνει δική Του υπόθεση. Δεν ψάχνει ενόχους. Κάνει την ξένη ευθύνη δική Του. Αν είναι δυνατόν! Εμείς, δικοί Του; Απορώ και που το σκεφτήκατε».
Μες τις βραγιές, ένας κόκορας σαλπίζει ξημέρωμα. Μα ποιος άφησε
εδώ τον κόκορα; 
Ο Πέτρος με αφήνει και φεύγει, κλαίγοντας πικρά.
Κάτι μεγάλο παρασκευάζεται στην επομένη ανθισμένη στοά. Τι να κρατήσω από δω! Τα πάντα στάζουν αίμα. Ματωμένα φραγγέλια, ματωμένα αγκάθια, ματωμένος χιτώνας. Σα να αιμορραγεί όλος ο κόσμος. Όλη η φρίκη του ματωμένου μαρτυρίου ενός αθώου απλώνεται και πλημμυρίζει τον χρόνο και τον χώρο. Παράνοια! Ποιο το νόημα μιας ανθρωπότητας που στάζει αίμα; Ποιος φταίει, ποιος δικάζει, ποιος τιμωρεί; Τι θα έχανε η δημιουργία αν εξαφανιζόταν ο άνθρωπος; Τι θα έχανε η πλάση, τα δέντρα, τα ποτάμια, η θάλασσα ο αέρας, τα ζώα, αν απαλλασσόντουσαν από το πιο άγριο θηρίο τους; Ένα κορμί λυγίζει από το βάρος του Σταυρού. Γυρίζει με κοιτάει. Τον βλέπω κι αμέσως νιώθω όλους τους ανθρώπους αδέλφια μου:
«Είναι καλοί οι άνθρωποι, κραυγάζει η καρδιά μου, εικόνες Θεού, εικόνες Θεού, ει και στίγματα φέρουν πταισμάτων! Υπάρχει ελπίδα!»Στις κόρες των κατακόκκινων ματιών Του λάμπει ένας κόσμος ποτισμένος στην πραότητα, στην προσφορά και στην ισορροπία. Δεν μπορώ να αντέξω το παραπάτημά Του. Κάνω να Του δώσω ένα χέρι.
Με προλαβαίνει κάποιος Κυρηναίος. Σκύβω να μαζέψω ένα καρφί, που έπεσε απ’ το ζεμπίλι ενός Ρωμαίου.
Μία κραυγή σκίζει σε λίγο τον αέρα. 
Ένα «τετέλεσται». 
Οι χλευαστές από κάτω ακούν για κάποιον, που τέλειωσε. Εγώ, σα να ακούω «όλα αρχίζουν».
Σάββατο πια! Το μονοπάτι μου αρχίζει και κατηφορίζει απότομα. Κάτω εδώ, λουλούδια δεν ανθίζουν. Πού κατεβαίνω; Στον Άδη των Αρχαίων; Στον Άδη της φρίκης του κόσμου; Ή στον Άδη της δικής μου καρδιάς; Πολλή σημασία δεν έχει. 
Κάτω εδώ, σημασία έχει το σκοτάδι. Το πηχτό, το στεγανό, το απόλυτο σκοτάδι. Όλοι και όλα εδώ κάτω ψάχνονται. Κάνουν κύκλους και κάπου-κάπου νομίζουν πως –επιτέλους-, από δω δεν ξαναπέρασαν, πως από δω περνάνε για πρώτη φορά, πως ο κύκλος πια θα σπάσει. 
Και πάντα η διάψευση. Πάντα όλοι έχουν ξαναπεράσει από κει και πάλι θα ξαναπεράσουν. 
Στον Άδη, όπως στην ιστορία των ανθρώπων, τίποτε δεν αλλάζει. Γι’ αυτό είναι τόσο σκοτεινά!
Πανικός! Πού είναι το τέρμα; 
Εγώ ξεκίνησα μια βόλτα σ’ έναν κήπο. Να τελειώνουνε τ’ αστεία! Θέλω το Πάσχα μου το κανονικό. Θέλω τα σοκολατένια μου αυγά με το δώρο έκπληξη! Θέλω τα υπέρβαρα αμάξια στη Εθνική και τις σούβλες να εξέχουν. Θέλω τις κροτίδες, που θέλουν να ανατινάξουν το ναό. Θέλω το άδειο προαύλιό του μετά το πρώτο-πρώτο Χριστός Ανέστη! Θέλω να φύγω από δω!
«Γιατί;, με ρωτούν ειρωνικά οι αθέατοι συνοδοιπόροι μου. Όλα όσα ψάχνεις είναι εδώ. Συνέχιζε να ψηλαφίζεις και θα τα βρεις. Θα νιώσεις σα στο σπίτι σου».
Συνεχίζω να ψηλαφώ. Δίκιο είχαν! Τα ακροδάχτυλά μου αγγίζουν σούβλες και κροτίδες και μαγειρίτσες ανυπόμονες και γυφτοτράγουδα στη διαπασών. Μα ξαφνικά, τα χέρια μου αγγίζουν ένα σώμα, δυο χέρια, δυο ώμους. Φτάνω στο πρόσωπο και το κοιτώ.
Ένα πρόσωπο πιο δυνατό απ’ το σκοτάδι. Όλα τα χαρακτηριστικά του είναι ορατά. Μέσ’ απ’ τη λάμψη Του, το σκοτάδι λιώνει, «ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός».
«Ποιος είσαι;» ρωτώ.
«Ο νέος άρχοντας αυτού του τόπου, μου απαντάει. «Καλωσήρθες!»
Αγένεια να μην του προσφέρω ένα πεσκέσι. Αφήνω στα χέρια Του τα βάγια, τα φύλλα της συκιάς, τα ποτισμένα με το μύρο, το λυχνάρι, το νοτισμένο το ψωμί απ’ το κρασί το κόκκινο σαν αίμα, το καρφί.
«Σ’ ευχαριστώ» μου κάνει.
«Κύριε, θέλω να φύγω από δω!»
«Εύκολο, μου λέει. Κράτα τα χέρι μου».
«Κύριε, δύναμη δεν έχω να κρατήσω πια τίποτε».
Με αρπάζει απ’ τον καρπό.
«Εγώ φεύγω, μου λέει. Για να σε πάρω μαζί μου, πρέπει να θυμηθείς κάτι που έδωσες δωρεάν, όσο περπάταγες εκεί επάνω».
Προσπαθώ να θυμηθώ.
«Κύριε, του λέω, κάποτε σε μια τάξη, έδωσα σ’ ένα μαθητή μου ένα κρεμμύδι».
«Μου φτάνει», λέει Εκείνος.
Νιώθω να με τράβα προς το φως. Μα ξαφνικά τα πόδια μου βαραίνουν. Χέρια πολλά με αρπάζουν, κάποιοι ποθούν να τραβηχτούν κι αυτοί μαζί μου. Μα δεν θα κάνω το λάθος εκείνης της γιαγιάς.
«Ελάτε, πιαστείτε, όσοι μπορείτε, φωνάζω. Δε θέλω το φως, όσο κι αν λάμπει, χωρίς τα πρόσωπά σας. Ή όλοι μας ή κανείς! Πιαστείτε
Κι εμένα, Άλλος με τραβά!»
Φως!
Λόγων παύσις!
Ακόμα και τώρα, που στα διηγιέμαι όλ’ αυτά, νιώθω την πατρική παλάμη, με δύναμη γλυκιά και τρυφεράδα, να κρατάει τον καρπό μου.
Στο λέω να το πιστέψεις:
Πριν ξεκινήσει το σεργιάνι μου, το φως που πρωτοαντίκρισα στο βάθος, ανοίγοντας του κήπου το πορτάκι, δεν ήταν ψέμα.


Τρίτη 11 Απριλίου 2017

Το Ευαγγέλιο του Όρθρου της Μ. Τετάρτης
«ἐγὼ φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα,
ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ μὴ μείνῃ.»


κατὰ Ἰωάννην 12, 17 - 50 

✙ 17᾿Εμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ' αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν.
✙ 18 διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον. 

✙ 19 οἱ οὖν Φαρισαῖοι εἶπον πρὸς ἑαυτούς· θεωρεῖτε ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν; ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν.
῾Η αἴτησις τῶν ῾Ελλήνων
✙ 20 ῏Ησαν δέ τινες ῞Ελληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ. 
✙ 21 οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· κύριε, θέλομεν τὸν ᾿Ιησοῦν ἰδεῖν. 
✙ 22 ἔρχεται Φίλιππος καὶ λέγει τῷ ᾿Ανδρέᾳ, καὶ πάλιν ᾿Ανδρέας καὶ Φίλιππος λέγουσι τῷ ᾿Ιησοῦ· 
✙ 23 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων· ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. 
✙ 24 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει. 
✙ 25 ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, εἰς ζωὴν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν. 
✙ 26 ἐὰν ἐμοὶ διακονῇ τις, ἐμοὶ ἀκολουθείτω, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται· καὶ ἐάν τις ἐμοὶ διακονῇ, τιμήσει αὐτὸν ὁ πατήρ. 
✙ 27 Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται, καὶ τί εἴπω; πάτερ, σῶσον με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης. ἀλλὰ διά τοῦτο ἦλθον εἰς τὴν ὥραν ταύτην. 
✙ 28 πάτερ, δόξασόν σου τὸ ὄνομα. ἦλθεν οὖν φωνὴ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ· καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω. 
✙ 29 ὁ οὖν ὄχλος ὁ ἑστὼς καὶ ἀκούσας ἔλεγε βροντὴν γεγονέναι· ἄλλοι ἔλεγον· ἄγγελος αὐτῷ λελάληκεν. 
✙ 30 ἀπεκρίθη ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν· οὐ δι' ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν, ἀλλὰ δι' ὑμᾶς. 
✙ 31 νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου, νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω·
✙ 32 κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν. 
✙ 33 τοῦτο δὲ ἔλεγε σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν. 
✙ 34 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ὄχλος· ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐκ τοῦ νόμου ὅτι ὁ Χριστὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖ ὑψωθῆναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; τίς ἐστιν οὗτος ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου; 
✙ 35 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἔτι μικρὸν χρόνον τὸ φῶς μεθ' ὑμῶν ἐστι· περιπατεῖτε ἕως τὸ φῶς ἔχετε, ἵνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταλάβῃ· καὶ ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει. 
✙ 36 ἕως τὸ φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς, ἵνα υἱοὶ φωτὸς γένησθε. Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἀπελθὼν ἐκρύβη ἀπ' αὐτῶν.

Απιστία στην ᾿Ιουδαία, αλλὰ και μερικοὶ κρυφοὶ μαθητές
✙ 37 Τοσαῦτα δὲ αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτόν, 
✙  38 ἵνα ὁ λόγος ῾Ησαΐου τοῦ προφήτου πληρωθῇ ὃν εἶπε· Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; καὶ ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη; 
 39 διὰ τοῦτο οὐκ ἠδύναντο πιστεύειν, ὅτι πάλιν εἶπεν ῾Ησαΐας· 
 40 τετύφλωκεν αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πεπώρωκεν αὐτῶν τὴν καρδίαν, ἵνα μὴ ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ νοήσωσι τῇ καρδίᾳ καὶ ἐπιστραφῶσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς. 
 41 ταῦτα εἶπεν ῾Ησαΐας ὅτε εἶδε τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε περὶ αὐτοῦ. 
 42 ὅμως μέντοι καὶ ἐκ τῶν ἀρχόντων πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ἀλλὰ διὰ τοὺς Φαρισαίους οὐχ ὡμολόγουν, ἵνα μὴ ἀποσυνάγωγοι γένωνται· 
 43 ἠγάπησαν γὰρ τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἤπερ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
Σύνοψις τῆς δημοσίας διδασκαλίας τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ
 44 ᾿Ιησοῦς δὲ ἔκραξε καὶ εἶπεν· ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ πιστεύει εἰς ἐμέ, ἀλλ' εἰς τὸν πέμψαντά με, 
 45 καὶ ὁ θεωρῶν ἐμὲ θεωρεῖ τὸν πέμψαντά με. 
✙ 46 ἐγὼ φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ μὴ μείνῃ. 
 47 καὶ ἐάν τίς μου ἀκούσῃ τῶν ρημάτων καὶ μὴ πιστεύσῃ, ἐγὼ οὐ κρίνω αὐτόν· οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον. 
 48 ὁ ἀθετῶν ἐμὲ καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ρήματά μου, ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτόν· ὁ λόγος ὃν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ· 
 49 ὅτι ἐγὼ ἐξ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλάλησα, ἀλλ' ὁ πέμψας με πατὴρ αὐτός μοι ἐντολὴν ἔδωκε τί εἴπω καὶ τί λαλήσω· 
✙ 50 καὶ οἶδα ὅτι ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ ζωὴ αἰώνιός ἐστιν. ἃ οὖν λαλῶ ἐγώ, καθὼς εἴρηκέ μοι ὁ πατήρ, οὕτω λαλῶ.

Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

Το Ευαγγέλιο του Όρθρου της Μ. Τρίτης
«Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί»

Κατά Ματθαῖον

Κεφ. 22: 15 - 46
✙ 15 Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, (Τότε) πορευθέντες οἱ Φαρισαῖοι συμβούλιον ἔλαβον ὅπως αὐτὸν παγιδεύσωσιν ἐν λόγῳ. 
✙ 16 καὶ ἀποστέλλουσιν αὐτῷ τοὺς μαθητὰς αὐτῶν μετὰ τῶν ῾Ηρῳδιανῶν λέγοντες· διδάσκαλε, οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς εἶ καὶ τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ ἐν ἀληθείᾳ διδάσκεις, καὶ οὐ μέλει σοι περὶ οὐδενός· οὐ γὰρ βλέπεις εἰς πρόσωπον ἀνθρώπων· 
✙ 17 εἰπὲ οὖν ἡμῖν, τί σοι δοκεῖ; ἔξεστι δοῦναι κῆνσον Καίσαρι ἢ οὔ; 
✙ 18 γνοὺς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν πονηρίαν αὐτῶν εἶπε· τί με πειράζετε, ὑποκριταί; 
✙ 19 ἐπιδείξατέ μοι τὸ νόμισμα τοῦ κήνσου. οἱ δὲ προσήνεγκαν αὐτῷ δηνάριον. 
✙ 20 καὶ λέγει αὐτοῖς· τίνος ἡ εἰκὼν αὕτη καὶ ἡ ἐπιγραφή; 
✙ 21 λέγουσιν αὐτῷ· Καίσαρος· τότε λέγει αὐτοῖς· ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ. 
✙ 22 καὶ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν, καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἀπῆλθον.
✙ 23 ᾿Εν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ προσῆλθον αὐτῷ Σαδδουκαῖοι, οἱ λέγοντες μὴ εἶναι ἀνάστασιν, καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν 
✙ 24 λέγοντες· διδάσκαλε, Μωσῆς εἶπεν, ἐάν τις ἀποθάνῃ μὴ ἔχων τέκνα, ἐπιγαμβρεύσει ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἀναστήσει σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ. 
✙ 25 ἦσαν δὲ παρ᾿ ἡμῖν ἑπτὰ ἀδελφοί· καὶ ὁ πρῶτος γαμήσας ἐτελεύτησε, καὶ μὴ ἔχων σπέρμα ἀφῆκε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ· 
✙ 26 ὁμοίως καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ τρίτος, ἕως τῶν ἑπτά. 
✙ 27 ὕστερον δὲ πάντων ἀπέθανε καὶ ἡ γυνή. 
✙ 28 ἐν τῇ οὖν ἀναστάσει τίνος τῶν ἑπτὰ ἔσται ἡ γυνή; πάντες γὰρ ἔσχον αὐτήν. 
✙ 29 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ. 
✙ 30 ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ᾿ ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσι. 
✙ 31 περὶ δὲ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν οὐκ ἀνέγνωτε τὸ ρηθὲν ὑμῖν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ λέγοντος, 
✙ 32 ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς ᾿Αβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ ὁ Θεὸς ᾿Ιακώβ; οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων. 
✙ 33 καὶ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ.
η υπέρτατη εντολή
✙ 34 Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό, 
✙ 35 καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν, νομικός, πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· 
✙ 36 διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; 
✙ 37 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἔφη αὐτῷ· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. 
✙ 38 αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. 
✙ 39 δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 
✙ 40 ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται.
✙ 41 Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς 
✙ 42 λέγων· τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; λέγουσιν αὐτῷ· τοῦ Δαυῒδ. 
✙ 43 λέγει αὐτοῖς· πῶς οὖν Δαυῒδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ λέγων, 
✙ 44 εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; 
✙ 45 εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι;
✙ 46 καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον, οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι.

Κεφ. 23: 1 - 39
✙ 1 ΤΟΤΕ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐλάλησε τοῖς ὄχλοις καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ 
✙ 2 λέγων· ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι. 
✙ 3 πάντα οὖν ὅσα ἐὰν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε· λέγουσι γάρ, καὶ οὐ ποιοῦσι. 
✙ 4 δεσμεύουσι γὰρ φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα καὶ ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῷ δὲ δακτύλῳ αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά. 
✙ 5 πάντα δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν ποιοῦσι πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις. πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν,
✙ 6 φιλοῦσι δὲ τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς 
✙ 7 καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ραββὶ ραββί. 
✙ 8 ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ραββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε. 
✙ 9 καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ πατήρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. 
✙ 10 μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός. 
✙ 11 ὁ δὲ μείζων ὑμῶν ἔσται ὑμῶν διάκονος. 
✙ 12 ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις ταπεινώσει ἑαυτὸν ὑψωθήσεται. 
τα φοβερά «Οὐαὶ» 
✙ 13 Οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κατεσθίετε τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι· διὰ τοῦτο λήψεσθε περισσότερον κρῖμα. 
✙  14 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κλείετε τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ὑμεῖς γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν. 
✙  15 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι περιάγετε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηρὰν ποιῆσαι ἕνα προσήλυτον, καὶ ὅταν γένηται, ποιεῖτε αὐτὸν υἱὸν γεέννης διπλότερον ὑμῶν. 
✙  16 Οὐαὶ ὑμῖν, ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ λέγοντες ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ ναῷ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ᾿ ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ χρυσῷ τοῦ ναοῦ, ὀφείλει. 
✙  17 μωροὶ καὶ τυφλοί! τίς γὰρ μείζων ἐστίν, ὁ χρυσός ἢ ὁ ναὸς ὁ ἁγιάζων τὸν χρυσόν; 
✙  18 καί· ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ᾿ ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ δώρῳ τῷ ἐπάνω αὐτοῦ, ὀφείλει. 
✙  19 μωροὶ καὶ τυφλοί! τί γὰρ μεῖζον, τὸ δῶρον ἢ τὸ θυσιαστήριον τὸ ἁγιάζον τὸ δῶρον; 
✙  20 ὁ οὖν ὀμόσας ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἐπάνω αὐτοῦ· 
✙  21 καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ ναῷ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν τῷ κατοικήσαντι αὐτόν· 
✙  22 καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ οὐρανῷ ὀμνύει ἐν τῷ θρόνῳ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῷ καθημένῳ ἐπάνω αὐτοῦ. 
✙  23 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κύμινον, καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον καὶ τὴν πίστιν· ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι. 
✙  24 ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες! 
✙  25 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι καθαρίζετε τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ἐξ ἁρπαγῆς καὶ ἀδικίας. 
✙  26 Φαρισαῖε τυφλέ, καθάρισον πρῶτον τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἵνα γένηται καὶ τὸ ἐκτὸς αὐτῶν καθαρόν. 
✙  27 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας. 
✙  28 οὕτω καὶ ὑμεῖς ἔξωθεν μὲν φαίνεσθε τοῖς ἀνθρώποις δίκαιοι, ἔσωθεν δὲ μεστοί ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας. 
✙  29 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι οἰκοδομεῖτε τοὺς τάφους τῶν προφητῶν καὶ κοσμεῖτε τὰ μνημεῖα τῶν δικαίων, 
✙  30 καὶ λέγετε· εἰ ἦμεν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν πατέρων ἡμῶν, οὐκ ἂν ἦμεν κοινωνοὶ αὐτῶν ἐν τῷ αἵματι τῶν προφητῶν. 
✙  31 ὥστε μαρτυρεῖτε ἑαυτοῖς ὅτι υἱοί ἐστε τῶν φονευσάντων τοὺς προφήτας. 
✙ 32 καὶ ὑμεῖς πληρώσατε τὸ μέτρον τῶν πατέρων ὑμῶν. 
✙  33 ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν! πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης; 
✙  34 διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω πρὸς ὑμᾶς προφήτας καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς, καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενεῖτε καὶ σταυρώσετε, καὶ ἐξ αὐτῶν μαστιγώσετε ἐν ταῖς συναγωγαῖς ὑμῶν καὶ διώξετε ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν, 
✙  35 ὅπως ἔλθῃ ἐφ᾿ ὑμᾶς πᾶν αἷμα δίκαιον ἐκχυνόμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ αἵματος ῎Αβελ τοῦ δικαίου ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου υἱοῦ Βαραχίου, ὃν ἐφονεύσατε μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου. 
✙  36 ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἥξει ταῦτα πάντα ἐπὶ τὴν γενεὰν ταύτην.
῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστὸς θρηνεῖ τὴν τύχην τῆς ῾Ιερουσαλὴμ
✙  37 ῾Ιερουσαλὴμ ῾Ιερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε. 
✙  38 ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. 
✙  39 λέγω γὰρ ὑμῖν, οὐ μή με ἴδητε ἀπ᾿ ἄρτι ἕως ἂν εἴπητε, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

«Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς
καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί»


Στὸ δεύτερο μέρος τοῦ εὐαγγελίου τοῦ ὄρθρου τῆς μ. Τρίτης (= μ. Δευτέρας βράδυ) ὁ Ἰησοῦς κάνει τὰ ἀποκαλυπτήρια τῶν γραμματέων καὶ φαρισαίων. Σχεδὸν «ξιφουλκεῖ». 
Δημοσιεύει τὴν ὑποκριτικὴ ζωή τους καὶ προστατεύει τὸ λαὸ ἀπὸ τὴν κακή τους ἐπίδραση.
«Στὸ διδασκαλικὸ θρόνο τοῦ Μωϋσέως, λέει, κάθισαν νομοδιδάσκαλοι καὶ φαρισαῖοι. Ὅλα ὅσα σᾶς λένε οἱ ἀνάξιοι αὐτοὶ ἐκπρόσωποι τοῦ Μωϋσέως μέσα ἀπὸ τὸ νόμο εἶναι σωστὰ καὶ σᾶς προτρέπω νὰ τὰ ἐφαρμόζετε· κατὰ τὰ ἔργα τους ὅμως νὰ μὴν κάνετε τίποτε. Διότι λένε συνήθως τὰ πρέποντα, ἀλλὰ δὲν τὰ πιστεύουν καὶ δὲν τὰ ἐφαρμόζουν». Διδάσκουν δικές τους διδασκαλίες ποὺ δὲν εἶναι τοῦ Θεοῦ. Γίνονται σοῦπερ διδάσκαλοι, λεπτολόγοι καὶ σχολαστικοί, γιὰ τοὺς ἄλλους βέβαια.
«Ὅλα τὰ ἔργα τους τὰ κάνουν γιὰ τὸ θεαθῆναι. Φαρδαίνουν τὰ φυλαχτά τους καὶ μεγεθύνουν τὸν ποδόγυρο τῶν φορεμάτων τους. Ὅπως κάποιοι δένουν μία κλωστὴ στὸ δάχτυλο, γιὰ νὰ μὴν ξεχάσουν κάτι, ἔτσι καὶ αὐτοί, γιὰ νὰ μὴν ξεχνοῦν τάχα τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, γράφουν σὲ μεγέθυνση ρητὰ στὰ φορέματά τους, γιὰ νὰ ἐφαρμόζουν τάχα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα γιὰ νὰ φαίνονται εὐσεβεῖς στοὺς ἀνθρώπους. Τὴ νηστεία τὴ φιλανθρωπία τὴν προσευχὴ καὶ ὅλα τὰ ἱερὰ πράγματα τὰ κάνουν ὄχι γιὰ τὸ Θεό, ἀλλὰ γιὰ νὰ θαυμάζονται».
«Ἀγαποῦν τὸ πρῶτο ντιβάνι στὰ δεῖπνα καὶ τὴν πρώτη καρέκλα στὶς συναγωγές, καὶ τὶς ἐπιδεικτικὲς χαιρετοῦρες στὶς πολυσύχναστες ἀγορὲς καὶ τὶς προσφωνήσεις τῶν ἀνθρώπων Διδάσκαλε, διδάσκαλε». Μὲ μία λέξι, «ψοφοῦν» γιὰ διακρίσεις.
Ὁ Ἰησοῦς ποὺ δὲν θέλει τοὺς μαθητάς του σὰν τοὺς φαρισαίους, διακόπτει λίγο τὴν κριτικὴ κατὰ τῶν φαρισαίων σὰν σὲ παρένθεση, στρέφεται πρὸς αὐτούς, καὶ τοὺς συμβουλεύει νὰ μὴν ὀνομαστοῦν ποτὲ διδάσκαλοι πατέρες καὶ ἡγήτορες, γιατὶ τὰ ὀνόματα αὐτὰ ἀνήκουν μόνο στὸ μεσσία. «Καὶ αὐτὸς ποὺ εἶναι μεγαλύτερος ἀνάμεσά σας, προσθέτει, θὰ πρέπει νὰ εἶναι διάκονος, καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ ὑψώσει τὸν ἑαυτό του θὰ ταπεινωθεῖ, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ θὰ τὸν ταπεινώσει θὰ δοξασθεῖ».
Ἂς σημειωθεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐννοεῖ πατέρα αὐτὸν ποὺ πιστεύει ὅτι γέννησε καὶ ἔσωσε τὴν ἐκκλησία. Τέτοιος πατέρας εἶναι μόνο ὁ Χριστός. Ὅποιος ὀνομάσει τὸν ἑαυτό του πατέρα μὲ τέτοια ἔννοια, σφετερίζεται τὴν πατρότητά του. Διδάσκαλο ἐννοεῖ αὐτὸν ποὺ πιστεύει ὅτι ἡ σοφία του εἶναι ὑπέρτατος νόμος. Ὅποιος ὀνομάζει τὸν ἑαυτό του διδάσκαλο μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ σφετερίζεται τὸ διδασκαλικό του ἀξίωμα. Καθηγητὴν ἐννοεῖ τὸν καθοδηγητὴ τῆς ἐκκλησίας. Ὅποιος ὀνομάσει τὸν ἑαυτό του καθηγητὴ μὲ τέτοια ἔννοια, ὅπως ὁ πάπας τῶν παπικῶν, σφετερίζεται τὸ μεσσία. Συνιστᾶ στοὺς μαθητάς του νὰ μὴ δέχονται νὰ προσφωνοῦνται ἔτσι, σὲ ἀντίθεση πρὸς τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς φαρισαίους ποὺ τὸ ἐπιδίωκαν μανιασμένα.
Ὁ Ἰησοῦς ἤδη λίγο ἀπέχει ἀπὸ τὸ πάθος του. Ὁ φθόνος καὶ ἡ κακία τῆς θρησκευτικῆς ἡγεσίας ἐναντίον του ἔχουν ξεπεράσει κάθε ὅριο. Γνωρίζει ὅτι ἔφθασε ἡ ὥρα τοῦ ἀτιμωτικοῦ θανάτου του. Ἐντούτοις οὔτε δειλιάζει οὔτε φεύγει. Μιλάει μὲ θάρρος στοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους καὶ τοὺς καυτηριάζει. Ἀφήνει νὰ ἐκδηλωθεῖ ὅλη ἡ ἱερὴ ἀγανάκτησή του ἐναντίον τῶν ἐλεεινῶν ἐμπόρων τῆς εὐσεβείας. Τίποτε δὲν προκάλεσε τόσο τὴν ὀργή του ὅσο ἡ ὑποκρισία τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν.
«Ἀλίμονό σας, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί, τοὺς λέει, διότι ἐμφανιζόμενοι σὰν ἄνθρωποι προσευχῆς κατατρῶτε τὰ σπίτια τῶν χηρῶν. Γι’ αὐτὸ θὰ καταδικασθεῖτε περισσότερο ἀπὸ τοὺς κοινοὺς κλέφτες». Ἂς σημειωθεῖ ὅτι οἱ ὑποκριταὶ αὐτοὶ προσεύχονταν σὲ πολυσύχναστα μέρη, γιὰ νὰ τοὺς θαυμάζουν οἱ ἄνθρωποι. Προσεύχονταν ἀκόμη καὶ γιὰ ν’ ἀποσποῦν τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν ἀνθρώπων καὶ στὴ συνέχεια νὰ τρῶνε τὶς περιουσίες τους.
«Ἀλίμονό σας, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι σεῖς μὲν δὲν μπαίνετε στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν γιὰ τὴν ἀπιστία σας, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τοὺς κλείνετε τὴν πόρτα τῆς βασιλείας». Ὑπόψιν ὅτι ἀλλιῶς περιέγραφαν τὸ μεσσία οἱ προφῆτες καὶ ἀλλιῶς τοὺς τὸν παρουσίαζαν αὐτοί, γιὰ νὰ μὴν τὸν πιστέψουν. Ἀντὶ νὰ φωτίζουν τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς σκότιζαν. Ἀντὶ νὰ τοὺς ὁδηγοῦν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τοὺς παρέσυραν στὴν ἀπιστία.
«Ἀλίμονό σας, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι γυρίζετε γῆ καὶ θάλασσα, ὅλη τὴ γῆ, γιὰ νὰ κάνετε ἕναν κατηχούμενο, κι ὅταν γίνει, τὸν κάνετε γιὸ τῆς κολάσεως δυὸ φορὲς χειρότερο ἀπὸ σᾶς, διότι τοῦ μεταδίδετε τὶς κακίες τὶς πονηρίες καὶ τὶς διαστροφές σας».
«Μωροὶ καὶ τυφλοί, κάνετε τὰ οὐσιώδη ἐπουσιώδη καὶ τὰ ἐπουσιώδη οὐσιώδη. Ὁ ναός, λέτε, δὲν ἔχει ἀξία, ἐνῷ τὸ χρυσάφι τοῦ ναοῦ ἔχει. Ὅποιος ὁρκιστεῖ στὸ ναό, δὲν ἁμαρτάνει καὶ δὲν ὀφείλει· ὅποιος ὁρκιστεῖ στὸ χρυσάφι τοῦ ναοῦ, ἁμαρτάνει καὶ ὀφείλει νὰ πληρώσει χρῆμα, γιὰ νὰ ἐξιλεωθεῖ. Τὸ θυσιαστήριο, λέτε, δὲν ἔχει ἀξία, ἐνῷ τὸ προσφερόμενο στὸ θυσιαστήριο ζῷο ἔχει. Ὅποιος ὁρκιστεῖ στὸ θυσιαστήριο δὲν ἁμαρτάνει καὶ δὲν ὀφείλει· ὅποιος ὁρκιστεῖ στὸ δῶρο ἁμαρτάνει καὶ ὀφείλει νὰ προσφέρει δῶρο, γιὰ νὰ ἐξιλεωθεῖ».
᾿Εκ πρώτης ὄψεως νομίζει κανεὶς ὅτι οἱ φαρισαῖοι ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν τήρηση τῆς ἱερότητος τοῦ ὅρκου. Ἀλλὰ δὲν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οἱ φαρισαῖοι καπηλεύονται τὸν ὅρκο γιὰ τὸν πλουτισμό τους, πρᾶγμα ποὺ ὁ Ἰησοῦς τὸ θεωρεῖ ἱεροκαπηλεία καὶ τὸ ἐλέγχει. Διότι ποιός δὲν ξέρει ὅτι ὁ ναὸς εἶναι πιὸ ἅγιος ἀπὸ τὸ χρυσὸ τοῦ ναοῦ, καὶ τὸ θυσιαστήριο πιὸ ἅγιο ἀπὸ τὸ προσφερόμενο ζῷο; Τί εἶναι ἀνώτερο; Τὸ ξύλο πάνω στὸ ὁποῖο χύθηκε τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἢ τὸ ἴδιο τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κοινωνοῦμε; Μιὰ κάποια εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἢ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Τὰ ἀντικείμενα ποὺ ἁγιάστηκαν ἀπὸ τὸ Χριστὸ ἢ ὁ Χριστὸς ποὺ τὰ ἁγιάζει;
«Ἀλίμονό σας, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι προσφέρετε τὸ ἕνα δέκατο ἀπὸ τὸ δυόσμο καὶ τὸ ἄνηθο καὶ τὸ κύμινο, ἀλλὰ τὶς πιὸ οὐσιώδεις ἐντολὲς τοῦ νόμου γιὰ δίκαιη κρίση καὶ ἐλεημοσύνη καὶ ἐντιμότητα τὶς ἔχετε παρατήσει. Καὶ αὐτὰ ἔπρεπε νὰ τὰ κάνετε καὶ ἐκεῖνα νὰ μὴν τὰ ἀφήσετε. Εἶστε ὁδηγοὶ τυφλοὶ ποὺ στραγγίζετε τὸ κουνοῦπι ἀπὸ τὸ κρασί, ἀλλὰ καταπίνετε τὴν καμήλα». Προφανῶς τὰ μάτια τῶν φαρισαίων τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα, ποὺ τὰ παρομοιάζει ὁ Κύριος μὲ καμήλα, δὲν τὰ ἔβλεπαν καὶ τὰ διέπρατταν σκανδαλίζοντας τὸ λαό, ἐνῷ τὰ μικρὰ καὶ ἐπουσιώδη ποὺ ἀντιστοιχοῦσαν μὲ τὸ κουνοῦπι τὰ πρόσεχαν καὶ τὰ τηροῦσαν μὲ σχολαστικότητα.
Στὴ συνέχεια ὁ Κύριος τοὺς ἐλέγχει, διότι δίνουν σημασία στὰ ἐξωτερικὰ καὶ ὄχι στὰ ἐσωτερικά, διότι ἀπ’ ἔξω φαίνονται ὡραῖοι, ἀλλ’ ἀπὸ μέσα βρομοῦν σὰν τοὺς τάφους, διότι ὁμολογοῦν ὅτι εἶναι φονιᾶδες, ὅπως οἱ πρόγονοί τους καὶ χειρότεροι ἀκόμη, διότι καὶ στὸ μέλλον θὰ συνεχίσουν τὴ φονική τους διάθεση κατὰ τῶν κηρύκων ποὺ θὰ τοὺς στείλει. Καὶ θρηνεῖ ὁ Κύριος γιὰ τὴν ᾿Ιερουσαλὴμ ποὺ τὴν κατοικοῦν τέτοιοι κακοὶ ἄνθρωποι, ποὺ πολλὲς φορὲς θέλησε νὰ τοὺς μαζέψει κάτω ἀπὸ τὰ φτερὰ τῆς ἀγάπης του, ἀλλ’ αὐτοὶ δὲν θέλησαν. Τελειώνει τὸν ἔλεγχο ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν προφητεία ὅτι κάποτε θὰ συνέλθουν καὶ αὐτοί, καὶ ἐννοεῖ μετὰ τὴ δευτέρα παρουσία του, ὅταν ἀναγκαστικὰ θὰ τὸν παραδεχτοῦν ὡς εὐλογημένο ποὺ ἔρχεται στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ τότε θὰ εἶναι ἀργά.

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης