Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018

«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου.»
Ο ληστής του Παραδείσου

Ήταν ένας ληστής. Ένας άνθρωπος με πλήθος αξιόποινων πράξεων, τέτοιων και τόσων που τον έκαναν απεχθή στα βλέμματα των ανθρώπων. 
Ήταν ένας κατάδικος, της πιο μεγάλης και δίκαιης καταδίκης, αφού ούτε ο ίδιος δεν είχε προβάλει υπεράσπιση και δικαιολογία για τον εαυτό του: «Άξια ων επράξαμεν απολαμβάνομεν», ομολογεί προσυπογράφοντας έτσι χωρίς ελαφρυντικά την καταδίκη του (Λουκ. κγ΄ 41). 
Κινούνταν στο περιθώριο. 
Δρούσε στην παρανομία. 
Σκόρπιζε το φόβο, για να δρέψει τελικά όχι μόνο την περιφρόνηση, αλλά και τη μήνη των ανθρώπων της εποχής του.

Κι όμως αυτό το αποτρόπαιο πρόσωπο, αυτός ο απάνθρωπος άνθρωπος τιμάται στην αγία μας Εκκλησία μαζί με τα άχραντα πάθη του Θεανθρώπου Κυρίου μας. Την πιο ιερή και αγία ημέρα, την Αγία και Μεγάλη Παρασκευή, που η Εκκλησία μας προβάλλει τα σεπτά πάθη του Σωτήρος Χριστού, φωτίζει και προβάλλει άνθρωπο ανίερο, καταδικασμένο, αδικαιολόγητο ληστή και φόβητρο των ανθρώπων. 
Παράδοξο αλλά και μεγαλειώδες το γεγονός. 
Παράδοξο στην ανθρώπινη λογική και στην πεπερασμένη δικαιοσύνη μας και μεγαλειώδες για το έλεος και τη συγχώρηση του Θεού.

Πώς λοιπόν αυτός ο κακούργος προπορεύεται του χορού των αγίων προφητών, των δικαίων και των πατριαρχών της Παλαιάς Διαθήκης; 
«Κεκλεισμένας ήνοιξε της Εδέμ πύλας, βαλών ο ληστής κλείδα το Μνήσθητί μου», απαντά η αγία Εκκλησία μ’ ένα στίχο του Συναξαρίου της Μεγάλης Παρασκευής. Άνοιξε το σφραγισμένο Παράδεισο ο ληστής, βάζοντας σαν κλειδί στην ασφαλισμένη πόρτα το «μνήσθητί μου».

«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου.», εκλιπαρεί τον εσταυρωμένο Κύριο μέσα στους δικούς του αφόρητους πόνους της σταυρικής του καταδίκης (Λουκ. κγ΄ 42). Όχι, δεν είναι ένας απλός λόγος αυτό το «μνήσθητί μου». Δεν είναι μια τυχαία και αβασάνιστη παράκληση. Πολύ δε περισσότερο δεν είναι μια λεπτή ειρωνεία σε κάποιον ομοιοπαθή και αδύνατο συνοδοιπόρο του προς τον θάνατο.

Είναι κάτι πολύ βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Κάτι που αντάξιό του είναι η είσοδός του στην ατελεύτητη, αιώνια Βασιλεία του Θεού. Ήταν μια μικρή φράση που αποτύπωνε με τον πιο σαφή τρόπο ταυτόχρονα μια μεγάλη μετάνοια και μια θαυμαστή ομολογία.

«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου.»

Δεν είναι απλώς ένα συμφεροντολογικό και απέλπιδο «μνήσθητί μου». Μαζί του είναι και η ομολογία «Κύριε» και η πίστη της Βασιλείας του.

Ήταν μεγάλος λόγος ο λόγος του ληστή. 
Πώς μπόρεσε αλήθεια μέσα στην τόση εξαθλίωση και ατιμία, μέσα στην άνευ είδους και κάλλους μορφή του Χριστού, μέσα στη γενική κατακραυγή και τις ειρωνείες να διακρίνει ότι Αυτός ήταν ο Κύριος του ουρανού και της γης, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων; 
Πώς μπόρεσε αυτός που σ’ όλη του τη ζωή δεν πόθησε τίποτε άλλο από τον παράνομο πλουτισμό με τα αγαθά των άλλων και την πρόσκαιρη απόλαυση από τον ιδρώτα και τον αγώνα των συνανθρώπων του, να εκτινάξει τώρα, σ’ αυτήν την επώδυνη γι’ αυτόν ώρα, τους πόθους και τις προσδοκίες του από τον μάταιο και απατηλό κόσμο στη Βασιλεία του Θεού; «Σταυρούμενον γαρ βλέπων, βασιλέα εκάλει», λέγει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Αν και Τον ατενίζει ταπεινωμένο στο Σταυρό, εν τούτοις Βασιλέα Τον προσφωνεί και Τον αναγνωρίζει.

Πώς μπόρεσε αυτός την ύστατη αυτή στιγμή της ζωής του να ξεπεράσει σε πίστη και ομολογία όλα εκείνα τα πλήθη των ανθρώπων που άκουσαν τη μελίρρυτη διδασκαλία του Κυρίου μας και αντίκρισαν τα θαύματά του;
Ακόμη και αυτούς που έζησαν επάνω τους τη θαυματουργία της αγάπης του; 
Διότι κανένας απ’ αυτούς δε συμπαραστέκεται, κανένας δεν υπερασπίζεται, πολύ δε περισσότερο κανένας δε φωνάζει αυτή την ώρα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι αναμάρτητος. Μόνο αυτός, όταν επιτιμά τον άλλο ληστή για την ειρωνική του στάση, ομολογεί ότι «ούτος – ο Χριστός δηλαδή – ουδέν άτοπον έπραξε» (Λουκ. κγ΄ 41). Δεν έπραξε τίποτε το άτοπο, τίποτε το μεμπτό. Επομένως είναι αναμάρτητος.

Πιστεύει ο ληστής, και η πίστη του αυτή τον κάνει να ομολογεί άφοβα και ταυτόχρονα να ελπίζει στο άπειρο έλεος του Κυρίου.
* * *
«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου.» 
Ένας ληστής πρώτος ένοικος του Παραδείσου! 
Ένας ληστής υπόδειγμα ομολογίας. 
Ένας ληστής παράδειγμα μετανοίας. Έτσι ώστε να εννοήσουμε όλοι μας ότι δε μας δικαιώνουν ενώπιον του Θεού ούτε μας εισάγουν στη Βασιλεία του απλώς οι καλές μας πράξεις. Όπως αντίστοιχα δε μας αποκλείουν οι πολλές και βαριές αμαρτίες. 
Μας αποκλείει από τη χαρά του Παραδείσου η σκληροκαρδία μας, η αμετανοησία μας και ο εγωισμός μας. Και μας ανοίγει τη θύρα του ελέους του, για να εισέλθουμε στη Βασιλεία του, η έμπρακτη και βαθιά μετάνοιά μας. 
Έτσι, για να μην απελπιζόμαστε από την αδυναμία μας, αλλά να ελπίζουμε στο έλεός του, ας αφήσουμε να διαποτίσει το εσωτερικό μας η ικεσία – κλειδί του ληστή: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου.»

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

«Πάντων ἡμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεὸς ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.»

Ὅλους ἐμᾶς μακάρι νὰ μᾶς θυμηθῆ Κύριος ὁ Θεὸς στὴ βασιλεία του, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες.

῾Η εὐχὴ «Πάντων ὑμῶν...» τῆς Μεγάλης Εἰσόδου 

1. ῾Η Μεγάλη Εἴσοδος, δηλαδὴ ἡ λιτανευτικὴ μεταφορὰ τῶν Τιμίων Δώρων καὶ ἡ προσφορά τους στὸ Θυσιαστήριο, ἐγνώρισε τρεῖς διαδοχικὲς φάσεις ἐξελίξεως. 

2. Πρώτη φάσις (ἀρχαϊκὴ) 
α. ῾Η Εἴσοδος γίνεται ἀρχικῶς μὲ ἕναν ἁπλούστατο τρόπο, χωρὶς ἰδιαιτέραν πομπὴ καὶ χωρὶς κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ νεκροῦ χρόνου τῆς μεταφορᾶς τῶν Δώρων νὰ ψάλλεται τίποτε. 
β. Στὴν Εἴσοδο συμμετέχουν μόνον οἱ Διάκονοι: διαλέγουν ἀπὸ τὶς πολλὲς προσφορὲς τοῦ Λαοῦ τὰ κατάλληλα γιὰ τὴν Θυσία δῶρα καὶ τὰ μεταφέρουν ἐν ἀπολύτῳ σιγῇ στὸ Θυσιαστήριο, πρὸ τοῦ ὁποίου τὰ ὑποδέχεται καὶ παραλαμβάνει, ὅπως σήμερα, ὁ ᾿Επίσκοπος. 

3. Δευτέρα φάσις 
α. Βραδύτερον, δηλαδὴ κατὰ τὸν Ϛʹ αἰῶνα, ἀναπτύσσεται ἡ διαδικασία προετοιμασίας τῶν Τιμίων Δώρων, ἡ δὲ μεταφορὰ καὶ προσφορά τους στὸ Θυσιαστήριο προσλαμβάνει πανηγυρικὸ καὶ ἐπίσημο χαρακτῆρα, γίνεται μία πραγματικὴ λιτανεία μὲ μεγάλη λαμπρότητα. 
β. Λαμβάνουν πλέον μέρος εἰς αὐτὴν οἱ ῾Ιερεῖς, ὁ κατώτερος κλῆρος καὶ ὁ Αὐτοκράτωρ μὲ τὴ ἀκολουθία του, οἱ ὁποῖοι διέρχον- ται τὸν Ναὸ ἐν τελείᾳ σιγῇ. 
γ. Ταυτοχρόνως, προκειμένου νὰ καλυφθῆ ὁ νεκρὸς χρόνος τῆς μεταφορᾶς, ψάλλεται ἕνα ᾿Αντίφωνο, τὸ πιθανώτερο ὁ Ψαλμὸς ΚΓʹ, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὸν χερουβικὸ ὕμνο, ἐμπνευσμένον ἀπὸ τὸν Ψαλμὸ ΚΓʹ, ποὺ εἶναι τὸ σημερινὸ Χερου- βικὸ ἢ ἄλλοι ἀντίστοιχοι κατὰ περίπτωσιν: «Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία...», «Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν...», «Τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ...». 

4. Τρίτη φάσις 
α. Οἱ ῾Ιερεῖς καὶ οἱ Διάκονοι, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς λιτανείας καὶ ψαλλομένου τοῦ χερουβικοῦ ὕμνου, «εὔχονται καθ᾿ ἑαυτοὺς» ὑπὲρ τοῦ Λαοῦ ἢ λέγουν μυστικῶς ἢ ψάλλουν καθ᾿ ἑαυτοὺς γνω- στοὺς ἀπὸ μνήμης Ψαλμοὺς (τὸν Νʹ ἢ τὸν ΚΓʹ) ἢ στίχους Ψαλμῶν ἢ τροπάρια ἢ ῞Υμνους, ὅπως τὸ τρισάγιον (ὑπάρχει σχετικὸς ὑπαι- νιγμὸς στὸ Χερουβικό: «τὸν τρισάγιον ὕμνον προσᾴδοντες» ) καὶ τὶς Κυριακὲς τὸ «᾿Ανάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι...». 
β. ᾿Απὸ τὸν ΙΒʹ αἰῶνα καὶ ἑξῆς ἐπεκράτησε νὰ διακόπτεται τὸ Χερουβικὸ καὶ νὰ εὔχωνται οἱ εἰσοδεύοντες μεγαλοφώνως ὑπὲρ τοῦ Λαοῦ, λέγοντες τὴν εὐχή: «Πάντων ὑμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεὸς ἐν τῇ Βασιλείᾳ αὐτοῦ, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». 
γ. ῾Η εὐχὴ αὐτὴ ἐλέγετο ἢ κατὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸ Βῆμα ἢ στὸ μέσον τοῦ Ναοῦ ἢ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς λιτανευτικῆς μεταφορᾶς τῶν Δώρων, πρᾶξις ἡ ὁποία καὶ τελικῶς ἐπεκράτησε καὶ ἐφαρμόζεται σήμερα.

5. Σημειωτέον, ὅτι ἡ γραφὴ «ὑμῶν» (μὲ ὕψιλον) εἶναι προφανῶς ὀρθοτέρα, διότι ἡ εὐχὴ «Πάντων ὑμῶν...» ἀπευθύνεται ἀπὸ τοὺς εἰσοδεύοντας Κληρικοὺς «πρὸς τὸν λαὸν» καὶ γίνεται «ὑπὲρ πάντων», δηλαδὴ τῶν συμπαρόντων καὶ συνευχομένων στὴν Θεία Λειτουργία. 
• Αὐτὸ μαρτυρεῖ καὶ ὁ ῞Αγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης: 
ὁ Διάκονος καὶ οἱ ῾Ιερεῖς, «περιδραμόντες τὸν Ναὸν καὶ ἐπευξάμενοι τῷ Λαῷ, εἰσέρχονται εἰς τὸ Θυσιαστήριον, τοῦ ᾿Αρχιερέως πάντες ὑπερευχόμενοι, ὅτε καὶ οὐχ ἑτέρας εὐχῆς, ἀλλὰ τῆς Βασιλείας μέμνηνται τοῦ Θεοῦ» (PG τ. 155, στλ. 728BC). 

6. Κατὰ τὴ διέλευσι τοῦ Ναοῦ, ὁ Διάκονος καὶ ὁ ῾Ιερεὺς καὶ οἱ δύο διαδοχικῶς καὶ ἐπανειλημμένως ηὔχοντο «πρὸς τὸν λαὸν» μὲ μικρὲς παραλλαγὲς κάθε φορά, ὡς ἑξῆς: 
— «Πάντων ὑμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεὸς...». 
— «Μνησθείη ὑμῶν Κύριος ὁ Θεὸς...». 
— «Μνησθείη Κύριος ὁ Θεὸς πάντων ὑμῶν...». 
— «Μνησθείη πάντων ὑμῶν Κύριος ὁ Θεὸς...». 

7. ᾿Εξειδίκευσις τῆς γενικῆς αὐτῆς εὐχῆς ἐγίνετο, ὅταν παρίστατο ὁ ῾Ηγούμενος στὶς Μονὲς («Τῆς ῾Ιερωσύνης σου μνησθείη Κύριος ὁ Θεὸς...» ) ἢ καὶ ἄλλοι ῾Ιερεῖς («Τῆς ῾Ιερωσύνης ὑμῶν μνησθείη...» ), ἰδιαιτέρως δὲ ὅταν ἐπρόκειτο περὶ ἀρχιερατικῆς λειτουργίας («Τῆς ᾿Αρχιερωσύνης σου...» ). 

8. Βάσει τῶν ἀνωτέρω προτείνονται οἱ ἑξῆς βελτιώσεις τῆς συγ- χρόνου τάξεως: 
α. Νὰ μὴ λέγεται μόνον μία φορὰ τὸ «Πάντων ὑμῶν...» ὑπὸ τοῦ Διακόνου μὲ τὸν γνωστὸ μακρόσυρτο τρόπον, ὅταν μάλιστα δια- τρέχωνται μεγάλοι Ναοί. 
β. Νὰ ἐπαναλαμβάνεται ἡ εὐχὴ «Πάντων ὑμῶν...» διαδοχικῶς στὶς ποικίλες της μορφὲς (βλ. § 6). 
γ. ῾Η διαδοχικὴ ἐπανάληψις ὅλων τῶν μορφῶν τῆς εὐχῆς εἶναι δυνατὸν νὰ γίνεται ἀκόμη καὶ ὅταν εἰσοδεύη μόνον ὁ Διάκονος ἢ καὶ ἕνας ῾Ιερεὺς οὕτως, ὥστε νὰ ἀποφεύγεται τὸ ἀκαλλὲς μακρόσυρτον τῆς ἀπαγγελίας καὶ νὰ διασώζεται τὸ ἱεροπρεπές. 
δ. ῾Ο τρόπος αὐτὸς τῆς ἀπαγγελίας τῆς εὐχῆς «πρὸς τὸν λαὸν» ἔχει ὑπὲρ ἑαυτοῦ τὴν ἀρχαιοτέρα παράδοσι (διασωζωμένην σήμερα στὸ ῞Αγιον ῎Ορος), τὸ ἱεροπρεπέστερον καὶ τὸ αἰσθητικῶς καλλίτερον. 
ε. Νὰ ἀποφεύγεται αὐστηρῶς ἡ αὐθαίρετος διεύρυνσις τῆς ἀρχαιοπαραδότου, συντόμου, λιτῆς και ἱεροπρεποῦς εὐχῆς: 
«Πάντων ὑμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεὸς ἐν τῇ Βασιλείᾳ αὐτοῦ, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», διὰ τῆς ἐρασιτεχνικῆς καὶ κατὰ τὸ δοκοῦν προσθήκης ἄλλων φράσεων, ὅπως λ.χ. «...καὶ πάντων τῶν εὐσεβῶν καὶ ᾿Ορθοδόξων Χριστιανῶν...» κ.ἄ., διότι τοιουτοτρόπως παραποιεῖται τὸ ἀρχικὸ νόημα τῆς εὐχῆς, ἀφορώσης μόνον τὸν συμπαρόντα καὶ συνευχόμενο καὶ συμπροσφέροντα Λαόν. 
ϛ. ῾Η εὐκρινὴς ἀναγραφὴ τῶν διαφόρων παραλλαγῶν τῆς εὐχῆς «Πάντων ὑμῶν...» σὲ ἀριθμημένα χαρτονίδια, ὥστε νὰ φέρουν αὐτὰ κατὰ τάξιν καὶ ἀναγινώσκουν οἱ εἰσοδεύοντες Κληρικοί, μέχρι τῆς ἀσφαλοῦς ἀπομνημονεύσεώς των, θὰ ἦταν εὐχῆς ἔργον. 
ζ. ῞Οταν παρίστανται ἄλλοι Κληρικοὶ στὴν Θεία Λειτουργία ἁπλῶς συμπροσευχόμενοι, οἱ εἰσοδεύοντες Διάκονοι καὶ ῾Ιερεῖς ὁπωσδήποτε νὰ τοὺς ἀπευθύνουν χαμηλοφώνως τὴν εὐχὴ «Τῆς ῾Ιερωσύνης σου...» ἢ «Τῆς (῾Ιερο)διακονίας σου...», ἡ ὁποία ἔχει χαρακτῆρα καὶ τιμητικῆς φιλοφρονήσεως καὶ στὴν ὁποία θὰ ἀπαντήση ὁμοίως ὁ τιμώμενος. 

9. Παραπέμπουμε στὰ ἑξῆς ἐνδεικτικὰ κείμενα: 
α) ᾿Ιωάννου Μ. Φουντούλη, ᾿Απαντήσεις εἰς Λειτουργικὰς ᾿Απορίας, τ. Γʹ (201-300), σελ. 101-102, § 237, Θεσσαλονίκη 1976. [Βλ. σχετικὲς ἀναφορές: αὐτόθι, σελ. 205, §§ 290-292· τ. Βʹ (101-200), σελ. 137, § 170, Θεσσαλονίκη 1975, ἔκδοσις βʹ].
 
β) ᾿Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Βυζαντιναὶ Θεῖαι Λειτουργίαι Βασι- λείου τοῦ Μεγάλου καὶ ᾿Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Κείμενα Λειτουργικῆς 12, σελ. 32, Θεσσαλονίκη 1976. 

γ) Παναγιώτου Ν. Τρεμπέλα, Αἱ τρεῖς Λειτουργίαι κατὰ τοὺς ἐν ᾿Αθήναις Κώδικας, ᾿Αθῆναι 1935, σελ. 81-82. δ) ῾Ιεροδιακονικόν, ἐκδόσεις «Πανσέληνος», Καρυαὶ-῞Αγιον ῎Ορος 1989, σελ. 52. ε) ῾Ιερατικὸν (Βʹ), ἔκδοσις ῾Ιερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, ῞Αγιον ῎Ορος 1992, σελ. 115.

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

«Σὲ ὑμνοῦμεν, σὲ εὐλογοῦμεν, σοὶ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε,
καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεὸς ἡμῶν.»


Δεν είναι το χρέος μας τούτος ο ύμνος. Είναι το ξέσπασμα της καρδιάς μας μπροστά στην απεραντοσύνη της αγάπης Του και της καταδεκτικότητάς Του.

Τον υμνούμε, Τον ευλογούμε και Τον ευχαριστούμε γι’ αυτό που είναι, αλλά και γι’ αυτό που μας έκανε να είμαστε: λειτουργικά όντα.

Προχωρώντας τη Λειτουργική πορεία, φτάνουμε στα κράσπεδα του Θείου Φωτός, αγγίζουμε τους πρόποδες του Θαβωρείου. 

Τι να πεις; 
Πώς να εκφράσεις το μεγαλείο της στιγμής;

«Ο Θεός ημών»: ο δικός μας, ο οικείος. Γι’ αυτό και τολμούμε να προχωρούμε. Γι’ αυτό κι αποκτούμε το θάρρος να δεόμεθα, να επικαλούμαστε την κάθοδο του Πνεύματος «εφ’ ημάς και επί τα προκείμενα δώρα ταύτα».

Όλοι μαζί υμνούμε, ευλογούμε, ευχαριστούμε και δεόμεθα, ως παιδιά προς πατέρα, ως φθαρτοί προς άφθαρτον.

Κι Εκείνος έρχεται, αθόρυβα και ουσιαστικά επιτελώντας το θαύμα της μεταμόρφωσης των πάντων δι’ ημών. 

«Κύριε ελέησον».
Από το βιβλίο ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου Αγίας Τριάδος – Μετόχι Ι. Μονής Μαχαιρά

Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2018

Είναι τιμή μου να υπηρετώ Αυτόν,
τον Αρχηγό που μας αγαπάει

Στη Χημεία, Αυτός μετέτρεψε το νερό σε κρασί..
(Κατά Ιωάννη 2. 1-11)

Στη Βιολογία, γεννήθηκε χωρίς να έχει συλληφθεί στη κοιλία της μητέρας Του με τον φυσικό τρόπο.
(Κατά Ματθαίον 1. 18-25)

Στη Φυσική,
διέψευσε το νόμο της βαρύτητας, όταν περπάτησε πάνω στα κύματα και όταν ανελήφθη στους ουρανούς.
(Κατά Μάρκον 6. 49-51 )

Στην Οικονομία, απέρριψε τη θεωρία των Μαθηματικών όταν ταΐσε 5.000 άτομα έχοντας μόνο πέντε άρτους και δύο ψάρια και στο τέλος ακόμα περίσσεψαν και δώδεκα κοφίνια γεμάτα.
(Κατά Ματθαίον 14. 17-21)

Στην Ιατρική, θεράπευσε αρρώστους, παράλυτους και τυφλούς χωρίς να τους χορηγήσει κανένα φάρμακο.
(Κατά Ματθαίον 9.19-22 & Κατά Ιωάννη 9. 1-15)

Η Ιστορία μίλησε για Αυτόν πριν και μετά από Αυτόν.

Αυτός είναι το Άλφα και το Ωμέγα, η αρχή και το τέλος.

Αυτός ονομάσθηκε Θαυμαστός, Σύμβουλος, Άρχοντας Ειρήνης, Βασιλιάς των Βασιλιάδων και Κύριος των Κυρίων.
(Ησαΐας 9. 6)

Καθώς είναι γραμμένο στην Βίβλο ότι κανένας δεν φτάνει στον Πατέρα τον ουράνιο παρά μονάχα δια μέσω Αυτού. 

Αυτός είναι η μόνη οδός
(Κατά Ιωάννη 14.6)
... Ποιός είναι Αυτός ?
Αυτός είναι ο Κύριος, ο Ιησούς Χριστός.


Οι οφθαλμοί που διαβάζουν αυτό το μήνυμα δεν θέλουν φοβηθεί το κακό.
Το χέρι που θα στείλει αυτό το μήνυμα δεν εργάσθηκε ματαίως.

Το πιο Ισχυρό πρόσωπο στην Ιστορία όλου του κόσμου είναι ο Χριστός.

Αυτός δεν είχε δούλους και παρόλα αυτά τον καλούσαν Κύριο. 


Δεν είχε κανέναν τίτλο σπουδών και ωστόσο τον αποκαλούσαν Διδάσκαλο.

Δεν είχε φάρμακα αλλά τον καλούσαν Γιατρό ψυχών και σωμάτων.

Δεν είχε στρατό κι όμως οι βασιλιάδες τον φοβόντουσαν.

Δεν νίκησε ποτέ στρατιωτικές μάχες και παρόλα αυτά κατέκτησε τον κόσμο.

Δεν διέπραξε κάποιο έγκλημα κι όμως σταυρώθηκε.

Ετάφη και παρόλα αυτά ζει.

Είναι τιμή μου να υπηρετώ Αυτόν, τον Αρχηγό που μας αγαπάει.

πηγή: ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

Ο Όσιος Βασίλειος Μόσχας, ο δια Χριστόν Γυμνός Σαλός

Γεννήθηκε στη Μόσχα επί βασιλείας του Ίβάν Γ,' από φτωχούς και τίμιους ευσεβείς γονείς. 
Από τα πρώτα του χρόνια φάνηκε ότι θα γινόταν άγιος άνθρωπος. Αρνιόταν να θηλάσει από τον αριστερό μαστό της μητέρας του και ποτέ δε θήλαζε Τετάρτες και Παρασκευές.
Όταν μεγά­λωσε, ό πατέρας του τον έστειλε σαν μαθητευόμενο σ' έναν υποδηματοποιό. Εκεί ο μικρός Βασίλειος, δούλευε και εξυπηρετούσε το αφεντικό του μέχρι κάποια μέρα που κάποιος πελάτης τους παράγγειλε ένα ζευγάρι μπότες, πού τις ήθελε ιδιαίτερα δυνατές. 
Ό νεαρός Βασίλειος χαμογέ­λασε για να ρωτηθεί σχετικά από το αφεντικό του, μετά πού έφυγε ο πελάτης. Του απάντησε ότι ο άνθρωπος αυτός δε θα προφτάσει να φορέσει τις μπότες του γιατί θα πεθά­νει. Και πράγματι την επαύριον πέθανε. 
Το γεγονός αυτό είχε παίξει τεράστια σημασία για τον άγιο για το υπόλοιπο της σταδιοδρομίας του. Διότι εάν ο άνθρωπος εκείνος γνώ­ριζε την ώρα του θανάτου του θα μεριμνούσε για την ψυχή του και όχι να καταπιάνεται με ευτελή πράγματα όπως να παραγγέλλει δυνατές μπότες.
Αφήνει λοιπόν τον παπουτσή και αρχίζει να γυρίζει γυμνός και προπάντων ανυπόδητος στους δρόμους της Μόσχας και να προειδοποιεί πάντες για το πρόσκαιρο της ζωής αυτής. 
Ελεούσε τους ζητιάνους, τους σακάτες και όλων των ειδών τους δυστυχισμένους και εμπερίστατους.
Συχνά επισκεπτόταν τις ειδικές φυλακές για αποτοξί­νωση αλκοολικών και στήριζε τους τροφίμους ψυχολογι­κά. 
Ή μεγάλη του άσκηση και αγιότητα καλυπτόταν από τη γύμνια, τις μωρίες και το δυνατό του γέλιο πού, έμεινε παροιμιώδες.
Το 1547 μ.Χ., χρονιά της στέψης του Ίβάν του Τρομερού στις 23 Ιουνίου ό Βασίλειος πήγε στο μοναστήρι πού είναι αφιερωμένο στην Εύρεση της Τίμιας Κάρας του Ιωάννη του Βαπτιστή και άρχισε να κλαίει γοερά και να προσεύ­χεται. 
Οι άνθρωποι, γνωρίζοντας ότι ο σάλος δεν έκανε τίποτα χωρίς λόγο, αναρωτήθηκαν τι να σήμαινε αυτό. Την απάντηση την πήραν την επομένη, όταν μια πυρκαγιά τερα­στίων διαστάσεων ξέσπασε στον εν λόγω ναό κι απλώθηκε σ' όλη την πόλη. Τα πάντα κάηκαν. Οι φλόγες στο πέρα­σμά τους άφησαν μόνο χόβολη κι ερείπια.

Κάποτε,
ενώ ένα περσικό πλοίο κινδύνευε στην Κα­σπία Θάλασσα, ένας ναύτης Ρώσος ορθόδοξος, αναφωνεί καλώντας το Βασίλειο σε βοήθεια. Τότε ο γυμνός σαλός εμφανίζεται περπατώντας πάνω στα κύματα, μπαίνει στο πλοίο, αρπάζει το τιμόνι, το οδηγεί σε ασφαλισμένα νερά κι ακολούθως εξαφανίζεται. Μετά παρέλευση οι Πέρ­σες έμποροι έρχονται στη Μόσχα για δουλειές τους καιαναγνωρίζουν τον τρελό σωτήρα τους, πού θέλοντας να τους αποφύγει άρχισε να κάνει διάφορες μωρίες.
Οι Πέρσες ενημέρωσαν τον Τσάρο για το γεγονός και εκείνος κάλεσε το Βασίλειο στο παλάτι σε κάποια δεξίωση του. Εκεί ο Ιβάν θυμώνει όταν τον είδε να χύνει το ποτήρι με κρασί πού του έβαλαν, τρεις φορές από το παράθυρο. 
«Μη θυμώνεις Τσάρε». Του λέει. «Μία μεγάλη πυρκαγιά μόλις ξέσπασε στο Νόβγκοροντ και προσπαθώ να τη σβή­σω». 
Ό Τσάρος στέλλει αμέσως απεσταλμένους, οι όποιοι επιβεβαιώνουν το γεγονός. "Οχι μόνο αυτό, αλλά οι κά­τοικοι του Νόβγκοροντ μαρτυρούν ότι τις φλόγες έσβηνε κάποιος γυμνός μ' ένα ποτήρι στο χέρι. 
Όταν αργότερα ήρθαν στη Μόσχα αναγνώρισαν το Βασίλειο.
Έτσι σιγά-σιγά οι σχέσεις σαλού-ήγεμόνα έγιναν πολύ καλές. 
Ό τελευταίος μάλιστα δίνει αρκετό χρυσάφι στο Βασίλειο για να το μοιράσει στους φτωχούς πού γύριζαν στους δρόμους της Μόσχας. 
Ο άγιος αντί αυτού, το δί­νει όλο σ' έναν πλούσιο έμπορο. Όταν ρωτήθηκε σχετικά απάντησε ότι ο καλοντυμένος έντιμος έμπορος, προτιμούσε να κρύβει τη φτώχεια του και να πεθαίνει της πείνας παρά να ζητιανεύει.
"Άλλοτε τον ρωτά πάλι ό Τσάρος που ήταν μετά τη Θεία Λειτουργία και δεν τον είδε, για να του απαντήσει με πονηρό ύφος ότι αυτός τον είδε και εκεί πού ήταν και εκεί πού δεν ήταν. «Μα ήμουνα στο ναό». «Όχι Τσάρε δεν λες την αλήθεια. Σε είδα να περιφέρεσαι στο λόφο των σπουργιτιών, εκεί όπου έχεις σκοπό να κτίσεις ένα παλά­τι». Και ό βασιλιάς χαμογελώντας του αποκρίνεται: «Είναι αλήθεια. Έχεις δίκιο. Ήμουνα εκεί».
Κάποτε άρχισε να πετροβολά, μέχρι πλήρους κατασ­τροφής, μια εικόνα της Παναγίας, πού περιφερόταν στους δρόμους στα πλαίσια μιας λιτανείας. 
Το πλήθος εξαγριωμένο όρμησε κατά πάνω του μέχρι πού με έκπληξη τους ανακάλυψαν ότι κάτω από την εικόνα, υπήρχε καμου­φλαρισμένη ή ζωγραφιά του σατανά. 
Άλλοτε πετροβολούσε τους ναούς στο κατώφλι των οποίων έβλεπε δαίμονες πού προσπαθούσαν ν' αποτρέψουν τους πιστούς από το να μπουν στη Θεία Λειτουργία, κι' άλλοτε φιλούσε τα σκα­λοπάτια κακόφημων τόπων, διότι σ' αυτά στεκόντουσαν άγγελοι, πού απότρεπαν τον κόσμο να μπει σ' αυτά για σωματική και μόνο τέρψη.
Ο Ναός του Αγιου Βασιλείου του δια Χριστόν Σαλού στην Κόκκινη Πλατεία

Λίγο πριν πεθάνει σε ηλικία 88 χρονών το 1552 μ.Χ., τον επισκέπτεται όλη ή βασιλική οικογένεια, οπού ό σάλος προφητεύει στο μικρότερο παιδί, το Θεόδωρο, ότι αυτός θα κληρονομήσει την αυτοκρατορική περιουσία. 
Ό Ίβάν και ή Τσαρίνα Αναστασία, κλαίνε από χαρά γιατί γνώ­ρισαν έναν άγιο άνθρωπο και από λύπη γιατί τον χάνουν. 
Στη νεκρική πομπή, το φέρετρο με τη σωρό του Βασίλει­ου κουβαλούν στους ώμους τους ο ίδιος ό Τσάρος με τους πρίγκιπες και όλη ή Μόσχα έλαβε μέρος στη νεκρώσιμη ακολουθία και την ταφή. Αργότερα ανεγέρθηκε ναός με εντολή του βασιλιά στον τάφο του αγίου.
Ο μεγαλοπρεπής αυτός ναός, πού είναι αφιερωμένος στον άγιο Βασίλειο τον δια Χριστόν Σαλό, κοσμεί μέχρι σήμερα την Κόκκινη Πλατεία και θεωρείται το κατεξοχήν αξιοθέατο της Μόσχας. 
Αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός, ότι ή αθεϊστική κομμουνιστική κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης σ' όλα τα χρόνια της, όχι μόνο δεν πείραξε το ναό, όπως σε άλλες περιπτώσεις, αλλά τον σεβόταν.
Ο τάφος του Οσίου Βασιλείου στον ναό του στην Κόκκινη Πλατεία
Ό άγιος μνημονεύεται επίσης στο βίο του οσίου Νικόδημου της Λίμνης Κόζα (+3 Ιουλίου). 
Προτού ο όσιος Νικό­δημος γίνει μοναχός και ακόμα ονομαζόταν Νικήτας, προ­σπάθησαν μια φορά να το δηλητηριάσουν. Δεν κατάφεραν να τον θανατώσουν, άλλα του προκάλεσαν μεγάλο κακό στο στομάχι και είχε αφόρητους πόνους και δεν μπορούσε να εργαστεί. 
Τότε αποφάσισε να φύγει από τη Μόσχα για άλλου, μέχρι να βρει κάποιο γιατρό πού θα τον θεράπευε. 
Φεύγοντας συνάντησε τον άγιο Βασίλειο, πού ρακένδυτος τριγύριζε στους δρόμους. Του ζήτησε να του εξηγήσει τι συνέβαινε και όταν πληροφορήθηκε, ό Βασίλειος του είπε: «Παιδί μου Νικήτα, έλα στις έξι ή ώρα στο μητροπολιτικό ναό. Εκεί θα με βρεις και θα σου δώσω κάτι να πιεις. Και οι προσευχές της Ύπεραγίας Θεοτόκου θα σε βοηθήσουν να θεραπευτείς». 
Πράγματι πήγε ό Νικήτας τη συγκεκριμμέ­νη ώρα στο ναό και ο Βασίλειος του έδωσε ένα δοχείο και τον πρόσταξε να το πιει, aφού πρώτα κάνει το σημείο του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Αμέσως έγινε καλά.

πηγή το βιβλίο του Ίκαρου Πετρίδη-''Εμπαίζοντες...Υμεις μωροί δια Χριστόν"