Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

«Σήμερα, θέλω να κάνω αυτή την προσευχή...

... και να λέω μέσα μου διαρκώς
αυτά τα λόγια:

Στηρίζομαι στην αγάπη του Θεού.
Στηρίζομαι στην αγάπη του Θεού.

Κάθε μια λέξη θέλω να την καταλάβω.
Στηρίζομαι στην αγάπη του Θεού.
Σ’ αυτή την αγάπη εμπιστεύομαι τον εαυτό μου
και όλα τα θέματά μου.

Προσωπικά, οικογενειακά,
συναισθηματικά,
υγείας, οικονομικά, τα πάντα.

Σ΄αυτή την αγάπη αφήνω κι όσους αγαπώ,
και ηρεμώ.
Συγγενείς, φίλους, παιδιά,
σκυλιά, γατιά, όλους.

Μέσα στην αγκαλιά του Θεού
ακουμπώ το παρόν και το μέλλον μου.
Πιστεύω στη δύναμή Σου, Θεέ μου.
Πιστεύω στη σοφία Σου.

Είμαι σίγουρος για την καλοσύνη της καρδιάς Σου,
παρόλη τη συχνή σκληρότητα
των τρόπων Σου.

Στο ‘χω πει – όλοι στο ‘χουμε πει
και στο λέμε συνέχεια-
πως μας πονάς πολύ,
Κύριε.

Μα όλα γίνονται για έναν άγιο σκοπό.
Όταν η πίστη είναι μέσα μου ζωντανή,
πιστεύω ότι κάτι όμορφο θα βγει στο τέλος.

Μέσα από πόνο και δάκρυα,
με κύματα άγρια,
και ψύχος πολικό
ή καύσωνα και έρημο Σαβάνας.

Και προσδοκώ
ανάσταση νεκρών ελπίδων,
ονείρων και καημών,
και πόθων που μαράθηκαν.
Και βαδίζω μέσα στο Φως Σου.

Έστω με πατερίτσες.
Γιατί κι αυτές μπροστά Σου,

Κύριε,
φωσφορίζουν,
και στάζουν
στην καρδιά μου
ελπίδα.
Αμήν.»

Ο κύκλος του Χριστού

Φαντάσου:
ούτε ένας παπάς
της εποχής εκείνης,
δεν ήταν φίλος
του Χριστού,
και δεν περπάταγε
μαζί Του!...

Οι μαθητές του Χριστού, εκείνο τον καιρό, ήταν μια απλή ομάδα ανθρώπων που δεν έλεγε κάτι σε κανέναν, δεν ήταν τίποτα ραβίνοι ή ιερείς. 
Εμείς τώρα τους τιμούμε κλπ, μα τότε, ήταν η απλή παρέα του Χριστού. Ασημαντότητες. Ψαράδες.
Αν ζούσε σήμερα ο Χριστός, και περπατούσε ανάμεσά μας, το πιθανότερο να έτρεχα κοντά Του, νομίζοντας πως το δικαιούμαι και θα με δεχτεί στους κοντινούς και κολλητούς Του.
Και θα το πάθαινα το ελαφρύ εγκεφαλικό μου, αν Τον έβλεπα να μιλάει με άτομα άσχετα με μένα, με παιδιά των Εξαρχείων, παιδιά από συναυλίες, αλητείες, νυχτερινή ζωή, ναρκωτικά, ουσίες, χαλκάδες, μαλλιάδες, με σκουλαρίκια και τατουάζ.
Και θα ‘σπρωχνα να περάσω να χωθώ μπροστά, να βρω τη θέση που μου αξίζει.
Και θα με κοίταγε και μένα ο Χριστός και θα μου έλεγε "Αντρίκο μου, τι θες εσύ εδώ;.. Για πού το ‘βαλες παλικάρι μου; Γιατί τόση βιασύνη και άγχος; Και γιατί σπρώχνεις τους φίλους και τις φίλες μου;…"

Και δεν θα ‘ξερα τι να πω, μόνο θα απορούσα που κι ο ίδιος ο Θεός δεν καταλαβαίνει την αξία μου και το ποιος είμαι εγώ.
Και γενικώς, μια απογοήτευση θα μου ‘μενε, μια αναστάτωση, ένα άγχος και μια σύγχυση, και πολλές απορίες:

Ποιος είναι Αυτός τελικά, πώς σκέφτεται έτσι παράξενα και αρκετά άδικα, τι είναι το πρώτο και το δεύτερο στα μάτια Του, τι μετρά και τι αξίζει.
Και ποια η σχέση μου με την Αλήθεια, με το Χριστό;

Και ποιο το παραμύθι που κατάντησα να ζω στο Όνομά Του, ένα ψέμμα αυτοδικαίωσης, μια γλυκιά αυτοϊκανοποίηση ότι πάω καλά, ότι τα ξέρω όλα, ότι εγώ το πιθανότερο θα πάω στον Παράδεισο και θα σωθώ, ότι όλοι γύρω μου βαδίζουνε στην Κόλαση, ενώ εγώ ο Ορθόδοξος ξέρω πολύ καλά τα πάντα, το παρόν, και το μέλλον το δικό μου και του κόσμου όλου!

Και θα ανέβαινα στο διαμέρισμά μου θυμωμένος, μιας και δεν θα μπορούσα να χαρώ μαζί με την αντισυμβατική χαρά του Χριστού που έκανε παρέα με τόσους άσχετους ανθρώπους, που δεν μυρίζανε καθόλου λιβάνι.

Και θα κοίταζα το Χριστό ενοχλημένος και με ζήλεια, απ’ το μπαλκόνι, να συνεχίζει να βαδίζει με την αγνή αλητοπαρέα Του.
Και εντύπωση θα μου ‘κανε πολύ ότι τα μάτια όλων γύρω Του έλαμπαν.

Κι ότι οι ναρκωμένοι και χαπακωμένοι ξαστερώσαν στα μυαλά τους, και έβγαζαν σπίθες ευτυχίας και γαλήνης απ’ τα μάτια τους, και κάποιοι ήταν κιόλας δακρυσμένοι.

Δίπλα σ’ Αυτόν.
Που δεν έκρινε κανέναν, δεν μάλωνε,
δεν απειλούσε, δεν τιμωρούσε,
δεν απαιτούσε, δεν έπνιγε.

Μόνο έδινε οξυγόνο και χαρά, κι αγάπη.
Αγάπη και αποδοχή. Αγάπη και αλήθεια.

Και απέραντη ειλικρίνεια. Χωρίς να ζητά λεφτά.
Χωρίς να ζητά οπαδούς, να γραφτούν,
να γίνουν μέλη μιας παράταξης, μιας οργάνωσης,
μιας κλίκας ή ενός συστήματος.

Όλα χύμα με το Χριστό.
Περπάτημα στο δρόμο κι όπου βγει,
στάση σ’ ένα πάρκο,
κουβέντα όπως προκύψει,
όλα αυθόρμητα, φυσικά,
πηγαία, απρογραμμάτιστα.

Ένα χάος γαλήνιο.
Μια ακαταστασία αρμονική.
Μια ασυνταξία σκέτη ποίηση.

Ένας Θεός όλος γλύκα.
Κι εγώ να ματώνω στα κουτάκια μου.
Να λιώνω στη χρυσή μου φυλακή.

Να πνίγομαι στις αναθυμιάσεις του λιβανωτού μου.
Να χάνω τη φρεσκάδα του Χριστού μου.
Πώς γίναμε έτσι…

π. Ανδρέας Κονάνος