Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

Η Αγία Μαργαρίτα η Οσιομάρτυς

H μητέρα Μαργαρίτα (κατά κόσμον Μαρία) Μιχαήλοβνα ήταν ηγουμένη της μονής του Προφήτου Ηλιού στο Μενζελίνσκ, της επισκοπής της Ούφας. Προτού γίνει μοναχή, η Μαρία Μιχαήλοβνα, ζούσε στο Κίεβο. Εξομολόγος της ήταν ο Πρωτοπρεσβύτερος Αλέξανδρος Κορσακόβσκι, προϊστάμενος του ναού της Γεωργιέβσκαγια στο Κίεβο, στην ενορία όπου έμενε η Μαρία.
Στα απομνημονεύματά του ο πρίγκιπας Ν. Ζεβαχώφ, πού τη γνώριζε πολύ προτού γίνει μοναχή, έγραφε:«Στο πρόσωπο της Μαρίας έβλεπα την ενσάρκωση της ένθερμης πίστης και της αγάπης της για το Θεό. Ήταν κοντή και αδύνατη, μια γυναίκα πού έκαιγε πάντα σαν κερί μπροστά στο Θεό. Όλοι όσοι την ήξεραν, γνώριζαν πως γεννήθηκε μόνο και μόνο για να θερμαίνει τους άλλους με την αγάπη της.»
Ο Πρωτοπρεσβύτερος Αλέξανδρος Κορσακόβσκι έβλεπε στη διάθεση της Μαρίας, ότι υπέφερε και μελαγχολούσε ζώντας στον κόσμο. Ή συνείδησή της δεν συμβιβαζόταν, δεν είχε «μισή» καρδιά. Σε κάθε της πρόβλημα συμβουλευόταν τον Πνευματικό της. Η αμέτρητη αγάπη πού είχε για τους συνανθρώπους της, την ωθούσε να αναζητά ευκαιρίες για να βοηθήσει. Η απέραντη συγκαταβατικότητα στην ανθρώπινη αδυναμία όμως δεν την οδηγούσε σε συμβιβασμούς με τη συνείδηση της. Δεν ήταν δίψυχη, δεν είχε τίποτα που να κρύβεται δήθεν από ευσέβεια, ενώ στην πραγματικότητα εκφράζει μόνο αδιαφορία στο χριστιανικό καθήκον... Τέτοιοι άνθρωποι πού δίνουν τα πάντα στους άλλους χωρίς να ζητάνε τίποτα, μοιάζουν να είναι μόνοι... Κανένας δεν θα τους ρωτήσει αν χρειάζονται και αυτοί κάτι, κάποια υποστήριξη ή φροντίδα. Πηγαίνουν κοντά τους μόνο όταν έχουν την ανάγκη τους και τους αγνοούν όταν δεν τους χρειάζονται. Στην πραγματικότητα όμως ποτέ δεν νιώθουν μοναξιά.
 
Μετά την μοναχική κουρά της η μοναχή Μαργαρίτα έζησε αρχικά σε ένα γυναικείο κοινόβιο, όπου υπήρχε και η εικόνα της Παναγίας «Χαρά και Παρηγοριά», στην περιοχή Σέρπουχωφ της επαρχίας της Μόσχας. Ηγουμένη εκεί ήταν μια ηλικιωμένη κοντέσα, η Ορλόβα – Νταβίντοβα. Αυτή η περίοδος ήταν μια πολύ σκληρή δοκιμασία για τη Μαργαρίτα, πού απαιτούσε μεγάλη ανδρεία, υπομονή και ταπείνωση.
Στις 18 Ιανουαρίου του 1917, με διάταγμα της Ιεράς Συνόδου, η μοναχή Μαργαρίτα διορίστηκε ηγουμένη της Ιεράς Μονής του Προφήτη Ηλία, στο Μενζελίνσκ της επισκοπής Ούφας. Η τελετή ενθρόνισης έγινε στη Μόσχα και παραστάθηκε επίσης η Μεγάλη Δούκισσα Ελισάβετ Φιοντόροβνα, που αγαπούσε πολύ την ηγουμένη Μαργαρίτα. Το 1917 στο μοναστήρι ζούσαν 50 μοναχές και 248 δόκιμες.
 
Όπως γράφει ο π. Νεκτάριος Αντωνόπουλος στο βιβλίο του «Νεομάρτυρες της Ρωσίας», «η ηγουμένη Μαργαρίτα διακρινόταν για την εξαίρετη μόρφωσή της, την σύνεση, αλλά και την αυστηρή ασκητική ζωή της. Οργάνωσε το μοναστήρι της κατά τα πρότυπα των παλαιών μοναστηριών της Ελλάδος. Μία από τις μοναχές που επέζησε ως τις μέρες μας, η μοναχή Αλεφτίνα, τυφλή στα τελευταία της χρόνια, διέσωσε τις πληροφορίες που καταγράφουμε. Οι μοναχές, με την έμπνευση και καθοδήγηση της ηγουμένης Μαργαρίτας, ζούσαν αυστηρή μοναχική ζωή, τελώντας ανελλιπώς τις ακολουθίες και το μοναχικό τους κανόνα. Όλες εργάζονταν με πνεύμα θυσίας και πολύ φιλότιμο στα διακονήματά τους. Το μοναστήρι είχε πολλούς κήπους με οπωροφόρα δέντρα, λαχανόκηπους, χωράφια, μελίσσια κλπ. Διέθετε ακόμα και εργαστήριο καλλιτεχνικών φωτογραφιών, κάτι σπάνιο και πρωτοποριακό για εκείνη την εποχή».
 
Προς το τέλος του 1918 ό Λευκός Στρατός (Ο Λευκός Στρατός ή Λευκό Κίνημα ή Λευκή Φρουρά ήταν μια σειρά από αντι-μπολσεβικικές στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά και πολιτικές, που εισέβαλαν στην Ρωσία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση δημιουργώντας τον εμφύλιο του 1917-1923. Οι στρατιωτικές δυνάμεις προέρχονταν από τη Γαλλία, Βρετανία, Ιαπωνία και Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και μέλη του Ρωσικού κόμματος Καντέτ, Μενσεβίκους και Επαναστάτες σοσιαλιστές) εγκατέλειψε το Μενζελίνσκ και τις γειτονικές πόλεις και η μητέρα Μαργαρίτα αποφάσισε να μη μείνει στην κυριαρχία των Μπολσεβίκων. Βρισκόταν στην αποβάθρα, έτοιμη να φύγει, όταν της παρουσιάστηκε σε όραμα ο Άγιος Νικόλαος και της είπε:
- Γιατί αποφεύγεις και αρνείσαι το στεφάνι σου;
Ξαφνιασμένη από το όραμα η ηγουμένη Μαργαρίτα γύρισε στο μοναστήρι και διηγήθηκε στον ιερέα αυτό που είδε.
Με την αίσθηση ότι σύντομα θα έπρεπε να δοκιμαστεί για την πίστη της, ζήτησε να της ετοιμάσουν ένα φέρετρο και έδωσε εντολή να την ενταφιάσουν την ίδια μέρα του θανάτου της, αμέσως μετά την κηδεία.
 
Την άλλη ημέρα την ηγουμένη Μαργαρίτα την συνέλαβαν ως «αντεπαναστάτρια». Την τράβηξαν βίαια από την εκκλησία στην αυλή του μοναστηριού την ώρα της ακολουθίας. Ζήτησε να την αφήσουν να κοινωνήσει, μα εκείνοι αρνήθηκαν. Την πυροβόλησαν αμέσως εκεί, στον αυλόγυρο. Μετά οι αδελφές του μοναστηριού της έψαλαν την κηδεία και έπειτα την ενταφίασαν πίσω από το Ιερό της Εκκλησίας, εκεί ακριβώς που την πυροβόλησαν.
 
Ο ιερέας είχε παραξενευτεί πολύ με την απαίτηση της ηγουμένης να ενταφιαστεί την ίδια ημέρα του θανάτου της. Μόνο την επόμενη ημέρα έγινε κατανοητό το αίτημα της. Τότε οι ίδιοι τσεκάδες (Η Παν-ρωσική Έκτακτη Επιτροπή για την Καταπολέμηση της Αντεπαναστάσεως και του Σαμποτάζ παρά το Συμβούλιο Λαϊκών Επιτρόπων της ΡΣΟΣΔ, πιο γνωστή με τα αρχικά Βε-Τσε-Κα (ВЧК) και Τσε-Κά (ЧК), αποτέλεσε την πρώτη υπηρεσία εσωτερικής ασφάλειας του σοβιετικού καθεστώτος) που είχαν θανατώσει την ηγουμένη Μαργαρίτα έφεραν στο μοναστήρι έναν μουσουλμάνο μουλά για να τον θανατώσουν και ζήτησαν να ταφεί σε έναν τάφο, μαζί με την ηγουμένη Μαργαρίτα. Η ηγουμένη όμως είχε ήδη ενταφιαστεί και έτσι οι τσεκάδες δεν μπόρεσαν να εκτελέσουν το σκοπό τους. Έτσι πήραν τον μουλά και έφυγαν.
 
Ένας μεγάλος Ρώσος γέροντας, μάλλον ο Στάρετς Αμβρόσιος της Όπτινα θα πρέπει να ήταν, είχε προφητεύσει πως στη διάρκεια διοίκησης μιας ηγουμένης στο μοναστήρι θα οικοδομηθεί μία εκκλησία, στη διάρκεια διοίκησης της δεύτερης, η ίδια η ηγουμένη θα γίνει μάρτυρας και στη διάρκεια ηγουμενίας της τρίτης, θα πέσουν οι καμπάνες. Η προφητεία εκπληρώθηκε. Η ηγουμένη Μαργαρίτα έγινε μάρτυρας. Στην ηγουμενία της επόμενης μοναχής, της τρίτης, οι μπολσεβίκοι πήραν τις καμπάνες της εκκλησίας και έκλεισαν το μοναστήρι.
 
Την δεκαετία του 1970, που το μοναστήρι ήταν ακόμα κλειστό, κάποιοι άνθρωποι αποφάσισαν να σκάψουν ένα λάκκο πίσω από το ιερό του ναού. Ξαφνικά έπεσαν πάνω σε ένα φέρετρο. Μέσα στο φέρετρο βρήκαν το άφθαρτο λείψανο της ηγουμένης Μαργαρίτας, με έναν σταυρό στο στήθος. Από σεβασμό δεν πείραξαν το φέρετρο, αλλά βρήκαν άλλον τόπο για να σκάψουν το λάκκο.
 

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2021

Anthony Bloom: Πῶς ἔγινα Χριστιανός

Ὁ Τιμόθεος Οὐίλσον εἶχε τήν παρακάτω συνέντευξη μέ τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη τοῦ Σουρόζ κ. Ἀντώνιο Μπλούμ.
 Anthony Bloom
(Metropolitan of Sourozh [1914- 2003])

Τ.Ο.: Πότε γίνατε Χριστιανός; Ὑπῆρξε στή ζωή σας καμιά συγκεκριμένη στιγμή μεταστροφῆς;

Α.Μπλούμ: Αὐτό ἔγινε σέ διάφορα στάδια. Μέχρι τά μέσα τῆς ἐφηβικῆς μου ἡλικίας ἤμουνα ἕνας ἄπιστος καί ἐπιθετικά ἀντιεκκλησιαστικός. Δέν γνώριζα τό Θεό, δέν νοιαζόμουνα γι’ Αὐτόν καί μισοῦσα καθετί σχετικό μέ τήν ἰδέα τοῦ Θεοῦ.

Τ.Ο.: Καί ὅλα αὐτά, παρά τά «πιστεύω» τοῦ πατέρα σας;

Α.Μπλούμ: Ναί, γιατί μέχρι τά δεκαπέντε μου χρόνια ἡ ζωή μας ἦταν πολύ δύσκολη. Δέν ζούσαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη. Ἐγώ ἤμουνα ἐσωτερικός σέ ἕνα σχολεῖο πού ἦταν πολύ αὐστηρό, βίαιο θά ἔλεγα. Ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογένειάς μου ζοῦσαν σέ διαφορετικά σημεῖα τοῦ Παρισιοῦ. Μόνο ὅταν ἔγινα περίπου δεκατεσσάρων χρόνων συγκεντρωθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη καί αὐτό ἦταν μία πραγματική εὐτυχία, μία εὐλογία. Ἦταν κάπως ἀσυνήθιστο νά σκεφτεῖ κανείς ὅτι, σέ κάποιο σπίτι μιᾶς συνοικίας τοῦ Παρισιοῦ, μποροῦσε νά βρεῖ μία τέλεια εὐτυχία, καί ὅμως αὐτό συνέβαινε. Τότε γιά πρώτη φορά, μετά τήν ἐπανάσταση, ἀποκτούσαμε σπίτι.

Πρέπει ὅμως νά πῶ πώς, πρίν ἀπό ὅλα αὐτά, συνέβηκε κάτι πού μέ εἶχε προβληματίσει πάρα πολύ. Ἤμουνα περίπου ἕντεκα χρόνων, ὅταν μέ ἔστειλαν σέ μία κατασκήνωση ἀγοριῶν. Ἐκεῖ συνάντησα ἕναν ἱερέα πού θά ἦταν περίπου τριάντα χρόνων. Κάτι ἀπ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο μοῦ τράβηξε τήν προσοχή. Εἶχε ἀγάπη πού τήν σκορποῦσε στόν καθένα ἀπό μᾶς. Αὐτή δέ ἡ ἀγάπη του δέν εἶχε σχέση μέ τό ἄν εἴμαστε καλοί, καί δέν ἄλλαζε ὅταν εἴμαστε κακοί. Μποροῦσε νά μᾶς ἀγαπάει χωρίς προϋποθέσεις. Ποτέ πρίν στή ζωή μου δέν εἶχα συναντήσει κάτι τέτοιο. Εἶχα φίλους πού μ’ ἀγαποῦσαν στό σπίτι, ἀλλά αὐτό τό ἔβρισκα φυσικό. Τέτοιο εἶδος ἀγάπης δέν εἶχα συναντήσει ποτέ. Τήν ἐποχή ἐκείνη δέν προσπάθησα νά δώσω καμιά ἐξήγηση σ’ αὐτό. Ἁπλά βρῆκα σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο κάτι πού μέ προβλημάτιζε καί ταυτόχρονα μοῦ ἄρεσε πολύ. Μόνο μετά ἀπό χρόνια, ὅταν πιά ἦρθα σέ ἐπαφή μέ τό Εὐαγγέλιο, σκέφτηκα πώς αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ἀγαποῦσε μέ μιὰ ἀγάπη πού ἦταν πέρα ἀπό τόν ἴδιο. Δηλαδή μοιραζόταν μαζί μας τή θεία ἀγάπη. Ἤ, ἄν προτιμᾶτε, ἡ ἀγάπη ἦταν τόσο βαθιά καί πλατιά, μέ τέτοια ἀνοίγματα ὥστε, μποροῦσε νά ἀγκαλιάσει ὅλους μας, εἴτε μέσα ἀπό τόν πόνο εἴτε μέσα ἀπό τή χαρά, ἀλλά πάντα μέσα στήν ἴδια καί μοναδική ἀγάπη. Αὐτή ἡ ἐμπειρία, νομίζω, ἦταν ἡ πρώτη βαθιά πνευματική ἐμπειρία πού εἶχα.

Τ.Ο.: Τί ἔγινε μετά ἀπό αὐτό;

Α.Μπλούμ: Τίποτε. Γύρισα στό σχολεῖο ὅπου ἤμουνα ἐσωτερικός καί ὅλα συνεχίστηκαν ὅπως πρίν, μέχρι τήν στιγμή πού βρεθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη. Ζώντας μέ τήν οἰκογένειά μου, ὅπως εἶπα, γεύτηκα τήν πλήρη εὐτυχία, ἀλλά τότε συνέβηκε κάτι τό τελείως ἀπροσδόκητο. Ξαφνικά ἀνακάλυψα ὅτι ἡ εὐτυχία, ἄν δέν ἔχει κάποιο σκοπό, γίνεται ἀνυπόφορη. Δέν μποροῦσα, λοιπόν, νά δεχτῶ μιὰ ἄσκοπη εὐτυχία. Γιά νά ξεπεράσεις τίς δυσκολίες καί νά ὑποφέρεις τά βάσανα ἀποβλέπεις σέ κάτι πού εἶναι πέρα ἀπό αὐτά. Ἐγώ ὅμως δέν ἔβρισκα κάποιο νόημα, οὔτε πίστευα σέ κάτι, γι’ αὐτό ἡ εὐτυχία μου φαινόταν ἀνούσια. Ἔτσι ἀποφάσισα πώς ἔπρεπε νά δώσω στόν ἑαυτό μου μιὰ προθεσμία- ἕνα χρόνο τουλάχιστο – νά ἀνακαλύψει ἄν ἡ ζωή εἶχε ἤ ὄχι κάποιο νόημα. Ἄν στό διάστημα αὐτοῦ τοῦ χρόνου δέν θά ἔβρισκα κανένα νόημα ζωῆς, εἶχα ἀποφασίσει νά μή συνεχίσω νά ζῶ, νά αὐτοκτονήσω.

Τ.Ο.: Καί πῶς βγήκατε ἀπό αὐτήν τήν κατάσταση τῆς ἄσκοπης εὐτυχίας;

Α.Μπλούμ: Ἄρχισα νά ψάχνω γιά κάποιο ἄλλο νόημα ζωῆς πέρα ἀπό κεῖνο πού μποροῦσα νά βρῶ μέσα στίς σκοπιμότητες. Τό νά σπουδάζει κανείς νά γίνει χρήσιμος στή ζωή ἦταν κάτι πού δέν μέ συγκινοῦσε καθόλου. Ὅλη ἡ ζωή μου μέχρι τώρα εἶχε συγκεντρωθεῖ σέ ἄμεσους σκοπούς καί ξαφνικά ὅλα αὐτά βρέθηκαν ἄδεια, χωρίς κανένα νόημα. Ἔνιωσα μέσα μου κάτι τό δραματικό καί καθετί γύρω μου μοῦ φαινόταν μικρό καί ἀνόητο.

Πέρασαν μῆνες καί τίποτε στόν ὁρίζοντα, νόημα δέν φάνηκε πουθενά! Μιὰ μέρα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς- ἤμουνα τότε μέλος τῆς Ρωσικῆς ὀργάνωσης νέων στό Παρίσι- ἕνας ἀπό τούς ὑπεύθυνους ὀργάνωσης μέ πλησίασε καί μοῦ εἶπε: «Καλέσαμε κάποιον ἱερέα νά σᾶς μιλήσει. Ἔλα καί σύ στή συγκέντρωση». Ἐγώ ἀπάντησα μέ ἔντονη ἀποδοκιμασία ὅτι δέν θά πήγαινα νά τόν ἀκούσω. Δέν εἶχα ἀνάγκη τήν Ἐκκλησία. Δέν πίστευα στό Θεό. Δέν ἤθελα νά χάσω τόν καιρό μου μέ κάτι τέτοια. Ὁ ὑπεύθυνος χειρίστηκε ἀρκετά ἔξυπνα τό θέμα. Μοῦ ἐξήγησε ὅτι ὅλα τά μέλη τῆς ὁμάδας μας εἶχαν ἀντιδράσει ἀκριβῶς μέ τόν ἴδιο τρόπο καί θά ἦταν πολύ ἄσχημο ἄν, οὔτε ἕνας, δέν παρακολουθοῦσε τήν ὁμιλία του.

«Μήν προσέχεις», εἶπε ὁ ὑπεύθυνος, «δέν μέ ἐνδιαφέρει αὐτό, μόνο ἔλα, κάθισε ἐκεῖ, γιά μιὰ τυπική παρουσία». Ἐ! μέχρι σ’ αὐτό τό σημεῖο, ἤμουνα πρόθυμος νά φανῶ νομοταγής στή νεανική μας ὀργάνωση. Ἔτσι πῆγα στήν ὁμιλία καί ἔμεινα μέχρι τό τέλος. Δέν εἶχα σκοπό νά προσέξω. Τά αὐτιά μου ὅμως ἔπιαναν μερικές φράσεις πού μέ ἀγανακτοῦσαν περισσότερο. Ὁ Χριστός καί ὁ Χριστιανισμός παρουσιάστηκαν μπροστά μου τόσο διαφορετικά ἀπ’ ὅτι ἐγώ πίστευα, πού ἤθελα βαθύτατα νά τά ἀποκρούσω. Ὅταν τελείωσε ἡ ὁμιλία ἔτρεξα στό σπίτι μέ ἔντονη τήν ἐπιθυμία νά ἐλέγξω ἄν ἦταν ἀλήθεια ὅλα αὐτά πού εἶπε ὁ ὁμιλητῆς. Ρώτησα τή μητέρα μου ἄν εἶχε ἕνα Εὐαγγέλιο νά μοῦ δώσει. Ἤθελα πολύ νά διαπιστώσω ἄν τό Εὐαγγέλιο θά συμφωνοῦσε μέ τήν τερατώδη ἐντύπωση πού μοῦ δημιούργησε ἡ ὁμιλία. Δέν περίμενα τίποτα καλό ἀπό τήν ἀνάγνωση αὐτή καί ἔτσι μέτρησα τά κεφάλαια τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων, ὥστε νά εἶμαι σίγουρος ὅτι διαβάζω τό συντομότερο. Δέν ἤθελα νά χάσω ἄδικα τό χρόνο μου. Ἄρχισα, λοιπόν, νά διαβάζω τό Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου.

Ἐνῶ διάβαζα τά πρῶτα κεφάλαια τοῦ κατά Μάρκον Εὐαγγελίου καί πρίν φτάσω στό τρίτο κεφάλαιο, ξαφνικά, συνειδητοποίησα ὅτι, στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ γραφείου μου, ὑπῆρχε κάποιος. Ἡ βεβαιότητα ὅτι αὐτός ὁ «Κάποιος» ἦταν ὁ Χριστός πού στεκόταν ἐκεῖ παράμερα, ἦταν τόσο ἔντονη ὥστε ποτέ ἕως τώρα δέν μέ ἔχει ἐγκαταλείψει.

Τό γεγονός αὐτό ὑπῆρξε πραγματικά ἡ ἀποφασιστική μου καμπή. Ἀφοῦ ὁ Χριστός ἦταν ζωντανός καί ἐγώ εἶχα ζήσει τήν Παρουσία του, μποροῦσα νά πῶ μέ βεβαιότητα ὅτι αὐτό πού τό Εὐαγγέλιο ἔλεγε γιά τή Σταύρωση τοῦ Προφήτη τῆς Γαλιλαίας, ἦταν ἀλήθεια καί ὅτι ὁ ἑκατόνταρχος εἶχε δίκαιο ὅταν εἶπε: «Ἀληθῶς Υἱός Θεοῦ ἐστι». Μέσα, λοιπόν, στό φῶς τῆς Ἀνάστασης μποροῦσα νά διαβάσω μέ βεβαιότητα τήν ἱστορία τοῦ Εὐαγγελίου, ξέροντας πολύ καλά ὅτι καθετί ἔκρυβε μέσα του ἀλήθεια. Καί αὐτό, γιατί τό ἀπίστευτο γεγονός τῆς Ἀνάστασης ἦταν γιά μένα πιό βέβαιο ἀπό κάθε ἄλλο γεγονός τῆς ἱστορίας. Τήν ἱστορία πρέπει νά τήν πιστέψω, τήν Ἀνάσταση τήν ἔμαθα ἀπό προσωπικό γεγονός.

Καθώς βλέπετε, δέν ἀνακάλυψα τό Εὐαγγέλιο ἀρχίζοντας ἀπό τήν ἀρχή μέ τό ἀρχικό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί δέν ξετυλίχθηκε μπροστά μου σάν μιὰ ἱστορία τήν ὁποία κανείς μπορεῖ νά πιστέψει ἤ ὄχι. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, γιά μένα, ἄρχισε μέ ἕνα γεγονός πού παραμέρισε ὅλα τά προβλήματα ἀπιστίας, ἀκριβῶς γιατί ἦταν μία ἄμεση καί προσωπική ἐμπειρία.

Τ.Ο.: Αὐτή ἡ τόσο ἔντονη ἐμπειρία ποὺ εἴχατε, παρέμεινε σέ ὅλη σας τή ζωή; Δέν ὑπῆρξε κάποια ἐποχή ποὺ νά ἀμφιβάλλετε γιά τήν πίστη σας;

Α.Μπλούμ: Βεβαιώθηκα ἀπόλυτα ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ζωντανός καί ὅτι μερικά πράγματα ὑπάρχουν ἀναμφίβολα. Φυσικά δέν πῆρα σέ ὅλα ἀπαντήσεις, ἀλλά ἔχοντας ζήσει αὐτή τή μεγάλη ἐμπειρία, ἤμουν πιά βέβαιος ὅτι μπροστά μου ὑπῆρχαν ἀπαντήσεις, ὁραματισμοί, δυνατότητες. Αὐτό ἀκριβῶς σημαίνει γιά μένα πίστη. Ἀπό τή μιά, δηλαδή, νά μήν ἀμφιβάλλει κανείς ἔτσι πού νά ἔχει μέσα του σύγχυση καί περιπλοκές, ἀπό τήν ἄλλη ὅμως νά διερωτᾶται μέ σκοπό νά ἀνακαλύψει τό πραγματικό νόημα τῆς ζωῆς. Νά ἔχεις, δηλαδή, αὐτό τό εἶδος τῆς ἀμφιβολίας πού σέ κάνει νά θέλεις νά ρωτᾶς, νά ἀνακαλύπτεις ὅλο καί περισσότερο, νά θέλεις διαρκῶς νά ἐρευνᾶς.
 
 
Anthony Bloom, Ελβετία.
Ο Μητροπολίτης Αντώνιος του Σουρόζ, κατά κόσμον Αντρέι Μπορίσοβιτς Μπλουμ, γεννήθηκε στη Λωζάννη το 1914 από οικογένεια διπλωματών και στρατιωτικών. Έζησε για κάποιο διάστημα της παιδικής του ηλικίας στην Περσία και κατόπιν (μετά τη ρωσική επανάσταση του 1917) στη Γαλλία.
Σπούδασε ιατρική, ειδικεύτηκε στη χειρουργική και εκπόνησε διδακτορική διατριβή στην ογκολογία. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου υπηρέτησε στο γαλλικό στρατό και στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της γαλλικής αντίστασης, πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως χειρουργός.
Το 1943 εκάρη μοναχός. Το 1948 μετεγκαταστάθηκε στο Λονδίνο στην Αδελφότητα του Αγίου Σεργίου. Το 1956 διορίστηκε εφημέριος της ρωσικής ενορίας του Λονδίνου και το 1957 χειροτονήθηκε Επίσκοπος. Πέντε χρόνια αργότερα διορίστηκε από το Πατριαρχείο Μόσχας Αρχιεπίσκοπος και Έξαρχος Δυτικής Ευρώπης, ενώ το 1966 ο θρόνος του ανυψώθηκε σε Μητροπολιτικός. Πέθανε το 2003 σε ηλικία 89 ετών.
Η δράση του, τα βιβλία του, τα κηρύγματά του και η εμβέλεια της προσωπικής του ακτινοβολίας τον έχουν κατατάξει ως μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της Ορθοδοξίας του 20ού αιώνα στον Ευρωπαϊκό χώρο. 

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

Ο Χαρίλαος Ταλιαδώρος, ο Άρχων Πρωτοψάλτης έφυγε από τη ζωή σήμερα...

... τα ξημερώματα, 11 Ιανουαρίου 2021.


Ο αλησμόνητος δάσκαλος γεννήθηκε (1926) στη Θεσσαλονίκη. Ήταν πτυχιούχος Νομικών και Oικονομικών Επιστημών. 
Μαθητής του πρωτοψάλτη Χριστόφορου Κουτσουράδη και απόφοιτος της Σχολής Βυζαντινής Μουσικής του Εθνικού Ωδείου Αθηνών. 
Καθοριστική, για την ψαλτική του εξέλιξη, υπήρξε η συνάντησή του στη Θεσσαλονίκη (1945) με τον Άρχοντα πρωτοψάλτη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Κωνσταντίνο Πρίγγο. 
Ψάλτης, από νεαρή ηλικία, σε γνωστούς ναούς της Θεσσαλονίκης: Αγ. Θεράποντα Κάτω Τούμπας (1942-1944), Αγ. Φανουρίου και Τιμίου Προδρόμου (1944-1952) και, περίπου εξήντα χρόνια, πρωτοψάλτης στον Καθεδρικό Ναό της του Θεού Σοφίας (1952-έως σήμερα 2012). 
Φέρει το οφφίκιο του «Αρχοντος πρωτοψάλτου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως».

Έχει διδάξει τη Βυζαντινή Μουσική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1964-1967), στο Μακεδονικό Ωδείο και στη Σχολή Βυζαντινής Μουσικής της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης. Από τους πιο γνωστούς, και πιο δραστικούς, σύγχρονους ψάλτες του Ελλαδικού χώρου (με πλουσιότατη ψαλτική δράση στο Εσωτερικό και Εξωτερικό).

voria