Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

Ο Όσιος Ιάκωβος, ο «με συγχωρείτε».

Η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που συνεδριάζει στο Φανάρι υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, αποφάσισε πριν από λίγο – σήμερα Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017 – την αγιοκατάταξη του Γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη της Μονής Οσίου Δαυΐδ στην Εύβοια (1920-1991).
Ο γέροντας εκοιμήθη στις 21 Νοεμβρίου, ημέρα κατά την οποία η Εκκλησία τιμά τα Εισόδια της Θεοτόκου, αλλά θα εορτάζει μία ημέρα μετά, στις 22 Νοεμβρίου. 
Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε σήμερα ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος με τον καθηγούμενο της ιεράς μονής Οσίου Δαβίδ στην Εύβοια αρχιμ. Γαβριήλ, ο κ. Βαρθολομαίος τον ενημέρωσε ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατέταξε στις αγιολογικές δέλτους της Εκκλησίας τον Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη.

*****
Ο μακαριστός Γέροντας Ιάκωβος γεννήθηκε την 5η Νοεμβρίου του 1920 στα ευλογημένα και ματωμένα χώματα της αγιοτόκου Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα στο Λιβίσι της Μάκρης, μία μικρή πόλη απ’ τις παραθαλάσσιες της Ιωνικής Γής, στο ύψος περίπου του Καστελλόριζου, από γονείς ενάρετους και ευσεβείς, τον Σταύρο Τσαλίκη και την Θεοδώρα, κόρη του Γεωργίου και της Δέσποινας Κρεμμυδά. Οι γονείς του Γέροντος γέννησαν εννέα παιδιά, αλλά στη ζωή αυτή επέτρεψε ο Θεός να μείνουν μόνον τρία.

Η οικογένεια του Γέροντος ήταν από τις πιο εύπορες οικογένειες της περιοχής, ο μεγάλος της όμως πλούτος ήταν η ευσέβειά της και η αγνή χριστιανική πίστη που είχε πολύ βαθιές ρίζες. Το γενεαλογικό δέντρο της είχε να καυχηθεί με την εν Χριστώ καύχηση επτά γενεές Ιερομονάχων, έναν αρχιερέα και έναν άγιο. 


Τα θλιβερά γεγονότα όμως της Μικρασιατικής Καταστροφής, οι θηριωδίες και τα εγκλήματα των αγριανθρώπων Νεοτούρκων και των Κεμαλικών σε βάρος των χιλιάδων Ελλήνων της Μ. Ασίας και του Πόντου, που είχαν ήδη αρχίσει από το 1915 και 1917 μέχρι το 1920, έπληξαν και την οικογένεια του Γέροντος Ιακώβου. 

Ο παππούς και νονός του, ο Γιώργης Κρεμμυδάς, άνθρωπος πραγματικά του Θεού, ο θείος του, ο γιατρός Χατζηδουλής, καθώς και άλλοι οικείοι του συνελήφθησαν απ’ τους Τούρκους και στη διάρκεια της εξοντωτικής πορείας για τα τάγματα εργασίας στα βάθη της Τουρκίας ξεψύχησαν κοντά στη Νίγδη απ’ τα βασανιστήρια των άγριων και αιμοβόρων Τούρκων ζαπτιέδων – χωροφυλάκων – και στρατιωτών. Ο πατέρας του, Σταύρος Τσαλίκης, πιάστηκε αιχμάλωτος κι αυτός μαζί με τους υπόλοιπους άνδρες του Λιβισιού στις αρχές του 1922. Μετά από φοβερές κακουχίες, ατέλειωτες οδυνηρές οδοιπορίες και αναγκαστικές εργασίες σε ορυχεία, νταμάρια και αλλού, τον πήγαν στα μέρη της Τραπεζούντας και τον έβαλαν να χτίζει νοσοκομείο.

***
Μετά την καταστροφή η οικογένεια του ακολούθησε τον σκληρό δρόμο της προσφυγιάς. Το καράβι τους μετέφερε στην Ιτέα και από εκεί πήγαν στην Άμφισσα. 
Εκεί για καλή τους τύχη το 1925 βρήκαν τον πατέρα του μικρού Ιακώβου και μαζί πλέον η οικογένεια μετακινήθηκε στο χωριό Φαράκλα της Εύβοιας. 
Ο μικρός Ιάκωβος ήταν επτά χρονών και είχε μάθει απέξω την θεία Λειτουργία χωρίς να γνωρίζει γράμματα. 
Το 1927 πήγε σχολείο και διακρίθηκε για τις επιδόσεις του. Η αγάπη του για την εκκλησία ήταν έκδηλη. 
Την ίδια χρονιά εμφανίσθηκε μπροστά του η Αγία Παρασκευή και του φανέρωσε το λαμπρό εκκλησιαστικό του μέλλον ενώ συχνά διάβαζε ευχές, προσευχόταν και θεράπευε συγχωριανούς του. Το 1933 τελείωσε το δημοτικό αλλά οι οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας του δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει στο γυμνάσιο. Ακολούθησε τον πατέρα του στην δουλειά του. 
Ο μητροπολίτης Χαλκίδος εντυπωσιασμένος από το ψάλσιμο του τον χειροθέτησε αναγνώστη. Από το 1938 και μετά η ζωή του ήταν καθαρά ασκητική. 
Έτρωγε λίγο, κοιμόταν ελάχιστα, προσευχόταν συνεχώς και δούλευε σκληρά. 
Τα βάσανα και οι κακουχίες της κατοχής ταλαιπώρησαν τους άτυχους πρόσφυγες. Τον Ιούλιο του 1942 πέθανε η μητέρα του προλέγοντας του ότι θα γίνει ιερέας. Το 1947 ο Ιάκωβος πήγε στρατιώτης. Τα πειράγματα των συναδέλφων του που του είχαν βγάλει το παρατσούκλι ο «πάτερ Ιάκωβος» αλλά και ο χλευασμός τους δεν τον πτοούσαν. Ο διοικητής του τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και ήταν από τους λίγους που κατάλαβε το λαμπρό μέλλον που θα είχε το νεαρό προσφυγόπουλο. 
Μετά την απόλυση του από το στρατό (1949) ο Ιάκωβος σε ηλικία 29 χρονών χάνει και τον πατέρα του. 

Ο αγώνας του τώρα για να αποκαταστήσει την αδελφή γίνεται εντονότερος, χωρίς όμως να παραμελεί αυτό το οποίο ποθεί από τα παιδικά του χρόνια. Να γίνει μοναχός.

***
Έχοντας εκπληρώσει την επιθυμία της μητέρας του, να παντρέψει την αδελφή του το Νοέμβριο του 1952 προσέρχεται στο μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ στις Ροβιές, για να εκπληρώσει και την δική του επιθυμία Σε ηλικία 32 ετών πλέον ο Ιάκωβος γίνεται δόκιμος μοναχός και στις 19 Δεκεμβρίου 1952 στην Χαλκίδα ο Μητροπολίτης Γρηγόριος τον χειροτόνησε ιερέα. Έτσι συνέχισε η ζωή του ασκητή Ιάκωβου, εργασία στο μοναστήρι, προσευχή στο ασκητήριο του Οσίου Δαβίδ, οι θεοπτίες και θαύματα τα οποία με τον καιρό πλήθαιναν. 
Ο βαθμός άσκησης του ήλθε σε υψηλά πνευματικά επίπεδα. 
Τον Αύγουστο του 1963 με θαυμαστό τρόπο τάισε με δυόμισι οκάδες μανέστρα, 75 εργάτες με πλουσιοπάροχες μερίδες και περίσσεψε και μισή κατσαρόλα.! 
Στις 25 Ιουνίου 1975 ο γέροντας Ιάκωβος ανέλαβε το πηδάλιο της μονής της μετανοίας του. Από την λιτοδίαιτη και ασκητική ζωή η υγεία Του άρχισε να κλονίζεται. 
Οι φλέβες του ποδιών του ήταν σάπιες, έκανε εγχείριση βουβωνοκήλης, σκωληκοειδίτιδας, προστάτη, καρδιάς και σύμφωνα με τις μαρτυρίες του καθηγητή Κρεμαστινού που του έβαλε τον βηματοδότη «..η θεία δύναμη κρατούσε τον παππού..».
Από το 1990 και μετά ο γέροντας δεν είχε πλέον δυνάμεις και οι κρίσεις στην υγεία του αυξήθηκαν. Τον Σεπτέμβριο του 1991 μετά από μικρο-εμφράγματα νοσηλεύθηκε στο Γενικό Κρατικό. Επιστρέφοντας στην μονή έπαθε φλεγμονή η οποία εξελίχτηκε σε πνευμονία. 
Ο ίδιος είχε διαισθανθεί το τέλος του. 
Το πρωί της 21ης Νοεμβρίου 1991 πήγε στην ακολουθία, έψαλε και κοινώνησε. Μετά εξομολόγησε μερικούς πιστούς και έκανε τον γύρο της μονής εσωτερικά και εξωτερικά. Το μεσημέρι εξομολόγησε μία πνευματική του κόρη. Μόλις ήλθαν οι πατέρες ο γέροντας προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ζαλίστηκε. Η αναπνοή του βάρυνε, ο σφυγμός του εξασθένησε και από τα χείλη του βγήκε ένα μικρό φύσημα Ο γέροντας είχε πάρει πλέον τον δρόμο για την μακαρία ζωή. Οι λαϊκοί που ειδοποιήθηκαν γη την κηδεία του ήταν ελάχιστοι. Τα τηλέφωνα πήραν φωτιά ο ένας στον άλλο μετέδιδαν το θλιβερό γεγονός. 
Την επόμενη μέρα χιλιάδες κόσμου κατέκλυσαν το μοναστήρι, κληρικοί όλων των βαθμίδων, πνευματικοπαίδια του γέροντα από όλη την Ελλάδα, ήλθαν να δώσουν τον τελευταίο ασπασμό. Η αυλή της μονής ήταν κατάμεστη. 
Η νεκρώσιμος ακολουθία εψάλη στο ύπαιθρο και μετά από τους επικήδειους λόγους, ο πρώην Κεφαλληνίας Προκόπιος είπε να υψώσουν το φέρετρο ψηλά να δουν οι πιστοί τον Όσιο γέροντα. 

Μόλις εφάνη το ιερό λείψανο με μία φωνή οι χιλιάδες των πιστών κραύγασαν «Άγιος, Άγιος».