Τρίτη 4 Αυγούστου 2020

Πώς οι Χριστιανοί ΔΙΕΣΩΣΑΝ τα αρχαία ειδωλολατρικά ιερά

Συνέχεια από το 1ο μέρος: Η τύχη τών αρχαίων μνημείων

Η τύχη των αρχαίων ιερών είναι ένα άλλο κεφάλαιο της διαχείρισης από τον Χριστιανισμό της κληρονομιάς της αρχαιότητας. Με τον θάνατο της ειδωλολατρίας, τα ιερά της αρχαίας θρησκείας ήταν καταδικασμένα να ερημωθούν και να παραδοθούν στην αδυσώπητη φθορά του χρόνου. Η λύση που δόθηκε ήταν η λύση της μετατροπής των ειδωλολατρικών ιερών σε Χριστιανικούς ναούς.
 
Όσο και αν αυτό φανεί παράδοξο, ο δρόμος για τη μετατροπή πολλών αρχαίων ιερών σε Χριστιανικούς ναούς άνοιξε με ένα σκληρό διάταγμα του Θεοδοσίου Β΄ στις 14 Νοεμβρίου του 435 μ.Χ. Σύμφωνα με αυτό το διάταγμα, τα ιερά της παγανιστικής λατρείας Έπρεπε να καταστραφούν, και η περιοχή να καθαρθεί με την ύψωση σε αυτήν του συμβόλου της πίστεως, τού σταυρού(26). Αυτό το τελευταίο αποσκοπούσε προφανώς στον εξορκισμό των πονηρών δαιμόνων που τυχόν θα επιβίωναν της καταστροφής τού ιερού.
Τέτοια διατάγματα είχαν έναν έντονα «λαϊκιστικό» χαρακτήρα, όπως θα λέγαμε σήμερα. Πράγματι, το συγκεκριμένο διάταγμα δεν είχε κανένα άλλο νόημα, από το να εμφανίσει τον αυτοκράτορα να αγκαλιάζει την πίστη που είχε ήδη αγκαλιάσει ο λαός. Κατά συνέπεια, διατάγματα σαν αυτό είχαν μάλλον τον χαρακτήρα μιας διακήρυξης συμπόρευσης της αυτοκρατορικής εξουσίας με τη Χριστιανική πίστη και μιας επίσημης καταδίκης της ειδωλολατρίας, παρά μιας ρητής διαταγής που όφειλε να εφαρμοσθεί κατά γράμμα. Έτσι, το συγκεκριμένο διάταγμα αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της μεγάλης απόστασης που υπήρχε συχνά ανάμεσα στη διατύπωση και την εφαρμογή της αντιπαγανιστικής νομοθεσίας.
Πιο συγκεκριμένα, ενώ το εν λόγω διάταγμα κάνει ρητώς λόγο για συνολική καταστροφή των ειδωλολατρικών ιερών, χωρίς να προβλέπει καμιά άλλη, εναλλακτική της καταστροφής λύση, στην πράξη το διάταγμα εφαρμόσθηκε με έναν παράδοξο τρόπο: με αποσιώπηση τού πρώτου σκέλους, που προέβλεπε την καταστροφή των ιερών, και έμφαση στην κάθαρση των χώρων της αρχαίας λατρείας με τη βοήθεια τού σταυρού. Τα αρχαία ιερά μπορούσαν λοιπόν να εξακολουθήσουν να υπάρχουν, αρκεί οι πονηροί δαίμονες της παλαιός λατρείας να εξορκίζονταν με το σύμβολο της Χριστιανικής πίστεως, τον σταυρό. Στην πράξη, δηλαδή, άνοιγε ο δρόμος για την επιβίωση των αρχαίων ιερών μέσα από την απλή μετατροπή τους σε ναούς αφιερωμένους στη Χριστιανική λατρεία! Όπως πολύ σωστά επισημαίνει η Alison Frantz,(27) δεν ήταν αυτό το αρχικό περιεχόμενο του νόμου·(28) αλλά, όπως είπαμε, υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην κατά γράμμα διατύπωση και την πρακτική εφαρμογή της αντιπαγανιστικής νομοθεσίας, και η συγκεκριμένη περίπτωση είναι απλώς ένα από τα πολλά παραδείγματα αυτής της απόστασης.
Κάπως έτσι, στην Αθήνα ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε ναό της Θεοτόκου,(29) και ο ναός του Ηφαίστου, που είναι ακόμη γνωστός ως «Θησείο», μετατράπηκε σε ναό τού Αγίου Γεωργίου. Και δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι αυτή η μετατροπή αφορούσε μόνον ένα ή δύο ειδωλολατρικά ιερά. Ο Friedrich Wilhelm Deishmann σε σχετική μελέτη του καταγράφει ούτε λίγο ούτε πολύ ογδόντα εννέα (89) γνωστά παραδείγματα τέτοιας μετατροπής από την Ελλάδα, την Ιταλία, την Αίγυπτο, τη Συρία και αλλού(30).
Το ερώτημα που μένει να μας απασχολήσει είναι αν αυτή η μετατροπή επέφερε καταστροφές στα αρχαία ιερά, και, αν ναι, σε ποιο βαθμό. Διότι μόλις πρόσφατα(31) έγινε έντονα λόγος για τέτοιες καταστροφές, ακόμη και στον ίδιο τον Παρθενώνα.
Όπως σημειώνει η Alison Frantz, συγγραφέας μιας γνωστής μελέτης για το πέρασμα των ιερών της Αθήνας από τον παγανισμό στον Χριστιανισμό, η μετατροπή των αρχαίων ιερών σε Χριστιανικούς ναούς πρέπει να έγινε σε δύο, ή ίσως και τρία στάδια: πρώτον, αποϊεροποίηση τού χώρου με αφαίρεση του λατρευτικού αγάλματος και άλλων παγανιστικών συμβόλων· δεύτερον, σε μία πιθανή μεταβατική περίοδο, χρήση του χώρου για τη Χριστιανική λατρεία χωρίς καμία άλλη μετατροπή· τρίτον και τελευταίο, αρχιτεκτονική ανάπλαση του χώρου, ώστε αυτός να ανταποκρίνεται πλέον πλήρως στις απαιτήσεις της χριστιανικής λατρείας(32).
Το ερώτημα είναι: Αν υπήρξαν καταστροφές, σε ποιο από τα τρία αυτά στάδια θα θεωρήσουμε ότι υπήρξαν; Προφανώς, όχι στο πρώτο, την απλή αποϊεροποίηση τού χώρου με απομάκρυνση τού λατρευτικού αγάλματος και των σκευών της παγανιστικής λατρείας. Επίσης, ούτε στο δεύτερο, τη χρήση τού χώρου για τη Χριστιανική λατρεία χωρίς καμία άλλη μετατροπή. Το στάδιο που ενοχοποιείται, για τις όποιες καταστροφές είναι το τρίτο, το στάδιο της αρχιτεκτονικής ανάπλασης τού χώρου, ώστε αυτός να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της Χριστιανικής λατρείας.
Προκειμένου να κατανοήσουμε τις ιδιαίτερες απαιτήσεις της Χριστιανικής λατρείας και τις αλλαγές που χρειάζονταν να γίνουν στα αρχαία ιερά, αρκεί να αναλογισθούμε κάποιες διαφορές ενός αρχαίου και ενός Χριστιανικού ναού, τις οποίες όλοι λίγο ως πολύ γνωρίζουμε. Ο αρχαίος ελληνικός ναός ήταν ο χώρος που φιλοξενούσε το λατρευτικό άγαλμα τού Θεού, και λογιζόταν ως ο χώρος κατοικίας του Θεού· οι λατρευτικές εκδηλώσεις προς τιμήν τού Θεού γίνονταν έξω από αυτόν, γύρω από τον βωμό. Αντίθετα, ο Χριστιανικός ναός είναι ο χώρος μέσα στον οποίο τελείται η Χριστιανική λατρεία. Προκειμένου λοιπόν ένας αρχαίος ναός να μπορεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της Χριστιανικής λατρείας, έπρεπε να υποστεί τέτοια αρχιτεκτονική ανάπλαση, ώστε να μπορεί να φιλοξενεί τις λατρευτικές εκδηλώσεις όχι γύρω από αυτόν, στον προαύλιο χώρο, αλλά από εσωτερικό του. Η διαδικασία λοιπόν μετατροπής ενός αρχαίου ναού σε Χριστιανική Εκκλησία θα περιλάμβανε ασφαλώς και διαμόρφωση της ανατολικής πλευράς τού σηκού σε ιερό, και διάνοιξη παραθύρων για τον εξαερισμό και φωτισμό τού εσωτερικού, και απολάξευση μετωπών και χάραξη Χριστιανικών συμβόλων, κυρίως τού συμβόλου τού σταυρού. Και όλα αυτά, θεωρούμενα από την οπτική γωνία του αρχαιολόγου, θα μπορούσαν να λογισθούν ως καταστροφές σε σχέση με την αρχική —και ανεπανάληπτη, στην περίπτωση ενός Παρθενώνα— μορφή του μνημείου.
Θα μπορούσαμε να σταθούμε και σε περαιτέρω λεπτομέρειες σε σχέση με τις καταστροφές που μοιραία συνεπαγόταν η μετατροπή ενός αρχαίου ναού σε Χριστιανική Εκκλησία. Νιώθουμε όμως ότι, αν στεκόμασταν σε τέτοιες λεπτομέρειες, θα χάναμε την ουσία. Και η ουσία είναι, κατά την εκτίμησή μας, ότι η μετατροπή των αρχαίων ναών σε Χριστιανικές Εκκλησίες αποτέλεσε ένα από τα ευτυχέστερα γεγονότα στην ιστορία τού πολιτισμού, καθώς εξασφάλισε την επιβίωση των ανυπέρβλητων μνημείων της ελληνικής αρχαιότητας.
Προκειμένου να το κατανοήσουμε αυτό, αρκεί να αναρωτηθούμε το εξής: Γιατί συμβαίνει να σώζονται μέχρι σήμερα αρκετοί αρχαίοι ελληνικοί ναοί, αλλά σχεδόν ούτε μία αρχαία Ελληνική κατοικία; αντίθετα απ' ό,τι θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί εν πρώτοις, αυτό δεν οφείλεται στη μεγαλύτερη αντοχή των δομικών υλικών των πρώτων. Ήδη ο Δημοσθένης τοποθετεί σε ένα μακρινό και εξιδανικευμένο παρελθόν την εποχή κατά την οποία δεν υπήρχε καμία απολύτως επιτήδευση στις κατοικίες των επιφανών Αθηναίων και δεν μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει την κατοικία τού Θεμιστοκλή ή τού Μιλτιάδη από την κατοικία ενός απλού πολίτη, ενώ αντίθετα τα δημόσια οικοδομήματα ήταν λαμπρά και ανυπέρβλητα σε ομορφιά και πολυτέλεια· στη δική του εποχή αντίθετα, όπως μας πληροφορεί, οι κατοικίες πολλών πλουσίων ήταν ήδη πολυτελέστερες από τα δημόσια οικοδομήματα.(33) Και αν αυτό συνέβαινε ήδη την εποχή τού Δημοσθένη, δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε τι ίσχυε στην Ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή που ακολούθησαν. Γιατί λοιπόν συμβαίνει να σώζονται μέχρι σήμερα αρκετοί αρχαίοι ελληνικοί ναοί, άλλα σχεδόν ούτε μία αρχαία Ελληνική κατοικία; Προφανώς, ο λόγος είναι ότι στην περίπτωση των αρχαίων ναών δεν υπήρχαν κάποιοι από τους παράγοντες που οδήγησαν στην καταστροφή άλλων αρχαίων οικοδομημάτων.
Συνήθως η σκέψη μας πηγαίνει στο ότι η μετατροπή των αρχαίων ναών σε Χριστιανικές Εκκλησίες τους προφύλαξε από τις επιθέσεις κάποιων φανατικών, οι οποίοι θα επεδίωκαν να πολεμήσουν το φάντασμα τού παρελθόντος, επιδεικνύοντας παράλληλα με έναν μάλλον αδόκιμο —πλην όμως εύκολο— τρόπο την προσήλωσή τους στη νέα θρησκεία. Βεβαίως, η μετατροπή των αρχαίων ιερών σε Χριστιανικούς ναούς άλλαζε άρδην το σκηνικό: Τα λαμπρά οικοδομήματα που είχαν φιλοξενήσει τα αρχαία ιερά δεν λογίζονταν πλέον ως κατοικητήρια δαιμόνων, αλλά ως χώροι λατρείας τού ενός και αληθινού Θεού· δεν αντιμετωπίζονταν ως θλιβερά λείψανα μιας ανόητης θρησκείας τού παρελθόντος, αλλά ως ιεροί χώροι που έπρεπε να τύχουν της δέουσας προσοχής και φροντίδας. Είναι λοιπόν φανερό ότι αυτή η ευτυχής μετατροπή των αρχαίων ναών σε Χριστιανικές Εκκλησίες υπήρξε ένας από τους παράγοντες που κατ' εξοχήν συνέτειναν στη διάσωση πολλών ανυπέρβλητων μνημείων της ελληνικής αρχαιότητας.
Ωστόσο, η έμφαση στο ότι η μετατροπή των αρχαίων ναών σε Χριστιανικές Εκκλησίες τους προστάτευσε από τυχόν επιθέσεις φανατικών φαίνεται να μας αποπροσανατολίζει από το πρόβλημα. Τέτοιες επιθέσεις, και αν ακόμη υπήρξαν, σαφώς και δεν αντιπροσώπευαν τον υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο για την κληρονομιά τού παρελθόντος. Άλλωστε, και η αποσόβηση αυτού τού κινδύνου για τους αρχαίους ναούς δεν δίδει απάντηση στην απορία μας, γιατί δηλαδή συμβαίνει να σώζονται μέχρι σήμερα αρκετοί αρχαίοι ελληνικοί ναοί, αλλά σχεδόν ούτε μία αρχαία Ελληνική κατοικία; σημειωτέον ότι οι αρχαίες κατοικίες ασφαλώς και δεν διέτρεχαν τον κίνδυνο να πέσουν θύματα των επιθέσεων φανατικών, και όμως σήμερα σχεδόν δεν έχει μείνει ίχνος τους.
Αν αναζητήσουμε τους πραγματικούς καταστροφείς των αρχαίων ελληνικών μνημείων, δεν μπορούμε να μην κατονομάσουμε ως πρώτο και σημαντικότερο από αυτούς τον «πανδαμάτορα» χρόνο, όπως τόσο παραστατικά τον ονόμασε ο Σιμωνίδης.(34)
Όλοι άνθρωποι θα έπρεπε κανονικά να έχουμε πείρα του καταστρεπτικού περάσματος του χρόνου. Όλοι μας μπορούμε να δούμε σε φωτογραφίες περασμένων δεκαετιών κάποια ολοκαίνουρια τότε κτήρια, τα οποία σήμερα είτε δεν υπάρχουν πλέον, είτε έχουν αφήσει στη θέση τους, τούς αποσκεβρωμένους σκελετούς της αλλοτινής ομορφιάς τους. Στα χωριά μπορούμε να δούμε σπίτια που κατοικούνταν κανονικά πριν από μία η δύο γενιές να έχουν καταρρεύσει, και να κείνται σήμερα θλιβερά ερείπια, παραδομένα στην αδυσώπητη φθορά του χρόνου. Τι λοιπόν; αυτό το «δικαίωμα στη φθορά», το οποίο τόσο πρόθυμα αναγνωρίζουμε σε κτήρια με ηλικία μερικών δεκαετιών, θα το αμφισβητήσουμε σε οικοδομήματα με ηλικία δυόμιση χιλιετιών; Και πίσω από ένα κατεστραμμένο σπίτι ηλικίας μερικών δεκαετιών θα περιορισθούμε να δούμε τη φθορά του χρόνου, ενώ πίσω από έναν κατεστραμμένο ναό ηλικίας δυόμιση χιλιετιών θα νιώσουμε υποχρεωμένοι να υποθέσουμε ότι κρύβεται σώνει και καλά η καταστρεπτική μανία κάποιων φανατισμένων Χριστιανικών όχλων;
Κοντά στη φυσική φθορά του χρόνου, πρέπει βεβαίως να προσδέσουμε και τις διάφορες φυσικές καταστροφές που συνέβησαν στο πέρασμα τόσων αιώνων. Ένας και μόνο καταστροφικός σεισμός αρκούσε, για να μεταβάλει περικαλλείς ναούς και πολυτελείς κατοικίες σε σωρούς ερειπίων. Και βεβαίως ούτε τα κτήρια εκείνης της εποχής ήταν κτισμένα με αντισεισμική τεχνολογία, ούτε οι φυσικές αυτές καταστροφές ήταν τόσο σπάνιες μέσα σε δυόμιση χιλιετίες.
Σε σχέση τώρα με τη φθορά του χρόνου και τις φυσικές καταστροφές, δεν χωράει αμφιβολία ότι η μετατροπή των αρχαίων ναών σε Χριστιανικές Εκκλησίες λειτούργησε ευεργετικά. Όποιο κτήριο περιπίπτει σε αχρηστία υπόκειται στη φθορά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από αυτό που εξακολουθεί να χρησιμοποιείται. Ιδού λοιπόν ένας πρώτος παράγοντας που εξηγεί γιατί ακόμη και οι πιο πολυτελείς αρχαίες κατοικίες υπέκυψαν στη φθορά, ενώ οι αρχαίοι ναοί αντιστάθηκαν σε αυτήν και αντιστάθηκαν, ακριβώς χάριν στη μετατροπή τους σε Χριστιανικές Εκκλησίες.
Πέρα όμως από τη φθορά του χρόνου και τις φυσικές καταστροφές, υπάρχει και ένας ακόμη, ίσως ακόμη σημαντικότερος παράγοντας καταστροφής για τα αρχαία μνημεία. Αυτός είναι ο «βανδαλισμός» τους από τους κατοίκους της περιοχής. Στους μάκρους αιώνες του αργού θανάτου των αρχαίων μνημείων, οι αμόρφωτοι κάτοικοι της εκάστοτε περιοχής, απλοί χωρικοί κατά κανόνα, που ούτε ήταν ούτε μπορούσαν να είναι «αρχαιολόγοι», έβλεπαν τα αρχαία ερείπια περίπου σαν «μάντρες» οικοδομικού υλικού —και μάλιστα δωρεάν οικοδομικού υλικού— για την οικοδόμηση των δικών τους κατοικιών. Αλλά βεβαίως, ενώ μπορούσαν να βλέπουν έτσι τα ερείπια ενός αρχαίου φρουρίου ή μιας αρχαίας κατοικίας, δεν μπορούσαν να βλέπουν με τον ίδιο τρόπο έναν αρχαίο ναό που λειτουργούσε ως Χριστιανική Εκκλησία. Ιδού λοιπόν και ένας ακόμη παράγοντας που εξηγεί γιατί ακόμη και οι πιο πολυτελείς αρχαίες κατοικίες υπέκυψαν στη φθορά, ενώ οι αρχαίοι ναοί αντιστάθηκαν σε αυτήν· και αντιστάθηκαν, και πάλι, ακριβώς χάριν στη μετατροπή τους σε Χριστιανικές Εκκλησίες.
Κοντά στα παραπάνω, δεν πρέπει να αγνοούμε και τη μεγάλη σημασία που είχαν οι αρχαίοι ναοί καθ’ εαυτοί, ως μνημεία πολιτισμού. Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει από αυτή την άποψη μία κίνηση με ιδιαίτερο νόημα του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου, την οποία μαθαίνουμε από τον ιστορικό Ιωάννη Σκυλίτζη: Ευθύς μετά την ολοκλήρωση της θριαμβευτικής νίκης του κατά των Βουλγάρων, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας μετέβη στην Αθήνα, ανέβηκε στην Ακρόπολη, προσκύνησε στον Παρθενώνα, ο οποίος ήταν πλέον Χριστιανικός ναός αφιερωμένος στη Θεοτόκο, και αφού απένειμε στην Παναγία τα ευχαριστήρια για τη μεγάλη νίκη και κόσμησε τον ναό με λαμπρά και πολυτελή αναθήματα, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και πανηγύρισε τον θρίαμβό του στον ναό της Αγίας Σοφίας(35). Πρόκειται σαφώς για μία συμβολική κίνηση: Μετά την περιφανή κατάδειξη της στρατιωτικής κυριαρχίας της αυτοκρατορίας, ο αυτοκράτορας θέλησε προφανώς να προβάλει προς κάθε κατεύθυνση και την πολιτισμική ανωτερότητα του Βυζαντίου, τιμώντας τους δύο πόλους του λαμπρού πολιτισμού που εκπροσωπούσε το Βυζάντιο: τον Ελληνισμό και τον Χριστιανισμό.
Γενικά, το Βυζάντιο ήταν μία αυτοκρατορία η οποία δεν επαιρόταν μόνο για τη διοικητική της οργάνωση και τη στρατιωτική της ισχύ, αλλά κυρίως ένιωθε και ήταν θεματοφύλακας του πολιτισμού σε μία εποχή βαρβαρότητας. Και ο πολιτισμός που εκπροσωπούσε το Βυζάντιο ήταν ό,τι υψηλότερο και ευγενέστερο έχει αναδείξει η παγκόσμια ιστορία, η συνάντηση και γόνιμη σύζευξη της ελληνικής παιδείας και της Χριστιανικής πίστεως, του ελληνισμού και του Χριστιανισμού.
Δεν εννοούμε ασφαλώς ότι το Βυζάντιο στάθηκε πάντα άξιο του πολιτισμού που εκπροσωπούσε, τον οποίο αρκετές φορές πρόδωσε — και τον ελληνισμό και τον Χριστιανισμό. Ωστόσο, πιστεύουμε ότι δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς πως όποιο μνημείο του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού σώζεται σήμερα στην Ελλάδα οφείλει τη σωτηρία του στην προστατευτική ασπίδα του Βυζαντίου, και αντιστρόφως, όποιο μνημείο έχει καταστραφεί οφείλει την καταστροφή του στην απουσία —έστω και προσωρινή— της προστατευτικής αυτής ασπίδας, που το άφησε λεία βαρβαρικών επιδρομών. Αν αναλογισθούμε πόσα ερείπια στοίχισε στην Ελλάδα μία και μόνο βαρβαρική επιδρομή που διέρρηξε την προστατευτική αυτή ασπίδα, η επιδρομή τών Βησιγότθων υπό τον Αλάριχο, δεν τολμάμε να σκεφθούμε τι θα είχε συμβεί, εάν έλειπε εντελώς η προστατευτική ασπίδα τού Βυζαντίου.
Και μία τελευταία λεπτομέρεια. Λεν μπορούμε παρά να στεκόμαστε με άπειρο θαυμασμό μπροστά σε ένα μνημείο όπως είναι ο κλασικός Παρθενώνας. Αυτό που από μια άποψη μας ξενίζει είναι η επιλεκτική προσπάθεια διάσωσης της ιστορίας του. Γνωρίζουμε ότι κάποια στιγμή ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε Ναό αφιερωμένο στη Θεοτόκο, αλλά δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς έγινε αυτή η μετατροπή. Ακόμη και μία δεδηλωμένη αρχαιολάτρις σαν την Alison Frantz διαμαρτύρεται ενάντια στον περισσό ζήλο με τον οποίο οι κλασικιστές αρχαιολόγοι τού δέκατου ενάτου αιώνα απογύμνωσαν —και μάλιστα χωρίς καταγραφή!— τους αθηναϊκούς ναούς από όλα τα πιθανά κατάλοιπα της μετακλασικής τους ιστορίας, καθιστώντας εξαιρετικά περίπλοκη, αν όχι και όλως δι όλου αδύνατη, τη χρονολόγηση της μετατροπής τους σε Χριστιανικούς ναούς.(36)
 
Συμπεράσματα
Συνοψίζοντας τα όσα είδαμε παραπάνω για το θέμα της τύχης των αρχαίων ιερών στο πέρασμα από τον παγανισμό στον Χριστιανισμό, με έμφαση στις συνέπειες της μετατροπής τους σε Χριστιανικές Εκκλησίες, θα διαπιστώναμε τα εξής:
Τα αρχαία ιερά ασφαλώς και γνώρισαν κάποιες φθορές στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής ανάπλασης που υπέστησαν, ώστε να μπορούν να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της Χριστιανικής λατρείας, μετατρεπόμενα σε Χριστιανικές Εκκλησίες. Από την άλλη, δεν χωράει αμφιβολία ότι χάριν ακριβώς σε αυτή τη μετατροπή σε Χριστιανικές Εκκλησίες κατέστη δυνατή η επιβίωσή τους ανά τους αιώνες, ώστε να μπορούμε εμείς να τα θαυμάζουμε σήμερα.
Από αυτήν την άποψη, το να καταράται κάποιος σήμερα τους Χριστιανούς για τις καταστροφές που έγιναν στο πλαίσιο της μετατροπής των αρχαίων ιερών σε Χριστιανικές Εκκλησίες μοιάζει ανάλογο με την περίπτωση ενός ανθρώπου που σώθηκε από ανίατη ασθένεια χάριν στην επιδέξια χειρουργική επέμβαση ενός ιατρού, και, αντί να ευγνωμονεί τον ιατρό που τού έσωσε τη ζωή, τον καταράται για τις ουλές που άφησε πίσω του το χειρουργικό νυστέρι.
Η συνάντηση ελληνισμού και Χριστιανισμού υπήρξε η κορυφαία στιγμή στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού. Βεβαίως, κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού αναπόφευκτα σημαδεύτηκε και από κάποιες εκδηλώσεις βίας και φανατισμού. Αλλά το να παρουσιάζει κανείς επιλεκτικά τέτοιες περιπτώσεις και να γυρεύει να αποδείξει από αυτές ότι ο ελληνισμός και ο Χριστιανισμός είναι στοιχεία εκ φύσεως αντιφατικά και πολέμια μοιάζει με το να αναζητεί κανείς με το τηλεσκόπιο σκοτεινές κηλίδες στον ήλιο, και να συμπεραίνει κατόπιν πανηγυρικά... ότι ο ήλιος είναι σκοτεινός.
 
Δρ Γιάννης Κ. Τσέντος.

Σημειώσεις

26. Codex Theodosianus, eds Theodor Mommsen και Paulus M. Meyer, Weidmann, Berlin 1905, vol. I 2, σελ. 905, XVI, 10, 25. 1-8 (435 Nov. 14).
27. Alison Frantz, “From paganism to Christianity in the temples of Athens», Dumbarton Oaks Papers 19 (1965), σελ. 187-188.
28. Παλαιότεροι Ιστορικοί δέχονταν ότι ο νόμος εξουσιοδοτούσε πράγματι τις κατά τρόπους αρχές να μετατρέψουν τα αρχαία ιερά σε Χριστιανικούς ναούς· βλέπε για παράδειγμα John Β. Bury, History of the Later Roman Empire from the death of Theodosius I to the death of Justinian, vol. I, Macmillan & Co. Ltd, London 1923, σελ. 371.
29. Βλέπε το άρθρο του Friedrich Wihelm Deichmann, «Die Basilica im Parthenon», Athenische Mitteilungen 63/64 (1938/39), σελ. 127-139.
30. Friedrich Wihelm Deichmann, «Frühcristliche Kirchen in antiken Heiligtümern», Jahrbuch des Deutshen Archäologischen Instituts54 (1939), σελ. 103-136.
31. Στο πλαίσιο της διαμάχης του σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά με τη διοίκηση του νέου Μουσείου της Ακρόπολης.
32. Alison Frantz, «From paganism to Christianity in the temples of Athens», Dumbarton Oaks Papers 19 (1965), σελ. 201.
33. Δημοσθένους, Κατά Αριστοκράτους, ed. S. Η. Butcher, 206. 6-208. 4.
34. Σιμωνίδου, αποσπάσματα, ed. D. L. Page, απ. 26, 1. 4-5: «εντάφιον δε τοιούτον ούτ' ευρώς ούθ' ο πανδαμάτωρ αμαυρώσει χρόνος».
35. Ιωάννου Σκυλίτζη, Σύνοψις Ιστοριών, ed. J. Thurn, «Βασίλειος και Κωνσταντίνος, 43. 38-41; «Εν Αθήναις δε γενόμενος, και τη Θεοτόκω τα της νίκης ευχαριστήρια δους και αναθήμασι λαμπροίς και πολυτελέσι κοσμήσας τον ναόν, υπέστρεψεν εις Κωνσταντινούπολιν».
36. Alison Frantz, «From paganism to Christianity in the temples of Athens», Dumbarton Oaks Papers 19 (1965), σελ. 201.

==================
Μέρος 2ο
Πηγή: Περιοδικό Ακτίνες. «Όργανο τής Χριστιανικής Ενώσεως Επιστημόνων». Έτος 72ο, Νοέμβριος 2009, τεύχος 705, σελ. 297-303. 

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Η τύχη τών αρχαίων μνημείων

Από τον Παγανισμό στον Χριστιανισμό


Οκτώβριος 2009


Η πρόσφατη αντιδικία τού σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά με τη διοίκηση τού νέου Μουσείου τής Ακρόπολης έφερε στην επικαιρότητα το θέμα τής τύχης τών αρχαίων μνημείων μετά την επικράτηση τού Χριστιανισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, διατυπώθηκαν σοβαρότατες κατηγορίες κατά τών Χριστιανών, οι οποίες μάλιστα εμφανίσθηκαν περίπου ως αναντίρρητη ιστορική αλήθεια.


Οι κατηγορίες είναι σαφείς: Οι Χριστιανοί εμφανίζονται να έχουν σπάσει αγάλματα, να έχουν γκρεμίσει ναούς, να έχουν πυρπολήσει και λεηλατήσει τα αρχαία ιερά, να έχουν επιδείξει μια πρωτοφανή περιφρόνηση για τη μοναδική αξία τόσων και τόσων μνημείων.

Η συστηματική καταστροφή τών αρχαίων μνημείων εμφανίζεται να αποδεικνύει περίτρανα την ιστορική σύγκρουση Ελληνισμού και Χριστιανισμού, και πείθει ότι Ελληνισμός και Χριστιανισμός είναι στην πραγματικότητα στοιχεία εκ φύσεως αντιφατικά και πολέμια. Και το χειρότερο, το έγκλημα τού Χριστιανισμού δεν  φαίνεται να είναι απλώς και μόνον ένα έγκλημα σε βάρος τού Ελληνισμού, αλλά κάτι πολύ σοβαρότερο: Ένα έγκλημα σε βάρος τού πολιτισμού.

 

Η θρησκεία τών πεπαιδευμένων και η θρησκεία τών απαιδεύτων

Πριν περάσουμε στο κυρίως θέμα μας, την τύχη τών αρχαίων μνημείων κατά την περίοδο τής μετάβασης από τον Παγανισμό στον Χριστιανισμό, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε με θλίψη ότι η εικόνα που έχουμε για την επίμαχη περίοδο είναι συχνά τραγικά παραμορφωμένη από υπεραπλουστευτικές σχηματοποιήσεις, ιδεοληψίες και μύθους, που εκλαμβάνονται ως αυτονόητη ιστορική πραγματικότητα. Η αναφορά σε μια τέτοια παραμορφωτική σχηματοποίηση έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση τής επίμαχης περιόδου.

Συνήθως θεωρούμε ως δεδομένο ότι οι τελευταίοι πιστοί τού αρχαίου θρησκεύματος πρέπει να αναζητηθούν σε κάποιους κύκλους διανοουμένων, σε ρομαντικούς φιλοσόφους ή άλλους πνευματικούς ανθρώπους, που αρνούνταν να δεχθούν ότι η συνυφασμένη με τον υπέρλαμπρο πολιτισμό τού παρελθόντος θρησκεία ήταν πλέον νεκρή. Στα μάτια αυτών, ο Χριστιανισμός δεν ήταν παρά μια αφελής πίστη τών απαιδεύτων και αμαθών.

Όσο αυτονόητα και αν μοιάζουν τα παραπάνω, η ιστορική αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Το ίδιο το ιστορικό προσωνύμιο τής ειδωλολατρίας αποκαλύπτει την ιστορική αλήθεια. Πιο συγκεκριμένα, σε διάταγμα τού αυτοκράτορα Ουαλεντινιανού με ημερομηνία την 17η Φεβρουαρίου 370,1 η ειδωλολατρία αποκλήθηκε για πρώτη φορά θρησκεία τών "paganorum", και στο εξής επικράτησε να ονομάζεται "παγανισμός". Αυτή η νέα ονομασία σηματοδοτεί μία μεγάλη στροφή: Η λέξη "pagani" στη λατινική σημαίνει τους χωρικούς· άρα, "paganismus" ή θρησκεία τών "paganorum", σημαίνει "θρησκεία τών χωρικών".

Οι υποδηλώσεις αυτής τής ονομασίας αποκαλύπτουν την πλάνη στην οποία συνήθως βρισκόμαστε. Όπως παρατηρεί ο Robert Browning, ο Χριστιανισμός κατά τους πρώτους τρεις αιώνες τής υπάρξεώς του ήταν μια κατά βάσιν "αστική" θρησκεία, η οποία εξαπλωνόταν από πόλη σε πόλη παρακάμπτοντας την ενδιάμεση ύπαιθρο, με αποτέλεσμα τον τέταρτο αιώνα μεγάλο μέρος τής υπαίθρου να βρίσκεται ακόμη μακριά από τον Χριστιανισμό.2

Κατά την Αναστασία Βακαλούδη, εξ άλλου, η ονομασία "παγανισμός" υποδηλώνει πως η "θρησκεία τών χωρικών" στερείτο πλέον επίσημης υπόστασης.3

Το πιο σημαντικό όμως δεν είναι αυτό. Το πιο σημαντικό είναι ότι αυτή η νέα ονομασία σηματοδοτεί μια ραγδαία αντιστροφή τής παλαιάς σχέσεως ανάμεσα στον Χριστιανισμό και στον παλαιό κόσμο. Παλαιότερα, δηλαδή, οι μορφωμένοι εθνικοί πράγματι έβλεπαν τον Χριστιανισμό ως μια αφελή και δεισιδαίμονα πίστη τών απαιδεύτων και τών αμαθών· από το τέλος τού τετάρτου αιώνα και εξής, αντίθετα, είναι πλέον οι Χριστιανοί εκείνοι που βλέπουν την ειδωλολατρία ως μια αφελή και δεισιδαίμονα θρησκεία τών χωρικών και τών απαιδεύτων, οι οποίοι βρίσκονταν μακριά από τα αγαθά τής παιδείας και τού πολιτισμού.

Οι σχηματοποιήσεις είναι συνήθως υπεραπλουστευτικές και βρίσκονται μακριά από την αλήθεια. Αν όμως, παρά ταύτα, έπρεπε οπωσδήποτε να δούμε τη σύγκρουση Χριστιανισμού και Παγανισμού από τα τέλη τού τετάρτου αιώνα και εξής ως σύγκρουση μιας θρησκείας απαιδεύτων, τότε θα ήταν πολύ πιο κοντά στην αλήθεια να δούμε τον Χριστιανισμό ως θρησκεία τών πεπαιδευμένων, και τον Παγανισμό ως θρησκεία τών απαιδεύτων.

Τα παραπάνω αρκούν, αν μη τι άλλο, να μάς κάνουν να είμαστε πολύ προσεκτικοί στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τη σύγκρουση Χριστιανισμού και Παγανισμού, ώστε να αποφύγουμε να εγκλωβισθούμε σε υπεραπλουστευτικές και παραμορφωτικές τής ιστορικής αλήθειας σχηματοποιήσεις.

Επιδεικνύοντας λοιπόν τη δέουσα προσοχή, θα δούμε ακολούθως: α) το θέμα τής καταστροφής τών αρχαίων αγαλμάτων από τους Χριστιανούς και β) το θέμα τής τύχης τών αρχαίων ιερών κατά τη μετάβαση από τον Παγανισμό στον Χριστιανισμό.

 

Η τύχη τών αρχαίων αγαλμάτων στα χέρια τών Χριστιανών

Το θέμα τής  τύχης τών αρχαίων αγαλμάτων μάς έχει απασχολήσει και άλλες φορές στο παρελθόν,4 και έτσι μοιραία θα επαναλάβουμε εδώ και επισημάνσεις που έχουμε ήδη κάνει. Ας μάς συγχωρεθούν αυτές οι επαναλήψεις. Άλλωστε, όπως διαβάζουμε στον Στοβαίο, και ο Σωκράτης, όταν κάποτε ο σοφιστής Ιππίας τού παρατήρησε σκωπτικά ότι έλεγε τα ίδια και τα ίδια, απάντησε ότι δεν έλεγε απλώς τα ίδια, αλλά και για τα ίδια πράγματα, και τον ρώτησε αν εκείνος έδινε διαφορετική απάντηση, κάθε φορά που τον ρωτούσαν αν δύο φορές το πέντε κάνει δέκα...5.

Έστω λοιπόν το ερώτημα εάν κατά το πέρασμα από τον Παγανισμό στον Χριστιανισμό υπήρξαν περιπτώσεις σκόπιμης καταστροφής αρχαίων αγαλμάτων από Χριστιανούς. Ακόμη και αν δεν είχαμε καμία ιστορική μαρτυρία που να μάς διαφώτιζε επ' αυτού τού ερωτήματος, η λογική απάντηση δεν θα μπορούσε παρά να είναι καταφατική. Άλλωστε, βλέπουμε να υπάρχουν καταστροφές και φανατισμοί και στη δική μας, υποτίθεται πολιτισμένη εποχή, σε περιπτώσεις αλλαγών καθεστώτων, ακόμη και κυβερνήσεων:

Η Γερμανία αποκήρυξε το ένοχο παρελθόν της μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, γκρεμίζοντας όλα τα σύμβολα τού ναζιστικού καθεστώτος. Στη Σοβιετική Ένωση, η "αποσταλινοποίηση" συνοδεύθηκε από απόσυρση και καταστροφή αναρίθμητων ανδριάντων τού Στάλιν. Η κατάρρευση τού υπαρκτού σοσιαλισμού εορτάσθηκε με την καταστροφή τών ανδριάντων τών ηγετών τού κομμουνισμού. Και η πιο γνωστή εικόνα από την είσοδο τών Αμερικανών στη Βαγδάτη είναι η εικόνα τής καταστροφής τού ανδριάντα τού Σαντάμ Χουσεΐν στην ιρακινή πρωτεύουσα.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ουδείς έθεσε θέμα αισθητικής αξίας τών αγαλμάτων που καταστρέφονταν. Κατ' αναλογίαν, τίποτε δεν είναι πιο φυσικό από το να δεχθούμε ότι θα υπήρξαν ασφαλώς και περιπτώσεις σκόπιμης καταστροφής αρχαίων αγαλμάτων από Χριστιανούς, τη στιγμή που λίγες μόλις δεκαετίες πριν, αν κάποιος Χριστιανός αρνείτο να προσκυνήσει αυτά τα αγάλματα, ριχνόταν στα θηρία και έβρισκε μαρτυρικό θάνατο.

Βεβαίως, το θέμα τού καταλογισμού τών ευθυνών είναι πολύ πιο σύνθετο. Έστω το παράδειγμα ενός Γερμανού ο οποίος στη μεταπολεμική Γερμανία καταστρέφει με μανία ένα ανάγλυφο αετό με τον αγκυλωτό σταυρό. Δίχως άλλο, το ανάγλυφο αυτό θα μπορούσε να έχει σημαντική αισθητική αξία. Αλλά πόσο άραγε μερίδιο ευθύνης φέρει γι' αυτήν την καταστροφή ο συγκεκριμένος Γερμανός που καταστρέφει με μανία, και πόσο τη ναζιστικό καθεστώς, που πυροδότησε αυτή τη μανία καταστροφής;

Αυτό ακριβώς εννοούμε, όταν αναγνωρίζουμε μεν ότι ασφαλώς και θα υπήρξαν περιπτώσεις καταστροφής αρχαίων αγαλμάτων από Χριστιανούς, αλλά επιμένουμε ότι το θέμα τού καταλογισμού τών ευθυνών είναι πολύ πιο σύνθετο.

Βεβαίως, δεν λείπουν σήμερα αυτοί που κλείνουν τα μάτια μπροστά σε τέτοιες "λεπτομέρειες", και αναλαμβάνουν τον ρόλο τού δημόσιου κατηγόρου τού Χριστιανισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, οι περιπτώσεις καταστροφής αρχαίων αγαλμάτων από Χριστιανούς καταγράφονται ως παραδείγματα "σύγκρουσης τής παιδείας και τού πολιτισμού με τη βαρβαρότητα και τον σκοταδισμό". Ας μάς επιτραπεί όμως να παρατηρήσουμε ότι και αυτή η διάσταση τού θέματος επιδέχεται πολλή συζήτηση.

Έστω για παράδειγμα μία καταγεγραμμένη εμπλοκή Χριστιανού ιεράρχη στην καταστροφή αρχαίου λατρευτικού αγάλματος: η συμμετοχή τού Θεοφίλου Αλεξανδρείας στην καταστροφή τού αγάλματος τού θεού Σαράπιδος.

Ο θεός Σάραπις είναι ένα απτό παράδειγμα τού συγκριστισμού και τής θρησκευτικής σύγχυσης τής ύστερης αρχαιότητας. Όπως γράφει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, άλλοι τον ταύτιζαν με τον Όσιρι, άλλοι με τον Διόνυσο, άλλοι με τον Πλούτωνα, άλλοι με τον Άμμωνα, μερικοί με τον Δία, και πολλοί με τον Πάνα·6 κάποιοι μάλιστα, προφανώς Ιουδαίοι τής Αλεξανδρείας, ταύτιζαν τον Σάραπι με τον... Ιωσήφ.7

Στο Σαραπείο, τον περίφημο ναό τού Σαράπιδος στην Αλεξάνδρεια, φυλασσόταν ο πήχυς με τον οποίο μετρούσαν τη στάθμη τού Νείλου, και οι επιτήδειοι ιερείς τού Σαράπιδος είχαν επιτύχει να κάνουν τους αφελείς και δεισιδαίμονες ειδωλολάτρες να πιστεύουν ότι ο Σάραπις ήταν ο θεός που έκανε τον Νείλο να ρέει και να αρδεύει την Αίγυπτο, εν ολοίγοις δε ότι ο Σάραπις ήταν ο θεός στον οποίο η Αίγυπτος ώφειλε το παν.

Ακόμη και μορφωμένοι εθνικοί έπεφταν θύματα αυτής τής δεισιδαιμονίας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο λόγιος και μετριοπαθής εθνικός Λιβάνιος όχι απλώς δεν αμφισβητεί αυτή την ανόητη δεισιδαιμονία, αλλά στον λόγο του "Υπέρ τών ιερών" φθάνει να ερμηνεύει τις θρησκευτικές ελευθερίες που είχαν παραχωρηθεί στην Αίγυπτο ως αποτέλεσμα τής σιωπηλής αποδοχής εκ μέρους τών Χριστιανών τής παντοδυναμίας τού Σαράπιδος· ούτε λίγο ούτε πολύ, δηλαδή, ο Λιβάνιος υποστηρίζει ότι ακόμη και οι Χριστιανοί γνωρίζουν, όσο και αν δεν το παραδέχονται, ότι ο Νείλος ρέει χάρις στον Σάραπι, και γι' αυτό δεν έχουν τολμήσει να απαγορεύσουν τη λατρεία του, φοβούμενοι τις συνέπειες τής οργής του!8

Είναι φανερό ότι ο Χριστιανισμός είχε να αντιπαλαίσει μία βαθύτατα ριζωμένη πλάνη. Και αυτή δεν ήταν η μόνο πλάνη. Στο Σαραπείο υπήρχε και ένα ξόανο τού Σαράπιδος, το οποίο λατρευόταν ως αχειροποίητο στην κεφαλή αυτού τού ξοάνου είχε τοποθετηθεί εσωτερικά σίδηρος, και με τη βοήθεια μιας σειράς από μαγνήτες, έντεχνα τοποθετημένους, στα φατνώματα τής στέγης, είχε κατορθωθεί το ξόανο να στέκεται μετέωρο μεταξύ εδάφους και οροφής· οι αφελείς ειδωλολάτρες θαύμαζαν το ξόανο που στεκόταν μετέωρο στο κενό, και δεν δυσκολεύονταν να πιστεύουν ότι σε αυτό κατοικούσε ο ίδιος ο Σάραπις. Η απίστευτη αυτή απάτη μνημονεύεται από αρκετές πηγές.9

Και για να διασφαλισθεί ότι κανείς δεν θα πλησίαζε ποτέ το ξόανο και δεν θα ανακάλυπτε την απάτη, οι ιερείς τού Σαράπιδος είχαν φροντίσει να διασπείρουν τη φήμη που μάς παραδίδει ο Θεοδώρητος, ότι δηλαδή αν πλησίαζε κανείς σε αυτό, θα κλονιζόταν συνθέμελα η γη, και οι πάντες και τα πάντα θα καταστρέφονταν.10

Το Σαραπείο τής Αλεξανδρείας καταστράφηκε το 391 μ.Χ. υπό τις εξής περίπου συνθήκες11:

Μέλη τής ειδωλολατρικής κοινότητας τής Αλεξανδρείας στασίασαν, προχώρησαν σε μεγάλης εκτάσεως σφαγή τών Χριστιανών, και κατόπιν οχυρώθηκαν στο Σαραπείο, όπου για ικανό χρονικό διάστημα συνέχισαν τη διάπραξη ειδεχθών εγκλημάτων.

Τα γεγονότα όμως αυτά έφεραν την ειδωλολατρική κοινότητα αντιμέτωπη όχι μόνο με τους Χριστιανούς, αλλά και με την έννομη τάξη. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος, με μία απόφασή του που χαιρετίσθηκε ως μία ανέλπιστα πολιτισμένη, επιεικής και φιλάνθρωπη λύση στο αδιέξοδο, διέταξε να χορηγηθεί αμνηστία σε όλους ανεξαιρέτως τους στασιαστές και να τους επιτραπεί να αποχωρήσουν ανενόχλητοι από το Σαραπείο, παράλληλα όμως διέταξε να καταστραφούν οι ειδωλολατρικοί ναοί τής Αλεξανδρείας "ως αίτιοι στάσεως τω δήμω".12

Στον Θεοδοσιανό Κώδικα μάλιστα σώζεται και η αυτοκρατορική διαταγή, η οποία απευθύνεται προς τον Ευάγριο, έπαρχο και αντιπρόσωπο τής αυτοκρατορικής αρχής στην Αλεξάνδρεια, και τον Ρωμανό, διοικητή τών αυτοκρατορικών δυνάμεων που έδρευαν στην Αίγυπτο, και τους εξουσιοδοτεί να επιληφθούν προσωπικά τής καταλύσεως τών ειδωλολατρικών ναών.13

Όταν ο αυτοκρατορικός στρατός ανέβηκε στον έρημο πλέον λόφο τού Σαραπείου, για να εκτελέσει τη διαταγή τού αυτοκράτορα, ο προκαθήμενος τής Εκκλησίας τής Αλεξανδρείας Θεόφιλος βρήκε την ευκαιρία να κάνει για μία ακόμη φορά αυτό που ήταν για τον ίδιο έργο ζωής στην ταραγμένη Αλεξάνδρεια: να ξεσκεπάσει την ειδωλολατρική πλάνη. Έσπευσε λοιπόν και ο ίδιος επί τόπου.

Ο στρατός είχε βεβαίως λάβει τη διαταγή για καταστροφή τού Σαραπείου· όταν όμως βλέπουμε ακόμη και σήμερα λαούς που από αιώνες έχουν ασπασθεί τον Χριστιανισμό να μην μπορούν να ξεφύγουν από τις δεισιδαιμονίες και τις προκαταλήψεις, δεν δυσκολευόμαστε να φαντασθούμε πόσο φόβο ένιωθαν στον ναό τού Σαράπιδος οι στρατιώτες, οι οποίοι στην καλύτερη περίπτωση είχαν ακούσει για τον Χριστό πριν από λίγες δεκαετίες ή ακόμη και πριν από λίγα μόλις χρόνια· άλλωστε, ας μη λησμονούμε τον έντεχνα ριζωμένο θρύλο ότι, αν πλησίαζε κανείς τον Σάραπι, θα κλονιζόταν συνθέμελα η γη, και οι πάντες και τα πάντα θα καταστρέφονταν.

Θέλοντας λοιπόν να ξεσκεπάσει τον απάτη, ο Θεόφιλος προέτρεψε ο ίδιος ένα στρατιώτη να πλησιάσει και να κτυπήσει άφοβα το ξόανο. Ο στρατιώτης δίστασε, έχοντας από τη μια πλευρά το ξόανο τού φοβερού θεού και από την άλλη τον προκαθήμενο τής Εκκλησίας, αλλά τέλος έδωσε το κτύπημα. Η συνέχεια περιγράφεται παραστατικότερα από τον Θεοδώρητο:

"Όταν εκείνος έδωσε το κτύπημα, αναφώνησαν οι πάντες, επειδή φοβήθηκαν το θρυλούμενο· αλλά ο Σάραπις, όταν δέχθηκε το κτύπημα, ούτε πόνεσε (γιατί ήταν ξύλινος), ούτε άφησε φωνή, καθώς ήταν άψυχος. Όταν τού αφαίρεσαν την κεφαλή, ένα πλήθος από ποντίκια πετάχθηκε από μέσα·  γιατί ο θεός τών Αιγυπτίων ήταν κατοικία ποντικιών".14

Η καταστροφή τού αγάλματος τού Σαράπιδος, μία καταγεγραμμένη περίπτωση εμπλοκής Χριστιανού ιεράρχη στην καταστροφή αρχαίου λατρευτικού αγάλματος, είναι ασφαλώς μία από τις περιπτώσεις που καταγγέλλονται σήμερα ως παραδείγματα "σύγκρουσης τής παιδείας και τού πολιτισμού με τη βαρβαρότητα και τον σκοταδισμό". Δίχως άλλο, η στιγμή κατά την οποία ο Θεόφιλος στάθηκε απέναντι στο ξόανο τού Σαράπιδος θα μπορούσε πράγματι να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύει μία σύγκρουση τού πολιτισμού και τής παιδείας με τη βαρβαρότητα και τον σκοταδισμό. Αλλά θα ήταν, νομίζουμε, επιπόλαιο να σπεύσουμε να αποφανθούμε ότι ο πολιτισμός και η παιδεία ενσαρκώνονταν στο ξόανο τού Σαράπιδος, και η βαρβαρότητα και ο σκοταδισμός βρίσκονταν από την πλευρά τού Χριστιανισμού.

Μέχρι αυτό το σημείο, εξετάζοντας την τύχη τών αρχαίων αγαλμάτων στα χέρια τών Χριστιανών, βρήκαμε την ευκαιρία να φωτίσουμε αρκετές πλευρές τού θέματος· δεν έχουμε όμως ακόμη περάσει στην πιο σημαντική, την πιο αποκαλυπτική, την πιο ενδιαφέρουσα διάστασή του.

Συγκεκριμένα, δεχθήκαμε ότι είναι απολύτως λογικό και φυσικό να υπήρξαν περιπτώσεις συνειδητής καταστροφής αρχαίων αγαλμάτων από Χριστιανούς. Υπάρχει όμως κάτι που ούτε λογικό ούτε φυσικό ήταν να συμβεί· και όμως, παραδόξως, είναι αυτό ακριβώς που συνέβη.

Ο Ευσέβιος μάς πληροφορεί ότι ήδη επί Μεγάλου Κωνσταντίνου η Κωνσταντινούπολη είχε γίνει ένα απέραντο υπαίθριο μουσείο, το οποίο φιλοξενούσε υπέροχα χάλκινα αγάλματα, τα κορυφαία αριστουργήματα τής αρχαίας Ελληνικής γλυπτικής τέχνης.15

Όλοι μας γνωρίζουμε τους τέσσερις υπέροχους επίχρυσους χάλκινους ίππους, έργα καθώς εικάζεται τού Λυσίππου, οι οποίοι το 1204 μεταφέρθηκαν από την Κωνσταντινούπολη στη Βενετία. Όλοι μας γνωρίζουμε επίσης ότι στην Κωνσταντινούπολη είχε μεταφερθεί και ο περίφημος αναθηματικός τρίποδας που είχαν αφιερώσει οι Έλληνες στους Δελφούς μετά τη νίκη τους στη μάχη τών Πλαταιών· (μέρος του σώζεται μέχρι σήμερα). Και εξυπακούεται βεβαίως ότι, κοντά σε αυτά που γνωρίζουμε, υπάρχουν και πολλά άλλα που συνήθως αγνοούμε.

Στις αγορές τής Χριστιανικής πρωτεύουσας έστεκαν ο Πύθιος Απόλλων και ο Σμίνθιος Απόλλων (έργο τού σπουδαίου γλύπτη Σκόπα το οποίο μνημονεύει ο Στράβων)16, ενώ το Παλάτιον τής Κωνσταντινουπόλεως φιλοξενούσε τις περίφημες Ελικωνίδες Μούσες (έργα τών Κηφισοδότου, Στρογγυλίωνος και Ολυμπιοσθένους, όπως μάς πληροφορεί ο Παυσανίας).17 18

Ο Γεώργιος Κεδρηνός στα τέλη τού ενδεκάτου αιώνα μάς μεταφέρει εντυπωσιακές πληροφορίες για τους θησαυρούς τής αρχαίας Ελληνικής τέχνης που κοσμούσαν την πρωτεύουσα τού Βυζαντίου. Μεταξύ άλλων, ο Κεδρηνός αναφέρει το άγαλμα τής Λινδίας Αθηνάς, έργο τών γλυπτών Σκύλλιδος και Λιποίνου· την Κνιδία ΑΦροδίτη, το άφθαστο δημιούργημα τού Πραξιτέλους· τη Σαμία Ήρα, έργο τών Λυσίππου και Βουπάλου· ένα άγαλμα που παρίστανε τον Χρόνο, έργο επίσης τού Λυσίππου· έναν περίτεχνο πτερωτό Έρωτα από τη Μύνδο τής Καρίας· μία Αμφιτρίτη, η οποία είχε μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη από τη Ρόδο· την πύλη τής Εφεσίας Αρτέμιδος με περίτεχνη ανάγλυφη παράσταση τής Γιγαντομαχίας· και το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα τού Διός από την Ολυμπία, το αριστούργημα τού Φειδία, το οποίο συγκαταλεγόταν ανάμεσα στα Επτά Θαύματα τού αρχαίου κόσμου.19

Στην Κωνσταντινούπολη είχε επίσης μεταφερθεί το άγαλμα τής Αθηνάς που κοσμούσε τον σηκό τού Παρεθενώνα, όπως μαθαίνουμε από μία εθνική πηγή, βιογράφο τού Πρόκλου Μαρίνο, ο οποίος βρίσκει σε αυτή τη μεταφορά την ευκαιρία να επιτεθεί κατά τών "και τα ακίνητα κινούντων" Χριστιανών.20

Πολλούς αιώνες μετά την υποτιθέμενη καταστροφή τών αρχαίων αγαλμάτων από τους Χριστιανούς, στα τέλη τού δωδεκάτου αιώνα, ο Νικήτας ο Χωνιάτης είδε στην Κωνσταντινούπολη και περιγράφει ένα κολοσσιαίο χάλκινο άγαλμα τής Ήρας στημένο στην Κωνσταντίνειο Αγορά, ένα σύμπλεγμα που παρίστανε τον Πάρι να δίδει στην Αφροδίτη το χρυσό μήλον τής Έριδος, έναν Πήγασο με τον Βελλεροφόντη στη ράχη του (στο πρόσωπο τού οποίου πολλοί έβλεπαν τον Ιησού τού Ναυή) και έναν θαυμαστό, υπερφυσικού μεγέθους Ηρακλή τού Λυσιμάχου, τού οποίου η κνήμη και μόνο είχε μέγεθος ανδρός.21

Δυστυχώς η μοίρα στάθηκε σκληρή για όλους αυτούς τους θησαυρούς τής τέχνης, που καταστράφηκαν κατά την άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως το 1204.22

Τα παραπάνω μάς αποκαλύπτουν την πιο ενδιαφέρουσα διάσταση τού θέματος που συζητούμε εδώ. Οι Χριστιανοί τής εποχής τής σύγκρουσης τού Χριστιανισμού με τον Παγανισμό, αυτοί ακριβώς οι οποίοι σήμερα συκοφαντούνται ως καταστροφείς τών αρχαίων αγαλμάτων, αποδεικνύεται ότι επέδειξαν εν προκειμένω μια ανωτερότητα και μία ευαισθησία ασύλληπτη ακόμη και για την εποχή μας, μ' όλη τη διαφημιζόμενη ευαισθησία μας σε θέματα πολιτισμού.

Ποιος μπορεί άραγε να φαντασθεί έναν ανδριάντα τού Χίτλερ σε μια πλατεία στη σημερινή Γερμανία ή έναν ανδριάντα τού Οσάμα Μπιν Λάντεν στη Νέα Υόρκη, καταξιωμένο για την αισθητική του αξία; Δεν θα ήταν κάτι τέτοιο πραγματικά ασύλληπτο; Και όμως, όπως είδαμε, οι Χριστιανοί έκαναν αυτό ακριβώς που κανονικά θα φάνταζε ασύλληπτο.

Δεν είναι παράδοξο ότι υπήρξαν και καταστροφές και φανατισμοί. Το παράδοξο και αληθινά εκπληκτικό είναι ότι οι Χριστιανοί επέτυχαν να κάνουν τη μεγάλη υπέρβαση, να αρθούν πάνω από τις συγκρούσεις, τους φανατισμούς και τους πανηγυρισμούς για το γκρέμισμα τού παλαιού κόσμου.

Αυτή η υπέρβαση δεν ήταν καθόλου καθόλου εύκολη, πολύ δε περισσότερο δεν ήταν καθόλου αυτονόητη. Δεν ήταν καθόλου αυτονόητο ότι οι Χριστιανοί θα έπαυαν να βλέπουν στα αρχαία αγάλματα τους ψεύτικους θεούς μιας θρησκείας που είχε πεθάνει και με την οποία οι ίδιοι είχαν συγκρουσθεί θα τα έβλεπαν ως τα ανυπέρβλητα δημιουργήματα ενός υπέρλαμπρου πολιτισμού που άξιζε να ζήσει για πάντα και θα κοσμούσαν με αυτά την πρωτεύουσά τους. Παρά πάσαν προσδοκίαν, οι Χριστιανοί έκαναν αυτή την υπέρβαση.

Η θεωρητική "φόρμουλα" που επέτρεψε τη διατήρηση τών αρχαίων θησαυρών μπορεί να βρεθεί ήδη σε μία βαρυσήμαντη δήλωση τού Κλήμεντος τού Αλεξανδρέως (περ. 150-215 μ.Χ.)

Ο Κλήμης είναι ένας Χριστιανός συγγραφέας που δεν διστάζει να καταγγείλει την ανηθικότητα τής αρχαίας ελληνικής τέχνης, κινούμενος κατά τούτο στη γραμμή που χάραξε στην Πολιτεία του ο Πλάτων,23 σύμφωνα με τον οποίον η διδασκαλία τού Ησιόδου, τού Ομήρου και άλλων ποιητών πρέπει να απαγορευθεί στην ιδανική πολιτεία (παράβαλλε ωστόσο, εν προκειμένω, τη δήλωση τού Μεγάλου Βασιλείου ότι στον Όμηρο όλη η ποίηση είναι έπαινος τής αρετής).24

Ο Κλήμης, αν και κινείται στη γραμμή τού Πλάτωνα, γράφει ωστόσο με έμφαση, προσδιορίζοντας ποια είναι η πρέπουσα στάση απέναντι στην αρχαία τέχνη:

"Να επαινείται βέβαια η τέχνη, αλλά να μην απατά τον άνθρωπο σαν αλήθεια".25

Αυτή ακριβώς η ευστοχώτατη διάκριση αποτέλεσε την κιβωτό σωτηρίας τών θησαυρών τής αρχαίας Ελληνικής τέχνης. Οι Χριστιανοί διανοητές και φιλόσοφοι δεν ήταν εχθροί τής ελληνικής τέχνης· ήταν εχθροί τής ειδωλολατρίας. Και τα λόγια τού Κλήμεντα αποδεικνύουν ότι η Χριστιανική φιλοσοφία ήταν σε θέση να κάνει αυτή τη διάκριση, προσφέροντας έτσι τις θεωρητικές προϋποθέσεις για την πλέον υγιή και ισορροπημένη αντιμετώπιση τής αρχαίας Ελληνικής τέχνης, και δημιουργώντας παράλληλα και τις προϋποθέσεις για τη φύλαξη και σωτηρία τών μνημείων της στην πράξη.





Σημειώσεις



1. Codex Theodosianus, eds Theodor Mommsen και Paulus M. Meyer, Weidmann, Berlin 1905, vol. I 2, σελ. 840-1, XVI, 2, 18. 1-5 (370 Febr. 17): "IDEM AA. AD CLAUDIUM PRO (CONSULEM) AFRIC (AE). Qua, ultimo tempore divi Contanti sententiam fuisse claruerit, valeat, nec ea in adsimulatione aliqua convalescent, quae tunc decreta vel facta sunt, cum paganorum animi contra sanctissimam legem quibusdam sunt depravationibus exciati. DAT. XIII KAL. MART. TREV(IRIS) VAL (ENTINI) ANO ET VALENTE AA. CONSS".

2. Robert Browning. The emperor Julian, Weidenfeld and Nicolson, London 1976, σελ. 160.

3. Αναστασίας Δ. Βακαλούδη, Η μαγεία ως κοινωνικό φαινόμενο στο πρώιμο Βυζάντιο (4ος - 7ος μ.Χ. αι.), Εκδόσεις Ενάλιος, Αθήνα 2001, σελ. 87.

4. Χριστιανισμός και αρχαία Ελληνική τέχνη", Ακτίνες, τεύχος 624 (Οκτώβριος 2001), σελ. 255-259. "Η τύχη τών αρχαίων αγαλμάτων στα χέρια τών Χριστιανών", Τόλμη 57 (Νοέμβριος 2005), σελ. 62-66.

5. Στοβαίου, Ανθολόγιον, eds C. Wachsmuth και O. Hense, Γ 9, 57. 12-23.

6. Διοδώρου Σικελιώτου, Βιβλιοθήκη ιστορική, eds F. Vogel και K.T. Fischer, A΄ 25, 2. 1-3.

7. Γεωργίου μοναχού, Χρονικόν, ed C. de Boor, 583. 24. Σούδα, ed. A. Adler, Σ 117. 4.

8. Λιβανίου, Προς Θεοδόσιον τον βασιλέα υπέρ τών ιερών (Λόγος Λ΄), ed. R. Roerster, Λ΄ 35. 1-11.

9. Γεωργίου μοναχού, Χρονικόν, ed C. de Boor, 584. 18-585.6. Γεωργίου Κεδρηνού, Σύνοψις Ιστοριών, ed. I. Bekker, vol. I, 569. 21 - 570. 2. Σούδα, ed. A. Adler, M 23. 1-9.

10. Θεοδωρήτου Κύρρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, eds L. Parmentier και F. Scheidweiler, 21. 3 - 5: "και λόγος κατείχεν απατηλός, ως εί τις τούτω πελάσοι, κλονισθήσεται μεν η γη, πανωλεθρία δε άπαντας καταλήψεται".

11. Βλ. τα άρθρα μου: "Η καταστροφή τού Σαραπείου. Μέρος Α΄. Το σκηνικό", Ακτίνες 632 (Ιούνιος 2002), σελ. 197 - 202 και "Η καταστροφή τού Σαραπείου. Μέρος Β΄: Τα γεγονότα", Ακτίνες 633 (Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2002), σελ. 228 - 234.

12. Σωζομενού, Εκκλησιαστική ιστορία,  eds K. Bidez και G. C. Hansen, Z΄ 15, 7.3 - 8.1.

13. Codex Theodosianus, eds Theodor Mommsen και Paulus M. Meyer, Weidmann, Berlin 1905, vol. I.2, σελ. 900, XVI, 10, 11. 1-8 (391 Jun. 16).

14. Θεοδωρήτου Κύρου, Εκκλησιαστική ιστορία, eds L. Parmentier και F. Scheidweiler, 321. 8-12: "Εκείνου δε παίσαντος, εβόησαν μεν άπαντες το θρυλούμενον δείσαντες· ο δε Σάραπις δεξάμενος την πληγήν ούτε ήλγησε (ξύλινος γαρ ην), ούτε φωνήν αφήκεν, άψυχος ων. Επειδήδε την κεφαλήν αφηρέθη, μύες αγεληδόν εξέδραμον ένδοθεν· μυών γαρ οικητήριον ην ο Αιγυπτίων θεός".

15. Ευσεβίου Καισαρείας, Βίος τού μακαρίου Κωνσταντίνου βασιλέως, ed. F. Finkelmann, Γ΄ 54, 3. 1-2.

16. Στράβωνος, Γεωγραφικά, ed. A. Meineke, Γ΄ 1, 48. 1-4.

17. Παυσανίου, Ελλάδος περιήγησις, ed. F. Spiro, Θ΄ (Βοιωτικά) 30, 1. 1-6.

18. Ευσεβίου Καισαρείας, ό.π., Γ΄ 54, 2. 7 - 3. 1.

19. Γεωργίου Κεδρηνού, Σύνοψις ιστοριών. ed. I. Bekker, vol. I, 564.5 - 565.17.

20. Μαρίνου Νεαπολίτου, Πρόκλος ή Περί Ευδαιμονίας, 30, ed. R. Masullo, 737-739.

21. Νικήτα Χωνιάτου, Χρονική διήγησις, ed. J. van Dieten, "Τα μετά την άλωσιν", μέρος Β΄, 648. 13 - 650.14 (= ed. J. Migne, PG 139, 1044.21 - 1048. 32).

22.  Τα χάλκινα αυτά αγάλματα (στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τα πρωτότυπα έργα τής αρχαίας Ελληνικής γλυπτικής ήσαν χάλκινα) ήσαν ευάλωτα. Κάποια σπουδαία αγάλματα καταστράφηκαν από μία καταστροφική πυρκαγιά που έπληξε την Κωνσταντινούπολη επί βασιλείας τού αυτοκράτορος Ζήνωνος το 475. Η μοίρα τών υπολοίπων ήταν ίσως ακόμη πιο σκληρή: Όταν οι κατ' όνομα "Σταυροφόροι" κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη το 1204, όλα αυτά τα απαράμιλλά έργα τέχνης, όλα αυτά τα ανυπέρβλητα προϊόντα τού ανθρώπινου πολιτισμού κατέβηκαν από τα βάθρα τους και παραδόθηκαν στη φωτιά, για να γίνουν... χάλκινα νομίσματα!!! Ο Νικήτας ο Χωνιάτης, μέσα από ένα θρήνο για τους χαμένους θησαυρούς ο οποίος δεν αποφεύγει κάποιες ρητορικές υπερβολές, στηλιτεύει την ασύλληπτη βαρβαρότητα τών Λατίνων κατακτητών, αυτών τών "ανέραστων τού ωραίου βαρβάρων", όπως τους ονομάζει, η οποία στέρησε την ανθρωπότητα από ανεπανάληπτους θησαυρούς τής τέχνης (Νικήτα Χωνιάτου, ό.π., ed. J. van Dieten, B΄ 648 κ.ε. - ed. J. - P. Migne, PG 139, 1044 κ.ε.).

23. Πλάτωνος Πολιτεία, ed. J. Burnet, 386a κ.ε.

24. Μεγάλου Βασιλείου, Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων, ed. F. Boulenger, 5. 25 - 28: "Ως δ' εγώ τινος ήκουσα δεινού καταμαθείν ανδρός ποιητού διάνοιαν, πάσα μεν η ποίησις τω Ομήρω αρετής εστιν έπαινος, και πάντα αυτώ προς τούτο φέρει, ό,τι μη πάρεργον".

25. Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Προτρεπτικός προς Έλληνας,  ed. C. Mondésert, δ΄ 57, 6. 1-2: "Επαινείσθω μεν η τέχνη, μη απατάτω δε τον άνθρωπο ως αλήθεια".

 
Δρ Γιάννης Κ. Τσέντος.
Μέρος 1ο

Πηγή: Περιοδικό "Ακτίνες" Σεπτεμβρίου - Οκτωβρίου 2009, σελ. 266-274.