Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

Κορωνοϊός: Αγρυπνία στο Άγιον Όρος για την πανδημία


Απόψε, μετά από απόφαση της Ιεράς Κοινότητας, αναμένεται να τελεστεί αγρυπνία προς την Έφορο του Αγίου Όρους Κυρίαν Θεοτόκον και τον Προστάτη άγιο κατά των λοιμωδών νόσων, Ιερομάρτυρα Χαραλάμπη σε όλες τις Ιερές Μονές, τα εξαρτήματα αυτών και στον Ιερό Ναό του Πρωτάτου.
Επίσης, θα τελεσθούν λιτανείες με τα άγια λείψανα και τις θαυματουργές εικόνες κατά την κρίση και την τάξη της κάθε Ιεράς Μονής. 
Ιερά Αγρυπνία αναμένεται να τελεστεί απόψε σε όλα τα μοναστήρια της Ιεράς Μητροπόλεως Σταγών και Μετεώρων. Υπενθυμίζεται ότι η Αγία Κάρα του Αγίου Χαραλάμπους φυλάσσεται στην Ιερά Μονή του Αγίου Στεφάνου Μετεώρων .

Η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους

Οι αντιπρόσωποι και προϊστάμενοι των είκοσι Ιερών Μονών του Αγίου Όρους εκφράζουν με αυτό τον τρόπο και την αγάπη τους στον δοκιμαζόμενο άνθρωπο για τον οποίο προσεύχονται με πόνο στην κυρία Θεοτόκο να τους σκεπάσει τις δύσκολες αυτές στιγμές.
Υπενθυμίζεται ότι οι αποφάσεις που εξέδωσε προ ημερών η Ιερά Κοινότητα αναφέρουν:
- να τελεσθή αγρυπνία προς την Έφορο του Αγίου Όρους Κυρίαν Θεοτόκον και τον Προστάτη άγιο κατά των λοιμωδών νόσων, Ιερομάρτυρα Χαραλάμπη κατά τη νύκτα της Παρασκευής προς Σάββατο της Δ εβδομάδας των νηστειών σε όλες τις Ιερές Μονές, τα εξαρτήματα αυτών και στον Ιερό Ναό του Πρωτάτου
- να τελεσθούν λιτανείες με τα άγια λείψανα και τις θαυματουργές εικόνες κατά την κρίση και την τάξη της κάθε Ιεράς Μονής
Η Ιερά κοινότητα με αυτόν τον τρόπο συμπαρίσταται στον αγώνα των γιατρών των νοσηλευτών των εθελοντών και όσων πασχίζουν για τον συνάνθρωπό τους καθώς επίσης και για τους κυβερνώντες οι οποίοι αυτή την εποχή πρέπει να παίρνουν αποφάσεις για την προσωρινή δοκιμασία που μαστίζει την ανθρωπότητα.
Με την ίδια επιστολή προς τις Ιερές Μονές, η Ιερά Κοινότητα εκφράζει και την θλίψη των Αγιορειτών Πατέρων για οποιαδήποτε γενική απαγόρευση της ορθοδόξου χριστιανικής λατρείας ιδιαίτερα την περίοδο της πανδημικής νόσου.
Καταλήγοντας η Ιερά Κοινότητα εκφράζει την ανάγκη να ενταθούν οι προσευχές και η μυστηριακή ζωή την περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και καλεί όλο το λαό να στραφούν εν μετανοία με όλη την ψυχή τους και τη διάνοιά τους, προς τον Κύριον την πηγή της ζωής και νικητή του θανάτου.

Ο Παναής ο Αλειτούργητος και η Καμπάνα


– Τά ’μαθες, παππού; Ἀπὸ ’δῶ κι ἐμ πρὸς τὰ μαγαζιὰ θ’ ἀνοίγουν καὶ τὶς Κυριακές.
– Τί λές, παιδάκι μου, στύλωσε μὲ ἀπορία καὶ ἔκπληξη τὰ γεροντικά, θολωμένα ἀπ’ τὰ χρόνια μάτια του πάνω στὸν ἐγγονό του ὁ μπαρμπα-Δημητρός.
– Ναί, παππού, εἶναι ἀπόφαση τοῦ Ὑπουργοῦ.
– Ἄλλο καὶ τοῦτο. Καὶ γιατί, μαθές, αὐτό; Πῶς τοῦ ’ρθε νὰ βγάλει τέτοια ἀπόφαση;
– Εἶναι νόμος τοῦ κράτους, παππού. Κάποιες Κυριακὲς τὸ χρόνο τὰ καταστήματα μποροῦν νὰ παραμένουν ἀνοιχτά, νὰ πηγαίνει ὁ κόσμος νὰ ψωνίζει.
– Δηλαδή, θὲς νὰ πεῖς, θὰ χτυπᾶ ἡ καμπάνα τὸ πρωί, καὶ ὁ κόσμος θὰ βγαίνει γιὰ τὴν ἀγορά;
– Ἔ, κάπως ἔτσι…

Κούνησε τὸ κεφάλι του λυπημένος ὁ γέροντας. Χαμήλωσε κουρασμένο τὸ βλέμμα του, ἔμεινε γιὰ λίγο σκεφτικός, κι ἔπειτα, χωρὶς νὰ τὸ σηκώσει πάλι, μονολόγησε:
– Δὲν πᾶμε καλά. Τὸ λέω ἐγώ. Θὰ μᾶς χάσει ὁ Θεός!

Καὶ βύθισε πιότερο τὸ κεφάλι στὸ στέρνο του.

– Παππού, θυμᾶσαι – τὸν ἔβγαλε ἀπ’ τὸν μελαγχολικό του βυθισμὸ ὁ ἐγγονός – θυμᾶσαι ποὺ ἐρχόμασταν μέρες Πάσχα στὸ χωριό, ὅταν ἤμουν στὸ Δημοτικό, κι ἔτρεχα μὲ τὰ ἄλλα παιδιὰ ποιὸς θὰ χτυπήσει τὴν καμπάνα Μ. Παρασκευή, ὅλη τὴ μέρα πένθιμα, καὶ μετά, τὴν Ἀνάσταση…; Τί γινόταν τότε!… Ἔ, θυμᾶσαι;

– Ἄχ, καλό μου παιδί, ἐσὺ μόνο αὐτὸ θυμᾶσαι! Φυσικὸ εἶναι. Στὴν πόλη μεγάλωσες, δὲ λογᾶς τί θὰ πεῖ ὁ ἦχος τῆς καμπάνας. Γιὰ μᾶς στὸ χωριὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα ξέρεις τί ἦταν ἡ καμπάνα; Ὅλη ἡ ζωή μας μὲ τὴν καμπάνα κυλοῦσε. Θὲς χαρά, θὲς γάμος, θὲς πανηγύρι, θὲς θλίψη καὶ πένθος, κίνδυνος, φωτιά, μάζωξη τοῦ χωριοῦ στὴν πλατεία, ὅλα μὲ τὴν καμπάνα σημαίνουνταν. Μὲ τὴν καμπάνα τῆς ἐκκλησιᾶς. Καταλαβαίνεις τί θὰ πεῖ αὐτό; Ἡ ἐκκλησιὰ ἦταν ἡ μάνα μας, καὶ ἡ καμπάνα ἡ φωνή της. Ἔτσι τὴ νιώθαμε, γιόκα μου. Μιλοῦσε ὁ ἦχος της. Μὲ πιάνεις; Μιλοῦσε… Νά, τώρα δά, μοῦ ʼρθε στὴ σκέψη καὶ ὁ Παναής…
– Ποιὸς εἶπες, παππού;
– Ξέρεις τί θαῦμα ἔγινε μὲ δαῦτον τὸν ἄνθρωπο, παλληκάρι μου, μὲ τὴν καμπάνα; Σὰν τώρα θυμᾶμαι τὰ λόγια του, ποὺ μᾶς διηγιόταν στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ…

Ὁ Παναής, ποὺ λές, ἦταν φοβερὸς ἄνθρωπος. Ἀγρίμι σωστό. Ἀλειτούργητος καὶ ἀλιβάνιστος. 
Τσομπάνης πάνω στὸ βουνό, μὲ τὶς στάνες του καταγίνουνταν ὁλοχρονίς. Τὸ πόδι του εἶχε χρόνια ὁλόκληρα νὰ τὸ πατήσει στὴν ἐκκλησιά. «Δὲν πατάω ἐγὼ στὸ μαγαζὶ τοῦ παπᾶ», ἔλεγε. Δὲν ξέρω, κάτι, φαίνεται, παλιά, μιὰ παρεξήγηση, κι οὔτε ἀπ’ ἔξω ἀπ’ τὴν ἐκκλησιὰ δὲν ἤθελε νὰ περάσει, ἕνα σταυρὸ νὰ κάνει ὁ βλογημένος! Ἀλειτούργητος χρόνια καὶ ἀκοινώνητος, παιδί μου. Εἶχε ἀγριέψει τὸ πρόσωπό του. Κι ἀπ’ τὴν κοινωνία μέσα ξεχωρίστηκε, σάν – τί νὰ πῶ; – σὰν ἀφορεσμένος ἐκεῖ πὰ στὸ βουνό, ἀλάργα, στὶς στάνες…

Αὐτόν, ποὺ λές, τὸν Παναή, μιὰ μέρα τὸν εἴδαμε στὴν ἐκκλησιά. Κοιταχτήκαμε ἀναμεταξύ μας. Τί ἔπαθε ὁ Παναής; Τὸ κεφάλι χαμηλά, ἀξύριστο, ἄλουστο τὸ πρόσωπό του, κι οὔτε ποὺ τὸ σήκωνε μιὰ στάλα. Κάθισε σ’ ὅλη τὴ Λειτουργία καὶ μετὰ ἔφυγε σὰν κυνηγημένος. Καὶ τὴν ἄλλη φορὰ πάλι, καὶ πάλι. Πρῶτος στὴν ἐκκλησιὰ ὁ Παναής. Ἡμέρεψε τὸ πρόσωπό του. Γιὰ καιρὸ ὅμως δὲ μιλοῦσε. Μιλιά, σοῦ λέω. Ἔπειτα ἀπὸ καιρὸ μᾶς βρῆκε στὴν πλατεία. Τὸν φωνάξαμε γιὰ καφὲ κι ἐκεῖ μᾶς τά ’πε ὅλα.

– Τί εἶπε, παππού;
– Σὰν τώρα θυμοῦμαι τὰ λόγια του: 

«Τί ’ναι αὐτὸ ποὺ μοῦ γίνηκε, ὠρὲ παιδιά; Δὲν μπορῶ νὰ τὸ γροικήσω. Μπορεῖτε σεῖς νὰ μοῦ τὸ ξηγήσετε; Ἤμαν, μαθές, πάνω κεῖ κι ἔβοσκα τὰ πρόβατα. Ἀπόβραδο, καὶ θὰ τά ’μπαζα σὲ λίγο στὴ στάνη. Ἔκατσα μιὰ στιγμὴ στὸ χορτάρι, ἔτσι φρέσκο πού ’ταν, Ἀπρίλης μήνας βλέπεις. Φύσαε στρωτὸ μαϊστράλι. Πεθαμένους ἀνάσταινε, τέτοια φυσηματιά. Ἔτσι μὲ ’σύχασε αὐτὸ τὸ ἀπόγι καὶ δὲν ἔλεα νὰ σηκωθῶ ἀπ’ ἐκεῖ. Καὶ τότε ἦταν… Ἦρθε στ’ αὐτιά μου ἡ καμπάνα. Ἡ καμπάνα τοῦ ἁϊ-Γιώργη, ἐδῶ, τῆς ἐκκλησιᾶς. Μπὰς καὶ πρώτη φορὰ τὴ γροικοῦσα; Κάθε μέρα δὲ χτύπαγε; Ἔ, σᾶς λέω, πρώτη φορὰ τὴ γροίκησα. Δηλαδή, πῶς νὰ σ’ τὸ πῶ, βάρεσε μέσα μου ὁ χτύπος, κατάλαβες; Τινάχτηκα πάνου. Γιὰ μένα βαράει ἡ καμπάνα, εἶπα. Γιὰ μένα! Τό ’νιωθα αὐτὸ τὸ πράμα, κατάλαβες; Κι ἀμέσως, σάν – τί νὰ πῶ; – σὰ λιβάνι νὰ μοῦ ’ρθε. Ἔπαθα, σοῦ λέω! Μ’ ἔπιασαν τὰ δάκρυα. Γιὰ μένα βαράει ἡ καμπάνα, ἔλεγα, γιὰ μένα! Νά, αὐτὸ ἔπαθα. Μπορεῖς τώρα σὺ νὰ τὸ ξηγήσεις;».

Αὐτὰ εἶπε ὁ Παναής. Καὶ τότε, ποὺ λές, γιόκα μου, σηκώθηκε ὁ γεροντότερος καὶ στάθηκε ἀναμεσά μας κι ἔδωσε ἑρμηνεία: «Αὐτό, χωριανοί, δὲν εἶναι τυχαῖο πράμα. Παναή, αὐτὴ δὲν ἦταν ἡ φωνὴ τῆς καμπάνας. Ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ! Κατάλαβες; Μὲ τὴ φωνὴ τῆς καμπάνας σοῦ μίλησε ὁ Θεός. Σοῦ ’δωσε νόημα ὁ Θεὸς νὰ σὲ μπάσει στὴν ἐκκλησιά. Πῶς σὺ σφυρᾶς καὶ μπάζεις τὰ πρόβατα στὴ στάνη; Ἔτσι καὶ ὁ Θεός. Καὶ τό ’πιασες, Παναή, τὸ νόημα. Τό ’πιασες! Καὶ δὲν εἶσαι τώρα ὁ ἀλειτούργητος καὶ ὁ ἀκοινώνητος. Κατάλαβες, αὐτὸ ἦταν».

– Αὐτὸ ἦταν, γιόκα μου. Ἡ καμπάνα! Καὶ τώρα μοῦ λές, θὰ σημαίνει τὴν Κυριακὴ τὸ πρωί, καὶ ὁ κόσμος θὰ βγαίνει στὴν ἀγορὰ γιὰ ψώνια. Ἄχ, καὶ θὰ μᾶς χάσει ὁ Θεός, παλληκάρι μου. Τί νὰ πῶ, δὲν ξέρω…