Ἐκκλησιαστής Κεφ. 05, 9-16
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Μετάφραση Βασιλική Π. Δεδούση |
9 ᾿Αγαπῶν ἀργύριον οὐ πλησθήσεται ἀργυρίου· καὶ τίς ἠγάπησεν ἐν πλήθει αὐτῶν γένημα; καί γε τοῦτο ματαιότης. |
Ο παθιασμένος με τα χρήματα
ποτέ δε θα χορτάσει.
Και ποιο το κέρδος από τα πλούτη τα πολλά και τα γεννήματά τους;
Όλα, κέρδη και πλούτη, μάταια. |
10 ἐν πλήθει ἀγαθωσύνης ἐπληθύνθησαν ἔσθοντες αὐτήν· καὶ τί ἀνδρεία τῷ παρ᾿ αὐτῆς ὅτι ἀλλ᾿ ἢ τοῦ ὁρᾶν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ; | Όσο πληθαίνουν τ΄ αγαθά, μαζεύονται και οι άχρηστοι οπού τα κατατρώγουν.
Και ποιο είναι τάχα τ’ όφελος
του πλούσιου που τα ‘χει, παρά να βλέπει, έτσι μπροστά στα μάτια του, τ’ αγαπημένο του το βιός αυτοί να σπαταλούνε; |
11 γλυκὺς ὕπνος τοῦ δούλου εἰ ὀλίγον καὶ εἰ πολὺ φάγεται· καὶ τῷ ἐμπλησθέντι τοῦ πλουτῆσαι οὐκ ἔστιν ἀφίων αὐτὸν τοῦ ὑπνῶσαι. | Ο τίμιος ο δουλευτής, για λίγο φάει, για πολύ, γλυκόν έχει τον ύπνο. Από την άλλη ο πάμπλουτος, από τις έγνοιες τις πολλές και την αχορτασιά του, δεν ημπορεί ποτέ γλυκά τα μάτια του να κλείσει. |
12 ἔστιν ἀρρωστία, ἣν εἶδον ὑπὸ τὸν ἥλιον, πλοῦτον φυλασσόμενον τῷ παρ᾿ αὐτοῦ εἰς κακίαν αὐτῷ, | Μιαν άλλη αρρώστια, ολέθρια είδα στη γη να υπάρχει. Τον πλούτο, που σωρεύεται και μόνο βλάβες φοβερές στον κάτοχό του φέρνει. |
13 καὶ ἀπολεῖται ὁ πλοῦτος ἐκεῖνος ἐν περισπασμῷ πονηρῷ, καὶ ἐγέννησεν υἱόν, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν χειρὶ αὐτοῦ οὐδέν. | Και έρχεται ώρα κακιά, κι ο πλούτος πάει, σαν τον καπνό σκορπίζεται, και στο παιδί που γέννησε από τα πλούτη τα πολλά τίποτα δεν του έμεινε κληρονομιά να δώσει. |
14 καθὼς ἐξῆλθεν ἀπὸ γαστρὸς μητρὸς αὐτοῦ γυμνός, ἐπιστρέψει τοῦ πορευθῆναι ὡς ἥκει, καὶ οὐδὲν οὐ λήψεται ἐν μόχθῳ αὐτοῦ, ἵνα πορευθῇ ἐν χειρὶ αὐτοῦ. | Γυμνός γεννιέται ο άνθρωπος, γυμνός στο χώμα μπαίνει. Μένουν τα χέρια του αδειανά και δεν τον συντροφεύουν τα αγαθά των κόπων του στο ύστερο ταξίδι. |
15 καί γε τοῦτο πονηρὰ ἀρρωστία· ὥσπερ γὰρ παρεγένετο, οὕτως καὶ ἀπελεύσεται, καὶ τίς ἡ περισσεία αὐτοῦ, ᾗ μοχθεῖ εἰς ἄνεμον; | Και τούτο είναι βέβαια ακόμα λυπηρότερο, αφού, έτσι, όπως ήρθε, φεύγει. Και ποιο το κέρδος του λοιπόν, που σ΄ όλη του τη ζήση τον άπιαστο τον άνεμο συνέχεια κυνηγούσε; |
16 καί γε πᾶσαι αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ἐν σκότει καὶ ἐν πένθει καὶ θυμῷ πολλῷ καὶ ἀρρωστίᾳ καὶ χόλῳ. | Και όλες οι μέρες βέβαια του πλεονέκτη άνθρωπου είναι σκοταδιασμένες, μέσα σε πένθος και οργή, σε βάσανα και πόνους. Όλη τη ζήση την περνά μ΄έγνοιες αρρωστημένες. |
17 ᾿Ιδοὺ εἶδον ἐγὼ ἀγαθόν, ὅ ἐστι καλόν, τοῦ φαγεῖν καὶ τοῦ πιεῖν καὶ τοῦ ἰδεῖν ἀγαθωσύνην ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, ᾧ ἐὰν μοχθῇ ὑπὸ τὸν ἥλιον ἀριθμὸν ἡμερῶν ζωῆς αὐτοῦ, ὧν ἔδωκεν αὐτῷ ὁ Θεός· ὅτι αὐτὸ μερὶς αὐτοῦ. | Να ποιο είναι το καλό που ευτυχία φέρνει. Ο άνθρωπος να τρώει, να πίνει και τα καλά που κέρδισε με μόχθο και κοπιάζοντας, για όσες μέρες ο Θεός έδωσε στη ζωή του, ν' απολαμβάνει με χαρά. Αυτό είναι το κέρδος του, αυτό το μερτικό του. |
18 καί γε πᾶς ἄνθρωπος, ᾧ ἔδωκεν αὐτῷ ὁ Θεὸς πλοῦτον καὶ ὑπάρχοντα καὶ ἐξουσίασεν αὐτῷ φαγεῖν ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ λαβεῖν τὸ μέρος αὐτοῦ καὶ τοῦ εὐφρανθῆναι ἐν μόχθῳ αὐτοῦ, τοῦτο δόμα Θεοῦ ἐστιν. | Σε όποιον έδωσ' ο Θεός πλούτη πολλά και υπάρχοντα, του 'δωσε και την άδεια να χαίρεται τα δώρα, να παίρνει τη μερίδα του και τους καρπούς του κόπου του να τους απολαμβάνει. Αυτά είναι δώρα απ' τον Θεό, |
19 ὅτι οὐ πολλὰ μνησθήσεται τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ· ὅτι ὁ Θεὸς περισπᾷ αὐτὸν ἐν εὐφροσύνῃ καρδίας αὐτοῦ. | γιατί αυτόν τον άνθρωπο δεν τόνε βασανίζουν σκοτούρες και προβλήματα στις μέρες της ζωής του, αφού η καρδιά του ευφραίνεται με τα καλά που έχει. |
Το χαμομηλάκι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου