Πλάτωνος
Εὐθύφρων
(ἢ περὶ εὐσεβείας)
Μετάφραση Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης
.
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἡ δὲ δὴ ὁσιότης τε καὶ εὐσέβεια θεῶν, ὦ Εὐθύφρων; οὕτω λέγεις; | Η αγιότης λοιπόν και η ευσέβεια αποβλέπει εις την περιποίησιν των θεών, ω Ευθύφρον; Αυτό εννοείς; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔγωγε. | Μάλιστα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκοῦν θεραπεία γε πᾶσα ταὐτὸν διαπράττεται; οἷον τοιόνδε· ἐπ᾽ ἀγαθῷ τινί ἐστι καὶ ὠφελίᾳ τοῦ θεραπευομένου, ὥσπερ ὁρᾷς δὴ ὅτι οἱ ἵπποι ὑπὸ τῆς ἱππικῆς θεραπευόμενοι ὠφελοῦνται καὶ βελτίους γίγνονται· ἢ οὐ δοκοῦσί σοι; | Λοιπόν κάθε φροντίς και περιποίησις βεβαίως τον ίδιον σκοπόν έχει; ένα τέτοιον, δηλαδή αποβλέπει εις το καλόν και την ωφέλειαν του πράγματος, διά το οποίον φροντίζει κανείς, καθώς βλέπεις δα ότι οι ίπποι, όταν υπό της ιππικής τέχνης περιποιούνται, τότε ωφελούνται και γίνονται καλύτεροι. Ή δεν είναι έτσι; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔμοιγε. | Μάλιστα, έτσι είναι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
καὶ οἱ κύνες γέ που ὑπὸ τῆς κυνηγετικῆς, καὶ οἱ | Και οι κύνες βέβαια, φρονώ, όταν υπό της κυνηγετικής τέχνης περιποιούνται, | ||
13c | βόες ὑπὸ τῆς βοηλατικῆς, καὶ τἆλλα πάντα ὡσαύτως· ἢ ἐπὶ βλάβῃ οἴει τοῦ θεραπευομένου τὴν θεραπείαν εἶναι; | και τα βώδια υπό της βοηλατικής, και τα λοιπά όλα πράγματα ομοίως, ωφελούνται και γίνονται καλύτερα. Ή νομίζεις ότι η περιποίησις και η φροντίς, οπού λαμβάνεται δι' αυτά συντελεί εις βλάβην των; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
μὰ Δί᾽ οὐκ ἔγωγε. | Μα τον Δία, όχι αναμφιβόλως. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἀλλ᾽ ἐπ᾽ ὠφελίᾳ; | Αλλά συντελεί εις την ωφέλειάν των; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πῶς δ᾽ οὔ; | Βεβαίως. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἦ οὖν καὶ ἡ ὁσιότης θεραπεία οὖσα θεῶν ὠφελία τέ ἐστι θεῶν καὶ βελτίους τοὺς θεοὺς ποιεῖ; καὶ σὺ τοῦτο συγχωρήσαις ἄν, ὡς ἐπειδάν τι ὅσιον ποιῇς, βελτίω τινὰ τῶν θεῶν ἀπεργάζῃ; | Ε λοιπόν, και η ευσέβεια, αφού είναι φροντίς και περιποίησις, την οποίαν έχουν οι άνθρωποι διά τους θεούς, συντελεί εις ωφέλειαν των θεών και τους κάμνει καλυτέρους; Και συ ήθελες τολμήσει ποτέ να βεβαιώσης, ότι οσάκις εκτελής καμμίαν ευσεβή πράξιν, κάμνεις καλύτερον κανένα από τους θεούς; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
μὰ Δί᾽ οὐκ ἔγωγε. | Ποτέ, ποτέ, μα τον Δία. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐδὲ γὰρ ἐγώ, ὦ Εὐθύφρων, οἶμαί σε τοῦτο λέγειν --πολλοῦ καὶ δέω--ἀλλὰ τούτου δὴ ἕνεκα καὶ ἀνηρόμην | Ούτε εγώ βέβαια, ω Ευθύφρον, δεν πιστεύω ποτέ ότι συ εννοείς αυτό. Ουδαμώς. Αλλά δι' αυτό μάλιστα σε ηρώτησα πολλές φορές | ||
13d | τίνα ποτὲ λέγοις τὴν θεραπείαν τῶν θεῶν, οὐχ ἡγούμενός σε τοιαύτην λέγειν. | τί επί τέλους εννοείς με την λέξιν λατρεία διά τους θεούς, διότι ήμουν πεπεισμένος ότι δεν δίδεις εις την λέξιν αυτήν την τοιαύτην σημασίαν. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
καὶ ὀρθῶς γε, ὦ Σώκρατες· οὐ γὰρ τοιαύτην λέγω. | Και πολύ σωστά, ω Σώκρατες, εγώ βέβαια δεν δίδω τοιαύτην έννοιαν εις την λέξιν. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
εἶεν· ἀλλὰ τίς δὴ θεῶν θεραπεία εἴη ἂν ἡ ὁσιότης; | Ας είναι. Αλλά ειπέ μου τώρα, τί είδους ακριβώς περιποίησις και φροντίς διά τους θεούς ημπορεί να είναι η ευσέβεια; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἥνπερ, ὦ Σώκρατες, οἱ δοῦλοι τοὺς δεσπότας θεραπεύουσιν. | Είναι, ω Σώκρατες, εκείνη η φροντίς και η περιποίησις, με την οποίαν περιποιούνται οι δούλοι τους αυθέντας των. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
μανθάνω· ὑπηρετική τις ἄν, ὡς ἔοικεν, εἴη θεοῖς. | Καταλαμβάνω. Εννοείς ότι η φροντίς αυτή είναι ωσάν κάποια υπηρετική τέχνη, χρησιμεύουσα εις την υπηρεσίαν των θεών. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ μὲν οὖν. | Βεβαιότατα. Αυτό εννοώ. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἔχοις ἂν οὖν εἰπεῖν ἡ ἰατροῖς ὑπηρετικὴ εἰς τίνος ἔργου ἀπεργασίαν τυγχάνει οὖσα ὑπηρετική; οὐκ εἰς ὑγιείας οἴει; | Ημπορείς λοιπόν να μου είπης, η τέχνη οπού εξυπηρετεί τους ιατρούς, εις ποίου έργου την εκτέλεσιν τους εξυπηρετεί; Δεν φρονείς ότι τους εξυπηρετεί εις την αποκατάστασιν της υγείας δι' ένα άρρωστον; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔγωγε. | Μάλιστα. Αυτό εννοώ. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
13e | τί δὲ ἡ ναυπηγοῖς ὑπηρετική; εἰς τίνος ἔργου ἀπεργασίαν ὑπηρετική ἐστιν; | Αλλά η τέχνη, ω Ευθύφρον, η οποία εξυπηρετεί τους ναυπηγούς, εις ποίου έργου την εκτέλεσιν τους εξυπηρετεί; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
δῆλον ὅτι, ὦ Σώκρατες, εἰς πλοίου. | Είναι φανερόν, ω Σώκρατες, ότι τους εξυπηρετεί εις το να κατασκευάζουν πλοία. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
καὶ ἡ οἰκοδόμοις γέ που εἰς οἰκίας; | Και η τέχνη, φρονώ, των οικοδόμων εξυπηρετεί αυτούς εις το να κατασκευάζουν οικίας; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ναί. | Ναι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
εἰπὲ δή, ὦ ἄριστε· ἡ δὲ θεοῖς ὑπηρετικὴ εἰς τίνος ἔργου ἀπεργασίαν ὑπηρετικὴ ἂν εἴη; δῆλον γὰρ ὅτι σὺ οἶσθα, ἐπειδήπερ τά γε θεῖα κάλλιστα φῂς εἰδέναι ἀνθρώπων. | Ειπέ μου τώρα, φίλτατε· η ευσέβεια, η οποία εξυπηρετεί τους θεούς, εις ποίου έργου την εκτέλεσιν ημπορεί να τους εξυπηρετή; Είναι φανερόν ότι συ το γνωρίζεις αυτό, επειδή ίσα-ίσα ωμολόγησες ότι γνωρίζεις τα θρησκευτικά ζητήματα εξόχως άριστα, όσον κανείς από τους ανθρώπους όλους. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
καὶ ἀληθῆ γε λέγω, ὦ Σώκρατες. | Και είπα βέβαια την αλήθειαν, ω Σώκρατες. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
εἰπὲ δὴ πρὸς Διὸς τί ποτέ ἐστιν ἐκεῖνο τὸ πάγκαλον ἔργον ὃ οἱ θεοὶ ἀπεργάζονται ἡμῖν ὑπηρέταις χρώμενοι; | Ειπέ μου τώρα, εν ονόματι του Διός, τί επί τέλους είναι εκείνο το κατ' εξοχήν ευμορφότατον έργον, το οποίον οι θεοί κάμνουν με την υπηρεσίαν και βοήθειαν της ιδικής μας ευσεβείας και αγιότητος; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πολλὰ καὶ καλά, ὦ Σώκρατες. | Πολλά ωραία πράγματα, ω Σώκρατες, κάμνουν. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
14a | καὶ γὰρ οἱ στρατηγοί, ὦ φίλε· ἀλλ᾽ ὅμως τὸ κεφάλαιον αὐτῶν ῥᾳδίως ἂν εἴποις, ὅτι νίκην ἐν τῷ πολέμῳ ἀπεργάζονται· ἢ οὔ; | Βεβαίως και οι στρατηγοί, φίλε μου, πολλά ωραία πράγματα κατορθώνουν. Αλλ' όμως το κυριώτατον από αυτά εύκολα ημπορείς να μου είπης, ότι δηλαδή κατορθώνουν την νίκην εις τους πολέμους. Είναι έτσι; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πῶς δ᾽ οὔ; | Βεβαιότατα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
πολλὰ δέ γ᾽, οἶμαι, καὶ καλὰ καὶ οἱ γεωργοί· ἀλλ᾽ ὅμως τὸ κεφάλαιον αὐτῶν ἐστιν τῆς ἀπεργασίας ἡ ἐκ τῆς γῆς τροφή. | Πιστεύω δε ότι και οι γεωργοί κατορθώνουν βεβαίως πολλά ωραία πράγματα. Αλλ' όμως το κυριώτατον από τα έργα των, είναι το να χορηγούν τροφήν εις τους ανθρώπους από τα προϊόντα της γης. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Είμαι πολύ σύμφωνος. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
τί δὲ δὴ τῶν πολλῶν καὶ καλῶν ἃ οἱ θεοὶ ἀπεργάζονται; τί τὸ κεφάλαιόν ἐστι τῆς ἐργασίας; | Ειπέ μου λοιπόν τώρα. Από τα πολλά ωραία πράγματα, τα οποία οι θεοί κάμνουν με την υπηρεσίαν της ευσεβείας μας, ποίον είνε το κυριώτατον; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
καὶ ὀλίγον σοι πρότερον εἶπον, ὦ Σώκρατες, ὅτι | Και ολίγον πρωτύτερα σου είπα, ω Σώκρατες, ότι όλα αυτά τα ζητήματα | ||
14b | πλείονος ἔργου ἐστὶν ἀκριβῶς πάντα ταῦτα ὡς ἔχει μαθεῖν· τόδε μέντοι σοι ἁπλῶς λέγω, ὅτι ἐὰν μὲν κεχαρισμένα τις ἐπίστηται τοῖς θεοῖς λέγειν τε καὶ πράττειν εὐχόμενός τε καὶ θύων, ταῦτ᾽ ἔστι τὰ ὅσια, καὶ σῴζει τὰ τοιαῦτα τούς τε ἰδίους οἴκους καὶ τὰ κοινὰ τῶν πόλεων· τὰ δ᾽ ἐναντία τῶν κεχαρισμένων ἀσεβῆ, ἃ δὴ καὶ ἀνατρέπει ἅπαντα καὶ ἀπόλλυσιν. | είνε παρά πολύ δύσκολον να τα αναπτύξη κανείς με ακρίβειαν. Απλώς όμως σου λέγω το εξής: ότι εάν κανείς άνθρωπος ηξεύρη και να λέγη και να πράττη ευάρεστα εις τους θεούς και όταν προσεύχεται και όταν θυσιάζη, αυτά είνε οπού λέγω εγώ ευσεβή έργα· όλα δε αυτού του είδους τα έργα σώζουν και τους ιδιαιτέρους οίκους των ανθρώπων και τας κοινάς υποθέσεις των πόλεων. Όσα δε έργα είνε εναντία από τα ευάρεστα, είνε ασεβή, τα οποία ίσα-ίσα καταστρέφουν εκ θεμελίων και εξαφανίζουν τα πάντα. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἦ πολύ μοι διὰ βραχυτέρων, ὦ Εὐθύφρων, εἰ ἐβούλου, εἶπες ἂν τὸ κεφάλαιον ὧν ἠρώτων· ἀλλὰ γὰρ οὐ | Α, πολύ συντομωτέρα, ω Ευθύφρον, εάν ήθελες, ημπορούσες να μου είπης το κυριώτατον από εκείνα, που σε ηρώτησα. | ||
14c | πρόθυμός με εἶ διδάξαι--δῆλος εἶ. καὶ γὰρ νῦν ἐπειδὴ ἐπ᾽ αὐτῷ ἦσθα ἀπετράπου, ὃ εἰ ἀπεκρίνω, ἱκανῶς ἂν ἤδη παρὰ σοῦ τὴν ὁσιότητα ἐμεμαθήκη. νῦν δὲ ἀνάγκη γὰρ τὸν ἐρῶντα τῷ ἐρωμένῳ ἀκολουθεῖν ὅπῃ ἂν ἐκεῖνος ὑπάγῃ, τί δὴ αὖ λέγεις τὸ ὅσιον εἶναι καὶ τὴν ὁσιότητα; οὐχὶ ἐπιστήμην τινὰ τοῦ θύειν τε καὶ εὔχεσθαι; | Αλλά βεβαίως βλέπω ότι δεν έχεις την προθυμίαν να με διδάξης. Είνε πολύ φανερόν αυτό. Διότι τώρα δα, οπού έφθασες ακριβώς επάνω εις την ουσίαν του ζητήματος, παρεξέκλινες εξαφνα και απεμακρύνθης από αυτό. Μίαν λέξιν εάν μου έλεγες ακόμη, αρκετά ήθελα καταλάβη πλέον από σε τί πράγμα είνε η ευσέβεια κατ' ουσίαν. Αλλ' όμως θα σε παρακολουθήσω —επειδή είνε ανάγκη να σε ακολουθώ, ως ο εραστής την ερωμένην του, όπου και αν υπάγης—. Τί πράγμα εννοείς τώρα ότι είνε το ευσεβές και η ευσέβεια; Δεν εννοείς ότι είνε κάποια τέχνη να θυσιάζη κανείς εις τους θεούς και να προσεύχεται εις αυτούς; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔγωγε. | Μάλιστα. | ||
Σωκράτης | |||
Λοιπόν το να θυσιάζη κανείς σημαίνει ότι χαρίζει κάτι εις τους θεούς, το δε να προσεύχεται σημαίνει ότι ζητεί κάτι τι από τους θεούς; | |||
Ευθύφρων | |||
Βεβαιότατα, ω Σώκρατες. | |||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκοῦν τὸ θύειν δωρεῖσθαί ἐστι τοῖς θεοῖς, τὸ δ᾽ εὔχεσθαι αἰτεῖν τοὺς θεούς; | Λοιπόν το μεν να θυσιάζη κανείς εις τους θεούς σημαίνει ότι χαρίζει εις αυτούς, το δε να προσεύχεται σημαίνει ότι ζητεί κανείς από τους θεούς; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
καὶ μάλα, ὦ Σώκρατες. | Μάλιστα, ω Σώκρατες. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
14d | ἐπιστήμη ἄρα αἰτήσεως καὶ δόσεως θεοῖς ὁσιότης ἂν εἴη ἐκ τούτου τοῦ λόγου. | Ώστε η ευσέβεια σύμφωνα με τον ορισμόν σου αυτόν είνε επιστήμη ζητήσεως και δόσεως, ήγουν να ζητή κανείς να λάβη από τους θεούς και να χαρίζη εις αυτούς. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ καλῶς, ὦ Σώκρατες, συνῆκας ὃ εἶπον. | Πολύ ωραία εννόησες, ω Σώκρατες, ό,τι είπα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἐπιθυμητὴς γάρ εἰμι, ὦ φίλε, τῆς σῆς σοφίας καὶ προσέχω τὸν νοῦν αὐτῇ, ὥστε οὐ χαμαὶ πεσεῖται ὅτι ἂν εἴπῃς. ἀλλά μοι λέξον τίς αὕτη ἡ ὑπηρεσία ἐστὶ τοῖς θεοῖς; αἰτεῖν τε φῂς αὐτοὺς καὶ διδόναι ἐκείνοις; | Βεβαιότατα, ω φίλε μου, διότι είμαι εραστής της σοφίας σου και έχω αφιερώση όλην την προσοχήν μου εις αυτήν, ώστε ό,τι και αν είπης, δεν θα είνε χαμένον. (16) Αλλά σε παρακαλώ, ειπέ μου, ποία είνε αυτή η υπηρεσία, την οποίαν οι άνθρωποι προσφέρουν εις τους θεούς; Παραδέχεσαι ότι αυτή είνε η τέχνη να ζητή κανείς να λάβη από αυτούς και να δίδη εις εκείνους; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔγωγε. | Βεβαίως. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἆρ᾽ οὖν οὐ τό γε ὀρθῶς αἰτεῖν ἂν εἴη ὧν δεόμεθα παρ᾽ ἐκείνων, ταῦτα αὐτοὺς αἰτεῖν; | Άρα γε λοιπόν το να ζητώμεν από τους θεούς ορθώς, δεν σημαίνει ότι πρέπει να ζητώμεν από αυτούς εκείνα, των οποίων έχομεν ανάγκην; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀλλὰ τί; | Βεβαίως τί άλλο ημπορεί να σημαίνη παρά τούτο; | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
14e | καὶ αὖ τὸ διδόναι ὀρθῶς, ὧν ἐκεῖνοι τυγχάνουσιν δεόμενοι παρ᾽ ἡμῶν, ταῦτα ἐκείνοις αὖ ἀντιδωρεῖσθαι; οὐ γάρ που τεχνικόν γ᾽ ἂν εἴη δωροφορεῖν διδόντα τῳ ταῦτα ὧν οὐδὲν δεῖται. | Και πάλιν το να δίδωμεν δώρα εις τους θεούς ορθώς δεν σημαίνει ότι πρέπει και ημείς να δίδωμεν εις αυτούς εκείνα, των οποίων έχουσιν ανάγκην από ημάς; Διότι δεν είναι, θαρρώ, τακτικόν βέβαια, να προσφέρη κανείς δώρα εις ένα άνθρωπον πράγματα, τα όποια δεν χρειάζεται. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀληθῆ λέγεις, ὦ Σώκρατες. | Πολύ αληθινά λέγεις, ω Σώκρατες. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἐμπορικὴ ἄρα τις ἂν εἴη, ὦ Εὐθύφρων, τέχνη ἡ ὁσιότης θεοῖς καὶ ἀνθρώποις παρ᾽ ἀλλήλων. | Ώστε η ευσέβεια, ω Ευθύφρον, είνε κάποια τέχνη εμπορική και κερδοσκοπική εκμετάλλευσις αναμεταξύ θεών και ανθρώπων. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἐμπορική, εἰ οὕτως ἥδιόν σοι ὀνομάζειν. | Μάλιστα· ένα είδος εμπορικής τέχνης είνε η ευσέβεια, αν σου αρέση καλύτερα έτσι να την ονομάζωμεν. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἀλλ᾽ οὐδὲν ἥδιον ἔμοιγε, εἰ μὴ τυγχάνει ἀληθὲς ὄν. φράσον δέ μοι, τίς ἡ ὠφελία τοῖς θεοῖς τυγχάνει οὖσα ἀπὸ τῶν δώρων ὧν παρ᾽ ἡμῶν λαμβάνουσιν; ἃ μὲν γὰρ διδόασι | Αλλ' όχι, ω Ευθύφρον. Εις εμέ τουλάχιστον τίποτε δεν αρέσει καλύτερα, αν δεν τύχη να είνε πράγματι αληθές. Αλλ' ειπέ μου, σε παρακαλώ, ποίαν ωφέλειαν έχουν οι θεοί από τα δώρα μας; | ||
15a | παντὶ δῆλον· οὐδὲν γὰρ ἡμῖν ἐστιν ἀγαθὸν ὅτι ἂν μὴ ἐκεῖνοι δῶσιν. ἃ δὲ παρ᾽ ἡμῶν λαμβάνουσιν, τί ὠφελοῦνται; ἢ τοσοῦτον αὐτῶν πλεονεκτοῦμεν κατὰ τὴν ἐμπορίαν, ὥστε πάντα τὰ ἀγαθὰ παρ᾽ αὐτῶν λαμβάνομεν, ἐκεῖνοι δὲ παρ᾽ ἡμῶν οὐδέν; | Διότι όσα μεν καλά μας δίδουν οι θεοί, εις κάθε άνθρωπον αυτά είνε φανερά. Διότι ημείς πραγματικώς κανέν καλόν δεν έχομεν, το οποίον να μη μας έδωκαν οι θεοί, από όσα δε από ημάς εκείνοι λαμβάνουν, τί ωφέλειαν έχουν από αυτά; Ή τόσον πολύ περισσότερον πλεονέκται και δόλιοι είμεθα από τους θεούς εις το εμπόριον, ώστε όλα τα καλά και ωφέλιμα λαμβάνομεν από αυτούς, εκείνοι δε τίποτε καλόν από ημάς δεν λαμβάνουν; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀλλ᾽ οἴει, ὦ Σώκρατες, τοὺς θεοὺς ὠφελεῖσθαι ἀπὸ τούτων ἃ παρ᾽ ἡμῶν λαμβάνουσιν; | Αλλά πιστεύεις, ω Σώκρατες, ότι οι θεοί ωφελούνται από αυτά, τα όποια λαμβάνουν από ημάς; | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἀλλὰ τί δήποτ᾽ ἂν εἴη ταῦτα, ὦ Εὐθύφρων, τὰ παρ᾽ ἡμῶν δῶρα τοῖς θεοῖς; | Αλλά τότε τί, τέλος πάντων, ημπορεί να είναι, ω Ευθύφρον, τα δώρα, τα οποία εκ μέρους μας προσφέρονται εις τους θεούς; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
τί δ᾽ οἴει ἄλλο ἢ τιμή τε καὶ γέρα καί, ὅπερ ἐγὼ ἄρτι ἔλεγον, χάρις; | Τί άλλο, θαρρείς, να είνε, παρά τιμή και σέβας και δοξολογία και ό,τι εγώ ακριβώς ανωτέρω είπα, πράγμα θεάρεστον, με το οποίον επιζητούμεν να αποκτήσωμεν την εύνοιαν αυτών; | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
15b | κεχαρισμένον ἄρα ἐστίν, ὦ Εὐθύφρων, τὸ ὅσιον, ἀλλ᾽ οὐχὶ ὠφέλιμον οὐδὲ φίλον τοῖς θεοῖς; | Ώστε, ω Ευθύφρον, το ευσεβές είνε εν πράγμα θεάρεστον, με το οποίον αποκτά κανείς την εύνοιαν των θεών, δεν είνε δε ωφέλιμον εις τους θεούς ούτε προσφιλές εις αυτούς; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
οἶμαι ἔγωγε πάντων γε μάλιστα φίλον. | Εγώ όμως πιστεύω ότι το ευσεβές, ω Σώκρατες, είνε εν πράγμα εξόχως προσφιλέστατον εις τους θεούς από όλα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
τοῦτο ἄρ᾽ ἐστὶν αὖ, ὡς ἔοικε, τὸ ὅσιον, τὸ τοῖς θεοῖς φίλον. | Ώστε, καθώς ομολογείς, το ευσεβές πράγμα είνε προσέτι και αγαπητόν εις τους θεούς. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
μάλιστά γε. | Βεβαιότατα, μάλιστα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
θαυμάσῃ οὖν ταῦτα λέγων ἐάν σοι οἱ λόγοι φαίνωνται μὴ μένοντες ἀλλὰ βαδίζοντες, καὶ ἐμὲ αἰτιάσῃ τὸν Δαίδαλον βαδίζοντας αὐτοὺς ποιεῖν, αὐτὸς ὢν πολύ γε τεχνικώτερος τοῦ Δαιδάλου καὶ κύκλῳ περιιόντα ποιῶν; ἢ οὐκ αἰσθάνῃ ὅτι ὁ λόγος ἡμῖν περιελθὼν πάλιν εἰς ταὐτὸν | Θα εκπλαγής λοιπόν, ενώ μου λέγης αυτά, διότι οι ορισμοί σου δεν φαίνονται σταθεροί, αλλά μετακινούνται και περιπατούν, και θα κατηγορήσης πάλιν εμέ, τον Δαίδαλον, οπού κάμνω αυτούς να περιπατούν, ενώ συ είσαι, βλέπω, παρά πολύ επιτηδειότερος από τον Δαίδαλον και κάμνεις αυτούς να φέρουν γύρω; Ή δεν εννοείς ότι ο ορισμός μας, αφού έκαμεν ένα κύκλον, κατήντησε πάλιν εις το ίδιον σημείον; | ||
15c | ἥκει; μέμνησαι γάρ που ὅτι ἐν τῷ πρόσθεν τό τε ὅσιον καὶ τὸ θεοφιλὲς οὐ ταὐτὸν ἡμῖν ἐφάνη ἀλλ᾽ ἕτερα ἀλλήλων· ἢ οὐ μέμνησαι; | Ενθυμείσαι βεβαίως, θαρρώ, ότι προηγουμένως το ευσεβές και το αγαπητόν εις τους θεούς δεν μας εφάνη ότι είνε το ίδιον, αλλ' ότι είνε διαφορετικών το εν από το άλλο, ή δεν το ενθυμείσαι; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔγωγε. | Μάλιστα· το ενθυμούμαι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
νῦν οὖν οὐκ ἐννοεῖς ὅτι τὸ τοῖς θεοῖς φίλον φῂς ὅσιον εἶναι; τοῦτο δ᾽ ἄλλο τι ἢ θεοφιλὲς γίγνεται; ἢ οὔ; | Δεν καταλαμβάνεις λοιπόν ότι τώρα ομολογείς ότι εκείνο οπού αρέσει εις τους θεούς είνε ευσεβές; Τούτο δε οπού αρέσει εις αυτούς δεν είναι αλήθεια ότι είνε θεάρεστον; ή όχι; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Βεβαίως είνε θεάρεστον και αγαπητόν. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκοῦν ἢ ἄρτι οὐ καλῶς ὡμολογοῦμεν, ἢ εἰ τότε καλῶς, νῦν οὐκ ὀρθῶς τιθέμεθα. | Λοιπόν ή προ ολίγου δεν ωρίσαμεν αυτό καλά, ή αν τότε καλά το ωρίσαμεν, τώρα δεν συζητούμεν ορθώς και φθάνομεν εις εσφαλμένον ορισμόν. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔοικεν. | Φαίνεται ότι έτσι είναι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἐξ ἀρχῆς ἄρα ἡμῖν πάλιν σκεπτέον τί ἐστι τὸ ὅσιον, ὡς ἐγὼ πρὶν ἂν μάθω ἑκὼν εἶναι οὐκ ἀποδειλιάσω. | Ώστε από την αρχήν πρέπει να σκεφθώμεν πάλιν και να εξετάσωμεν ποίον πράγμα είνε ακριβώς το ευσεβές. Διότι εγώ, όσον εξαρτάται από την θέλησιν μου, δεν θα αποδειλιάσω, έως ότου να το μάθω. | ||
15d | ἀλλὰ μή με ἀτιμάσῃς ἀλλὰ παντὶ τρόπῳ προσσχὼν τὸν νοῦν ὅτι μάλιστα νῦν εἰπὲ τὴν ἀλήθειαν· οἶσθα γὰρ εἴπερ τις ἄλλος ἀνθρώπων, καὶ οὐκ ἀφετέος εἶ ὥσπερ ὁ Πρωτεὺς πρὶν ἂν εἴπῃς. εἰ γὰρ μὴ ᾔδησθα σαφῶς τό τε ὅσιον καὶ τὸ ἀνόσιον, οὐκ ἔστιν ὅπως ἄν ποτε ἐπεχείρησας ὑπὲρ ἀνδρὸς θητὸς ἄνδρα πρεσβύτην πατέρα διωκάθειν φόνου, ἀλλὰ καὶ τοὺς θεοὺς ἂν ἔδεισας παρακινδυνεύειν μὴ οὐκ ὀρθῶς αὐτὸ ποιήσοις, καὶ τοὺς ἀνθρώπους ᾐσχύνθης· νῦν δὲ εὖ οἶδα ὅτι | Όμως μη με περιφρονήσης, αλλά με κάθε τρόπον, έχων όσον το δυνατόν προσεκτικόν τον νουν σου, τώρα πες μου την αλήθειαν. Διότι ηξεύρεις όσον κανείς άλλος άνθρωπος, ότι δεν πρέπει να σε αφήσω, καθώς ο Πρωτεύς (17), έως ότου με διδάξης αυτό. Διότι αν δεν ήξευρες καθαρά ποίον πράγμα είνε όσιον και ποίον ανόσιον, ποτέ δεν θα επεχείρεις να καταγγείλης εις το δικαστήριον επί φόνω τον πατέρα σου, ένα γηραλέον άνθρωπον, διά να υπερασπίσης ένα μισθωτόν δούλον, ένα ημεροκαματιάρην. Αλλά προσέτι και τους θεούς θα εφοβείσο, να ριψοκινδυνεύσης με τόσην τόλμην μήπως ήθελες διαπράξη καμμίαν ασέβειαν δι' αυτής της πράξεως και τους ανθρώπους θα εντρέπεσο. Τώρα όμως, πολύ καλά το ηξεύρω, | |
15e | σαφῶς οἴει εἰδέναι τό τε ὅσιον καὶ μή. εἰπὲ οὖν, ὦ βέλτιστε Εὐθύφρων, καὶ μὴ ἀποκρύψῃ ὅτι αὐτὸ ἡγῇ. | πιστεύεις ότι με σαφήνειαν γνωρίζεις ποίον πράγμα είνε ευσεβές και ποίον όχι. Ειπέ μου λοιπόν, ω αγαθώτατε Ευθύφρον, και μη μου αποκρύψης τί πράγμα θεωρείς ότι είνε αυτό το ευσεβές. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
εἰς αὖθις τοίνυν, ὦ Σώκρατες· νῦν γὰρ σπεύδω ποι, καί μοι ὥρα ἀπιέναι. | Πολύ ευχαρίστως, αλλά, σε παρακαλώ, άλλην φοράν, ω Σώκρατες, διότι τώρα βιάζομαι να υπάγω κάπου, και είνε καιρός να πηγαίνω. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οἷα ποιεῖς, ὦ ἑταῖρε. ἀπ᾽ ἐλπίδος με καταβαλὼν μεγάλης ἀπέρχῃ ἣν εἶχον, ὡς παρὰ σοῦ μαθὼν τά τε ὅσια καὶ μὴ καὶ τῆς πρὸς Μέλητον γραφῆς ἀπαλλάξομαι, ἐνδειξάμενος | Τί παράξενα κάμνεις, φίλε μου. Μου φεύγεις τώρα και μου αφαιρείς τόσον μεγάλας ελπίδας οπού είχα, κ' εφανταζόμην ότι, αφού εμάνθανον από σε ποία πράγματα είνε ευσεβή και ποία όχι, ήθελον απαλλαχθή από την εκ μέρους του Μελήτου εναντίον μου δίκην, | ||
16a | ἐκείνῳ ὅτι σοφὸς ἤδη παρ᾽ Εὐθύφρονος τὰ θεῖα γέγονα καὶ ὅτι οὐκέτι ὑπ᾽ ἀγνοίας αὐτοσχεδιάζω οὐδὲ καινοτομῶ περὶ αὐτά, καὶ δὴ καὶ τὸν ἄλλον βίον ὅτι ἄμεινον βιωσοίμην. | διότι θα του απεδείκνυον ότι εγώ πλέον έγεινα σοφός, όσον αφορά εις τα θρησκευτικά ζητήματα, διδαχθείς από τον Ευθύφρονα, και ότι δεν νεωτερίζω πλέον εισάγων νέας δοξασίας και καινοτομίας εις αυτά από άγνοιαν, και ιδίως μάλιστα ήθελα ζήση πλέον όσον το δυνατόν ευσεβέστατα και ως προς τας μετά των νεωτέρων σχέσεις μου. |
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
16)
Η αρχαία φράσις είναι «ου χαμαί πεσείται». Παροιμία δι' εκείνους, οι οποίοι
τίποτα δεν λέγουν εις μάτην και εις τον αέρα, αλλά ό,τι και αν είπουν, έχει τον
σκοπόν του και τον τόπον του.
17)
Ενταύθα εννοείται το εν τη Οδυσσεία (Δ. σ. 384) επεισόδιον μεταξύ Μενελάου και
Πρωτέως. Ήτο δε ο Πρωτεύς γέρων θαλάσσιος θεός, υπηρετών τον Ποσειδώνα, μέγας
δε προφήτης· αλλά πολύ δύσκολος εις τας απαντήσεις του. Διέτριβε συνήθως εις
την παρά την Αίγυπτον θάλασσαν, διά να υπεκφεύγη δε τους ερωτώντας αυτόν, είχε
την δύναμιν να μεταμορφώνεται εις ό,τι πράγμα ήθελεν, εις κάθε είδος από τα
ερπετά και θηρία της γης και εις ύδωρ ακόμη και εις πυρ. Το μόνον μυστικόν τού
να δυνηθή τις να του αποσπάση απάντησιν, ήτο να κατορθώση να τον συλλάβη και
τον δέση, να τον κρατή δε, έως ου ήθελεν επανέλθη εις την πρώτην μορφήν του·
τότε προέλεγε θετικάς και αληθινάς προφητείας. Ούτω κατώρθωσε με δόλον να τον
συλλάβη και ο Μενέλαος, διά συμβουλής τής θυγατρός του θεού αυτού Ειδοθέας,
παρά την ακτήν, καθώς χαριέστατα διηγείται ο Όμηρος, ως άνω εσημειώσαμεν, ότε
μετεμορφώθη εις λέοντα, έπειτα εις δράκοντα και πάρδαλιν και φοβερόν
αγριόχοιρον, ύστερον δε έγεινεν ύδωρ και δένδρον πανύψηλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου