Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

Ἀναστάσιμα Ἀπολυτίκια τῶν Ὀκτωήχων

Ἀναστάσιμα Ἀπολυτίκια τῶν Ὀκτωήχων

Ἀπολυτίκιον, Ἦχος α΄
Τοῦ λίθου σφραγισθέντος ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων 

καὶ στρατιωτῶν φυλασσόντων τὸ ἄχραντόν Σου Σῶμα, 
ἀνέστης τριήμερος Σωτήρ, 
δωρούμενος τῷ κόσμῳ τὴν ζωήν. 
Διὰ τοῦτο αἱ Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν, 
ἐβόων Σοι Ζωοδότα. 
Δόξα τῇ Ἀναστάσει Σου Χριστέ. 
Δόξα τῇ οἰκονομίᾳ Σου, μόνε Φιλάνθρωπε.

Ἀπολυτίκιον, Ἦχος β΄
Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, 
ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν ἄδην ἐνέκρωσας, 
τῇ ἀστραπῇ τῆς Θεότητος. 
Ὅτε δὲ καὶ τοὺς τεθνεῶτας 
ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας, 
πᾶσαι αἱ Δυνάμεις τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον. 
Ζωοδότα Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα Σοι.


Ἀπολυτίκιον, Ἦχος γ΄

Εὐφραινέσθω τὰ οὐράνια,
ἀγαλλιάσθω τὰ ἐπίγεια, ὅτι ἐποίησε κράτος,
ἐν βραχίονι αὐτοῦ ὁ Κύριος.
Ἐπάτησε τῷ θανάτῳ τὸν θάνατον,
πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ἐγένετο,
ἐκ κοιλίας ᾅδου ἐρρύσατο ἡμᾶς
καὶ παρέσχε τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.

Ἀπολυτίκιον, Ἦχος δ΄
Τὸ φαιδρόν της Ἀναστάσεως κήρυγμα, 
ἐκ τοῦ Ἀγγέλου μαθοῦσαι αἱ τοῦ Κυρίου Μαθήτριαι, 
καὶ τὴν προγονικὴν ἀπόφασιν ἀπορρίψασαι, 
τοῖς Ἀποστόλοις καυχώμεναι ἔλεγον. 
Ἐσκύλευται ὁ θάνατος, ἠγέρθη Χριστὸς ὁ Θεός, 
δωρούμενος τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.

Ἀπολυτίκιον, Ἦχος πλ. α΄

Τὸν συνάναρχον Λόγον Πατρὶ καὶ Πνεύματι,
τὸν ἐκ Παρθένου τεχθέντα εἰς σωτηρίαν ἡμῶν,
ἀναμνήσωμεν πιστοὶ καὶ προσκυνήσωμεν.
Ὅτι ηὐδόκησε σαρκί, ἀνελθεῖν ἐν τῷ Σταυρῷ,
καὶ θάνατον ὑπομεῖναι, καὶ ἐγεῖραι τοὺς τεθνεῶτας
ἐν τῇ ἐνδόξῳ Ἀναστάσει αὐτοῦ.

Ἀπολυτίκιον, Ἦχος πλ. β΄
Ἀγγελικαὶ Δυνάμεις ἐπὶ τὸ μνῆμα σου, 
καὶ οἱ φυλάσσοντες ἀπενεκρώθησαν 
καὶ ἵστατο Μαρία ἐν τῷ τάφῳ, 
ζητοῦσα τὸ ἄχραντόν σου Σῶμα. 
Ἐσκύλευσας τὸν ἄδην, μὴ πειρασθεὶς ὑπ' αὐτοῦ. 
Ὑπήντησας τῇ Παρθένῳ, δωρούμενος τὴν ζωήν. 
Ὁ ἀναστὰς ἐκ τῶν νεκρῶν, Κύριε δόξα σοι.

Ἀπολυτίκιον, Ἦχος βαρὺς
Κατέλυσας τῷ Σταυρῷ σου τὸν θάνατον, 
ἠνέωξας τῷ Ληστῇ τὸν Παράδεισον, 
τῶν Μυροφόρων τὸν θρῆνον μετέβαλες, 
καὶ τοῖς σοῖς Ἀποστόλοις κηρύττειν ἐπέταξας. 
Ὅτι ἀνέστης Χριστὲ ὁ Θεός, 
παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.

Ἀπολυτίκιον, Ἦχος πλ.δ΄
Ἐξ ὕψους κατῆλθες ὁ εὔσπλαγχνος, 
ταφὴν κατεδέξω τριήμερον, 
ἵνα ἡμᾶς ἐλευθερώσης τῶν παθῶν, 
ἡ ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάστασις ἡμῶν, 
Κύριε δόξα σοι.

Κυριακή 1 Μαΐου 2016

Κατηχητικός Λόγος Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !!!!


ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Εις την Αγίαν και λαμπροφόρον ημέραν της ενδόξου και
σωτηριώδους Χριστού του Θεού ημών, Αναστάσεως


Εἴ τις εὐσεβής καί φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καί λαμπρᾶς πανηγύρεως.
Εἴ τις εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου αὐτοῦ.
Εἴ τις ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαυέτω νῦν τό δηνάριον.
Εἴ τις ἀπό τῆς πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τό δίκαιον ὄφλημα.
Εἴ τις μετά τήν τρίτην ἦλθεν, εὐχαρίστως ἑορτασάτω.
Εἴ τις μετά τήν ἕκτην ἔφθασε, μηδέν ἀμφιβαλλέτω˙ καί γάρ οὐδέν ζημειοῦται.
Εἴ τις ὑστέρησεν εἰς τήν ἐνάτην, προσελθέτω, μηδέν ἐνδοιάζων.
Εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τήν ἐνδεκάτην, μή φοβηθῆ τήν βραδύτητα˙ φιλότιμος γάρ ὤν ὁ Δεσπότης, δέχεται τόν ἔσχατον καθάπερ καί τόν πρῶτον˙ ἀναπαύει τόν τῆς ἐνδεκάτης, ὡς τόν ἐργασάμενον ἀπό τῆς πρώτης˙ καί τόν ὕστερον ἐλεεῖ καί τόν πρῶτον θεραπεύει˙ κακείνω δίδωσι καί τούτω χαρίζεται˙ καί τά ἔργα δέχεται καί τήν γνώμην ἀσπάζεται˙ καί τήν πρᾶξιν τιμᾶ καί τήν πρόθεσιν ἐπαινεῖ.

Οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου ὑμῶν˙ καί πρῶτοι καί δεύτεροι τόν μισθόν ἀπολαύετε. Πλούσιοι καί πένητες μετ’ ἀλλήλων χορεύσατε˙ ἐγκρατεῖς καί ράθυμοι τήν ἡμέραν τιμήσατε˙ νηστεύσαντες καί μή νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον. Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθη πεινῶν. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως˙ πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος. Μηδείς θρηνείτω πενίαν˙ ἐφάνη γάρ ἡ κοινή Βασιλεία. Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα˙ συγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον˙ ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος.

Ἔσβεσεν αὐτόν, ὑπ’ αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐσκύλευσε τόν ἅδην ὁ κατελθών εἰς τόν ἅδην. Ἐπίκρανεν αὐτόν, γευσάμενον τῆς σαρκός αὐτοῦ. Καί τοῦτο προλαβών Ἠσαϊας ἐβόησεν˙
ὁ ἅδης φησίν, ἐπικράνθη, συναντήσας σοι κάτω.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ κατηργήθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεπαίχθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεκρώθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ καθηρέθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐδεσμεύθη.
Ἔλαβε σῶμα καί Θεῶ περιέτυχεν.
Ἔλαβε γῆν καί συνήντησεν οὐρανῶ.
Ἔλαβεν ὅπερ ἔβλεπε καί πέπτωκεν ὅθεν οὐκ ἔβλεπε.
Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον;
Ποῦ σου, ἅδη, τό νῖκος;
Ἀνέστη Χριστός καί σύ καταβέβλησαι.
Ἀνέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες.
Ἀνέστη Χριστός καί χαίρουσιν ἄγγελοι.
Ἀνέστη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται.
Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος.
Χριστός γάρ ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο.      
Αὐτῶ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν. 

Ερμηνευτική απόδοση

Όποιος είναι ευσεβής και φιλόθεος, ας απολαύσει το ωραίο αυτό και λαμπρό πανηγύρι.
Όποιος είναι ευγνώμων υπηρέτης, ας εισέλθει χαρούμενος σ 'αυτό το δείπνο της χαράς του Κυρίου.
Όποιος κόπιασε νηστεύοντας, ας χαρεί τώρα τον μισθό του.

Όποιος εργάστηκε από την πρώτη ώρα, ας δεχθεί σήμερα την δίκαιη πληρωμή.
Αν κάποιος ήλθε μετά την τρίτη ώρα, ας γιορτάσει ευχαριστώντας.
Αν μετά την έκτη ώρα έφθασε κάποιος, καθόλου ας μην αμφιβάλει, διότι σε τίποτε δε θα ζημιωθεί.
Αν κάποιος καθυστέρησε και ήλθε στην ενάτη ώρα, ας προσέλθει χωρίς ενδοιασμό.
Αν πάλι κάποιος έφτασε μόλις στις ένδεκα, ας μη φοβηθεί την αργοπορία. Διότι, ως φιλότιμος που είναι ο Δεσπότης, δέχεται τον τελευταίο όπως ακριβώς και τον πρώτο.
Αναπαύει αυτόν που έφτασε την ώρα την ενδέκατη, όπως και αυτόν που εργάστηκε από την πρώτη.
Και τον τελευταίο ελεεί και τον πρώτο βραβεύει.
Και σε 'κείνον δίδει και σ' αυτόν  τη χάρη του
δείχνει.
Και τα έργα δέχεται και τη γνώμη ασπάζεται.
Και την πράξη τιμά και την πρόθεση επαινεί.

Εισέλθετε λοιπόν όλοι στο δείπνο της χαράς του Κυρίου μας και πρώτοι και δεύτεροι απολαύσατε την αμοιβή σας.
Πλούσιοι και φτωχοί, όλοι μαζί χορέψετε.
Εγκρατείς και φυγόπονοι, την ημέρα τιμήστε.
Όσοι νηστέψατε μα κι όσοι δε νηστέψατε ευφρανθείτε σήμερα.
Το τραπέζι είναι γεμάτο, ευχαριστηθείτε όλοι.
Το μοσχάρι είναι άφθονο, κανείς ας μη φύγει πεινασμένος.
Όλοι απολαύσατε το συμπόσιο της πίστης.
Όλοι απολαύσατε τον πλούτο της θεϊκής καλοσύνης και αγαθότητας.
Κανείς να μη θρηνεί για φτώχεια, διότι φανερώθηκε η κοινή
του Θεού Βασιλεία .
Κανείς να μην οδύρεται για τα σφάλματά του, αφού ανέτειλε συγγνώμη από τον τάφο του Χριστού.
Κανείς να μη φοβάται το θάνατο, διότι από τα δεσμά του μας ελευθέρωσε του Σωτήρα ο θάνατος.

Έσβησε το θάνατο, Αυτός που έγινε λεία του θανάτου.
Λεηλάτησε τον Άδη, Αυτός που κατέβηκε στον Άδη.
Πίκρανε αυτόν, που τη σάρκα Του γεύτηκε.
Αυτό ακριβώς προφητεύοντας ο Ησαΐας διακήρυξε:

Ο Άδης, λέει, πικράθηκε, όταν Εσένα στον κόσμο του
συνάντησε .
Πικράθηκε, επειδή πραγματικά καταργήθηκε.
Πικράθηκε,
επειδή όντως εμπαίχθηκε.
Πικράθηκε,
επειδή στ' αλήθεια νεκρώθηκε.
Πικράθηκε,
επειδή καθαιρέθηκε.
Πικράθηκε,
επειδή αλυσοδέθηκε και φυλακίστηκε.
Έλαβε (ο Άδης) ένα σώμα και του συνέβη να πέσει πάνω στο Θεό.
Έλαβε (ο Άδης) γη και συνάντησε ουρανό.
Έλαβε (ο Άδης) αυτό που έβλεπε και εξέπεσε απ' Αυτόν που δεν έβλεπε.
Που είναι, θάνατε, το κεντρί σου;
Που είναι, Άδη, η έπαρσή σου;
Αναστήθηκε ο Χριστός και συ κατανικήθηκες.
Αναστήθηκε ο Χριστός και γκρεμίστηκαν οι δαίμονες.
Αναστήθηκε ο Χριστός και χαίρονται οι Άγγελοι.
Αναστήθηκε ο Χριστός και κυβερνά η ζωή.
Αναστήθηκε ο Χριστός και κανείς νεκρός πια σε μνήμα.
Διότι με το να αναστηθεί από τους νεκρούς ο Χριστός, έγινε η πρώτη συγκομιδή των καρπών της ανάστασης ανάμεσα στους κεκοιμημένους.

Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες τους ατέλειωτους.

Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Σέ τόν ἀναβαλλόμενον τό φῶς ὥσπερ ἱμάτιον
Πῶς σε κηδεύσω, Θεέ μου; ἤ πῶς σινδόσιν εἱλήσω;


Το Δοξαστικό των Αποστίχων του Εσπερινού της Μεγάλης Παρασκευής 
Σε ήχο Πλάγιο του Πρώτου 

«Σέ τόν ἀναβαλλόμενον τό φῶς ὥσπερ ἱμάτιον 

καθελών Ἰωσήφ ἀπό τοῦ ξύλου σύν Νικοδήμῳ 
καί θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, ἄταφον, 
εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών, ὀδυρόμενος ἔλεγεν∙ 
Οἴμοι, γλυκύτατε Ἰησοῦ! ὅν πρό μικροῦ ὁ ἥλιος 
ἐν σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος ζόφον περιεβάλλετο 
καί ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο 
καί διεῤῥήγνυτο ναοῦ τό καταπέτασμα· 
ἀλλ᾽ ἰδού νῦν βλέπω σε δι᾽ ἐμέ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον. 
Πῶς σε κηδεύσω, Θεέ μου; ἤ πῶς σινδόσιν εἱλήσω; 
Ποίαις χερσί δέ προσψαύσω τό σόν ἀκήρατον σῶμα; 
ἤ ποῖα ᾄσματα μέλψω τῇ σῇ ἐξόδῳ οἰκτίρμον; 
Μεγαλύνω τά πάθη σου, ὑμνολογῶ καί τήν ταφήν σου 
σύν τῇ ἀναστάσει, κραυγάζων· Κύριε, δόξα σοι».


Ὅταν ὁ Ἰωσήφ μαζί μέ τό Νικόδημο, κατέβασε ἀπό τό ξύλο 
ἐσένα, πού φορᾶς σάν ἱμάτιο τό φῶς, 
καί σέ εἶδε νεκρό, γυμνό καί ἄταφο, 
ἀναλαβών θρῆνο γεμάτο συμπάθεια καί κλαίοντας ἔλεγε: 
Ἀλίμονο σ᾽ ἐμένα, γλυκύτατε Ἰησοῦ! 
Πρίν ἀπό λίγο ὁ ἥλιος, βλέποντάς σε νά κρέμεσαι στό σταυρό, 
ντύθηκε στό σκοτάδι καί ἡ γῆ ἀπό τό φόβο της κλονιζόταν 
καί σχίστηκε σέ δύο τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ. 
Ἀλλ᾽ ὅμως τώρα κατανοῶ ὅτι γιά μένα ὑπέστης θάνατο. 
Πῶς νά σέ κηδεύσω, Θεέ μου; Ἤ πῶς νά σέ τυλίξω σέ σεντόνια; 
Μέ ποιά τραγούδια θά ψάλλω κατά τήν ἐκφορά σου, 
εὐσπλαχνικέ Κύριε; 
Δοξολογῶ τά πάθη σου, ἀπευθύνω ὕμνους στήν ταφή σου 
μαζί μέ τήν Ἀνάστασή σου, κραυγάζοντας: Κύριε, δόξα σοι.



Συγκλονιστικότατος ὁ ἐπιτάφιος θρῆνος τοῦ Ἰωσήφ! Τοῦ ἀνθρώπου πού ἦταν τόσο κοντινός στόν Κύριο, τόν ἀγαποῦσε θερμά, καί βουβός παρακολουθοῦσε τό δράμα του, πνιγμένος στόν πόνο καί τά δάκρυα, καί ὁ ὁποῖος, μόνος ἀπό ὅλους τούς μαθητές, ἀψηφώντας τή ζωή καί τό ἀξίωμά του, τόλμησε νά ἐνταφιάσει τό Διδάσκαλο! Μεγάλη ἀγάπη, μεγάλη ἀφοσίωση, μεγάλη τιμή στόν εὐσχήμονα βουλευτή! Ὁ Θεός τόν σήκωσε πολύ ψηλά, στή δική του εὐπρέπεια καί δόξα!

Ἐσένα Κύριε μου, τοῦ ἔλεγε, πρό ὀλίγου σέ εἶδε ὁ ἥλιος καί ἔκρυψε τό φῶς του γιά τό ἀληθινό σου κατάντημα, ἐνῶ ἡ γῆ συγκλονιζόταν ἀπό τό φόβο της, καί τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίστηκε στά δύο. Κατανοῶ ὅμως, Κύριε, ὅτι τό θάνατο ὑπέστης ὄχι ἀπό ἀδυναμία, ἀλλά μέ τή δική σου θέληση, χωρίς κανέναν ἐξαναγκασμό, γιά νά μέ σώσεις ἀπό τό θάνατο. Ἀλήθεια, πῶς νά σέ κηδεύσω, Θεέ μου; Πῶς νά τυλίξω σέ σεντόνι τό σῶμα τοῦ Θεοῦ μου, νά τό ἀγγίξω μέ τά ἀκάθαρτα χέρια μου; Ποιά τραγούδια νά πῶ, ὅταν σέ κηδέψω, εὐσπλαχνικέ Κύριέ μου, πού εἶσαι ἡ μολπή καί τό τραγούδι τῶν Ἀγγέλων; Ναί, θά δοξολογήσω ὅσα ὑπέφερες γιά μένα, τά πάθη σου καί τήν ταφή σου, μαζί μέ τή λαμπροφόρο καί ἔνδοξη Ἀνάστασή σου, βοώντας: Κύριε, δόξα σοι!

Αναρτήθηκε από ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΑ

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Λαός μου τί ἐποίησά σοι, ἢ τί σοι παρηνώχλησα;
Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καὶ τί μοι ἀνταπέδωκας;

Αντίφωνο ΙΒ' της Μεγάλης Παρασκευής 
μετά του Καθίσματος, ήχος πλάγιος του δ'΄.

Τάδε λέγει Κύριος τοῖς Ἰουδαίοις· 
Λαός μου τί ἐποίησά σοι, ἢ τί σοι παρηνώχλησα; 
τοὺς τυφλούς σου ἐφώτισα, τοὺς λεπρούς σου ἐκαθάρισα, 
ἄνδρα ὄντα ἐπὶ κλίνης ἠνωρθωσάμην. 
Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καὶ τί μοι ἀνταπέδωκας; 
ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν, ἀντὶ τοῦ ὕδατος ὄξος, 
ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με, σταυρῷ με προσηλώσατε· 
οὐκέτι στέγω λοιπόν, καλέσω μου τὰ ἔθνη, 
κᾀκεῖνα με δοξάσουσι, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Πνεύματι, 
κᾀγὼ αὐτοῖς δωρήσομαι, ζωὴν τὴν αἰώνιον.


Σήμερον τοῦ Ναοῦ τὸ καταπέτασμα, 
εἰς ἔλεγχον ῥήγνυται τῶν παρανόμων· 
καὶ τὰς ἰδίας ἀκτῖνας, ὁ ἥλιος κρύπτει, 
Δεσπότην ὁρῶν σταυρούμενον.

Οἱ νομοθέται τοῦ Ἰσραήλ, Ἰουδαῖοι καὶ Φαρισαῖοι, 
ὁ χορὸς τῶν Ἀποστόλων βοᾷ πρὸς ὑμᾶς. 
Ἰδε ναός, ὃν ὑμεῖς ἐλύσατε, ἴδε ἀμνός, 
ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε, τάφῳ παρεδώκατε, 
ἀλλ' ἐξουσίᾳ ἑαυτοῦ ἀνέστη. 
Μὴ πλανᾶσθε Ἰουδαῖοι· 
αὐτὸς γάρ ἐστιν ὁ ἐν θαλάσσῃ σώσας, 
καὶ ἐν ἐρήμῳ θρέψας, αὐτός ἐστιν ἡ ζωὴ καὶ τὸ φῶς, 
καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Κόσμου.

Δόξα... Καὶ νῦν... Θεοτοκίον

Χαῖρε ἡ πύλη τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, 
ἣν ὁ Ὕψιστος μόνος διώδευσε, 
καὶ πάλιν ἐσφραγισμένην κατέλιπεν, 
εἰς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κάθισμα Ἦχος πλ. δ'

Ὅτε παρέστης τῷ Καϊάφᾳ ὁ Θεός, 
καὶ παρεδόθης τῷ Πιλάτῳ ὁ Κριτής, 
αἱ οὐράνιαι δυνάμεις, ἐκ τοῦ φόβου ἐσαλεύθησαν, 
τότε δὲ καὶ ὑψώθης ἐπὶ τοῦ ξύλου ἐν μέσῳ δύο λῃστῶν, 
καὶ ἑλογίσθης μετὰ ἀνόμων ὁ ἀναμάρτητος, 
διὰ τὸ σῶσαι τὸν ἄνθρωπον. 
Ἀνεξίκακε Κύριε, δόξα

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΑΧΡΑΝΤΩΝ ΠΑΘΩΝ (ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ)

Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

«Ὁ λίμνας καὶ πηγάς, καὶ θαλάσσας ποιήσας»

Ὁ λίμνας καὶ πηγάς, καὶ θαλάσσας ποιήσας,
ταπείνωσιν ἡμᾶς, ἐκπαιδεύων ἀρίστην,
λεντίῳ ζωννύμενος, Μαθητῶν πόδας ἔνιψε,
ταπεινούμενος, ὑπερβολῇ εὐσπλαγχνίας,
καὶ ὑψῶν ἡμᾶς, ἀπὸ βαράθρων κακίας,
ὁ μόνος φιλάνθρωπος.


ΟΡΘΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ (ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ)

Τρίτη 26 Απριλίου 2016

«Ὅτε ἡ ἁμαρτωλός, προσέφερε τὸ μύρον»


Ὅτε ἡ ἁμαρτωλός, προσέφερε τὸ μύρον, 
τότε ὁ μαθητής, συνεφώνει τοῖς παρανόμοις, 
ἡ μὲν ἔχαιρε κενοῦσα τὸ πολύτιμον, 
ὁ δὲ ἔσπευδε πωλῆσαι τὸν ἀτίμητον, 
αὕτη τὸν Δεσπότην ἐπεγίνωσκεν, 
οὗτος τοῦ Δεσπότου ἐχωρίζετο, 
αὕτη ἠλευθεροῦτο, 
καὶ ὁ Ἰούδας δοῦλος ἐγεγόνει τοῦ ἐχθροῦ, 
δεινὸν ἡ ῥαθυμία! μεγάλη ἡ μετάνοια! 
ἣν μοι δώρησαι Σωτήρ, 
ὁ παθὼν ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ σῶσον ἡμᾶς.


ΟΡΘΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ (ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ)

Εὐαγγέλιον τοῦ Ὄρθρου
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην


Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐμαρτύρει ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετὰ τοῦ Ἰησοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. Διὰ τοῦτο [καὶ]ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον. Οἱ οὖν Φαρισαῖοι εἶπον πρὸς ἑαυτούς͵ Θεωρεῖτε ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν; ἴδε, ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν. ῏Ησαν δέ τινες Ἕλληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων, ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ·οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας͵ καὶ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες΄ Κύριε͵ θέλομεν τὸν Ἰησοῦν ἰδεῖν.Ἔρχεται ὁ Φίλιππος καὶ λέγει τῷ Ἀνδρέᾳ· ἔρχεται Ἀνδρέας καὶ Φίλιππος καὶ λέγουσιν τῷ Ἰησοῦ. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀποκρίνατο αὐτοῖς λέγων΄ Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν͵ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ͵ αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ͵πολὺν καρπὸν φέρει. Ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν͵ καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, εἰς ζωὴν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν. Ἐὰν ἐμοὶ διακονῇ τις͵ἐμοὶ ἀκολουθείτω΄ καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγὼ ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται· ἐάν τις ἐμοὶ διακονῇ τιμήσει αὐτὸν ὁ Πατήρ. Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται. καὶ τί εἴπω;Πάτερ͵ σῶσόν με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης΄ ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἦλθον εἰς τὴν ὥραν ταύτην. Πάτερ͵ δόξασόν σου τὸ ὄνομα. Ἦλθεν οὖν φωνὴ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ΄ Καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω. Ὁ οὖν ὄχλος ὁ ἑστὼς καὶ ἀκούσας ἔλεγεν βροντὴν γεγονέναι· ἄλλοι ἔλεγον͵Ἄγγελος αὐτῷ λελάληκεν. Ἀπεκρίθη ὁἸησοῦς καὶ εἶπεν΄ Οὐ δι΄ ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν, ἀλλὰ δι΄ ὑμᾶς. Νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου΄ νῦν ὁἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω· κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς͵ πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν. (Τοῦτο δὲ ἔλεγε, σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἔμελλεν ἀποθνῄσκειν). Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ὄχλος΄ Ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐκ τοῦ νόμου ὅτι ὁ Χριστὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα΄ καὶ πῶς σὺ λέγεις ὅτι δεῖ ὑψωθῆναι τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; τίς ἐστιν οὗτος ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου; Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς΄ Ἔτι μικρὸν χρόνον τὸ φῶς μεθ’ ὑμῶν ἐστι΄ περιπατεῖτε ὡς τὸ φῶς ἔχετε͵ἵνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταλάβῃ· καὶ ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ, οὐκ οἶδεν ποῦ ὑπάγει. Ἕως τὸ φῶς ἔχετε͵ πιστεύετε εἰς τὸ φῶς͵ἵνα υἱοὶ φωτὸς γένησθε. Ταῦτα ἐλάλησεν Ἰησοῦς͵ καὶ ἀπελθὼν ἐκρύβη ἀπ΄ αὐτῶν. Τοσαῦτα δὲ αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν, οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτόν΄ ἵνα ὁ λόγοςἩσαΐου τοῦ Προφήτου πληρωθῇ, ὃν εἶπε΄ Κύριε͵ τίς ἐπίστευσεν τῇ ἀκοῇ ἡμῶν, καὶ ὁ βραχίων κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη; Διὰ τοῦτο οὐκ ἠδύναντο πιστεύειν͵ὅτι πάλιν εἶπεν Ἡσαΐας΄ Τετύφλωκεν αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πεπώρωκεν αὐτῶν τὴν καρδίαν͵ἵνα μὴ ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς, καὶ νοήσωσι τῇ καρδίᾳ, καὶ ἐπιστραφῶσι͵ καὶ ἰάσομαι αὐτούς. Ταῦτα εἶπεν Ἡσαΐας͵ὅτι εἶδε τὴν δόξαν αὐτοῦ͵ καὶ ἐλάλησε περὶ αὐτοῦ. Ὅμως μέντοι καὶ ἐκ τῶν ἀρχόντων πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν΄ ἀλλὰ διὰ τοὺς Φαρισαίους οὐχ ὡμολόγουν, ἵνα μὴ ἀποσυνάγωγοι γένωνται· ἠγάπησαν γὰρ τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἤπερ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ἰησοῦς δὲ ἔκραξε καὶ εἶπεν΄ Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, οὐ πιστεύει εἰς ἐμὲ, ἀλλ’ εἰς τὸν πέμψαντά με͵ καὶ ὁ θεωρῶν ἐμὲ, θεωρεῖ τὸν πέμψαντά με. Ἐγὼ φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα͵ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ μὴ μείνῃ. Καὶ ἐάν τίς μου ἀκούσῃ τῶν ῥημάτων καὶ μὴ πιστεύσῃ͵ἐγὼ οὐ κρίνω αὐτόν. Οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ΄ ἵνα σώσω τὸν κόσμον. Ὁ ἀθετῶν ἐμὲ, καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ῥήματά μου ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτόν· ὁ λόγος ὃν ἐλάλησα ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ· ὅτι ἐγὼ ἐξ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλάλησα͵ἀλλ΄ ὁ πέμψας με Πατὴρ αὐτός μοι ἐντολὴν ἔδωκε, τί εἴπω, καὶ τί λαλήσω. Καὶ οἶδα, ὅτι ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ ζωὴ αἰώνιός ἐστιν΄ ἃ οὖν ἐγὼ λαλῶ͵ καθὼς εἴρηκέν μοι ὁ Πατήρ͵ οὕτω λαλῶ.

Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

«Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται» - «Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω…» «Ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν Ἁγίων σου»

Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός,
καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα,
ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥᾳθυμοῦντα.
Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷὕπνῳ κατενεχθῇς,
ἵνα μὴ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς,
καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς,
ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα.
Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεός ἡμῶν,
πρεσβείαις τοῦ Προδρόμου σῶσον ἡμᾶς.
Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω,
Σωτήρ μου κεκοσμημένον,
καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω,
ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ,
λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς,
Φωτοδότα, καὶ σῶσόν με.

Ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν Ἁγίων σου,
πῶς εἰσελεύσομαι ὁ ἀνάξιος;
ἐὰν γὰρ τολμήσω συνεισελθεῖν εἰς τὸν νυμφῶνα,
ὁ χιτών με ἐλέγχει, ὅτι οὐκ ἔστι τοῦ γάμου,
καὶ δέσμιος ἐκβαλοῦμαι ὑπὸ τῶν Ἀγγέλων,
καθάρισον Κύριε, τὸν ῥύπον τῆς ψυχῆς μου,
καὶ σῶσόν με ὡς φιλάνθρωπος.