Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

«ἔρχου καὶ ἴδε.»

«Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι. Ήν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καὶ ἴδε.»
του Μακαρ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων κ.κ. Αναστασίου

Έρχου και άκουσε με προσοχή, χωρίς προκατάληψη, την προσωπική πείρα μυριάδων ψυχών, που βρήκαν τη λύτρωση κοντά στο Χριστό.

Δοκίμασε να Τον προσεγγίσεις· όχι ψυχρά, με το κρύο μυαλό, αλλά με όλη την ύπαρξή σου. Αν σταθείς από μακρυά, σαν παρατηρητής, δεν πρόκειται ποτέ να απολαύσεις και να γευθείς τη νέα ζωή, που μεταδίδει ο Κύριος.

Μπορεί ποτέ κανείς να χαρεί τη γλυκύτητα που έχει το μέλι παρατηρώντας το χρώμα του σε μια ωραία διαφήμιση ή έστω θωπεύοντας ένα δοχείο με μέλι;

Μπορεί κανείς ν’ απολαύσει μια μελωδία μουσική ξεφυλλίζοντας τα χαρτιά με τα μουσικά σημεία, που ελάχιστα γνωρίζει;

Μη στέκεις λοιπόν μακρυά, αγγίζοντας διστακτικά με τη σκέψη σου τις χριστιανικές αλήθειες. Ο Χριστιανισμός δεν είναι μια διδασκαλία περί ζωής. Είναι ζωή. Εν Χριστώ ζωή. Λυτρωμένη, γεμάτη θεία γεύση και φως.

Μέσα στο «ἔρχου καὶ ἴδε.»,
δεν υπάρχει μόνο μια κλήση για όσους δεν γνωρίζουν καθόλου τον Ιησού. Υπάρχει επίσης μια υπόμνηση· και για όλους εμάς, που δεν τον γνωρίσαμε καλά· και ίσως διατηρούμε στην ψυχή μας δισταγμούς και επιφυλάξεις.

Δεν φθάνει, ότι ακούσαμε κηρύγματα και διαβάσαμε χριστιανικά έντυπα. Κάθε μέρα πρέπει να πλησιάζουμε τον Χριστό, με περισσότερο πόθο, διάθεση μαθητείας, με ειλικρίνεια και άδολη καρδιά.

Και τότε, απ’ την προσωπική μας πια εμπειρία, θα αναδύεται πασίχαρη η κραυγή του Ναθαναήλ: «Ραββί, σύ εί ο Υιός του Θεού»· ο Λυτρωτής· η ζωή μου!

radiofloga

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

Άγιος Εφραίμ ο Σύρος - Η ευχή της Σαρακοστής


Ανάμεσα σ’ όλες τις προσευχές και τους ύμνους τις Μεγάλης Τεσσαρακοστής μπορεί να ονομαστεί η προσευχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η Παράδοση την αποδίδει σε έναν από τους μεγάλους δασκάλους της πνευματικής ζωής, τον Άγιο Εφραίμ το Σύρο. Να το κείμενο της προσευχής:

«Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, καί ἀργολογίας μή μοι δῷς.
Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονής καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.
Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁράν τά ἐμά πταίσματα, καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Αμήν».

Τούτη η προσευχή λέγεται δύο φορές στο τέλος κάθε ακολουθίας της Μεγάλης Σαρακοστής από τη Δευτέρα ως την Παρασκευή. 
Την πρώτη φορά λέγοντας την προσευχή κάνουμε μία μετάνοια σε κάθε αίτηση. Έπειτα κάνουμε δώδεκα μετάνοιες λέγοντας: «Ο Θεός, ἱλάσθητί μοι τῶ ἁμαρτωλῷ, καί ἐλέησόν με» . 
Ολόκληρη η προσευχή επαναλαμβάνεται με μια τελική μετάνοια στο τέλος της προσευχής.
Γιατί αυτή η σύντομη και απλή προσευχή κατέχει μια τόσο σημαντική θέση στην όλη λατρεία της Μεγάλης Σαρακοστής; Διότι απαριθμεί, μ’ ένα μοναδικό τρόπο, όλα τα αρνητικά και τα θετικά στοιχεία της μετάνοιας και αποτελεί, θα λέγαμε, ένα «κανόνα ελέγχου» του προσωπικού μας αγώνα στην περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής. Αυτός ο αγώνας σκοπεύει πρώτα απ’ όλα στην απελευθέρωσή μας από μερικές βασικές πνευματικές ασθένειες που διαμορφώνουν τη ζωή μας και μας κάνουν πραγματικά ανίσχυρους ακόμα και για να κάνουμε αρχή στροφής στο Θεό.

Η αργία
Η βασική ασθένεια είναι η αργία. Είναι η παράξενη εκείνη τεμπελιά και η παθητικότητα ολόκληρης της ύπαρξής μας που πάντα μας σπρώχνει προς τα «κάτω» μάλλον παρά προς τα «πάνω» και που διαρκώς μας πείθει ότι δεν είναι δυνατό ν’ αλλάξουμε και επομένως δε χρειάζεται να επιθυμούμε την αλλαγή. 
Είναι ένας βαθιά ριζωμένος κυνισμός που σε κάθε πνευματική πρόκληση απαντάει με το «γιατί;» και καταντάει την ζωή μας μια απέναντι πνευματική φθορά. Αυτή είναι η ρίζα όλης της αμαρτίας γιατί δηλητηριάζει κάθε πνευματική ενεργητικότητα στην πιο βαθιά της πηγή.

Η λιποψυχία

Το αποτέλεσμα της «αργίας», είναι η «λιποψυχία». 
Είναι μια κατάσταση δειλίας που όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας τη θεώρησαν το μεγαλύτερο κίνδυνο της ψυχής. Η λιποψυχία, η αποθάρρυνση, είναι η ανικανότητα του ανθρώπου να βλέπει καθετί καλό ή θετικό! Είναι η αναγωγή των πάντων στον αρνητισμό και στην απαισιοδοξία. Είναι στ’ αλήθεια μια δαιμονική δύναμη μέσα μας γιατί ο Σατανάς είναι βασικά ένας ψεύτης. Ψιθυρίζει ψευτιές στον άνθρωπο για το Θεό και για τον κόσμο· γεμίζει τη ζωή με σκοτάδι και αρνητισμό. Η λιποψυχία είναι η αυτοκτονία της ψυχής γιατί όταν ο άνθρωπος κατέχεται απ’ αυτή είναι εντελώς ανίκανος να δει το φως και να το επιθυμήσει.

Ἡ περιέργεια
«Πνεῦμα», ἐπίσης, «περιεργίας». 
Ἐὰν ἡ ἀργία εἶναι τὸ νὰ χαθεῖ κάνεις μέσα στὸ τίποτα, ἡ περιέργεια εἶναι τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο: νὰ σκορπίζεται μέσα στὸ παντοῦ, νὰ χώνεται παντοῦ καὶ πάντα. Νὰ θέλει νὰ τὰ μάθει κανεὶς ὅλα. Λέει ἕνας ἀπὸ τοὺς Πατέρες: «μισῶ τὸ χαμερπὲς πάθος τῆς περιεργίας». Αὐτὸ τὸ πάθος τῆς περιεργίας ποὺ μὲ κάνει νὰ σέρνομαι χαμηλά. Αὐτὸ θὰ πεῖ χαμερπές· σημαίνει νὰ ἕρπω χάμω. Αὐτὸ τὸ πάθος ἐνδημεῖ μεταξὺ τῶν χριστιανῶν. Διαβάζουμε πιὸ εὔκολα ἕνα κουτσομπολίστικο θρησκευτικὸ περιοδικὸ παρὰ τὴν Κλίμακα. 
Παρακολουθοῦμε πιὸ εὔκολα μία σκανδαλιστικὴ ἐκπομπὴ στὴν τηλεόραση παρὰ συμμετέχουμε σὲ μία ἀγρυπνία. Αὐτὴ εἶναι ἡ περιέργεια· νὰ ξέρεις, νὰ ψάχνεις τὴ ζωὴ τοῦ διπλανοῦ σου. Σὰν νὰ τὸν βλέπεις μὲ τὶς πιτζάμες τῆς ὑποστάσεώς του. Νὰ ἀνακαλύπτεις τὰ μυστικά του, χωρὶς κανέναν λόγο. Νὰ ἀφήνεις στὴν ἄκρη τὸν θησαυρὸ καὶ νὰ μπερδεύεσαι μὲ τὰ σκουπίδια.
Αὐτὸ δημιουργεῖ ἕναν σκορπισμό, μία διάχυση καὶ ἔτσι δὲν συγκροτεῖται ἡ ψυχή. 
Ζητοῦμε, λοιπόν, αὐτὸ τὸ πάθος, τὸ ὁποῖο, πάλι κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ἀποψύχει τὴ θερμότητα τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ ρίχνει τὴ θερμοκρασία της καὶ δὲν μπορεῖ νὰ θερμανθεῖ, ὥστε νὰ λειτουργήσει μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ βάθος, νὰ μὴν ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς νὰ φωλιάσει μέσα μας.
περισσότερα εδώ

Η φιλαρχία
Πνεύμα φιλαρχίας! 
Φαίνεται παράξενο πως η αργία και η λιποψυχία είναι ακριβώς εκείνα που γεμίζουν τη ζωή μας με τον πόθο της φιλαρχίας. Μολύνοντας όλη μας την τοποθέτηση απέναντι στη ζωή, κάνοντας την άδεια και χωρίς νόημα, μας σπρώχνουν ν’ αναζητήσουμε αντιστάθμισμα σε μια ριζικά λανθασμένη στάση απέναντι στα άλλα πρόσωπα.

Αν η ζωή μου δεν είναι προσανατολισμένη προς τον Θεό, αν δεν σκοπεύει σε αιώνιες αξίες, αναπόφευκτα θα γίνει εγωιστική και εγωκεντρική, πράγμα που σημαίνει ότι όλοι οι άλλοι γίνονται τα μέσα για τη δική μου αυτοϊκανοποίηση. Αν ο Θεός δεν είναι ο «Κύριος και Δεσπότης της ζωής μου», τότε το εγώ μου γίνεται ο κύριος και δεσπότης μου, γίνεται το απόλυτο κέντρο του κόσμου μου και αρχίζω αν εκτιμώ καθετί με βάση τις δικές μου ανάγκες, τις δικές μου ιδέες, τις δικές μου επιθυμίες και τις δικές μου κρίσεις.

Έτσι η επιθυμία της φιλαρχίας γίνεται η βασική μου αμαρτία στις σχέσεις με τις άλλες υπάρξεις, γίνεται μια αναζήτηση υποταγής τους σε μένα. Δεν είναι πάντοτε απαραίτητο να εκφράζεται η φιλαρχία μου σαν έντονη ανάγκη να διατάζω και να κηδεμονεύω τους «άλλους». Μπορεί επίσης να εκφράζεται και σαν αδιαφορία, περιφρόνηση, έλλειψη ενδιαφέροντος, φροντίδας και σεβασμού. Και είναι ακριβώς η «αργία», μαζί με τη «λιποψυχία» που απευθύνονται αυτή τη φορά προς τους άλλους· έτσι συμπληρώνεται η πνευματική αυτοκτονία με την πνευματική δολοφονία.

Η αργολογία

Τέλος είναι η αργολογία. Απ’ όλα γενικά τα δημιουργήματα μόνον ο άνθρωπος προικίστηκε με το χάρισμα του λόγου. Όλοι οι Πατέρες βλέπουν σ’ αυτό το χάρισμα την ακριβή «σφραγίδα» της θείας εικόνας στον άνθρωπο γιατί ο ίδιος ο Θεός αποκαλύφθηκε σαν Λόγος (Ιωαν. 1:1).

Αλλά όντας ο λόγος το ύψιστο δώρο, έτσι είναι και ο ισχυρότερος κίνδυνος. Όπως είναι η κυρίαρχη έκφραση του ανθρώπου, το μέσο για την προσωπική του πλήρωση, για τον ίδιο λόγο, είναι και το μέσο για την πτώση του, για την αυτοκαταστροφή του, για την προδοσία και την αμαρτία. Ο λόγος σώζει και ο λόγος σκοτώνει· ο λόγος εμπνέει και ο λόγος δηλητηριάζει. Ο λόγος είναι το μέσο της Αλήθειας αλλά είναι και μέσο για το δαιμονικό ψέμα.

Έχοντας μια βασικά θετική δύναμη ο λόγος, έχει ταυτόχρονα και μια τρομακτικά αρνητική. Ο λόγος δηλαδή δημιουργεί θετικά ή αρνητικά. Όταν αποσπάται από τη θεία καταγωγή και το θείο σκοπό του γίνεται αργολογία. «Ενισχύει» την αργία, τη λιποψυχία και τη φιλαρχία και μετατρέπει τη ζωή σε κόλαση. Γίνεται η κυρίαρχη δύναμη της αμαρτίας.

Αυτά τα τέσσερα σημεία είναι οι αρνητικοί «στόχοι» της μετάνοιας. Είναι τα εμπόδια που πρέπει να μετακινηθούν. Αλλά μόνον ο Θεός μπορεί να τα μετακινήσει. Ακριβώς γι’ αυτό και το πρώτο μέρος της προσευχής αυτής είναι μια κραυγή από τα βάθη της καρδιάς του αβοήθητου ανθρώπου.

Στη συνέχεια η προσευχή κινείται στους θετικούς σκοπούς της μετάνοιας.
Σωφροσύνη! Αν δεν περιορίσουμε –πράγμα που συχνά και πολύ λαθεμένα γίνεται- την έννοια της λέξης «σωφροσύνη» μόνο στη σαρκική σημασία της, θα μπορούσε να γίνει κατανοητή σαν το θετικό αντίστοιχο της λέξης «αργία». «Αργία», πρώτα απ’ όλα, είναι η αδράνεια, τα σπάσιμο της διορατικότητας και της ενεργητικότητάς μας, η ανικανότητα να βλέπουμε καθολικά, σφαιρικά. Επομένως αυτή η ολότητα είναι το εντελώς αντίθετο από την αδράνεια.

Αν συνηθίζουμε με τη λέξη σωφροσύνη να εννοούμε την αρετή την αντίθετη από τη σαρκική διαφθορά είναι γιατί ο διχασμένος χαρακτήρας μας, πουθενά αλλού δεν φαίνεται καλύτερα παρά στη σαρκική επιθυμία, που είναι η αλλοτρίωση του σώματος από τη ζωή και τον έλεγχο του πνεύματος. Ο Χριστός επαναφέρει την «ολότητα» (τη σωφροσύνη) μέσα μας και το κάνει αυτό αποκαθιστώντας την αληθινή κλίμακα των αξιών, με το να μας οδηγεί πίσω στο Θεό.

Η Ταπεινοφροσύνη
Ο πρώτος και υπέροχος καρπός της σωφροσύνης είναι η ταπεινοφροσύνη. Πάνω απ’ όλα είναι η νίκη της αλήθειας μέσα μας, η απομάκρυνση του ψεύδους μέσα στο οποίο ζούμε. Μόνο η ταπεινοφροσύνη είναι άξια της αλήθειας· μόνο μ’ αυτή δηλαδή μπορεί κανείς να δει και δεχτεί τα πράγματα όπως είναι και έτσι να δει το Θεό, το μεγαλείο Του, την καλωσύνη Του και την αγάπη Του στο καθετί. Να γιατί, όπως ξέρουμε, ο Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν».

Η Υπομονή
Μετά τη σωφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη, κατά φυσικό τρόπο, ακολουθεί η υπομονή. Ο «φυσικός» ή «πεπτωκώς» άνθρωπος είναι ανυπόμονος, γιατί είναι τυφλός για τον εαυτό του, και βιαστικός στο να κρίνει και να καταδικάσει τους άλλους. Με διασπαρμένη, ατελή και διαστρεβλωμένη γνώση των πραγμάτων που έχει, μετράει τα πάντα με βάση τις δικές του προτιμήσεις και τις δικές του ιδέες. Αδιαφορεί για τον καθένα γύρω του εκτός από τον εαυτό του, θέλει η ζωή του να είναι πετυχημένη τώρα, αυτή τη στιγμή.

Η υπομονή, βέβαια, είναι μια αληθινά θεϊκή αρετή. Ο Θεός είναι υπομονετικός όχι γιατί είναι «συγκαταβατικός» αλλά γιατί βλέπει το βάθος όλων των πραγμάτων, γιατί η εσωτερική πραγματικότητά τους, την οποία εμείς με την τυφλότητά μας δεν μπορούμε να δούμε, είναι ανοιχτή σ’ Αυτόν. Όσο πιο κοντά ερχόμαστε στο Θεό τόσο περισσότερο υπομονετικοί γινόμαστε και τόσο πιο πολύ αντανακλούμε αυτή την απέραστη εκτίμηση για όλα τα όντα, πράγμα που είναι η κύρια ιδιότητα του Θεού.

Η Αγάπη

Τέλος, το αποκορύφωμα και ο καρπός όλων των αρετών, κάθε καλλιέργειας και κάθε προσπάθειας, είναι η αγάπη. Αυτή η αγάπη που, όπως έχουμε πει, μπορεί να δοθεί μόνο από το Θεό, είναι το δώρο που αποτελεί σκοπό που αποτελεί σκοπό για κάθε πνευματική προετοιμασία και άσκηση.

Η υπερηφάνεια

Όλα αυτά συγκεφαλαιώνονται στην τελική αίτηση της προσευχής του Αγίου Εφραίμ με την οποία ζητάμε: «…δώρησαί μοι τοῦ ὁράν τά ἐμά πταίσματα, καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου…». Εδώ τελικά δεν υπάρχει παρά μόνο ένας κίνδυνος: η υπερηφάνεια. Η υπερηφάνεια είναι η πηγή του κακού και όλο το κακό είναι η υπερηφάνεια. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι αρκετό για μένα να βλέπω τα «ἐμά πταίσματα» γιατί ακόμα και αυτή η φαινομενική αρετή μπορεί να μετατραπεί σε υπερηφάνεια.

Τα πατερικά κείμενα είναι γεμάτα από προειδοποιήσεις για την ύπουλη μορφή ψευτοευσέβειας η οποία στην πραγματικότητα με το κάλυμμα της ταπεινοφροσύνης και της αυτομεμψίας μπορεί να οδηγήσει σε μια πραγματικά δαιμονική υπερηφάνεια. Αλλά όταν βλέπουμε τα δικά μας σφάλματα και δεν κατακρίνουμε τους αδελφούς μας, όταν με άλλα λόγια, η σωφροσύνη, η ταπεινοφροσύνη, η υπομονή και η αγάπη γίνονται ένα σε μας, τότε και μόνο τότε ο αιώνιος εχθρός –η υπερηφάνεια- θ’ αφανιστεί μέσα μας.

π. Αλέξανδρος Σμέμαν
από το βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή»,
εκδόσεις «Ακρίτας»

Υποσημειώσεις:
1) Κάθε φορά που λέμε ένα στίχο της ευχής του Οσίου Εφραίμ, κάνουμε μία μεγάλη μετάνοια. Σύνολο τρεις. Όταν τελειώσουμε αυτές, κάνουμε δώδεκα μικρές μετάνοιες λέγοντας σε καθεμία από αυτές: «Ο Θεός, ἱλάσθητί μοι τῶ ἁμαρτωλῷ, καί ἐλέησόν με». Στο τέλος επαναλαμβάνουμε άλλη μία φορά τον τελευταίο στίχο της ευχής (Ναι, Κύριε Βασιλεύ...) και πραγματοποιούμε άλλη μία μεγάλη μετάνοια. (Ωρολόγιον το Μέγα, εκδ. Αποστολική Διακονία, 2003).
2) Ο συγγραφέας μεταφράζει από το ελληνικό κείμενο τη λέξη «περιέργεια» με την αγγλική λέξη faint-heartedness που σημαίνει λιποψυχία, δειλία.

Πηγή: Χριστιανική Φοιτητική Ένωση

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

Η Ηθική Θεωρία του Ξενοφάνη του Κολοφώνιου - ΕΙΣ ΘΕΟΣ, ΕΝ ΤΕ ΘΕΟΙΣΙ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣΙ ΜΕΓΙΣΤΟΣ

Η Ηθική Θεωρία του Ξενοφάνη του Κολοφώνιου

Ο Ξενοφάνης Δεξίου ή Ορθομένους ο Κολοφώνιος ήταν πραγματικά ένας σοφός, έτοιμος να κατευθύνει την ευφυΐα του προς οποιοδήποτε πρόβλημα. 
Εκτός από τη θεολογία και την ηθική θεωρία του, είναι ενδιαφέροντα τα εξής: έδειξε με τη φιλοσοφία του τα όρια του ανθρώπου, ήταν ο πρώτος «ενίσας» και ξεκίνησε την πορεία για την αποκορύφωση της αφηρημένης , θεωρητικής σκέψης. Ήταν βέβαια και φυσικός φιλόσοφος και πρώτος απαρίθμησε διάφορα είδη απολιθωμάτων.

Ο Ξενοφάνης γεννήθηκε στην Κολοφώνα της Ιωνίας στη Μικρά Ασία γύρω στο 570 π.Χ. και ήταν ίδιας ή όχι πολύ μικρότερης ηλικίας από τον Πυθαγόρα. Έφτασε σε μεγάλη ηλικία(πέθανε περίπου 90 ετών, σχετικά φτωχός ). Έφυγε από την Κολοφώνα λόγω των Περσών και της διαφθοράς που κυριαρχούσε στην πόλη. 

Έπειτα ταξίδεψε και διέμενε κυρίως στη Μεγάλη Ελλάδα(Ιταλία). Ένα μέρος της ζωής του το πέρασε στην Ελέα της Κάτω Ιταλίας, όπου ίδρυσε την Ελεατική Φιλοσοφική Σχολή. Ήταν σοφός αλλά και ποιητής (έγραφε τραγούδια και ελεγείες), κάποια από τα ποιήματα του ονομάστηκαν Σίλλοι (κλεφτές ματιές) ή σάτιρες. 
Οι Σίλλοι ήταν στίχοι επικριτικοί των αξιών της εποχής του, των ανθρώπων που τις καθιέρωσαν και του τρόπου ζωής.


Στη θεολογία του ο Ξενοφάνης στρέφεται εναντίον της αθανασίας και της ανθρωπόμορφης φύσης των θεών της εθνικής θρησκείας:
  • ΠΑΝΤΑ ΘΕΟΙΣ ΑΝΕΘΗΚΑΝ ΟΜΗΡΟΣ Θ'ΗΣΙΟΔΟΣ ΤΕ ΟΣΣΑ ΠΑΡ'ΑΝΘΡΩΠΟΙΣΙΝ ΟΝΕΙΔΕΑ ΚΑΙ ΨΟΓΟΣ ΕΣΤΙΝ, ΚΛΕΠΤΕΙΝ ΜΟΙΧΕΥΕΙΝ ΤΕ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΥΣ ΑΠΑΤΕΥΕΙΝ ( DK 21B 11).
  • ΑΛΛ'ΟΙ ΒΡΟΤΟΙ ΔΟΚΕΟΥΣΙ ΓΕΝΝΑΣΘΑΙ ΘΕΟΥΣ, ΤΗΝ ΣΦΕΤΕΡΗΝ Δ'ΕΣΘΗΤΑ ΕΧΕΙΝ ΦΩΝΗΝ ΤΕ ΔΕΜΑΣ ΤΕ (DK 21B 14).
  • ΑΙΘΙΟΠΕΣ ΤΕ (ΘΕΟΥΣ ΣΦΕΤΕΡΟΥΣ) ΣΙΜΟΥΣ ΜΕΛΑΝΑΣ ΤΕ ΘΡΗΚΕΣ ΤΕ ΓΛΑΥΚΟΥΣ ΚΑΙ ΠΥΡΡΟΥΣ(ΦΑΣΙ ΠΕΛΕΣΘΑΙ) (DK 21B 16).
  • ΑΛΛ'ΕΙ ΧΕΙΡΑΣ ΕΧΟΝ ΒΟΕΣ (ΙΠΠΟΙ Τ') ΗΕ ΛΕΟΝΤΕΣ, Η ΓΡΑΨΑΙ ΧΕΙΡΕΣΣΙ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΤΕΛΕΙΝ ΑΠΕΡ ΑΝΔΡΕΣ, ΙΠΠΟΙ ΜΕΝ Θ'ΙΠΠΟΙΣΙ ΒΟΕΣ ΔΕ ΤΕ ΒΟΥΣΙΝ ΟΜΟΙΑΣ ΚΑΙ(ΚΕ) ΘΕΩΝ ΙΔΕΑΣ ΕΓΡΑΦΟΝ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤ'ΕΠΟΙΟΥΝ ΤΟΙΑΥΘ' ΟΙΟΝ ΠΕΡ ΚΑΥΤΟΙ ΔΕΜΑΣ ΕΙΧΟΝ (ΕΚΑΣΤΟΙ) (DK 21 B 15).
Παρατηρεί ο Ξενοφάνης, ότι οι θεοί είναι ανήθικοι και είναι λάθος να τους προσδίδουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Διάφορες φυλές τους δίνουν τα δικά τους χαρακτηριστικά και το ίδιο θα έκαναν και τα ζώα αν είχαν θεούς. Ο ίδιος σχηματίζει την πεποίθηση, πως υπάρχει μία μοναδική μη-ανθρωπόμορφη θεότητα.
  • ΕΙΣ ΘΕΟΣ, ΕΝ ΤΕ ΘΕΟΙΣΙ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣΙ ΜΕΓΙΣΤΟΣ, ΟΥΤΙ ΔΕΜΑΣ ΘΝΗΤΟΙΣΙΝ ΟΜΟΙΙΟΣ ΟΥΔΕ ΝΟΗΜΑ (DK 21B 23).
  • AIEI Δ'ΕΝ ΤΑΥΤΩ ΜΙΜΝΕΙ ΚΙΝΟΥΜΕΝΟΣ ΟΥΔΕΝ, ΟΥΔΕ ΜΕΤΕΡΧΕΣΘΑΙ ΜΙΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΑΛΛΟΤΕ ΑΛΛΗ, ΑΛΛ' ΑΠΑΝΕΥΘΕ ΠΟΝΟΙΟ ΝΟΟΥ ΦΡΕΝΙ ΠΑΝΤΑ ΚΡΑΔΑΙΝΕΙ (DK 21 B 25,26).
  • ΟΥΛΟΣ ΟΡΑ, ΟΥΛΟΣ ΔΕ ΝΟΕΙ, ΟΥΛΟΣ ΔΕ Τ'ΑΚΟΥΕΙ (DK 21 B 24).
Ο Ξενοφάνης θεωρεί την ιεραρχία των θεών ως αδύνατη. Ο Θεός του Ξενοφάνη διαφέρει και ως προς το σώμα και ως προς τη σκέψη από τον άνθρωπο. Είναι ακίνητος, γιατί λογικά είναι αδύνατον, να κινείται με ανθρώπινα μέτρα ο Θεός. Επίσης για το Θεό η κίνηση είναι περιττή, αφού μόνο με τη θέλησή του συνταράσσει τα πάντα.

Ο Αριστοτέλης αναφέρει πως ο Ξενοφάνης ήταν ο πρώτος "ενίσας". Με τον όρο αυτό εννοεί ότι ο Ξενοφάνης πρώτος έθεσε ως αξίωμα την ενότητα, μοναδικότητα. Το σώμα του ενός Θεού του Ξενοφάνη ήταν δευτερεύουσας σημασίας όπως και η τοποθέτησή του στο χώρο.

Ο Ξενοφάνης επίσης έθεσε τα όρια της ανθρώπινης γνώσης.
  • ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΝ ΟΥΝ ΣΑΦΕΣ ΟΥΤΙΣ ΑΝΗΡ ΙΔΕΝ ΟΥΔΕ ΤΙΣ ΕΣΤΑΙ ΕΙΔΩΣ ΑΜΦΙ ΘΕΩΝ ΤΕ ΚΑΙ ΑΣΣΑ ΛΕΓΩ ΠΕΡΙ ΠΑΝΤΩΝ·ΕΙ ΓΑΡ ΚΑΙ ΤΑ ΜΑΛΙΣΤΑ ΤΥΧΟΙ ΤΕΤΕΛΕΣΜΕΝΟΝ ΕΙΠΩΝ, ΑΥΤΟΣ ΟΜΩΣ ΟΥΚ ΟΙΔΕ· ΔΟΚΟΣ Δ' ΕΠΙ ΠΑΣΙ ΤΕΤΥΚΤΑΙ (DK 21B 34).
  • ΤΑΥΤΑ ΔΕΔΟΞΑΣΘΩ ΜΕΝ ΕΟΙΚΟΤΑ ΤΟΙΣ ΕΤΥΜΟΙΣΙ… (DK 21B 35)
  • OYTOI AΠ' ΑΡΧΗΣ ΠΑΝΤΑ ΘΕΟΙ ΘΝΗΤΟΙΣ'ΥΠΕΔΕΙΞΑΝ, ΑΛΛΑ ΧΡΟΝΩ ΖΗΤΟΥΝΤΕΣ ΕΦΕΥΡΙΣΚΟΥΣΙΝ ΑΜΕΙΝΟΝ (DK 21B 18).
  • ΕΙ ΜΗ ΧΛΩΡΟΝ ΕΦΥΣΕ ΘΕΟΣ ΜΕΛΙ , ΠΟΛΛΟΝ ΕΦΑΣΚΟΝ ΓΛΥΣΣΟΝΑ ΣΥΚΑ ΠΕΛΕΣΘΑΙ (DK 21 B 38).
Η ανθρώπινη γνώση είναι πεπερασμένη και παραμένει ατελής σε σχέση με τη θεία. Η αναζήτηση ωστόσο ανταμείβεται, και για το λόγο αυτό ο Ξενοφάνης και ο Ηράκλειτος πίστευαν πως βρίσκονταν σε μια ξεχωριστή κατάσταση συνειδητότητας. Το παράδειγμα με το μέλι εκφράζει τις απόψεις του Ξενοφάνη για τα όρια της γνώσης και υπογραμμίζει την διαφορά Θεού και ανθρώπων(1).

Ο Ξενοφάνης απέρριπτε τη θεωρία της μετεμψύχωσης του Πυθαγόρα. Το ηρακλειτικό "ΗΝ ΑΕΙ ΚΑΙ ΕΣΤΙΝ ΚΑΙ ΕΣΤΑΙ" πηγάζει από τη μοναδικότητα, ενότητα και αιωνιότητα του Θεού του Ξενοφάνη. Ο Παρμενίδης με τη σειρά του δέχθηκε τις ιδιότητες αυτές, δεν μπορούσε όμως να δεχθεί την κινητικότητα και μεταβλητότητα του ηρακλειτικού όντος.

Τρεις είναι οι σημαντικές προτάσεις του Ξενοφάνη:
  1. Υπάρχει ένας Θεός, πολύ διαφορετικός από τους ανθρώπους στη μορφή και στη σκέψη. Οι θεοί είναι αποκυήματα της φαντασίας των ανθρώπων που τους επινοούν κατ'εικόνα και ομοίωσή τους.
  2. Ο Θεός είναι ακίνητος, όμως τα βλέπει όλα, τα καταλαβαίνει όλα και τα ακούει όλα με τρόπο που δε γίνεται κατανοητός από τους ανθρώπους. Προαναγγέλλεται έτσι το "κινούν ακίνητον" του Αριστοτέλη.
  3. Η σοφία είναι προτιμότερη από τη σωματική δύναμη και αποτελεί την πραγματική δύναμη και μόρφωση.
Ο Ξενοφάνης εισήγαγε το μονοθεϊσμό. 

Ο Θεός είναι ένας και μέγιστος και το σύμπαν μία πραγματικότητα, ένα ανώλεθρο Ον, που είναι η πρώτη αρχή των άλλων. Πρώτος εισάγει την ιδέα της στάσης και της κίνησης, του Είναι και του Γίγνεσθαι. 
Είναι ενιστής, αφού βλέπει ότι το σύμπαν είναι ένα και κυριαρχείται από μια θεότητα. Αρνείται την παντοδυναμία του νου και τη δυνατότητα του ανθρώπου να κατακτήσει την απόλυτη αλήθεια. Η πιθανή γνώση όμως είναι δυνατή. Οι θεοί ήταν φειδωλοί ως προς τη γνώση για να αφήσουν στους ανθρώπους ελεύθερο πεδίο αναζητήσεων και ερευνών. 
Ο Ξενοφάνης ήταν υπέρ της προόδου (OYTOI AΠ' ΑΡΧΗΣ ΠΑΝΤΑ ΘΕΟΙ ΘΝΗΤΟΙΣ'ΥΠΕΔΕΙΞΑΝ, ΑΛΛΑ ΧΡΟΝΩ ΖΗΤΟΥΝΤΕΣ ΕΦΕΥΡΙΣΚΟΥΣΙΝ ΑΜΕΙΝΟΝ., Βλ.παραπάνω). 
Εννοούσε ότι η γνώση αποκαλύπτεται στους ανθρώπους όχι ύστερα από επέμβαση των θεών, αλλά ύστερα από έρευνα του ανθρώπου. Αυτή είναι η πραγματική έννοια της προόδου.


Ως ηθικός φιλόσοφος υιοθετεί κριτική στάση απέναντι στα δεινά της εποχής του και απέναντι στους συμπολίτες του, που τους κατηγορεί για τρυφηλότητα, πολυτέλεια,έλλειψη ψυχικής ανάτασης και υλόφρονα αντίληψη. Θεωρεί ότι η τυραννία των Περσών οφείλεται στην ηθική σήψη και την ψυχική αναιμία των Ελλήνων(2).

Επικριτικός ήταν ο Ξενοφάνης εκτός του Ομήρου και του Ησιόδου, του Θαλή, του Πυθαγόρα και του Επιμενίδη ακόμη και των κορυφαίων αθλητών της εποχής του. H Κολοφώνα το πρώτο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. βρισκόταν κάτω από την ολιγαρχία των χιλίων ιππέων και ανήκε σε μια περιοχή, υπό την επικυριαρχία της Λυδίας. 
Ο Ξενοφάνης ωστόσο αντιτάχθηκε στη σχετικά ήπια κυριαρχία και αποκαλούσε τους στρατιώτες ακόλαστους και διαφθορείς των ηθών των συμπατριωτών του. 
Όταν όμως ο στρατηγός Άρπαγος άπλωσε τον τρόμο σε όλη την ιωνική ακτή, έφυγε και πιάστηκε από πειρατές. Τον απελευθέρωσαν οι Πυθαγόρειοι Παρμενίσκος και Ορεστάδης, έζησε κατόπιν στην Μεσσίνα, την Κατανία, στις Συρακούσες, στον Ακράγαντα και στο Στρόμπολι, όπου τον εντυπωσίασε μια ηφαιστειακή έκρηξη.


Για το Θεό εκτός των προαναφερθέντων είπε επίσης πως είναι αγέννητος, αφού το τέλειο δε μπορεί να γεννηθεί από το ατελές, άρα ο Θεός είναι άναρχος και αιώνιος. Η ιεραρχία αποκλείεται γιατί ένας υπο-Θεός δε νοείται ούτε όμως ίσοι μπορεί να είναι οι θεοί, γιατί γνώρισμα του Θεού είναι η ανωτερότητά του. Ο Θεός είναι επομένως μοναδικός, παντοδύναμος και δεν έχει όρια όπως τα εννοούν οι άνθρωποι. Ο Αϊνστάιν έχει μιλήσει για τον τετραδιάστατο κυρτό χώρο που είναι ταυτόχρονα πεπερασμένος και άπειρος(3).

Ο Ξενοφάνης ήταν ο πρώτος φιλόσοφος, που, ως λογικός άνθρωπος εναντιώνεται όχι μόνο στη θρησκεία της εποχής του αλλά και σε οποιεσδήποτε δεισιδαιμονίες ή προλήψεις. Η διδασκαλία του για ένα αιώνιο, αμετάβλητο Ον, που υπάρχει πίσω από την ποικιλία των φαινομένων, επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους φιλοσόφους(4).

Ο Παρμενίδης έτσι ισχυρίστηκε ότι η εμπειρία είναι απατηλή, γιατί στηρίζεται σε φαινόμενα. Με τον τρόπο αυτό, χωρίστηκαν η γνώση που προέρχεται από την εμπειρία, με εκείνη που πηγάζει από το λόγο. Κατά τον Παρμενίδη, η αληθινή γνώση προέρχεται μόνο από ένα αμετάβλητο Ον. Είναι όμως και λόγος, ταυτίζονται(5).

Με τον Ξενοφάνη, ξεκίνησε η πορεία για την αποκορύφωση της αφηρημένης , θεωρητικής σκέψης. 
Ο Ηράκλειτος, είχε αναγνωρίσει το ον στο "αείζωον πυρ", που μεταμορφώνεται ολοένα και παίρνει αυτό, μόνο του, όλες τις μορφές που φανερώνονται μέσα στη φύση. 
Ο Παρμενίδης, όρισε το ον ως "ένα, συνεχές, τετελεσμένο, έμπλεον, ακίνητον, άναρχον, άπαυτον, ταυτόν, έμπεδον, ίσον". Από αυτή τη θέση εξήγησε το φυσικό κόσμο ως φαινομενικό κόσμο. 
Ο Ζήνων στη συνέχεια, εισήγαγε την "επ' άπειρον τομήν", για να αποδείξει ότι η κίνηση και η πολλαπλότητα δεν υπάρχουν: Αν τα πράγματα ήταν διαιρετά, η ιδιότητά τους αυτή θα μπορούσε να προεκταθεί στο διηνεκές του χρόνου. Έτσι όμως, κάθε πράγμα θα ήταν ταυτόχρονα απείρως μεγάλο, και απείρως μικρό. 
Ο Ξενοφάνης, ανταποκρίθηκε έγκαιρα στην ανάγκη, να εξηγηθεί η γένεση των όντων, σε αναφορά προς την ουσία τους. Ο κόσμος χωρίστηκε σε πραγματικό και φαινομενικό(6).


Σύμφωνα με ένα άρθρο του Szab, η εξέλιξη της σκέψης από τον Ηράκλειτο ως τον Παρμενίδη έχει την εξής ακολουθία: αρχικά υπήρχε η πεποίθηση ότι η πολλαπλότητα ταυτίζεται με την πραγματικότητα (θέση), ο Παρμενίδης στη συνέχεια υποστήριξε το αντίθετο, ότι η πραγματικότητα είναι το Ένα (αντίθεση), ενώ ο Ηράκλειτος μετά είπε ότι η πραγματικότητα είναι και τα δύο, το Ένα και η πολλαπλότητα (σύνθεση). Αυτό το ελκυστικό σχήμα όμως δεν συμφωνεί με τα γεγονότα, γιατί εκτός του ότι έρχεται σε αντίθεση με τις χρονολογικές μαρτυρίες, δεν λαμβάνει υπόψη του τον Πυθαγόρα, που υποστήριζε πως η πραγματικότητα έγκειται στη δυαδικότητα. 
Επειδή η θέση του Ηράκλειτου μοιάζει τόσο πολύ με αυτή του διαλεκτικού υλισμού, μπαίνει κανείς σε πειρασμό να βγάλει το συμπέρασμα πως το έργο του αποτελεί την κορύφωση της πρώιμης ελληνικής φιλοσοφίας. 
Πρέπει όμως να προσέξει κανείς πάρα πολύ για να μην κάνει λάθος και παρασυρθεί λόγω της νεότερης αναλογίας. 
Πρέπει να θυμηθεί κανείς πως, η κύρια κατεύθυνση της αρχαίας φιλοσοφίας οδηγεί από τον υλισμό προς τον ιδεαλισμό, ενώ η νεότερη φιλοσοφία έχει την αντίθετη κατεύθυνση, από τον ιδεαλισμό ήγουν προς τον υλισμό. 
Υπάρχει έτσι κάποια συγγένεια μεταξύ Ηράκλειτου και Έγελου, από την άποψη ότι και οι δύο βρίσκονται σε ένα σημείο τομής, σε μια κρίσιμη καμπή. Όμως, ενώ η Εγελιανή διαλεκτική έχει ως περιεχόμενό της το νέο και το εξελισσόμενο, η διαλεκτική του Ηράκλειτου εκφράζει το παλαιό και αυτό που φθείρεται (φθείρεσθαι-φθίνειν). 
Αυτή η διαφορά είναι μεγίστης σημασίας. Με τον Ηράκλειτο, η διαλεκτική της πρώιμης σκέψης, κάτω από την πίεση της φιλοσοφίας του Πυθαγόρα, που σημάδεψε ένα ακόμη εξελικτικό στάδιο της αφηρημένης, θεωρητικής σκέψης, που οδηγούσε προς τον ιδεαλισμό, βρήκε την πλήρη έκφρασή της. 
Όμως για τον ίδιο λόγο ο διαλεκτικό υλισμός του Ηράκλειτου είναι ήδη πεφορτισμένος με το αντίθετό του. Το αείζωον πυρ του Ηράκλειτου παριστά κάτι το αφαιρετικό και η νομοτέλεια των μεταβολών της φωτιάς ή της αρχέγονης ενέργειας, προκαλεί την ένσταση πως στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καθόλου η ανάγκη να υποθέσουμε κάποια μεταβολή. Αυτό το βήμα το έκανε ο Παρμενίδης. Αμφισβητώντας την πραγματικότητα της μεταβολής, δεν έκανε τίποτε άλλο, από το να προάγει περαιτέρω τη διαδικασία της αφαίρεσης, ώσπου αντικατέστησε το αείζωον πυρ με τη δική του θεωρία του απόλυτου όντος. Η πορεία από τον Ηράκλειτο προς τον Παρμενίδη παριστά την πορεία, που οδηγεί στην ανάπτυξη του ιδεαλισμού, από την ποσότητα στην ποιότητα(7). Το ηρακλειτικό πυρ θα μπορούσε να έχει την πηγή του στη θέση του Ξενοφάνη ότι ο ήλιος σχηματίζεται κάθε μέρα εκ νέου, από μικρά κομματάκια φωτιάς που συναθροίζονται:

ΤΟΝ ΔΕ ΗΛΙΟΝ ΕΚ ΜΙΚΡΩΝ ΠΥΡΙΔΙΩΝ ΑΘΡΟΙΖΟΜΕΝΩΝ ΓΙΝΕΣΘΑΙ ΚΑΘ'ΕΚΑΣΤΗΝ ΗΜΕΡΑΝ(DK 22 B 67a).(8)

Η θέση του έργου του Ξενοφάνη και η επίδραση της φιλοσοφίας του στους μεταγενέστερους, έχει ξεχωριστή σημασία και δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
  1. Πρβλ. G.S.Kirk/J.E.Raven/M.Schofield,"Die vorsokratischen Philosophen", (μτφρ. από τα αγγλ. στα γερμ.): Karlheinz Hülser, εκδ. J.B.Metzler, Stuttgart-Weimar,1994/2001 (για την αγγλική έκδοση: Cambridge University Press 1957,1983) σσ.178-197.
  2. Πρβλ. Γρηγ. Φιλ. Κωσταράς, «Φιλοσοφική Προπαιδεία», Αθήνα, 1991/2000, σσ.180-196.
  3. Πρβλ. Luciano De Crescenzo,"Geschichte der griechischen Philosophie", (μτφρ. από τα ιταλικά στα γερμ) Linde Birk, εκδ. Diogenes, Zürich,1985/1988, σσ. 63-118.
  4. Πρβλ. Hans Joachim Störig, "Kleine Weltgeschichte der Philosophie", εκδ. Fischer Taschenbuch Verlag GmbH (überarbeitete Neuausgabe), Frankfurt am Main, 2. Auflage: April 2000 (Verlag W.Kohlhammer, 1950-1999,Stuttgart) σσ.142-157.
  5. Πρβλ. Peter Kunzmann, Franz-Peter Burkard, Franz Wiedmann,"dtv-Atlas Philosophie", εκδ. Deutscher Taschenbuch Verlag GmbH& Co.KG, München, 7. überarbeitete und erweiterte Auflage Februar 1998 (1. Auflage Oktober 1991) σελ. 33.
  6. Πρβλ. Κυριάκος Σ. Κατσιμάνης-Ευάγγελος Ν. Ρούσσος, «Φιλοσοφία (Γ'Λυκείου)», ΟΕΔΒ, Αθήνα,1994, σσ. 17-27.
  7. Πρβλ. George Thomson,"Die ersten Philosophen",ins Deutsche übertragen von Hans-Georg Heidenreich† und Erich Sommerfeld, εκδ. Akademie-Verlag GmbH, Gesamtherstellung: Druckhaus ‘Maxim Gorki’ - Altenburg DDR (αγγλική έκδοση: Studies in Ancient Greek Society, Vol.II, ’The First Philosophers’ Lawrence & Wishart Ltd., London,1955/1961), Berlin W,1961, σσ. 251-253. Πρβλ. G.S. Kirk/J.E. Raven/M. Schofield, σελ.189.
ethics

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Η παραβολή του Ασώτου Υιού — Το ψεύτικο χάνεται, μας εγκαταλείπει — Το αληθινό μένει, μας σώζει

Η ανταρσία του νεώτερου υιού και η διαγωγή του πατέρα
Τον νεώτερο υιό της παραβολής τον σώζει η αίσθηση που έχει ότι είναι υιός του πατέρα. Αισθάνεται και εκφράζεται μ’ αυτήν την ορολο­γία. Ζη σ’ αυτόν τον οικογενειακό χώρο. Γι’ αυτό λέει: «Πάτερ, δος μοι…»

Η αμαρτία, η αδυναμία του, είναι ότι όντας ανώριμος δεν έχει φτάσει στο να ξέρη ότι η ουσία του Πα­τρός είναι η ίδια με την ουσία του Υιού. Δεν ξέρει τούτη τη στιγμή αυτό που λέει παρακάτω ο πατέρας στον πρεσβύτερο υιό, «τα εμά πάντα σα εστί», γι’ αυ­τό ζητά από τον πατέρα του να του δώση «το επιβάλ­λον μέρος της ουσίας», το κομμάτι που του ανήκει. Αυτός ο χωρισμός που γίνεται μέσα του είναι η αμαρ­τία του.
Αυτός ο χωρισμός, ο τεμαχισμός είναι η αμαρτία, το κακό. «Όρος σύντομος του κακού ότι ου κατά φύσιν αλλά κατά μερικήν έλλειψιν του αγαθού εστί» (Αγιος Μάξιμος, Ρ.G. 4, 301Α).

Ο πατέρας είναι άρχοντας αγάπης. Δεν ενδια­φέρεται για τον εαυτό του. Ενδιαφέρεται να σώση τον άλλο, το παιδί του.
Αυτό βρίσκεται στον σκοπό της ζωής του, είναι καταξίωσι του είναι του. Δεν τον ενδιαφέρει τι θα πη ο κόσμος, αν θα χάση το κύρος του, αν παρουσιαστή ως πατέρας αποτυχημένος, με παιδί που αφήνει το σπίτι και φεύγει μακριά. Η αγάπη του πατέρα πάει πιο μακριά απ’ ό,τι μπορεί να πάη η κρίσι του κόσμου ή η ανταρσία του γιου του. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν θέλει να του κάμη διδασκαλία με λόγια. Ξέ­ρει ότι δεν πρόκειται να βγη τίποτε. Δεν πρόκειται να νοιώση κάτι ο νεώτερος υιός του.
Τώρα πρέπει να τον αφήση να περιπλανηθή, να πάθη, να μάθη, να δη προσωπικά. Αυτό ξέρει ο πατέρας ότι είναι κάτι θανάσιμα επικίνδυνο, αλλά δεν βλέπει άλλη λύσι.
Θα τον συντροφεύη πάντοτε με την αγάπη του, που μένει στο σπίτι, αλλά απλώνεται παντού. Γι’ αυτό δεν αμύνεται στενόκαρδα, δεν πιέζει. Δίδει αγωγή στο παιδί του υποφέροντας μυστικά ολόκληρος, βγαί­νοντας στον σταυρό της αναμονής.
Το θέμα δεν είναι ο πατέρας να κρατήση δια της βίας τον υιό κοντά του, αλλά να του δώση τη δυνατότητα, να του δημιουργήση τις προϋποθέσεις, ώστε ο ίδιος, μόνος του, να έλθη προς Αυτόν, την πηγή της Ζωής. Αυτή η κίνησι προς τον Πατέρα ορίζει τον υιό.
Η προσωπική κίνησι προς τον Πατέρα ορίζει το πρόσωπο του Υιού. Η φράσι «και ο Λόγος ην προς τον Θεόν» (και όχι «εν τω Θεώ») δεν θέλει άραγε να μας πη κάτι για το μυστήριο της υιότητος και της πατρότητος;
Να δώσης τη δυνατότητα στον άλλο να γυρίση στο σπίτι εν ελευθερία. Να το βρη. Να το νοιώση, να γίνη δικό του. Να μην μπορή να φύγη, γιατί οπουδήποτε και να βρίσκεται, τότε -με τη σωστή τοποθέτησι και σχέσι υιού προς πατέρα- θα είναι «εν παντί καιρώ και τόπω» στον πατρικό οίκο.
Και χωρίς να πη λόγο, «διείλεν αυτοίς τον βίον». Του μιλά και του συμπεριφέρεται με τον τρόπο που ο υιός καταλαβαίνει, όχι με εκείνον που ο πατέρας ξέρει.
Του έδωσε το κομμάτι που ζητούσε. Αλλά το κομμάτι αυτό, αποκομμένο από το σύνολο της αληθείας της αμπέλου της ζωής, δεν μπορεί να ζήση, να καρποφορήση. Το κομμάτι αυτό, όταν το παίρνουμε δυναστικά, αντάρτικα -όπως και όταν θέλουμε- δεν μας οδηγεί, δεν μας φέρνει στη ζωή, στον Παράδεισο, αλλά στην απόγνωσι και καταστροφή. Αυτό που συνάγομε με το επαναστατημένο θέλημά μας -«συναγαγών άπαντα»- το σκορπίζαμε ασώτως -«διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως» (α-σωτηρία, α-σώον, μισερά, αμαρτωλά, εκτός Θεού, σε παρά φύσιν κατάστασι).
Μαραίνεται και ξηραίνεται σύντομα. Σκορπίζεται. Τελειώνει σε μια κατάστασι στείρα, οπού χωρί­ζεται η ζωή από την πνευματική ζωή. Σε μια κατά­στασι που δεν έχει φως, καρποφορία, συνέχεια για τον άνθρωπο. Όπου τα πάντα μυρίζουν φθορά και είναι θάνατος.
Το κομμάτι που μας δίδει ο Θεός είναι από ένα σώμα θεανθρώπινο που μερίζεται και δεν διαιρείται, που εσθίεται και ουδέποτε δαπανάται. Είναι μικρό προζύμι με όλο τον δυναμισμό της βασιλείας, που σώ­ζει τα σύμπαντα και ζυμοί τα τρία σάτα της δημιουργίας ολόκληρης.
Το ψεύτικο χάνεται, μας εγκαταλείπει
Μέσα στο πυρ της πραγματικότητας φανερώθηκε το ψεύτικο, το απατηλό, που χάνεται και φεύγει. Μας αφήνει μόνους, έρημους και νηστικούς σε χώρα αλλο­δαπή, οπού τα πάντα ξοδεύονται χωρίς να ανανεώνωνται -«δαπανήσαντος αυτού πάντα».
Δεν δαπανήθηκαν μόνο τα δικά του πάντα, αλλά έγινε επί πλέον λιμός ισχυρός «κατά την χώραν εκείνην». Στη μακρινή χώρα κανείς δεν ζη καλά για πάν­τα. Στο τέλος ισχυρός λιμός βασανίζει όλους. Κανείς δεν μπορεί να βοηθήση κανένα. Υπάρχει μια έκπτωσι, εξαθλίωσι, τελική απώλεια του ανθρώπου. Και όταν ζητάς βοήθεια, όταν πας να προσκολληθής «ενί των πολιτών της χώρας εκείνης», αυτός σε σπρώχνει πιο χαμηλά, σε στέλνει να βόσκης χοίρους, να ποιμαίνης πάθη. Σε κάνει χοιροβοσκό. Σε κάνει χοίρο. Αρ­νείται τη φύσι, την ευγένειά σου. Σε θεωρεί ζώο. Σου αρνείται την τροφή των χοίρων. Αλλά και όταν σου την δίδη, είναι σαν να μη σου δίδη τίποτε. Μένεις νη­στικός, γιατί δεν τρώγεται η τροφή των χοίρων. Εσύ έχεις ανάγκη από άλλη τροφή.

Το αληθινό μένει, μας σώζει
Η δοκιμασία του νεώτερου γιου στη μακρινή χώρα φανέρωσε και το τι έκρυβε μέσα του, τι αντοχή είχε, τι έμεινε ανέπαφο, ποιος μπορούσε να τον βοηθήση, σε ποιον να κολληθή -«εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου, εμού δε αντελάβετο η δεξιά σου» (Ψαλμ. 62, 9)- σε ποιον να καταφύγη, ποιος είναι «οικτίρμων και ελεή­μων» (Ψαλμ. 102, 8), που υπάρχει τροφή, ζωή και ανάστασι για όλους.
Μπορεί να τα έχασα όλα. Μπορεί να χάθηκα και εγώ ο ίδιος -«απολωλώς ην»-, κυριολεκτικά να πέ­θανα -«νεκρός ην»-, αλλά κάτι υπάρχει που δεν χά­νεται, δεν πεθαίνει· είναι ο Πατέρας μου και η αγά­πη Του. Αυτός είναι «δυνατός εν ελέει και αγαθός εν ισχύϊ» (α’ ευχή του Εσπερινού). Το ξέρω, το ζω.
Δεν σκέφτομαι τα παιδιά του -είμαι ανάξιος για κάτι τέτοιο- σκέφτομαι τους μισθωτούς του, πώς τους φέρεται, πώς τους χορταίνει. Είμαι μισθωτός χωρίς μισθό· δούλος χωρίς ψωμί.
Θα σηκωθώ και θα γυρίσω πίσω και θα πω στον πατέρα μου: Αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα. Σε σένα που είσαι πατέρας επουράνιος. Σε σένα που έχεις τέτοια αγάπη, που γεμίζει ουρανό και γη. Σε σένα που ακόμη εδώ, στη μακρινή χώρα της στερήσεως, της ασωτείας, της κολάσεως, με παρακολουθείς, με συνοδεύεις.
Δεν είμαι άξιος να λέγομαι γιος σου. Ξέπεσα, έχασα την υιοθεσία. Αυτή είναι η αμαρτία, το έγκλημά μου το ένα. Δεν είναι η περιουσία σου που έφαγα. Δεν είναι κάτι μικρό, υλικό, που μπορώ να επανορθώσω με τις δυνάμεις μου· δεν είναι κάτι που μπορώ να κερδίσω με τη δουλειά μου, για να σου το επιστρέψω. Καθύβρισα τη μια σχέσι του υιού προς τον πατέρα. Δεν μπορώ τίποτε να κάμω, εφ’ όσον με σε­βάστηκες περισσότερο απ’ ό,τι άξιζα. Με καταδικάζει η συμπεριφορά σου.
Αν δεν ήσουν τόσο άρχοντας της αγάπης, αν δεν μου είχες φερθή όπως μου φέρθηκες, αν δεν ήσουν τέ­λειος σε όλα, αν λίγο κάπου μου έφταιγες· ίσως να εύρισκα σαν δικαιολογία κάτι να πω. Τώρα δεν είναι έτσι. Τώρα με αφήνει αναπολόγητο, άναυδο και μουγ­κό, η ανείκαστή σου στοργή και ανοχή, που μόλις συ­νειδητοποιώ.
Έπρεπε να πάω τόσο μακριά, για να το νοιώσω; Έπρεπε να φτάσω στην απώλεια και στον θάνατο, για να καταλάβω τι θα πη σωτηρία και ζωή; Δεν ξέρω τι να πω. Όλα όμως αποδεικνύουν ένα πράγμα: τη δική μου αφιλοτιμία, αφροσύνη. Και τη δική σου βασιλεία, αγάπη, που με διαλύει.
Έρχομαι προς εσένα, τραβηγμένος από σένα· από την αγάπη σου, που με έλκει έσωθεν και μου κά­νει συντροφιά.
Κάνε με δούλο σου. Η ενοχή είναι δική μου. Η ανοχή, η ζωή, είσαι εσύ.
«Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου· ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου».

Συνάντησι νεώτερου υιού με τον πατέρα
Πριν φτάση στο σπίτι, ο πατέρας τον βλέπει και τρέ­χει. Χωρίς να του πη τίποτε, πέφτει ολόκληρος στον τράχηλό του, τον αγκαλιάζει και τον καταφιλεί.
Ήδη ο γιος κατάλαβε, πήρε την απάντηση: Ο πατέρας άκουσε την εξομολόγησι, την ξέρει πριν του την πη. Βλέπει τον γιο του πριν να γυρίση. Ήταν μα­ζί του, χωρίς να τον βλέπη ο γιος. Αυτός που αγαπά με την τέλεια αγάπη «απών ως παρών συναναστρέφεται, μη ορώμενος υπό τινος» (Αββάς Ισαάκ, λόγος κδ’).
Ο γιος όμως αρχίζει την εξομολόγησι· λέγεται μόνη της, βγαίνει από την καρδιά του, πρέπει να εξωτερικευθή. Είναι μια ανάσα που πρέπει να βγη από τα σπλάχνα του, για να ελευθερωθή. Την λέει όπως ακριβώς γεννήθηκε μέσα του, αλλά δεν την τελειώνει. Αναφέρει το αμάρτημα, το έγκλημά του, και στα­ματά. Δεν τολμά να συμπληρώση τη φράσι να ζήτη­ση να γίνη δούλος του πατέρα. Τα χάνει με τον χείμαρρο της αγάπης που τον παρασύρει, τον διαλύει· και δεν μπορεί να κάνει σ’ Αυτήν υποδείξεις. Ομολογεί το έγκλημά του και σιωπά.
Τον λόγο παίρνει ο πατέρας, που με τον ίδιο τρό­πο μιλά ξεκάθαρα εν σιωπή: Δεν λέει τίποτε στο παι­δί του για τον εαυτό του· ούτε αν πόνεσε ούτε πόσο πόνεσε, όταν έφυγε· ούτε πόσο χαίρεται ή αν χαίρεται, τώρα που γύρισε. Αυτά δεν λέγονται· διαγράφονται όλα ως περιττά. Δεν μπορεί να μιλήση σ’ αυτόν τον γιο που είναι άξιος της σιγής, της άφατης πατρικής του αγάπης. Πώς να αρθρώση τα άρρητα ή πώς να μειώση την ενάργεια όσων λέγονται εν σιγή;
Στον γιο δεν λέει τίποτε. Η μυσταγωγία της σχέσεώς τους ιερουργείται σε χώρο βαθιάς σιωπής. Πυράκτωμα αγάπης που παραλύει τη γλώσσα.
Μιλά, δίδει εντολές στους δούλους: «εξενέγκατε την στολήν … ενδύσατε … θύσατε τον μόσχον τον σιτευτόν», ας ευφρανθούμε, γιατί «ούτος ο υιός μου νε­κρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».
Μόνο στους άλλους μπορεί να μιλήση για το θέ­μα του γιου του.
Το «νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη», που ο πατέρας λέει στους δούλους, δείχνει το μεγάλο δράμα και τη χαρά που έζησαν και που ζουν οι δυο τους, πατέρας και γιος.
Δεν μίλησε ο πατέρας στην αρχή ούτε τώρα, όχι γιατί ήταν αδιάφορος ή δεν γνώριζε το μέγεθος του δράματος ή δεν είχε συνείδησι του κινδύνου που επρό­κειτο να περάση το παιδί του. Δεν έχει κανένα στοι­χείο απάθειας που φανερώνει αδιαφορία ή έλλειψι αισθήσεως. Όλα τα ζη. Όλα τα ξεπερνά με την άπει­ρη αγάπη του. Τον παρακολουθεί, τον συνοδεύει μέ­χρι την απώλεια, τον θάνατο. Συνθάπτεται μαζί του. Ξέρει, χωρίς να του πη ο γιος λεπτομέρειες, όλη την οδύσσεια που πέρασε, ότι γεύτηκε όντως την κόλασι, τον χαμό, τον θάνατο.
Και βρέθηκε, σώθηκε, ανέζησε από άλλη δύναμι, που υπήρχε μέσα του και τον παρακολουθούσε γύ­ρω του διακριτικά. Υπάρχει η δύναμι της υιότητος και της πατρότητας. Ήταν αυτός γιος και είχε πη στην αρχή «πάτερ» (και όταν έφευγε και όταν γύρισε). Και αυτός ήταν πατέρας, δεν ήθελε να στραπατσάρη το παιδί του, έστω και αν υπήρχε ο κίνδυνος του χαμού, του θανάτου του ίδιου του παιδιού. Του έδωσε την επικίνδυνη και σωτήρια αγωγή της ελευθερίας καλύπτοντάς τον με την άπειρη αγάπη του πάντοτε.
Και νίκησε η πατρική αγάπη τον θάνατο. Και άναψε τούτη η χαρά, το πανηγύρι, που θύεται ο μό­σχος ο σιτευτός. Αυτός ο μόσχος λένε οι Πατέρες ότι είναι ο Υιός του Θεού, και το πανηγύρι η θεία Λειτουργία, η σύναξι και η ζωή της Εκκλησίας.

Επιστροφή που σε ελευθερώνει
Ο νεώτερος υιός σκεφτόταν να ζητήση να μείνη στο σπίτι «ως εις των μισθίων». Αυτό αν του δινόταν, θα ήταν ήδη παράδεισος μέγας γι’ αυτόν. Θα βρισκόταν σε δρόσο Αερμών. Όμως ο Θεός Πατέρας τον κάνει το κεντρικό πρόσωπο και την αφορμή του μεγάλου πανηγυριού. Και αυτό τον καταπλήττει και τον κα­τακαίει. Ο Θεός καταδικάζει με το πλήθος της αγάπης Του. Και νοιώθεις ανάξιος γι’ Αυτήν. Αποτραβιέσαι στη θέσι του δούλου, που σου ταιριάζει, σου υπεραρκεί, σε αναπαύει. Δεν αναπαύει όμως τον Θεό, που τόσο αγαπά, που τόσο συγχωρεί, που σε συνθλίβει, σε λιώνει με την αγάπη Του την άμετρη. Και κλαις από χαρά για το θαύμα τούτο. Και το κλάμα φανερώνει την πλησμονή της αγαλλιάσεως.
Γι’ αυτό οι Αγιοι, τα παιδιά του Θεού, ονομά­ζουν τον εαυτό τους δούλο Χριστού. Και νοιώθουν ότι αυτό ξεπερνά την αξία τους και τους πλημμυρίζει με τιμή. Το άλλο, το να γίνεται παιδί κατά χάρι και το κεντρικό πρόσωπο του πανηγυριού, οπού θύεται ο μό­σχος ο σιτευτός, αυτό ξεπερνά τις ανθρώπινες προσ­δοκίες· υπαγορεύεται και πραγματοποιείται μόνο από την απερινόητη και άφατη αγάπη του Θεού Πατρός.
Εξουθενώνει τον εαυτό του και δοξάζεται. Δεν βλέπει ανθρώπινα τη δόξα που θα ακολουθήση. Μένει μόνο στην εξουθένωσι. Του αρκεί να είναι στο σπί­τι του Πατρός. «Εξελεξάμην παραρριπτείσθαι εν τω οίκω του Θεού μου μάλλον ή οικείν με εν σκηνώμασιν αμαρτωλών» (Ψαλμ. 83, 11). Δεν ζητά χαρίσματα -αυτό γίνεται εκ βαθέων- γι’ αυτό του δίδονται όλα.
Όταν ζητάς κάτι μικρό, ένα ερίφιο, δεν παίρνεις τίποτε. Όταν δεν ζητάς τίποτε -ούτε να γίνης δούλος- τα παίρνεις όλα.
Επειδή είναι αληθινή η μετάνοιά του, ήδη τον έβαλε στον Παράδεισο· διαιτάται σε χαρά που ακατάπαυστα αυξάνει. Αυτό το ξέρει ο πατέρας. Γι’ αυτό θύει τον μόσχο τον σιτευτό. Ενδύει τη χαρά με τη χα­ρά. Τον υιό τον άξιο του πατέρα με τη στολή την πρώ­τη. Αυτό γίνεται αυθόρμητα. Όπως από τον τάφο της σκοτεινής γης, ο σπόρος που πεθαίνει, προχωρεί φυσιολογικά και φτάνει στην ανθοφορία -«η γη αυτομάτη καρποφορεί» (Μάρκ. 4, 28)- έτσι από τη συντετριμμένη καρδιά του ταλαιπωρημένου, του χαμέ­νου γιου, ανατέλλουν τα πάμφωτα χαρίσματα και τον ντύνουν. Τον περιβάλλει το φως ως ιμάτιον στολή πρώτη και ανέγγιχτη.
Αλλιώς -αν δεν είχε αυτή τη διαλυτική των πάν­των συντριβή- δεν θα μπορούσε να ανθέξη και τα ελάχιστα χαρίσματα, θα του κάνανε κακό. Θα τα πέταγε πέρα. Και ο ίδιος θα πεταγόταν έξω από τη μονα­δική χαρά, την πανήγυρι της αγάπης· όπως έκαμε ο πρεσβύτερος υιός.
«Και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών» (Ιω. 16, 22). Κανείς δεν μπορεί να του πάρη τούτη τη χαρά, να του την αφαιρέση, να την απομακρύνη. Γιατί πηγάζει από μέσα του, από τον εαυτό του, είναι ο Χριστός που ζη μέσα του. Δεν ζη πια αυτός.

Επιστροφή που σε πνίγει
Μια διαφορετική επιστροφή, όχι θεϊκή εν ταπεινώσει και εξουθενώσει -που είναι γεννητική της άφθαρτου δόξης- αλλά σύμφωνα με τη λογική και τη στάσι του πρεσβύτερου υιού, που δεν είναι επιστροφή αλλά πε­ριπλοκή χειρότερη των πραγμάτων, θα ήταν κάπως έτσι:
Λοιπόν, πατέρα, γυρίζω να τα συζητήσωμε, να δούμε τα πράγματα ψύχραιμα. Να δούμε σε τι φταις και σε τι φταίω. Να βρούμε έναν τρόπο συμβιώσεως.
Όχι ότι δεν μπορώ να ζήσω μακριά από σένα. Μπορώ κάλλιστα, αλλά είπα, μια και είσαι πατέρας μου, να γυρίσω. Τώρα όμως πρέπει να προσέξωμε, για να μην επαναληφθούν τα ίδια. Γιατί αν δεν έδινες αφορμή με τη συμπεριφορά σου, δεν είμαι ανόητος να σηκωνό­μουνα να έφευγα στα καλά καθούμενα.
Λοιπόν, τί λες τώρα; Υπάρχει τρόπος συμβιώ­σεως, ναι ή όχι;
Και μην κρατήσης κακία. Αλλά να τα ξεχάσης όλα. Και να μου βάλης την πρώτη στολή, για να μη νοιώθω μειωμένος απέναντι των άλλων.
Για πανηγύρι χαράς δεν του κάνει λόγο, γιατί αυτή η λογική δεν έχει σχέσι με καμιά χαρά. Αυτή είναι η αρρώστια, τα ράκη της πεπτωκυίας φύσεως, όχι η στολή της πρώτης καινής κτίσεως. Αυτή είναι η κόλασι της «δικαιοσύνης».
Υπάρχει παραμονή στο σπίτι που είναι περιπλάνησι σε χώρα μακρινή. Υπάρχει επιστροφή που είναι μεγαλύτερη απομάκρυνσι από το σπίτι.

Το ανανεούμενο βάσανο του πατέρα. Συνάντησι με τον πρεσβύτερο υιό
Από τον μακρινό αγρό, όπου έβοσκε χοίρους, γύρισε συντετριμμένος ο νεώτερος υιός και μπήκε στον Παράδεισο. Από τον αγρό του πατέρα επέστρεψε ορ­γισμένος ο πρεσβύτερος και φανέρωσε την κόλασι που κουβαλούσε μέσα του. «Ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν», αφού πληροφορήθηκε από τους δούλους τι γι­νόταν στο σπίτι.
Είναι ανανεούμενο βάσανο η ζωή του πατέρα. Μόλις τελειώνει η μια δοκιμασία, αρχίζει η άλλη. Όταν ο νεώτερος επιστρέφη από την ασωτεία, ο πρεσβύτερος, που μένει στο σπίτι, αρνείται να μπη μέσα.
Κάθε μεγάλη μέρα ο πειρασμός δημιουργεί προβλήματα, προκαλεί αφορμές θλίψεως. Θέλει να μολύνη τη χαρά, να θόλωση την καθαρότητα της γιορ­τής. Να μην αφήση καρδιά απλήγωτη. Αλλά ο πα­τέρας της παραβολής είναι ωκεανός αγάπης και ανο­χής: «Εξελθών παρεκάλει αυτόν».
Ο πατέρας γνωρίζει την αρρώστια του μεγαλύ­τερου παιδιού του, ότι ζηλεύει και φθονεί. Γι’ αυτό, από αγάπη κινούμενος, μετριάζει τις εκδηλώσεις της πατρικής του στοργής. Δεν τρέχει -«δραμών»- όπως στην περίπτωσι του νεωτέρου, αλλά εξέρχεται βαρύς από τον πόνο. Και δεν τον «καταφιλεί» -αν έκανε κά­τι τέτοιο, θα τον κατέκαιγε, θα τον τάραζε ολόκληρο- ούτε καν τον φιλεί. Μόνο του μιλά παρακλητικά. Και δέχεται καρτερικά όλα τα κύματα της οργής του πρε­σβύτερου υιού.
Σαν να είχε έτοιμη την επίθεσι (όπως ο νεώτε­ρος την εξομολόγησι). Λες και περίμενε την αφορμή για να ξεσπάση, να βγάλη έξω όσα μαζεύονταν και έβραζαν μέσα του ολόκληρη σειρά ετών.
«Τοσαύτα έτη δουλεύω σοι…»
Δεν τον ονομάζει καμιά φορά ούτε τον βλέπει ως πατέρα, αλλά σαν αφεντικό, και μάλιστα άδικο. Τον εαυτό του τον υποτιμά, τον βλέπει σαν μισθωτό δούλο.
Μέσα σ’ όλην αυτή τη νομικίστικη σχέσι δικαιώ­νει εξ ολοκλήρου τον εαυτό του και καταδικάζει από­λυτα τον πατέρα του.
«Ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον». Είμαι εν τάξει πάντοτε. Είμαι άμεμπτος. Ποτέ δεν έσφαλα σε κάτι.
Εσύ αντίθετα είσαι ολοκληρωτική αποτυχία. «Ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ».
Εγώ ουδέποτε έκαμα κάτι κακό. Εσύ ουδέποτε έκαμες κάτι καλό.
Τον αδελφό του δεν τον ονομάζει αδελφό, αλλά γιο του πατέρα του. Και το σφάλμα του νεωτέρου, που δεν το έχει διορθώσει, δεν είναι ότι πρόσβαλε τον πατέρα του, αλλά ότι ξόδεψε χρήματα, κατέφαγε πε­ριουσία. Και αυτός πρώτος και μόνος κατηγορεί τον αδελφό του ότι κατέφαγε την περιουσία «μετά πορνών».
Η πρώτη διόρθωσι του πατέρα γίνεται με την προσφώνησι: «Τέκνον». Εσύ δεν με καλείς πατέρα, εγώ σε θεωρώ και σε ονομάζω παιδί μου. Αυτό είναι το πρώτο. Δεν είσαι δούλος μου, ούτε καταδυναστευόμενός μου.
Στο αρνητικό επίρρημα ουδέποτε του πρεσβύτε­ρου υιού ο πατέρας αντιπαραθέτει το θετικό πάντοτε: «Συ πάντοτε μετ’ εμού ει». Είσαι πάντοτε μαζί μου. Αυτός είναι ο παράδεισος, η ελευθερία, ο πλούτος του υιού, το ότι μένει εν τη οικία (Ιω. 8, 35), μένει με τον πατέρα μαζί. «Εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί εστί» (Ιω. 14, 10).
Και στην αίτησι του ελαχίστου και μικρού -ερι­φίου- απαντά με το πάντα. «Πάντα τα εμά σα εστί».
Στην οργή και στο μίσος που τον κατατρώει («ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν») αντιπαραθέτει το «ευφρανθήναι και χαρήναι έδει», γιατί ο αδελφός σου αναστήθηκε και σώθηκε.

Χαρακτηριστικά του νεώτερου υιού
Στον νεώτερο υιό εφαρμόζεται ο λόγος της Αποκαλύψεως: «Όφελον ψυχρός ης ή ζεστός» (Αποκ. 3, 15).
Όταν έφυγε, ήταν απόλυτος αντάρτης: «συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν». Έπεσε με τα μούτρα στην αμαρτία. Τα έδω­σε, τα έχασε όλα.
Όταν έφτασε στην εσχάτη ανάγκη, «εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης». Το εκολλήθη δείχνει την ολόψυχή του προσπάθεια να πιαστή από κάποια σανίδα σωτηρίας.
Όταν επέστρεφε, ήταν το ίδιο θερμός και από­λυτος: ήρθε να ομολογήση απερίφραστα την ολική του αποτυχία και αμαρτία.
Τα χάνει όλα την πρώτη φορά. Προσφέρει τώρα όλο του τον εαυτό, έστω χαμένο και νεκρό –πάντως όλο- στον πατέρα του· χωρίς κανένα ενδοιασμό, χω­ρίς καμιά επιφύλαξι ή όρο.
Η φιλαυτία -η αρρωστημένη προσκόλλησι στο εγώ μας- είναι ξένη προς την Αγάπη που μας έπλα­σε, προς την πνοή που Αυτή μας φύσηξε στα σπλάχνα. Γι’ αυτό κάνοντας το θέλημά του αντάρτικα ο νεώτερος γιος, χάνει τον άξονα της ζωής του, αθετεί τη φύσι του, καταστρέφει τον εαυτό του· βρίσκεται εκτός εαυτού. Μόλις «έρχεται εις εαυτόν», επιστρέφει στο σπίτι του. Βρίσκει τον πατέρα του, που είναι αγάπη, που δεν κλείνεται στον εαυτό του, αλλά «δι’ υπερβολήν της ερωτικής αγαθότητας έξω εαυτού γίνεται … και εν πάσι κατάγεται» (Αγιος Διονύσιος ο Αρεο­παγίτης, Ρ.G. 3, 712ΑΒ). Τον πατέρα που τρέχει έξω από το σπίτι, για να αγκαλιάση τον νεώτερό του γιο που επιστρέφει, και βγαίνει έξω από το σπίτι του, από την ίδια αγάπη κινούμενος, για να παρακαλέση τον πρεσβύτερο.
Η εκστατική αγάπη -προσφορά στον Αλλον- μας οδηγεί στον εαυτό μας. Βρίσκομε το είναι μας και όλους τους άλλους. Αν αυτήν έχωμε -όσο μακριά κι αν βρισκώμαστε- θα μας φέρη στον Παράδεισο. Αν δεν την έχωμε -και στην πόρτα του Παραδείσου να είμαστε- η έλλειψι της αγάπης, το μίσος, δεν θα μας αφήση να μπούμε, αλλά θα μας πετάξη μακριά.

Χαρακτηριστικά του πρεσβύτερου υιού
Ο πρεσβύτερος νοσεί, έχει μέσα του κόλασι. Μόνο βάσανο και ταραχή του προκαλεί η αγάπη του πατέρα προς αυτόν, η αγάπη των ανθρώπων μεταξύ τους.
Δεν μπορεί να εφαρμοσθή εδώ η εντολή του μεγάλου Δειπνοκλήτορος: «ανάγκασον εισελθείν» (Λουκ. 14, 23). Μια τέτοια επιμονή για είσοδο στον Παρά­δεισο σε άνθρωπο που ζηλοφθονεί, πολλαπλασιάζει τον δαιμονισμό. Τον βασανίζει περισσότερο. Του κάνει τη ζωή αβάσταχτη κόλασι.
Αυτός με σίγουρους συλλογισμούς και ατράντα­χτα επιχειρήματα ανατρέπει όλα. Τα αποδεικνύει απαράδεκτα. Βρίσκει ενόχους και καταδικαστέους όσους συνέπραξαν για μια τέτοια γιορτή· για έναν παράδεισο, όπου ο άνθρωπος μπορεί να επιστρέψη, να σωθή, να ζήση· για ένα πασχάλιο δείπνο, όπου «ο μόσχος πολύς» και ακούγεται η κλήσι: «Πάντες απο­λαύσατε του συμποσίου της πίστεως … του πλούτου της χρηστότητας». Δεν ανέχεται τέτοιες καινοτομίες. Δεν μπορεί να μπη σε τέτοιο κλίμα. Δεν υποφέρει «συμφωνίες και χορούς». Του είναι ξένο και απαράδε­κτο το γεγονός, ο Θεός να αγκαλιάζη τον άσωτο που μετανοεί και να του χαρίζη «την στολήν την πρώτην». Δεν μπορεί να ανεχθή αυτή την αδικία, αυτή την προσ­βολή προς την «αλήθεια», τη «δικαιοσύνη».
Ο πατέρας μειλίχια τον προσκαλεί στη χαρά, στο ευχαριστιακό τραπέζι. Και είναι σαν να του ζητά να μπη στην κόλασι. Φουντώνει μέσα του το μίσος· και ακούει τη στοργική πρόσκλησι του πατέρα σαν οργισμένη αποπομπή.
Μήπως όλα αυτά λένε κάτι για το πώς θα γίνη η τελική κρίσι στη δευτέρα Παρουσία;
Μήπως η οργή («ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν») κάνει τη μοχθηρή καρδιά να βλέπη οργισμένο και βλοσυρό το ιλαρό πρόσωπο του ελεήμονος Θεού; Και το μίσος, που δεν αφήνει τον άνθρωπο που το έχει να μπη στο κοινό πανηγύρι της χαράς, παραποιεί γι’ αυτόν τον ίδιο την πρόσκλησι για τον Παράδεισο σε αποπομπή προς το πυρ το εξώτερο; Μήπως το μίσος είναι κόλασι που κατατρώει τα σωθικά μας; Και η θεία αγάπη παράδεισος που μας αναζωογονεί; Μή­πως η ίδια η αγάπη του Θεού είναι παράδεισος για τους σωσμένους, υγιείς, που αγαπούν, που μετανοούν και έχουν νουν Χριστού; Και η ίδια η αγάπη είναι κόλασι για τους αρρώστους, δηλαδή για κείνους που δεν αγαπούν, δεν μετανοούν, δεν έχουν νουν Χριστού;
Μήπως η μία κλήσι της αγάπης του Θεού, ο οποίος «θέλει πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αλη­θείας ελθείν», θα ακουσθή από όσους δεν αγαπούν, λόγω της διαστροφής και της αμετανοησίας τους: «Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον»· και απ’ αυτούς που αγαπούν: «Δεύτε οι ευλο­γημένοι του Πατρός μου…»;
Μήπως από σήμερα δεν κρινόμαστε; Μήπως από σήμερα δεν ετοιμαζόμαστε για το ποια θέσι θα πάρωμε τότε μόνοι μας; Δεν ετοιμαζόμαστε για την κρίσι της αγάπης; Δηλαδή για το αν δεχώμαστε, αν ζούμε την αγάπη ως παράδεισο ή ως κόλασι;

Αντιπαραβολή των δύο υιών
Ο νεώτερος υιός υπόδειγμα επιστροφής και φανέρωσι του τί είναι εξομολόγησι: καρπός μετανοίας, ομολο­γία των ουσιαστικών μου σφαλμάτων, εγκλημάτων. Συντριβή και εκζήτησι ελέους.
Ο πρεσβύτερος υιός υπόδειγμα μη επιστροφής και φανέρωσι του τί δεν είναι εξομολόγησι: αναφορά των δικών μου κατορθωμάτων και των εγκλημάτων των άλλων. Σκληροκαρδία και κατάκρισι.
Με το πέρασμα του χρόνου και την οδυνηρή πεί­ρα έφυγε από τον νεώτερο η ιδέα ότι κάτι μπορεί να βρη έξω από το σπίτι, χωρίς τον πατέρα. Γνώρισε την κουφότητα της ζωής μακριά από την πηγή της.
Αντίθετα, όσο περνά ο καιρός, ο πρεσβύτερος δεν ωριμάζει πνευματικά, αλλά σκληραίνει τη στάσι του. Συνεχώς και περισσότερο κατακρίνει τους άλλους και τον πατέρα του, μέσα σε μια ψευδαίσθησι ότι είναι «κάποιόν τι».
Ο νεώτερος υιός με τη συμπεριφορά του λέει τον λόγο της μετανοίας: «Σοι μόνω ήμαρτον».
Ο πρεσβύτερος αντιθέτως λέει: Εσύ είσαι ο μό­νος φταίχτης.
Το ότι ο νεώτερος επαναστάτησε στην αρχή, πριν περάσουν τα χρόνια, μπορεί κάπως να δικαιολογηθή.
Το να αντιδρά όμως ο πρεσβύτερος μετά «τοσαύτα έτη» και να μη θέλη να μπη στο σπίτι, την ώρα της μεγάλης χαράς, αλλά να ζητά ερίφι -όχι αμνό- για να ευφρανθή με τους φίλους του (οι φίλοι του ήσαν μεταξύ των ερίφων, των εξ ευωνύμων, όχι μετα­ξύ των ευλογημένων, των εκ δεξιών), αυτό είναι βαρύ και δύσκολα θεραπεύεται.
Όταν έχης να κάμης με πατέρα ουράνιο, έχεις άλλες σχέσεις, μιλάς άλλη γλώσσα, αναφέρεις άλλες απώλειες και κέρδη. Δεν αμύνεσαι, αλλά αυτοεξουθενώνεσαι, γιατί βρίσκεις τον εαυτό σου ένοχο -τον μόνο ένοχο- μπροστά σ’ έναν τέτοιο πατέρα, που όχι μόνο αγαπά, αλλά είναι η Αγάπη.
Όταν δεν θεωρής τον Θεό πατέρα που αγαπά, τότε η εξομολόγησι καταργείται, χάνει το νόημά της, δεν γίνεται. Ή όταν πάη να γίνη, ξεπέφτει σε μια νο­μική αντιδικία, οπού κατηγορείται ο αναίτιος, ο ευεργέτης. Όταν βλέπης μπροστά σου εργοδότη, που υπολογίζει τα δούναι και λαβείν, ετοιμάζεσαι για δια­μάχη και αναμέτρησι οικονομική, δικανική τακτοποίησι· να δούμε ποιος θα επιβληθή σε ποιόν.
Αν μπορούμε να αγαπάμε, θα γνωρίσωμε την αλήθεια του Θεού. Χωρίς αγάπη, υψώνοντας τη φωνή μας, αποκαλύπταμε το ψέμα της ζωής μας.

Χαρακτηριστικά του πατέρα
Ο πατέρας της παραβολής ξέρει πότε μιλά και πότε όχι. Πότε μοιράζει την περιουσία ολόκληρη, χωρίς να πη λέξι. Και πότε δεν δίδει ούτε ένα ερίφιο και επεξηγεί το γιατί. Πότε και ποιόν γιο του ασπάζε­ται, χωρίς άλλα σχόλια. Πότε και ποιόν γιο του δεν ασπάζεται, αλλά τον παρακαλεί και τον συμβουλεύει, πατρικά και βραχύλογα.
Δεν χρειάζονται πολλά λόγια και επεξηγήσεις. Απαιτείται χρόνος, προσωπική αυτοπαρακολούθησι και δοκιμασία, για να καταλάβωμε -αν καταλάβωμε- περί τίνος πρόκειται.
Έχει σημασία λοιπόν να ξέρη κανείς πότε θα πη σε κάποιον κάτι. Και μέχρι που θα προχωρήση. Στη συνέχεια σταματά την επεξήγησι, χωρίς να προχωρή, ενώ το θέμα δεν λύθηκε, δεν τακτοποιήθηκε.
Δεν ρωτά τον νεώτερο γιο του τί σκέφτεται να κάμη και πότε. Γι’ αυτό τον αφήνει ελεύθερο να μείνη στο σπίτι όσες μέρες θέλει μετά τη μοιρασιά της περιουσίας (αυτός φεύγει «μετ’ ου πολλάς ημέρας»). Ούτε τον ερώτα που θα πάη· αν σκέφτεται να πάη κοντά ή μακριά («εις χωράν μακράν), ή αν θα πάρη όλα τα πράγματά του ή τα μισά («συναγαγών άπαν­τα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν»).
Ούτε τον πρεσβύτερο υιό ρώτησε τί αποφασίζει, αφού άκουσε όσα του είπε η πατρική του αγάπη. Τον αφήνει ελεύθερο να αποφασίση όταν και όπως θέλει. Αφήνει το θέμα ανοιχτό. Απλώς περιορίζεται στο να του πη τι έπρεπε να κάμη: «Ευφρανθήναι και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».
Και η παράκλησι, η προτροπή του πατέρα, μένει αναπάντητη, το τέλος άγνωστο. Κόβεται η συζήτησι απότομα, σταματά, μένει ακέφαλη. Γιατί δεν τελειώνει; Γιατί δεν φτάνει σε τελεία και παύλα;
Έτσι γίνεται. Δεν βρίσκεται τέλος με συζητήσεις στα θέματα αυτά και με ανθρώπους που βρίσκονται σ’ αυτή την κατάστασι. Δεν υπάρχει τέλος σε συζητήσεις για θέματα που η φύσι τους ξεπερνά πάντα λόγον και αίσθησιν. Αλλωστε ούτε και το πρόβλημα, η αρρώστια του νεωτέρου, τακτοποιήθηκε με συζητή­σεις, αλλά με μια φαινομενική εγκατάλειψι, άφεσι στο να μάθη δια του πάθους του. Έτσι είναι. Μόνον ο Θεός να κάμη το θαύμα Του.
Κουβέντες και προτροπές δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα σε ανθρώπους που έχουν καταπιή το μί­σος, τη λογική της αυτοδικαιώσεως, της καταδίκης όλων των άλλων. Μπορούν να σου αραδιάσουν ατέλειωτα σε στιγμή χρόνου· να συσσωρεύουν αναρίθμητες δικές τους αρετές και εγκλήματα των άλλων. Όσα δεν ελέχθησαν -και δεν λέγονται- μπορούν να τα εκστομίσουν, για να εξοντώσουν τον αδελφό τους και να δικαιώσουν τον εαυτό τους. Αλλά δεν αλλά­ζουν γνώμη. Δεν μπορούν να μετανοήσουν. Δεν αγαπούν. Είναι ξένο προς τη φύσι τους. Αυτή είναι η κόλασί τους.
Πώς μπορείς ν’ αγαπάς αυτούς που δεν αγαπούν;
Αυτό είναι ένας μεγάλος σταυρός. Σου αρνούνται την αγάπη· είναι κόλασι γι’ αυτούς. Υποφέρουν, βασανί­ζονται. Αλλά πώς μπορείς να τους συμπαρασταθής, να τους συνδράμης, χωρίς αγάπη; Αυτοί ζητούν όχι τη σωτηρία, αλλά την καταδίκη, την εξόντωσι πάντων. Έτσι καταδικάζουν και τον εαυτό τους. (Θεολογία και πολιτεία κολάσεως.)
Ο πατέρας παρατρέχει τα επιχειρήματα του πρεσβύτερου γιου. Δεν του κάνει καμιά κριτική: ούτε τον ψέγει για κάποιο λάθος του, ούτε του αναφέρει κάτι καλό που έκαμε. Δεν χρειάζεται να καθυστερήση κα­θόλου μέσα στη λογική αυτή, που δεν οδηγεί πουθενά αλλού, εκτός από το αδιέξοδο της κολάσεως. Δεν μπορεί κανείς να του αρνηθή την κάποια καλή του προσπάθεια, αλλά το κακό ήταν ότι δεν είχε κατα­λάβει ότι και ο ίδιος ήταν άσωτος, δεν ήταν μόνον ο αδελφός του.

Η παραβολή και εμείς
Έχει άμεση σχέσι η παραβολή αυτή με τον Θεό Πατέρα και την ιστορία της ανθρωπότητας, που χαρα­κτηριστικά χωρίζεται σε δύο μέρη, σε δύο γιους.
Εμείς που βρισκόμαστε; Ποιόν αντιπροσωπεύαμε;
Δεν είναι εύκολο να πούμε. Είναι επικίνδυνο βιαστικά να απαντήσωμε· αυτό μας διδάσκει η παραβολή.
Ο νεώτερος υιός από την αρχή, που ζήτησε στανικά το επιβάλλον μέρος της ουσίας (και ποιος του είπε ότι είχε δικαίωμα να κάμη κάτι τέτοιο;), μέχρις ότου δαπανήση τα πάντα, και γίνη ισχυρός λιμός σ’ όλη τη μακρινή χώρα, και πεθάνη της πείνας αυτός και οι πολίτες της χώρας εκείνης… Μέχρις ότου γί­νουν όλα αυτά, ήταν ζαλισμένος, δεν ήταν στα καλά του, ήταν εκτός εαυτού. Δεν μπορούσε να διακρίνη, να καταλάβη τί έκανε. Μόνο μετά από όλα αυτά «ήλθεν εις εαυτόν».
Αρα, αν βρισκώμαστε στην κατάστασι αυτή του νεώτερου γιου, πριν έλθη εις εαυτόν, σημαίνει ότι είμαστε στην πραγματικότητα εκτός εαυτών και δεν ξέρομε που βρισκόμαστε, τι μας γίνεται, τι αντιπροσωπεύαμε. Ή και αν νομίζωμε ότι ξέρομε -που συ­νήθως νομίζομε- πέφτομε έξω. Και μόνο αν έλθωμε εις εαυτούς κάποτε, με τη βοήθεια του Θεού, θα ανακαλύψωμε τη φτώχεια και τη γυμνότητά μας.
Αλλά και ο πρεσβύτερος υιός δεν είναι λιγότερο εκτός εαυτού. Ή καλύτερα, αυτός δεν παρουσιάζεται ποτέ στην παραβολή να έρχεται εις εαυτόν, δηλαδή να έρχεται προς τον Πατέρα, να αισθάνεται και να ομο­λογή με τη ζωή και τη συμπεριφορά του την ανθρώ­πινη αδυναμία. Αλλά ψεύδεται και αλλοφρονεί: Κάνει πεισματικά το θέλημά του -«ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν»- και νομίζει ότι έχει όλο το δίκιο με το μέ­ρος του. Ενώ κρίσις δικαία είναι εκείνου που δεν κά­νει το δικό του θέλημα αλλά μόνο το θέλημα του ουρανίου Πατρός.
Αυτοδικαιώνεται με τα λόγια του και ταυτόχρονα αναιρείται με τη διαγωγή του, αποδεικνυόμενος κενός οιηματίας, ξένος προς το ήθος του ουρανίου Πα­τρός.
«Τοσαύτα έτη δουλεύω σοι»: Υπολογίζει τον χρό­νο, την κτίσι όχι την αιωνιότητα, την άκτιστη χάρι, που μια ροπή κάνει θεολόγο τον ληστή που μετανοεί.
Κατηγορεί τον αδελφό του για ασωτεία και ανταρσία και ο ίδιος δεν υπακούει στον πατέρα του. Ενώ διαλαλεί τη διαρκώς άψογη στάσι του -«ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον»- την ίδια στιγμή όχι εντολή αυστηρή για δουλειά αρνείται, αλλά παράκλησι πα­τρική για συμμετοχή σε οικογενειακή χαρά καταπα­τεί.
Αρα, δεν είναι εύκολο μόνοι μας να πούμε που βρισκόμαστε, γιατί μπορεί να πέφτωμε έξω, μπορεί να είμαστε εκτός εαυτών και να μην το ξέρωμε, να μην το αντιλαμβανώμαστε.
Τί φοβερό να είσαι τόσο μακριά, ενώ βρίσκεσαι μέσα στο σπίτι! Και το ακόμη φοβερότερο, να εφαρμόζης τις εντολές και να μην καταλήγης στη γεύσι του μόσχου του σιτευτού, να μη γίνεσαι δαιτυμών λαμ­πρός του μεγάλου Συμποσίου που προσφέρεται «υπέρ της Οικουμένης».

Εμείς ως πατέρες πνευματικοί
Υπάρχει μια ισορροπία στην όλη ιστορία, γιατί ο πατέρας όλα τα ρυθμίζει θείως, όλα τα υποφέρει. Σηκώνει γαλήνια τον σταυρό της όλης περιπέτειας του σπιτιού. Και τα δυο παιδιά του είχαν προβλήματα· βα­σανίστηκαν και τον βασάνισαν. Αυτός όμως έπραξε άψογα, θεϊκά. Ούτε τον νεώτερο υιό χαρακτήρισε άσω­το ούτε τον πρεσβύτερο επέπληξε, επειδή του μίλησε άπρεπα. Η συμπεριφορά του φανερώνει απέραντη αγάπη και φέρνει παρηγοριά.
Εφ’ όσον έχομε έναν τέτοιο Πατέρα, μπορούμε να ελπίζωμε. Μπορούμε να βρούμε τον δρόμο για το σπίτι, μπορούμε να βρούμε τον εαυτό μας.
Στη ζωή μας ως άνθρωποι είμαστε πάντοτε παι­διά του Θεού· και υπόδειγμα για την επιστροφή προς τον ουράνιο Πατέρα είναι ο νεώτερος υιός. Βρισκόμαστε όμως και στη θέσι του πατρός ή του πνευμα­τικού πατρός. Τότε πάλι το πώς πρέπει να συμπερι­φερθούμε προς τα τέκνα ή πνευματικά μας τέκνα μας φανερώνει η συμπεριφορά του «ανθρώπου» της πα­ραβολής.
Αν βρισκώμαστε στην κατάστασι του νεωτέρου που επέστρεψε ή επιστρέφει, τότε μπορούμε να ανεχώμαστε τον άλλο, το παιδί μας. Τότε μπορούμε να νοιώθουμε -και να το ομολογούμε- ότι είμαστε αδύ­νατοι, πολύ αδύνατοι -«χωρίς αυτού ου δυνάμεθα ποιείν ουδέν» (βλ. Ιω. 15, 5)-, αλλά δεν πρέπει να απογοητευώμαστε, γιατί έχομε Πατέρα «δυνάμενον συμπαθήσαι ταις ασθενείαις ημών» (Εβρ. 4, 15).
Αν βρισκώμαστε είτε στην κατάστασι του νεώ­τερου υιού σε χώρα μακρινή ζώντες ασώτως, είτε στην κατάστασι του πρεσβύτερου υιού, που δικαιώνει τον εαυτό του και καταδικάζει τους άλλους, τότε οπωσ­δήποτε θα παραποιούμε τη διαγωγή του αληθινού Πατρός. Παρ’ όλη την πιθανώς καλή μας διάθεσι, θα βασανιζώμαστε και προ παντός θα βασανίζωμε.
Σύμφωνα μ’ αυτά μπορούμε να διακρίνωμε δύο εκτροπές συμπεριφοράς πατρός ή πνευματικού πατρός:
Α’. Οι πρώτοι -κατά το παράδειγμα του νεωτέ­ρου προ της επιστροφής- παρουσιάζονται ως πολύ φιλελεύθεροι, συγκαταβατικοί και ανεκτικοί. Δεν κάνουν παρατηρήσεις. Δικαιολογούν τους νέους. Δεν τους θεραπεύουν αρρώστιες (δεν έχουν τέτοια ικανό­τητα). Οτιδήποτε κάνουν τα παιδιά τους, τα θεω­ρούν φυσικά, δικαιολογημένα ή και τέλεια. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα αγάπης αλλά συνέπεια αδιαφορίας και επιπολαιότητας· προσπάθεια να αποκτήσουν την πρόσκαιρη φιλία των παιδιών. Αυτοί οι δάσκαλοι-πατέρες καλύπτουν την ανικανότητα και άγνοιά τους με υποτιθέμενη φιλανθρωπία και κατανόησι, ενώ πρό­κειται για πραγματική καταφρόνησι και εγκατάλειψι του ανθρώπου, ο οποίος έχει ανάγκη από τα μέγιστα και τίμια.
Αυτούς τους οδηγούς ακολουθούν οι νέοι για λί­γο, ξεγελασμένοι από την επίφασι της τόλμης τους και τον παραπλανητικό φιλελευθερισμό τους. Αλλά γρήγορα τους εγκαταλείπουν, αν έχουν γνήσιες απαιτήσεις και δυνατή πνευματική κράσι, γιατί αντιλαμ­βάνονται την επικίνδυνη κουφότητά τους. Αυτοί είναι αλλότριοι, ξένοι προς τη ζωή, τη φύσι και βαθιά δί­ψα του ανθρώπου. «Και οι άνθρωποι αλλοτρίω ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ’ αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν» (Ιω. 10, 5).
Β’. Οι δεύτεροι μένουν φαινομενικά στο σπίτι του πατέρα -παράδειγμα ο πρεσβύτερος υιός- ενώ βρίσκονται μακριά από το πνεύμα και το μεγαλείο της αγάπης του.
Αυτοχειροτονούνται πνευματικοί πατέρες, επειδή «τοσαύτα έτη» δουλεύουν. Και ενεργούν ως βάναυσοι επιτιμητές των άλλων. Ο προσωπικός τους αγώνας για μετάνοια και ταπείνωσι, κατά τα λεγόμενά τους, έχει τελειώσει. Τώρα ασχολούνται με τα προβλήμα­τα των άλλων (και συνήθως αυτόκλητοι). Ό,τι κά­νουν, δεν υπαγορεύεται από άδολη πατρική αγάπη -τους είναι ξένη- αλλά από μια μοχθηρή καρδιά και αδικαιολόγητη για τα χρόνια τους ζηλοφθονία. Έτσι σύντομα γίνεται σ’ όλους έκδηλη η εσωτερική τους ακαταστασία και εκδικητική μανία. Η φωνή και η συμπεριφορά τους είναι ξένη προς τη φωνή του γνή­σιου ποιμένα, που θυσιάζει την ψυχή του υπέρ των προβάτων και «τα ίδια πρόβατα καλεί κατ’ όνομα και εξάγει αυτά» (Ιω. 10, 3).
Γι’ αυτό οι άνθρωποι τους εγκαταλείπουν. Και όσο απομακρύνονται -και δικαιολογημένα- τόσο αυτοί δαιμονίζονται, εκσφενδονίζοντας απειλές και κατάρες γι’ αυτούς που δεν ζητούν τις συμβουλές τους.
Δεν μπορούμε, δεν μας είναι επιτρεπτό, να δείξωμε ούτε περισσότερη ούτε λιγότερη επιείκεια ή αυστηρότητα απ’ όση έδειξε ο ουράνιος Πατέρας. Ή διαφορετικά να πούμε: και η επιείκεια και η αυστηρότητά μας είναι ανεπαρκείς και περιττές για τον άλ­λο. Αυτό που χρειάζεται, είναι να παύσωμε, αν μπο­ρούμε, να ζούμε τον κατά φαντασίαν βίο, και να ζούμε για τον υπέρ ημών αποθανόντα και Αναστάντα. Έτσι θα ζούμε και για όλους. Και δι’ ημών θα φανερώνεται Εκείνος, ο Αρχηγός της ζωής, και όχι οι σχε­τικές και άνευ αξίας δικές μας απόψεις και ενέργειες.
Αυτός που επέστρεψε ή επιστρέφει βλέπει μόνο την αναξιότητά του («ουκ ειμί άξιος κληθήναι υιός σου»). Γι’ αυτό διακρίνει και εκπλήσσεται από την αγάπη του Θεού. Βλέπει τον εαυτό του πρώτο των αμαρτωλών και τους άλλους καθαρούς. Αυτός ο άνθρωπος αγαπά «καθ’ ομοιότητα του Θεού» (Αββάς Ισαάκ, λόγος πα’), αγαπά με την αγάπη του Θεού, που σώζει και κρίνει. Δι’ αυτού αγαπά και φανερώνε­ται μόνον ο Θεός. Αυτός γίνεται Θεός κατά χάριν και όχι θεολόγος κατά φαντασίαν. Το πρώτο είναι δύσκο­λο και δυσεύρετο, το δεύτερο ευτελές και καθημερινό.
Οι αγιαζόμενοι, οι Αγιοι, μας παρηγορούν, μας σώζουν. Αυτοί μπορούν να αναλάβουν το έργο του πατρός, γιατί λένε την αλήθεια με τον λόγο και τη ζωή τους. Παρουσιάζουν ότι ο αγώνας τους υπάρχει μέχρι τέλους. Μπορεί ν’ αλλάζη, αλλά δεν τελειώνει, μέχρι να μπη ο άνθρωπος στον τάφο. Το έργο της με­τανοίας ακολουθεί όσο ζούμε. Η ημέρα της ταφής μας είναι η ώρα του σαββατισμού.
Και μεις, που είμαστε αδύνατοι, που έχομε προβλήματα, τους ακούμε, τους εμπιστευόμαστε το είναι μας, τους πλησιάζομε, θέλομε, όσο γίνεται περισσό­τερο, να μένωμε κοντά τους. Γιατί νοιώθουμε ότι μας νοιώθουν, μας ευεργετούν, μας θεραπεύουν, όσο σκλη­ροί κι αν είναι -όταν είναι. Η φιλανθρωπία τους είναι δραστική, σωτήρια, και η αυστηρότητά τους φιλάνθρωπη.
Χωρίς την αγάπη του Θεού Πατρός και την παρουσία των Αγίων, που κάνουν αισθητή τη στοργή και το φως Του, η ζωή στη γη σκοτεινιάζει και κρυώ­νει σαν κόλασι. Οι πολίτες της «μακρινής χώρας» σε καταστρέφουν στέλνοντάς σε να βόσκης χοίρους, πά­θη σαρκός. Και οι «δίκαιοι» -τύπου πρεσβύτερου υιού- σε καταδικάζουν δεν δέχονται τη μετάνοιά σου.
Υπάρχει όμως πάντοτε ο Πατέρας που σε γέν­νησε, σε πονά και σε σώζει.
Το σύμπαν είναι κατοικήσιμο, εφ’ όσον έχομε τον Θεό πατέρα και τον συνάνθρωπο αδελφό μας.


(ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΙΒΗΡΩΝ 2007)
(Πηγή ηλ. κειμένου: Zoiforos.gr)

Αρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης, Προηγούμενος Ιεράς Μονής Ιβήρων Αγίου Όρους

Δημοσιεύθηκε στις Μαρτίου 1st, 2013