Κατά την έναρξη Των Νηστειών ή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και κατά τις
πρώτες πέντε εβδομάδες, αμέσως μετά την Καθαρή Δευτέρα και κάθε
Παρασκευή, ψάλλεται σε τμηματική διαδικασία.
Κατά τις πρώτες τέσσερεις Παρασκευές και ολόκληρος την πέμπτη Παρασκευή.
Κατά τις πρώτες τέσσερεις Παρασκευές και ολόκληρος την πέμπτη Παρασκευή.
Ο ύμνος είναι χωρισμένος σε τέσσερεις στάσεις:
α΄ στάση – β΄ στάση – γ΄ στάση – δ΄ στάση + την «ολοκληρωμένη» ε΄ στάση .
Κάθε στάση περιλαμβάνει και ένα τμήμα του Ύμνου κατά την αλφαβητική ανάπτυξη αυτού: Α-Ω (ο ύμνος αποτελεί ακροστιχίδα που σχηματίζεται και ολοκληρώνεται με τα είκοσι τέσσερα γράμματα της Ελληνικής Αλφαβήτου) και ως εξής:
- Α΄ ΣΤΑΣΗ: περιλαμβάνει το μέρος της ακροστιχίδας από Α μέχρι και Ζ
- Β΄ ΣΤΑΣΗ: περιλαμβάνει το μέρος της ακροστιχίδας από Η μέχρι και Μ
- Γ΄ ΣΤΑΣΗ: περιλαμβάνει το μέρος της ακροστιχίδας από Ν μέχρι και Σ και την
- Δ΄ ΣΤΑΣΗ: περιλαμβάνει το μέρος της ακροστιχίδας από Τ μέχρι και Ω.
- Ε΄ ΣΤΑΣΗ: περιλαμβάνει όλα τα μέρη της ακροστιχίδας από Α μέχρι και Ω.
Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ
Ο Ακάθιστος Ύμνος «ποιητικά» ανήκει στα Κοντάκια.
Σε κοντό ξύλο τύλιγαν τη μεμβράνη που ήταν αναγραμμένος ο ύμνος.
Το πρώτο τροπάριον του κοντακίου ονομάζεται «προοίμιον» ή «κουκούλιον», ενώ, όλα τα τροπάρια που ακολουθούν και τα οποία συναποτελούν το κοντάκιον, ονομάζονται οίκοι. Η ονομασία «οίκοι», ίσως να προέρχεται λόγω της οικοδομικής έννοιας, που πιθανόν εδίδετο, αποτελούσε δε ένα ολοκληρωμένο οικοδομικό έργο, προς τιμή κάποιου τιμωμένου προσώπου, Αγίου.
Το Κοντάκιον είναι ο συνήθης όρος, που αφορά στην εισαγωγική αρχή (προοίμιο), των εκκλησιαστικών ύμνων, αποτελείται δε από μία και μόνη στροφή.
Το Κοντάκιον ακολουθείται από απεριόριστους οίκους (στροφές).
Κάθε Οίκος (υποχρεωτικά), καταλήγει σε διακριτό «εφύμνιον», αποτελούμενο από ένα δύο ή και τρεις στίχους, που υποχρεωτικά επαναλαμβάνονται, κατά τον αυτό τρόπο και ολόκληροι, σε όλους τους οίκους, σε ολόκληρο τον ύμνο.
Σε διάφορους ύμνους απαντάται το φαινόμενο της ακροστιχίδας, που άλλοτε φανερώνει ολόκληρο, (απλά), το αλφάβητο ή ένα ρητό ή κάποια φράση ή το δηλωτικό του δημιουργού ποιητή του Κανόνος αυτού ή την υπόθεση της γιορτής.
Οι δύο μελωδίες, είναι το ιδίωμα αυτό, που χαρακτηρίζει το Κοντάκιο:
μία μελωδία για την είσοδο και μόνο του αρχικού κοντακίου και
μία (η ίδια) για όλες τις στροφές - οίκους που ακολουθούν ίδιες και μέχρι τέλους.
Ο Ακάθιστος Ύμνος ή οι Χαιρετισμοί της Παναγίας, αρχίζει με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου Παρθένου και στη συνέχεια αναφέρεται στα ακολουθούμενα (χρονικά) γεγονότα:
- Η επίσκεψη του αρχαγγέλου Γαβριήλ
- Η απορία της Θεοτόκου για το παράδοξο της σύλληψης
- Η εξήγηση του Γαβριήλ περί του απορρήτου
- Η επισκίαση της Παρθένου από την Θεϊκή δύναμη και η σύλληψη
- Η επίσκεψη της Μαρίας προς την κυοφορούσα τον Πρόδρομο Ελισάβετ
- Η του Ιωσήφ υποψίες του προστάτη - μνηστήρα της Μαρίας
- Η γέννηση και η προσκύνηση των βοσκών
- Η υπόδειξη του δρόμου σημείου στους μάγους από το άστρο
- Η προσκύνηση των Μάγων στον νεογέννητο Ιησού
- Η επιστροφή των Μάγων στη Βαβυλώνα
- Η φυγή του Ιησού στην Αίγυπτο
- Η αγκαλιά του Συμεώνος στο βρέφος
Ήτοι στα μέρη Α-Μ, που αποτελεί:
το Ιστορικό Διηγηματικό Μέρος αυτού.
Στο δεύτερο μισό του Ύμνου,
Ήτοι στα μέρη Ν-Ω, που αποτελεί:
το Δογματικό – Θεολογικό μέρος αυτού,
όπου γίνεται αναφορά στα θέματα:
- Η Σάρκωση του Κυρίου
- Η Θέωση των ανθρώπων
- Η ταπείνωση μέσω της ενανθρώπισης και η εξύψωση του νου
- Η των αγγέλων έκπληξη για την ενανθρώπιση
- Η απορία των Σοφών του κόσμου
- Η ταπείνωση του Θεού προβάτου
- Η Παρθένος γίνεται τείχος προστασίας
- Η ανεπάρκεια των Ύμνων για την ύμνηση του Σαρκωθέντος
- Η καθοδηγήτρια λαμπάδα Θεοτόκος για τη Θεογνωσία
- Η έλευση του Ιησού για τη χάρη του κόσμου
- Η έμψυχος ναός Θεοτόκος για τη δόξα του Ιησού
- Η ύμνηση και η Ικεσία για την Παρθένο.
Έχει δε δύο εφύμνια:
- Το «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε», για τους (περιττούς-μονούς) Οίκους ήτοι: Α – Γ – Ε – Η – Ι – Λ – Ν – Ο – Ρ – Τ – Φ – Ψ και
- Το «Αλληλούια», για τους (άρτιους-ζυγούς) Οίκους ήτοι: Β – Δ – Ζ – Θ – Κ – Μ – Ξ – Π – Σ – Υ – Χ – Ω.
Αρχίζουν με μικρό, (5 - πέντε στίχων) προοίμιο και ακολουθούν οι χαιρετισμοί (12 - δώδεκα στίχων), καταλήγοντας με το (1 – ενός στίχου) εφύμνιο «Xαίρε Nύμφη Aνύμφευτε», σύνολο (18) δεκαοχτώ στίχοι.
- Οι χαιρετισμοί των ύμνων Α+Γ απευθύνονται από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ
- Οι χαιρετισμοί του ύμνου Ε απευθύνονται από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο που ακόμα είναι έμβρυο
- Οι χαιρετισμοί του ύμνου Η απευθύνονται από τους ποιμένες
- Οι χαιρετισμοί του ύμνου Ι απευθύνονται από τους Τρεις Μάγους
- Οι χαιρετισμοί του ύμνου Λ απευθύνονται από τους πιστούς που ερύσθησαν (ξέφυγαν) από τα είδωλα
- Οι χαιρετισμοί των ύμνων Ν+Ο+Ρ+Τ+Φ+Ψ απευθύνονται από τους πιστούς (γενικά)
Αρχίζουν με μικρή (5 - πέντε στίχων) διήγηση, καταλήγοντας με το (1 – στίχου) εφύμνιο «Αλληλούια», σύνολο (6) έξι στίχοι.
Τα εφύμνια έψαλλε ολόκληρος ο λαός…
Σχετικά τώρα με το χρόνο συγγραφής, αλλά και για τον Ποιητή του Ύμνου αυτού, τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα, παρ’ όλο που, δογματικά, υπάρχει μία θεωρητική χρονολογική και μόνο τοποθέτηση, αφού πιστεύεται και από κοινού είναι αποδέξιμη, η θεωρία αυτή, πως η όλη ιδεολογική σύνθεση του συνόλου του Ύμνου, φαίνεται να έχει προσαρμοστεί στις αποφάσεις και στις δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, άρα όχι πριν του 431 μ.Χ. οπότε και η πλέον καταληκτική ημερομηνία συγγραφής του.
Με βάση αυτή τη χρονική στιγμή υπάρχουν και οι προσεγγίσεις όπως:
η θεωρία της συγγραφής του Ύμνου, παλαιότερα και μάλιστα κατά την περίοδο που συνεορτάζονταν ο Ευαγγελισμός και η Γέννηση των Χριστουγέννων και μέχρι της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού (527-565), οπότε, τότε και διαχωρίστηκαν οι γιορτές αυτές.
Ο Συναξαριστής (χωρίς αναφορά σε χρόνο τόπο και μελωδό), συνδέει τον Ύμνο με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626, όταν ο Ηράκλειος βρισκότανε σε εκστρατεία κατά των Περσών, ενώ κατά την 6ην του ιδίου μηνός Αυγούστου η Κωνσταντινούπολη δέχεται αιφνιδιαστική επίθεση από τους Αβάρους.
Η απουσία του στρατού και η απόλυτη έλλειψη συμφωνίας εκεχειρίας, είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Παναγίας των Βλαχερνών.Συνεργαζόμενοι οι Άβαροι με τους Πέρσες, την επομένη και μεθεπομένη, 7 και 8 Αυγούστου, ετοιμάζονται για την τελική επίθεση, με τον Πατριάρχη Σέργιο να περιφέρεται, τρέχοντας, στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, κρατώντας την εικόνα της Βλαχερνιώτισσας Παναγίας, καλώντας το λαό, σε ξεσηκωμό κι αντίσταση.
Η ακολουθούμενη σφοδρή ανεμοθύελλα και η
καταστροφική, εξ αυτής, -για την αρμάδα του Άβαρο–Περσικού στόλου, -
τρικυμία, που προξενήθηκε, είχε σαν αποτέλεσμα την καταστροφή αυτού και
σε συνδυασμό με την λυσσαλέα αντεπίθεση των αμυνομένων, έφερε οικτρό
αποτέλεσμα, για τους εχθρούς και τη λύση της πολιορκίας.
Το φυσικό
φαινόμενο θεωρήθηκε ως θαυματουργή παρέμβαση της Παναγίας, Πολιούχου της
Πόλης.
Από τις 8 Αυγούστου του 626 ο λαός έψαλλε όρθιος, τον Ύμνο, «Τη
Υπερμάχω Στρατηγώ Τα Νικητήρια», καθιστώντας τον πλέον, από τον
διηγηματικό ιστορικό δογματικό του τόνο ύμνο, σε δοξολογικό και
εγκωμιαστικό ύμνο.
Σε κάθε πολιορκία και κάθε νικηφόρα λύση αυτής, ο ύμνος εμπλέκει την ιστορία του, μιας και οι εποχές ηρωικές, οι Έλληνες έχοντας την ανάγκη να υπάρξουν, μέσα από την αφάνειά τους, έστω και μέσω της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δημιουργούν θρύλους, οι θρύλοι ανοίγουν τα φτερά τους, γίνονται ύμνοι, μπερδεύουν τη γνώση δημιουργούν σύγχυση στην έρευνα. Όπως και να χει όμως, το θέμα υπάρχει, η ιστορία υπάρχει, όπως υπάρχει και ο σπουδαίος αυτός, Ακάθιστος Ύμνος, -(που δεν είναι ο μόνος ακάθιστος – μιας και πολλοί άλλοι άδονται και ψάλλονται με το εκκλησίασμα όρθιο)-, που γράφει ακόμα, μέχρι σήμερα, την καλλιτεχνική του ιστορία, με την ποιητική του υπέρ-δυναμική, με όλον αυτό τον συγκριτικό και υπερθετικό βαθμό, που χρησιμοποιεί σε όλα τα αναφερόμενα, καταγραμμένα επίθετα, που περιλαμβάνει, με τις απέραντες λογοτεχνικές μεταφορές, παρομοιώσεις, με τα ασύλληπτα καλολογικά του στοιχεία, ώστε αβίαστα να υπερβάλλει, σε τέτοιο υψηλό επίπεδο, που να τον καθιστά μοναδικό, όχι μόνο σε εθνικό, θρησκευτικό, θεολογικό, λογοτεχνικό, παραληρηματικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, να καθίσταται μοναδικός και αξεπέραστος.
Σε κάθε πολιορκία και κάθε νικηφόρα λύση αυτής, ο ύμνος εμπλέκει την ιστορία του, μιας και οι εποχές ηρωικές, οι Έλληνες έχοντας την ανάγκη να υπάρξουν, μέσα από την αφάνειά τους, έστω και μέσω της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δημιουργούν θρύλους, οι θρύλοι ανοίγουν τα φτερά τους, γίνονται ύμνοι, μπερδεύουν τη γνώση δημιουργούν σύγχυση στην έρευνα. Όπως και να χει όμως, το θέμα υπάρχει, η ιστορία υπάρχει, όπως υπάρχει και ο σπουδαίος αυτός, Ακάθιστος Ύμνος, -(που δεν είναι ο μόνος ακάθιστος – μιας και πολλοί άλλοι άδονται και ψάλλονται με το εκκλησίασμα όρθιο)-, που γράφει ακόμα, μέχρι σήμερα, την καλλιτεχνική του ιστορία, με την ποιητική του υπέρ-δυναμική, με όλον αυτό τον συγκριτικό και υπερθετικό βαθμό, που χρησιμοποιεί σε όλα τα αναφερόμενα, καταγραμμένα επίθετα, που περιλαμβάνει, με τις απέραντες λογοτεχνικές μεταφορές, παρομοιώσεις, με τα ασύλληπτα καλολογικά του στοιχεία, ώστε αβίαστα να υπερβάλλει, σε τέτοιο υψηλό επίπεδο, που να τον καθιστά μοναδικό, όχι μόνο σε εθνικό, θρησκευτικό, θεολογικό, λογοτεχνικό, παραληρηματικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, να καθίσταται μοναδικός και αξεπέραστος.
Ο ποιητής, δεν είναι ξεκάθαρος. Κάποιοι τον χρεώνουν στον σπουδαίο Ρωμανό το Μελωδό.
Το τάλαντον του ανθρώπου αυτού ήταν τέτοιο, που κάποιοι βρίσκουν συγκλίσεις, στον ύμνο με το υπόλοιπο έργο του. όμως η πιο ήρεμη μελέτη φανερώνει στοιχεία τα οποία δε συνάδουν στην εξ αυτού συγγραφή.
Η ιστορική περιπέτεια της περιοχής, της πίστης, της γεωγραφίας, του κόσμου τότε, φέρνει το τοπίο, μπροστά σε καταστάσεις και γεγονότα, τέτοια, όπου:
Οι Εικονόφιλοι κ’ οι εικονομάχοι – η επανάκτηση του Τιμίου Σταυρού – η αλλοίωση του Συναξαριστή – ο Πατριάρχης Γερμανός Α΄ – οι μοναχοί του Στουδίου – ο Λέων ο Γ΄ - ο Ηράκλειος – ο Λέων ο Ίσαυρος – ο Επίσκοπος Βενετίας και η λατινική του μετάφραση – η εικόνα με το ειλητάριο – ο μοναχός - ο Κοσμάς ο Μελωδός ή ο Άγιος Κοσμάς – ο Πατριάρχης Σέργιος – ο Γεώργιος Πισίδης – ο Ιερός Φώτιος – ο Απολινάριος ο Αλεξανδρεύς – ο Μητροπολίτης Νικομήδειας – ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός – ο Ιωσήφ Ξένος ο Υμνογράφος – οι ποιητές του πριν και του μετά, συμβάντα – ονόματα – καταστάσεις, που εμπλέκονται, διπλοσφίγγοντας κάθε πτυχή, διπλοκλειδώνοντας, κάθε πόρτα, τριπλομανταλώνοντας κάθε παράθυρο και παραθυράκι, προκειμένου να αποκρυφτεί η δικαιολόγηση της συγγραφής, αλλά και η πατρότητα του Ακαθίστου Ύμνου.
Το προοίμιο τροπάριο πάντως, «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ», αναμφιβόλως συνετάχθη κατ’ εκείνες τις ώρες, αντικαθιστώντας το προϋπάρχον, «Το προσταχθέν μυστικώς».
[Παρ’ όλο που τα γεγονότα δεν συνέπεσαν με την περίοδο της Μεγάλης
Τεσσαρακοστής, ο Ακάθιστος Ύμνος, ψάλλεται, αυτή ακριβώς την περίοδο.
Στις 8 Αυγούστου λύεται η πολιορκία επί Ηρακλείου, Σεπτέμβριο λύεται η
πολιορκία επί Πωγωνάτου, στις 16 Αυγούστου εορτάζεται η ανάμνηση της
σωτηρίας της Πόλης επί Λέοντος Ισαύρου, στις 18 Ιουνίου λύεται η
πολιορκία επί Μιχαήλ Γ΄. Γεννάται το ερώτημα:
Τότε γιατί ψάλλεται αυτή την περίοδο;
Μέσα στην Μεγάλη, αυτή, Περίοδο των Νηστειών, της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, συμπίπτει και η Μεγάλη Γιορτή, του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Παρ’ όλο που η Γιορτή αυτή, του Ευαγγελισμού, είναι πραγματικά Μεγάλη, λόγω της περιόδου εορτασμού της, είναι και η μόνη μεγάλη εορτή, που στερείται προεορτών και μεταγιορτών, επειδή δεν το επιτρέπει το πένθιμο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Έτσι, αποφασίστηκε η αναφορά του, του Ακαθίστου Ύμνου, μετά τα Μικρά Απόδειπνα, των τεσσάρων πρώτων Παρασκευών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (αφού από τελετουργικής απόψεως, τα βράδια των Παρασκευών, ανήκουν στα Λειτουργικά των Σαββάτων – και σε αυτές τις μέρες -Σάββατα- όπως και στις Κυριακές, είναι οι μόνες ημέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, που επιτρέπονται οι εορτασμοί χαρμόσυνων γεγονότων. Ίσως αυτή να είναι η πιθανότερη εξήγηση.).]
Εκτός από Κοντάκιον ο Ακάθιστος Ύμνος έχει και Κανόνα.Τότε γιατί ψάλλεται αυτή την περίοδο;
Μέσα στην Μεγάλη, αυτή, Περίοδο των Νηστειών, της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, συμπίπτει και η Μεγάλη Γιορτή, του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Παρ’ όλο που η Γιορτή αυτή, του Ευαγγελισμού, είναι πραγματικά Μεγάλη, λόγω της περιόδου εορτασμού της, είναι και η μόνη μεγάλη εορτή, που στερείται προεορτών και μεταγιορτών, επειδή δεν το επιτρέπει το πένθιμο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Έτσι, αποφασίστηκε η αναφορά του, του Ακαθίστου Ύμνου, μετά τα Μικρά Απόδειπνα, των τεσσάρων πρώτων Παρασκευών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (αφού από τελετουργικής απόψεως, τα βράδια των Παρασκευών, ανήκουν στα Λειτουργικά των Σαββάτων – και σε αυτές τις μέρες -Σάββατα- όπως και στις Κυριακές, είναι οι μόνες ημέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, που επιτρέπονται οι εορτασμοί χαρμόσυνων γεγονότων. Ίσως αυτή να είναι η πιθανότερη εξήγηση.).]
Αυτός προηγείται του Ύμνου…
«Κανών» σημαίνει χάρακας, ευθεία ράβδος, για την καταμέτρηση, αλλά και τον καθορισμό άλλων πραγμάτων. Αλλιώς και μέτρο, υπόδειγμα, ρυθμιστής.
Στην υμνολογία, Κανών, λέγεται ο μακρύς, μεγάλος ύμνος, που αποτελείται από Ωδές. Οι Ωδές στον αριθμό δεν είναι ίδιες, αλλά δεν μπορούν να υπερβούν τις εννέα.
Κάθε Ωδή (εκ του άδω, ύμνος - άσμα – τραγούδι), αποτελείται από τον «ειρμό» και τρία ή τέσσερα, συνήθως, ακολουθούμενα τροπάρια. Ειρμός, (εκ του είρω, συνάπτω – συνδέω – συμπλέκω – πλέκω – δένω - συνθέτω – αρμαθιάζω – {και όχι εκ του είρω, λέω – μιλάω}), λέγεται η πρώτη στροφή κάθε Ωδής, βάσει της οποίας ρυθμίζονται οι υπόλοιπες στροφές - τροπάρια. Τονικά, μετρικά, μουσικά, ακολουθούν τον τρόπο, (τροπάρια), των ειρμών.
Κάθε Κανών, αποτελείται κατά μέγιστο αριθμό, από εννέα Ωδές, μιας και, εννέα στον αριθμό, είναι και οι Βιβλικές Ωδές:
Οι εννέα βιβλικές Ωδές:
- «Άσωμεν τω Κυρίω, ενδόξως γαρ δεδόξασται», Έξοδος κεφάλαιο ιε΄
- «Πρόσεχε, ουρανέ, και λαλήσω και ακουέτω η γη ρήματα εκ του στόματός μου», Δευτερονόμιο κεφάλαιο λβ΄
- «Εστερεώθη η καρδία μου εν Κυρίω, υψώθη κέρας μου εν Θεώ μου επλατύνθη επ’ εχθρούς μου το στόμα μου, ευφράνθην εν σωτηρία σου», Α΄ Βασιλειών κεφάλαιο β΄
- «Κύριε, κατενόησα τα έργα σου και εξέστην», Αββακούμ κεφάλαιο γ΄
- «Εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου προς σε, ο Θεός, διότι φως τα προστάγματά σου επί της γης», Ησαίας κεφάλαιο κστ΄
- «Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεόν μου και εισήκουσέ μου», Ιωνά κεφάλαιο β΄
- «Ευλογητός ει, Κύριε, ο Θεός των πατέρων ημών, και αινετός, και δεδοξασμένον το όνομά σου εις τους αιώνας», Δανιήλ κεφάλαιο γ΄
- «Ευλογείτε, πάντα τα έργα Κυρίου, τον Κύριον υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας», Δανιήλ κεφάλαιο γ΄
- «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω Σωτήρι μου…», Λουκά κεφάλαιο α΄
Διαιρώντας τα τροπάρια σε ενότητες, με αριθμό ίσο με τις εννέα Βιβλικές Ωδές. Οι λιγότερες στον αριθμό, ονομάζονται διώδια, τριώδια, τετραώδια, αφού αποτελούνται από δύο ωδές, τρεις ή τέσσερεις, (Κανόνες Μ. Δευτέρας, Μ. Τρίτης, Μ. Τετάρτης, κ.ά.)
Τα τροπάρια σημαίνουν μικρούς εκκλησιαστικούς ύμνους ή στροφές.
Εκτός όμως αυτών, υπάρχουν και τα άλλα, που ακούγονται ψαλλόμενα στους ναούς, με τις εξής ονομασίες:
- «Αντίφωνα»: μικρά αρχικά τροπάρια που αργότερα έγιναν εκτενέστερα και ονομάζονται έτσι λόγω της εκφώνησής τους από περισσότερους του ενός ψάλτες ή χορούς.
- «Απολυτίκια»: τροπάρια που ψάλλονται μετά το «νυν απολύεις…» και πριν από την απόλυση, κατά το τέλος της Ακολουθίας. Συνήθως ψάλλονται τρεις φορές κατά τον τύπο της Αγίας Τριάδας.
- «Απόστιχα ιδιόμελα»: όσα ψάλλονται με ιδιάζουσα μουσική.
- «Εξαποστειλάρια»: τροπάρια που κάποιο εξ αυτών περιλαμβάνει τη φράση του Ψαλμού 42,3 «Εξαπόστειλον το φως σου…»
- «Ευλογητάρια»: τα τροπάρια που ακολουθούν τη εκφώνηση του στίχου «Ευλογητός ει, Κύριε, δίδαξόν με τα δικαιώματά σου».
- «Θεοτοκία»: τροπάρια ύμνησης της Θεοτόκου.
- «Καθίσματα»: τροπάρια που ψάλλονται μετά την ανάγνωση κάποιων ψαλμών, για να αναπαυθούν οι πιστοί που για λίγο κάθονται.
- «Καταβασίαι»: οι ειρμοί που ψάλλονται μετά από τους Κανόνες. Η ονομασία ίσως να προέρχεται επειδή οι ψάλτες κατέβαιναν από τα στασίδια τους, πηγαίνοντας στο κέντρο του ναού, απ’ όπου και έψελναν ενωμένοι τα τροπάρια αυτά.
- «Στιχηρά»: τροπάρια που ακολουθούν μεμονωμένους στίχους από τους ψαλμούς.
- «Στιχηρά απόστιχα» ή «απόστιχα»: τα τροπάρια που ψάλλονται στους τελευταίους στίχους Ψαλμών, οι οποίοι ψάλλονται ολόκληροι.
- «Στιχηρά Ιδιόμελα»: Τροπάρια που ψάλλονται με ιδιάζουσα μουσική.
- «Στιχηρά προσόμοια»: όσα ψάλλονται με τη μουσική των ιδιόμελων.
- «Στιχηρά των αίνων» ή «αίνοι»: τροπάρια συνοδευτικά των ψαλμικών στίχων «Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον. Αινείται τον Κύριον εκ των ουρανών…»
- «Υπακοή»: τροπάρια στα οποία ο Διάκος έψαλλε τους πρώτους στίχους, ενώ ολόκληρος ο χορός το υπόλοιπο, (εκ του Υπακούω, υποφωνώ – υπηχώ – ανταποκρίνομαι – ψάλλω, απαντώντας σε άλλον ψάλτη – δίνω ακρόαση).
«Χαράς δοχείον σοι πρέπει χαίρειν μόνην Ιωσήφ», φανερώνοντας τον Ποιητή του, που είναι ο Ιωσήφ ο Υμνογράφος από τη Σικελία, κατά τυον έκτο μ.Χ. αιώνα.
Στο σύνολό του ο Κανόνας έχει οχτώ ειρμούς και τριάντα δύο τροπάρια.
Δεν περιλαμβάνεται στην παρουσίαση που ακολουθεί, παρά μόνον ο:
Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ
«Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει,
ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσὴφ σπουδῇ ἐπέστη,
ὁ ἀσώματος λέγων τῇ Ἀπειρογάμῳ·
ὁ κλίνας ἐν καταβάσει τοὺς οὐρανούς,
χωρεῑται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοι·
Ὃν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ σου,
λαβόντα δούλου μορφήν,
ἐξίσταμαι κραυγάζων σοι·
Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.»
ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσὴφ σπουδῇ ἐπέστη,
ὁ ἀσώματος λέγων τῇ Ἀπειρογάμῳ·
ὁ κλίνας ἐν καταβάσει τοὺς οὐρανούς,
χωρεῑται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοι·
Ὃν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ σου,
λαβόντα δούλου μορφήν,
ἐξίσταμαι κραυγάζων σοι·
Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.»
Το πάρα πάνω προοίμιο κείμενο, έχει αντικατασταθεί από
το ακολουθούμενο. αρκετές φορές συμπαρουσιάζεται, είτε μαζί με το άλλο,
είτε αυτόνομο, αλλά έχει καταλήξει να ακούγεται το ακόλουθο και μόνο:
Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια,
ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια,
ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε·
ἀλλ' ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον,
ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,
ἵνα κράζω σοί· Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.
ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια,
ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε·
ἀλλ' ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον,
ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,
ἵνα κράζω σοί· Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.
ΟΙ ΟΙΚΟΙ
[Ἀκροστιχίς κατ' ἀλφάβητον]
[Ἀκροστιχίς κατ' ἀλφάβητον]
Α' στάση (Α-Ζ)
Ἄγγελος πρωτοστάτης,
οὐρανόθεν ἐπέμφθη,
εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ Χαῖρε·
καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ,
σωματούμενόν σε θεωρῶν, Κύριε,
ἐξίστατο καὶ ἵστατο,
κραυγάζων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, δι' ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει,
χαῖρε, δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις,
χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς,
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον,
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι' ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις,
χαῖρε, δι' ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Βλέπουσα ἡ Ἁγία,
ἑαυτήν ἐν ἁγνείᾳ,
φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως·
τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς,
δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται·
ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως,
τὴν κύησιν πῶς λέγεις κράζων·
Ἀλληλούια.
Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι,
ἡ Παρθένος ζητοῦσα,
ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα·
ἐκ λαγόνων ἁγνῶν,
Υἱὸν πῶς ἔσται τεχθῆναι δυνατόν;
λέξον μοι.
Πρὸς ἥν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ,
πλὴν κραυγάζων οὕτω·
Χαῖρε, βουλῆς ἀπορρήτου μύστις,
χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις.
Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον,
χαῖρε, τῶν δογμάτων Αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον.
Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι' ἧς κατέβη ὁ Θεός,
χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανόν.
Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα,
χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.
Χαῖρε, τὸ Φῶς ἀρρήτως γεννήσασα,
χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα.
Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν,
Χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.
Χαῖρε, Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Δύναμις τοῦ Ὑψίστου,
ἐπεσκίασε τότε,
πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμῳ·
καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν,
ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι,
τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν,
ἐν τῷ ψάλλειν οὕτως·
Ἀλληλούια.
Ἔχουσα θεοδόχον,
ἡ Παρθένος τὴν μήτραν,
ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ.
Τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθὺς ἐπιγνόν,
τὸν ταύτης ἀσπασμὸν ἔχαιρε,
καὶ ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν,
ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμάραντου κλῆμα,
χαῖρε, καρποῦ ἀκήρατου κτῆμα.
Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον,
χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἠμῶν φύουσα,
Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν,
χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.
Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις,
χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις.
Χαῖρε, δεκτὸν πρεσβείας θυμίαμα,
χαῖρε, παντός τοῦ κόσμου ἐξίλασμα.
Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία,
χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παρρησία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων,
λογισμῶν ἀμφιβόλων,
ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη·
πρὸς τὴν ἄγαμόν σὲ θεωρῶν,
καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε·
μαθὼν δέ σου τὴν σύλληψιν,
ἐκ Πνεύματος Ἁγίου,
ἔφη·
Ἀλληλούια.
οὐρανόθεν ἐπέμφθη,
εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ Χαῖρε·
καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ,
σωματούμενόν σε θεωρῶν, Κύριε,
ἐξίστατο καὶ ἵστατο,
κραυγάζων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, δι' ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει,
χαῖρε, δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις,
χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς,
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον,
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι' ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις,
χαῖρε, δι' ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Βλέπουσα ἡ Ἁγία,
ἑαυτήν ἐν ἁγνείᾳ,
φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως·
τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς,
δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται·
ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως,
τὴν κύησιν πῶς λέγεις κράζων·
Ἀλληλούια.
Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι,
ἡ Παρθένος ζητοῦσα,
ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα·
ἐκ λαγόνων ἁγνῶν,
Υἱὸν πῶς ἔσται τεχθῆναι δυνατόν;
λέξον μοι.
Πρὸς ἥν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ,
πλὴν κραυγάζων οὕτω·
Χαῖρε, βουλῆς ἀπορρήτου μύστις,
χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις.
Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον,
χαῖρε, τῶν δογμάτων Αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον.
Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι' ἧς κατέβη ὁ Θεός,
χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανόν.
Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα,
χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.
Χαῖρε, τὸ Φῶς ἀρρήτως γεννήσασα,
χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα.
Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν,
Χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.
Χαῖρε, Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Δύναμις τοῦ Ὑψίστου,
ἐπεσκίασε τότε,
πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμῳ·
καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν,
ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι,
τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν,
ἐν τῷ ψάλλειν οὕτως·
Ἀλληλούια.
Ἔχουσα θεοδόχον,
ἡ Παρθένος τὴν μήτραν,
ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ.
Τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθὺς ἐπιγνόν,
τὸν ταύτης ἀσπασμὸν ἔχαιρε,
καὶ ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν,
ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμάραντου κλῆμα,
χαῖρε, καρποῦ ἀκήρατου κτῆμα.
Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον,
χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἠμῶν φύουσα,
Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν,
χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.
Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις,
χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις.
Χαῖρε, δεκτὸν πρεσβείας θυμίαμα,
χαῖρε, παντός τοῦ κόσμου ἐξίλασμα.
Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία,
χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παρρησία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων,
λογισμῶν ἀμφιβόλων,
ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη·
πρὸς τὴν ἄγαμόν σὲ θεωρῶν,
καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε·
μαθὼν δέ σου τὴν σύλληψιν,
ἐκ Πνεύματος Ἁγίου,
ἔφη·
Ἀλληλούια.
Β' στάση (Η-Μ)
Ἤκουσαν oἱ ποιμένες,
τῶν Ἀγγέλων ὑμνούντων,
τὴν ἔνσαρκον Χριστοῦ παρουσίαν·
καὶ δραμόντες ὡς πρὸς ποιμένα,
θεωροῦσι τοῦτον ὡς ἀμνὸν ἄμωμον,
ἐν γαστρὶ τῆς Μαρίας βοσκηθέντα,
ἥν ὑμνοῦντες εἶπον·
Χαῖρε, Ἀμνοῦ καὶ Ποιμένος Μῆτερ,
χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων.
Χαῖρε, ἀοράτων ἐχθρῶν ἀμυντήριον,
χαῖρε, Παραδείσου θυρῶν ἀνοικτήριον.
Χαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια συναγάλλεται τῇ γῇ,
χαῖρε, ὅτι τὰ ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς.
Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων τὸ ἀσίγητον στόμα,
χαῖρε, τῶν Ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος.
Χαῖρε, στερρὸν τῆς πίστεως ἔρεισμα,
χαῖρε, λαμπρὸν τῆς Χάριτος γνώρισμα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγυμνώθη ὁ Ἅδης,
χαῖρε, δι' ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Θεοδρόμον ἀστέρα,
θεωρήσαντες Μάγοι,
τῇ τούτου ἠκολούθησαν αἴγλῃ·
καὶ ὡς λύχνον κρατοῦντες αὐτόν,
δι' αὐτοῦ ἠρεύνων κραταιὸν Ἄνακτα,
καὶ φθάσαντες τὸν ἄφθαστον,
ἐχάρησαν αὐτῷ βοῶντες·
Ἀλληλούια.
Ἴδον παῖδες Χαλδαίων,
ἐν χερσὶ τῆς Παρθένου,
τὸν πλάσαντα χειρὶ τοὺς ἀνθρώπους·
καὶ Δεσπότην νοοῦντες αὐτόν,
εἰ καὶ δούλου μορφὴν ἔλαβεν,
ἔσπευσαν τοῖς δώροις θεραπεῦσαι,
καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένῃ·
Χαῖρε, ἀστέρος ἀδύτου Μήτηρ,
χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας.
Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν κάμινον σβέσασα,
χαῖρε, τῆς Τριάδος τοὺς μύστας φωτίζουσα.
Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς,
χαῖρε, Κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν.
Χαῖρε, ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας,
χαῖρε, ἢ τοῦ βορβόρου ρυομένη τῶν ἔργων.
Χαῖρε πυρὸς προσκύνησιν παύσασα,
χαῖρε, φλογὸς παθῶν ἀπαλλάττουσα.
Χαῖρε, πιστῶν ὁδηγὲ σωφροσύνης,
χαῖρε, πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Κήρυκες θεοφόροι,
γεγονότες οἱ Μάγοι,
ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα,
ἐκτελέσαντές σου τὸν χρησμόν,
καὶ κηρύξαντές σε τὸν Χριστὸν ἅπασιν,
ἀφέντες τὸν Ἡρώδην ὡς ληρώδη,
μὴ εἰδότα ψάλλειν·
Ἀλληλούια.
Λάμψας ἐν τῇ Αἰγύπτῳ,
φωτισμὸν ἀληθείας ἐδίωξας,
τοῦ ψεύδους τὸ σκότος·
τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης Σωτήρ,
μὴ ἐνέγκαντά σου τὴν ἰσχὺν πέπτωκεν,
οἱ τούτων δὲ ρυσθέντες,
ἐβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων,
χαῖρε, κατάπτωσις τῶν δαιμόνων.
Χαῖρε, τὴν ἀπάτης τὴν πλάνην πατήσασα,
χαῖρε, τῶν εἰδώλων τὴν δόξαν ἐλεγξασα.
Χαῖρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραὼ τὸν νοητόν,
χαῖρε, πέτρα ἡ ποτίσασα τοὺς διψῶντας τὴν ζωὴν.
Χαῖρε, πύρινε στῦλε ὁδηγῶν τοὺς ἐν σκότει,
χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.
Χαῖρε, τροφὴ τοῦ μάνα διάδοχε,
χαῖρε, τρυφῆς ἁγίας διάκονε.
Χαῖρε, ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας,
χαῖρε, ἐξ ἧς ρέει μέλι καὶ γάλα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Μέλλοντος Συμεῶνος,
τοῦ παρόντος αἰῶνος,
μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος,
ἐπεδόθης ὡς βρέφος αὐτῷ,
ἀλλ' ἐγνώσθης τούτω καὶ Θεὸς τέλειος·
διόπερ ἐξεπλάγη σου τὴν ἄρρητον σοφίαν,
κράζων·
Ἀλληλούια.
τῶν Ἀγγέλων ὑμνούντων,
τὴν ἔνσαρκον Χριστοῦ παρουσίαν·
καὶ δραμόντες ὡς πρὸς ποιμένα,
θεωροῦσι τοῦτον ὡς ἀμνὸν ἄμωμον,
ἐν γαστρὶ τῆς Μαρίας βοσκηθέντα,
ἥν ὑμνοῦντες εἶπον·
Χαῖρε, Ἀμνοῦ καὶ Ποιμένος Μῆτερ,
χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων.
Χαῖρε, ἀοράτων ἐχθρῶν ἀμυντήριον,
χαῖρε, Παραδείσου θυρῶν ἀνοικτήριον.
Χαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια συναγάλλεται τῇ γῇ,
χαῖρε, ὅτι τὰ ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς.
Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων τὸ ἀσίγητον στόμα,
χαῖρε, τῶν Ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος.
Χαῖρε, στερρὸν τῆς πίστεως ἔρεισμα,
χαῖρε, λαμπρὸν τῆς Χάριτος γνώρισμα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγυμνώθη ὁ Ἅδης,
χαῖρε, δι' ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Θεοδρόμον ἀστέρα,
θεωρήσαντες Μάγοι,
τῇ τούτου ἠκολούθησαν αἴγλῃ·
καὶ ὡς λύχνον κρατοῦντες αὐτόν,
δι' αὐτοῦ ἠρεύνων κραταιὸν Ἄνακτα,
καὶ φθάσαντες τὸν ἄφθαστον,
ἐχάρησαν αὐτῷ βοῶντες·
Ἀλληλούια.
Ἴδον παῖδες Χαλδαίων,
ἐν χερσὶ τῆς Παρθένου,
τὸν πλάσαντα χειρὶ τοὺς ἀνθρώπους·
καὶ Δεσπότην νοοῦντες αὐτόν,
εἰ καὶ δούλου μορφὴν ἔλαβεν,
ἔσπευσαν τοῖς δώροις θεραπεῦσαι,
καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένῃ·
Χαῖρε, ἀστέρος ἀδύτου Μήτηρ,
χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας.
Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν κάμινον σβέσασα,
χαῖρε, τῆς Τριάδος τοὺς μύστας φωτίζουσα.
Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς,
χαῖρε, Κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν.
Χαῖρε, ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας,
χαῖρε, ἢ τοῦ βορβόρου ρυομένη τῶν ἔργων.
Χαῖρε πυρὸς προσκύνησιν παύσασα,
χαῖρε, φλογὸς παθῶν ἀπαλλάττουσα.
Χαῖρε, πιστῶν ὁδηγὲ σωφροσύνης,
χαῖρε, πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Κήρυκες θεοφόροι,
γεγονότες οἱ Μάγοι,
ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα,
ἐκτελέσαντές σου τὸν χρησμόν,
καὶ κηρύξαντές σε τὸν Χριστὸν ἅπασιν,
ἀφέντες τὸν Ἡρώδην ὡς ληρώδη,
μὴ εἰδότα ψάλλειν·
Ἀλληλούια.
Λάμψας ἐν τῇ Αἰγύπτῳ,
φωτισμὸν ἀληθείας ἐδίωξας,
τοῦ ψεύδους τὸ σκότος·
τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης Σωτήρ,
μὴ ἐνέγκαντά σου τὴν ἰσχὺν πέπτωκεν,
οἱ τούτων δὲ ρυσθέντες,
ἐβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων,
χαῖρε, κατάπτωσις τῶν δαιμόνων.
Χαῖρε, τὴν ἀπάτης τὴν πλάνην πατήσασα,
χαῖρε, τῶν εἰδώλων τὴν δόξαν ἐλεγξασα.
Χαῖρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραὼ τὸν νοητόν,
χαῖρε, πέτρα ἡ ποτίσασα τοὺς διψῶντας τὴν ζωὴν.
Χαῖρε, πύρινε στῦλε ὁδηγῶν τοὺς ἐν σκότει,
χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.
Χαῖρε, τροφὴ τοῦ μάνα διάδοχε,
χαῖρε, τρυφῆς ἁγίας διάκονε.
Χαῖρε, ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας,
χαῖρε, ἐξ ἧς ρέει μέλι καὶ γάλα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Μέλλοντος Συμεῶνος,
τοῦ παρόντος αἰῶνος,
μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος,
ἐπεδόθης ὡς βρέφος αὐτῷ,
ἀλλ' ἐγνώσθης τούτω καὶ Θεὸς τέλειος·
διόπερ ἐξεπλάγη σου τὴν ἄρρητον σοφίαν,
κράζων·
Ἀλληλούια.
Γ' στάση (Ν-Σ)
Νέαν ἔδειξε κτίσιν,
ἐμφανίσας ὁ Κτίστης,
ἡμῖν τοῖς ὑπ' αὐτοῦ γενομένοις·
ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός,
καὶ φυλάξας ταύτην,
ὥσπερ ἦν ἄφθορον,
ἵνα τὸ θαῦμα βλέποντες,
ὑμνήσωμεν αὐτὴν βοῶντες·
Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας,
χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας.
Χαῖρε, ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα,
χαῖρε, τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐμφαίνουσα.
Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἐξ οὗ τρέφονται πιστοί,
χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ὑφ' οὗ σκέπονται πολλοί.
Χαῖρε, κυοφοροῦσα ὁδηγὸν πλανωμένοις,
χαῖρε, ἀπογεννῶσα λυτρωτὴν αἰχμαλώτοις.
Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις,
χαῖρε, πολλῶν πταιόντων συγχώρησις.
Χαῖρε, στολὴ τῶν γυμνῶν παρρησίας,
χαῖρε, στοργὴ πάντα πόθον νικῶσα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ξένον τόκον ἰδόντες,
ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες·
διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεός,
ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος·
βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος,
τοὺς αὐτῷ βοώντας·
Ἀλληλούια.
Ὅλως ἦν ἐν τοῖς κάτω,
καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν,
ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος·
συγκατάβασις γὰρ θεϊκή,
οὐ μετάβασις τοπικὴ γέγονε,
καὶ τόκος ἐκ Παρθένου θεολήπτου,
ἀκουούσης ταῦτα·
Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα,
χαῖρε, σεπτοῦ μυστηρίου θύρα.
Χαῖρε, τῶν ἀπίστων ἀμφίβολον ἄκουσμα,
χαῖρε, τῶν πιστῶν ἀναμφίβολον καύχημα.
Χαῖρε, ὄχημα πανάγιον τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβείμ,
χαῖρε, οἴκημα πανάριστον τοῦ ἐπὶ τῶν Σεραφείμ.
Χαῖρε, ἡ τἀναντία εἰς ταὐτὸ ἀγαγοῦσα,
χαῖρε, ἡ παρθενίαν καὶ λοχείαν ζευγνῦσα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐλύθη παράβασις,
χαῖρε, δι' ἧς ἠνοίχθη παράδεισος.
Χαῖρε, ἡ κλεὶς τῆς Χριστοῦ βασιλείας,
χαῖρε, ἐλπὶς ἀγαθῶν αἰωνίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Πᾶσα φύσις Ἀγγέλων,
κατεπλάγη τὸ μέγα,
τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως ἔργον·
τὸν ἀπρόσιτον γὰρ ὡς Θεόν,
ἐθεώρει πᾶσι προσιτὸν ἄνθρωπον,
ἡμῖν μὲν συνδιάγοντα,
ἀκούοντα δὲ παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.
Ρήτορας πολυφθόγγους,
ὡς ἰχθύας ἀφώνους,
ὁρῶμεν ἐπὶ σοὶ Θεοτόκε·
ἀποροῦσι γὰρ λέγειν,
τὸ πῶς καὶ Παρθένος μένεις,
καὶ τεκεῖν ἴσχυσας·
ἡμεῖς δὲ τὸ μυστήριο ν θαυμάζοντες,
πιστῶς βοῶμεν·
Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ δοχεῖον,
χαῖρε, προνοίας αὐτοῦ ταμεῖον.
Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα,
χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα.
Χαῖρε, ὅτὶ ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί,
χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί.
Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα,
χαῖρε, τῶν ἁλιέων τὰς σαγήνας πληροῦσα.
Χαῖρε, βυθοῦ ἀγνοίας ἐξέλκουσα,
χαῖρε, πολλοὺς ἐν γνώσει φωτίζουσα.
Χαῖρε, ὁλκὰς τῶν θελόντων σωθῆναι,
χαῖρε, λιμὴν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον,
ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ,
πρὸς τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἦλθε·
καὶ ποιμὴν ὑπάρχων ὡς Θεός,
δι' ἡμᾶς ἐφάνη καθ' ἡμᾶς ἄνθρωπος·
ὁμοίῳ γὰρ τὸ ὅμοιον καλέσας,
ὡς Θεὸς ἀκούει·
Ἀλληλούια.
ἐμφανίσας ὁ Κτίστης,
ἡμῖν τοῖς ὑπ' αὐτοῦ γενομένοις·
ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός,
καὶ φυλάξας ταύτην,
ὥσπερ ἦν ἄφθορον,
ἵνα τὸ θαῦμα βλέποντες,
ὑμνήσωμεν αὐτὴν βοῶντες·
Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας,
χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας.
Χαῖρε, ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα,
χαῖρε, τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐμφαίνουσα.
Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἐξ οὗ τρέφονται πιστοί,
χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ὑφ' οὗ σκέπονται πολλοί.
Χαῖρε, κυοφοροῦσα ὁδηγὸν πλανωμένοις,
χαῖρε, ἀπογεννῶσα λυτρωτὴν αἰχμαλώτοις.
Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις,
χαῖρε, πολλῶν πταιόντων συγχώρησις.
Χαῖρε, στολὴ τῶν γυμνῶν παρρησίας,
χαῖρε, στοργὴ πάντα πόθον νικῶσα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ξένον τόκον ἰδόντες,
ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες·
διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεός,
ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος·
βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος,
τοὺς αὐτῷ βοώντας·
Ἀλληλούια.
Ὅλως ἦν ἐν τοῖς κάτω,
καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν,
ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος·
συγκατάβασις γὰρ θεϊκή,
οὐ μετάβασις τοπικὴ γέγονε,
καὶ τόκος ἐκ Παρθένου θεολήπτου,
ἀκουούσης ταῦτα·
Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα,
χαῖρε, σεπτοῦ μυστηρίου θύρα.
Χαῖρε, τῶν ἀπίστων ἀμφίβολον ἄκουσμα,
χαῖρε, τῶν πιστῶν ἀναμφίβολον καύχημα.
Χαῖρε, ὄχημα πανάγιον τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβείμ,
χαῖρε, οἴκημα πανάριστον τοῦ ἐπὶ τῶν Σεραφείμ.
Χαῖρε, ἡ τἀναντία εἰς ταὐτὸ ἀγαγοῦσα,
χαῖρε, ἡ παρθενίαν καὶ λοχείαν ζευγνῦσα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐλύθη παράβασις,
χαῖρε, δι' ἧς ἠνοίχθη παράδεισος.
Χαῖρε, ἡ κλεὶς τῆς Χριστοῦ βασιλείας,
χαῖρε, ἐλπὶς ἀγαθῶν αἰωνίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Πᾶσα φύσις Ἀγγέλων,
κατεπλάγη τὸ μέγα,
τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως ἔργον·
τὸν ἀπρόσιτον γὰρ ὡς Θεόν,
ἐθεώρει πᾶσι προσιτὸν ἄνθρωπον,
ἡμῖν μὲν συνδιάγοντα,
ἀκούοντα δὲ παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.
Ρήτορας πολυφθόγγους,
ὡς ἰχθύας ἀφώνους,
ὁρῶμεν ἐπὶ σοὶ Θεοτόκε·
ἀποροῦσι γὰρ λέγειν,
τὸ πῶς καὶ Παρθένος μένεις,
καὶ τεκεῖν ἴσχυσας·
ἡμεῖς δὲ τὸ μυστήριο ν θαυμάζοντες,
πιστῶς βοῶμεν·
Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ δοχεῖον,
χαῖρε, προνοίας αὐτοῦ ταμεῖον.
Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα,
χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα.
Χαῖρε, ὅτὶ ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί,
χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί.
Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα,
χαῖρε, τῶν ἁλιέων τὰς σαγήνας πληροῦσα.
Χαῖρε, βυθοῦ ἀγνοίας ἐξέλκουσα,
χαῖρε, πολλοὺς ἐν γνώσει φωτίζουσα.
Χαῖρε, ὁλκὰς τῶν θελόντων σωθῆναι,
χαῖρε, λιμὴν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον,
ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ,
πρὸς τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἦλθε·
καὶ ποιμὴν ὑπάρχων ὡς Θεός,
δι' ἡμᾶς ἐφάνη καθ' ἡμᾶς ἄνθρωπος·
ὁμοίῳ γὰρ τὸ ὅμοιον καλέσας,
ὡς Θεὸς ἀκούει·
Ἀλληλούια.
Δ' στάση (Τ-Ω)
Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων,
Θεοτόκε Παρθένε,
καὶ πάντων τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων.
Ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς,
κατεσκεύασέ σε ποιητής, Ἄχραντε,
οἰκήσας ἐν τῇ μήτρᾳ σου,
καὶ πάντας σοι προσφωνεῖν διδάξας·
Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας,
χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτήριας.
Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως,
χαῖρε, χορηγὲ θεϊκῆς ἀγαθότητος.
Χαῖρε, σὺ γὰρ ἀνεγέννησας τοὺς συλληφθέντας αἰσχρῶς,
χαῖρε, σὺ γὰρ ἐνουθέτησας τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν.
Χαῖρε, ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα,
χαῖρε, ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα.
Χαῖρε, παστάς ἀσπόρου νυμφεύσεως,
χαῖρε, πιστοὺς Κυρίῳ ἁρμόζουσα.
Χαῖρε, καλὴ κουροτρόφε παρθένων,
χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε ἁγίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται,
συνεκτείνεσθαι σπεύδων,
τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου·
ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ὠδάς,
ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε,
οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον,
ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν·
Ἀλληλούια.
Φωτοδόχον λαμπάδα,
τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν,
ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον·
τὸ γὰρ ἄυλον ἅπτουσα φῶς,
ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας,
αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα,
κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα·
Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου,
χαῖρε, βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.
Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα,
χαῖρε, ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα.
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν,
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύρρυτον ἀναβλύζεις ποταμόν.
Χαῖρε, τῆς κολυμβήθρας ζωγραφοῦσα τὸν τύπον,
χαῖρε, τῆς ἁμαρτίας ἀναιροῦσα τὸν ρύπον.
Χαῖρε, λουτὴρ ἔκπλυνων συνείδησιν,
χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν.
Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας,
χαῖρε, ζωὴ μυστικῆς εὐωχίας.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Χάριν δοῦναι θελήσας,
ὀφλημάτων ἀρχαίων,
ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων,
ἐπεδήμησε δι’ ἑαυτοῦ,
πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ Χάριτος·
καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον,
ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.
Ψάλλοντές σου τὸν τόκον,
ἀνυμνοῦμέν σε πάντες,
ὡς ἔμψυχον ναόν, Θεοτόκε.
Ἐν τῇ σῇ γὰρ οἰκήσας γαστρί,
ὁ συνέχων πάντα τῇ χειρὶ Κύριος,
ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοὶ πάντας·
Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου,
χαῖρε, Ἁγία ἁγίων μείζων.
Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι,
χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε.
Χαῖρε, τίμιον διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν,
χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον ἱερέων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος,
χαῖρε, τῆς Βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγείρονται τρόπαια,
χαῖρε, δι' ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι.
Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία,
χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ὦ πανύμνητε Μῆτερ,
ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων,
ἁγιώτατον Λόγον·
δεξαμένη γὰρ τὴν νῦν προσφοράν,
ἀπὸ πάσης ρῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας,
καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως,
τοὺς σοὶ βοῶντας·
Ἀλληλούια.
Θεοτόκε Παρθένε,
καὶ πάντων τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων.
Ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς,
κατεσκεύασέ σε ποιητής, Ἄχραντε,
οἰκήσας ἐν τῇ μήτρᾳ σου,
καὶ πάντας σοι προσφωνεῖν διδάξας·
Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας,
χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτήριας.
Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως,
χαῖρε, χορηγὲ θεϊκῆς ἀγαθότητος.
Χαῖρε, σὺ γὰρ ἀνεγέννησας τοὺς συλληφθέντας αἰσχρῶς,
χαῖρε, σὺ γὰρ ἐνουθέτησας τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν.
Χαῖρε, ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα,
χαῖρε, ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα.
Χαῖρε, παστάς ἀσπόρου νυμφεύσεως,
χαῖρε, πιστοὺς Κυρίῳ ἁρμόζουσα.
Χαῖρε, καλὴ κουροτρόφε παρθένων,
χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε ἁγίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται,
συνεκτείνεσθαι σπεύδων,
τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου·
ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ὠδάς,
ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε,
οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον,
ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν·
Ἀλληλούια.
Φωτοδόχον λαμπάδα,
τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν,
ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον·
τὸ γὰρ ἄυλον ἅπτουσα φῶς,
ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας,
αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα,
κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα·
Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου,
χαῖρε, βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.
Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα,
χαῖρε, ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα.
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν,
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύρρυτον ἀναβλύζεις ποταμόν.
Χαῖρε, τῆς κολυμβήθρας ζωγραφοῦσα τὸν τύπον,
χαῖρε, τῆς ἁμαρτίας ἀναιροῦσα τὸν ρύπον.
Χαῖρε, λουτὴρ ἔκπλυνων συνείδησιν,
χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν.
Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας,
χαῖρε, ζωὴ μυστικῆς εὐωχίας.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Χάριν δοῦναι θελήσας,
ὀφλημάτων ἀρχαίων,
ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων,
ἐπεδήμησε δι’ ἑαυτοῦ,
πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ Χάριτος·
καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον,
ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.
Ψάλλοντές σου τὸν τόκον,
ἀνυμνοῦμέν σε πάντες,
ὡς ἔμψυχον ναόν, Θεοτόκε.
Ἐν τῇ σῇ γὰρ οἰκήσας γαστρί,
ὁ συνέχων πάντα τῇ χειρὶ Κύριος,
ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοὶ πάντας·
Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου,
χαῖρε, Ἁγία ἁγίων μείζων.
Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι,
χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε.
Χαῖρε, τίμιον διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν,
χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον ἱερέων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος,
χαῖρε, τῆς Βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγείρονται τρόπαια,
χαῖρε, δι' ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι.
Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία,
χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ὦ πανύμνητε Μῆτερ,
ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων,
ἁγιώτατον Λόγον·
δεξαμένη γὰρ τὴν νῦν προσφοράν,
ἀπὸ πάσης ρῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας,
καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως,
τοὺς σοὶ βοῶντας·
Ἀλληλούια.
- Mercati, G., “Due nove memorie di S. Maria delle Blacherne”, Atti della Pontificia Accademia Romana di Archeologia (Roma 1923/1924)
- Ebersolt, J., Sanctuaires de Byzance (Paris 1921)
- Janin, R., Le géographie ecclésiastique de l’empire Byzantine I: Le siège de Constantinople et le Patriarchat Oecuménique 3: Les églises et les monastères2 (Paris 1969)
- Προκόπιος, Περί κτισμάτων, Haury, J. (επιμ..), Procopii Cesariensis Opera Omnia IV: De aedificiis (Leipzig 1964)
- Θεοφάνης, Χρονογραφία, de Boor, C. (επιμ.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883)
- Γεώργιος Πισίδης στην Παλατινή Ανθολογία, Beckby, H., (επιμ.), Anthologia Greca2 1 (Munich 1965)
- Ο Ακάθιστος Ύμνος μετά ερμηνείας - ΑΡΧ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ
- Θεόδωρος Σύγκελλος, Theodore Syncellus, In depositionem pretiosae vestis, Combefis, F., Novum auctarium II: Historia haeresis monotheliarum santaque in eam sextae Synodi actorum vindiciae (Paris 1648)
- Mango, C., “The Origins of the Blachernae Shrine at Constantinople”, Cambi, N. – Marin, E., Radovi XIII Međunarodnog Kongresa za starokršćansku arheologiju 1994)
- Ακάθιστος ύμνος (μεθ’ ερμηνείας), π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου, Εκδόσεις Ι.Μ. Κεχαριτωμένης Τροιζήνος
- Angelidi, C. – Papamastorakis T., “Picturing the spiritual protector: from Blachernitissa to Hodegetria”, Vassilaki, M., Images of the Mother of God. Perceptions of the Theotokos in Byzantium (Ashgate 2005)
- Theodore Syncellus, In depositionem pretiosae vestis, στο Combefis, F., Novum auctarium II: Historia haeresis monotheliarum santaque in eam sextae Synodi actorum vindiciae (Paris 1648)
el.wikisource.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου