Τετάρτη 23 Μαΐου 2018

Εδουάρδος Γίββων (Edward Gibbon):
Ένας... συκοφάντης Ιστορικός

Χωρίς το Βυζάντιο δεν θα υπήρχε Ευρώπη
1788-2018: 230 χρόνια Εδουάρδος Γίββων (Edward Gibbon) και "ιστορία" της «Παρακμής και Πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» (Decline and Fall of the Roman Empire).
Το παρόν κείμενο, δεν αποτελεί αφιέρωμα, ή μονογραφία ή δοκίμιο για το έργο του Έντουαρντ Γκίμπον (Εδουάρδου Γίββωνα). 

Αποτελεί απλώς ένα σύνολο παραθεμάτων από τη νεότερη και σύγχρονη βιβλιογραφία, από ιστορικά και εγκυκλοπαιδικά έργα, τα οποία ελπίζουμε να βοηθήσουν (επιτέλους…) τον κύκλο των νεόκοπων αντιχριστιανών, να συνειδητοποιήσουν ότι το έργο αυτού του ιστορικού δεν αποτελεί πλέον πηγή πρώτης γραμμής για την ιστοριογραφία, αν και ξέρουμε πόσο θα το ήθελαν…
Η εκδοτική προσπάθεια του Γίββωνα, ξεκίνησε στις 17 Φεβρουαρίου 1776 και ολοκληρώθηκε στις 8 Μαΐου 1788. 
Πάνε πολλά χρόνια από τότε…. 

Και έχει σημασία ότι σήμερα, το έργο του έχει γίνει περισσότερο γνωστό από τη χρήση του σε συζητήσεις στα διάφορα φόρουμ και blog του διαδικτύου, παρά από επιστημονικά έργα, τα οποία σπανίως παραπέμπουν στην ιστορία του Γίββωνα, και όταν παραπέμπουν, πολλές φορές το όνομά του αναφέρεται ως παράδειγμα της πεπαλαιωμένης αντίληψης επάνω σε κάποια ζητήματα.
Αντιθέτως, εκ των ων ουκ άνευ θεωρείται η αναφορά στον Ostrogorsky, αλλά σαφής και εκτεταμένη είναι η στήριξη της βιβλιογραφίας και στα έργα των Mango, Vasiliev, Runciman, ακόμη και στου παλαιότερου Diehl.
Αυτό, δεν θα έπρεπε επιτέλους κάποιος να το σεβαστεί; 
Αν γράφουμε ιστορία και το όνομά μας λάμπει στο στερέωμα της ιστορικής επιστήμης, ας χαράξουμε τον δικό μας δρόμο... 
Αν όμως είμαστε απλά αναγνώστες ή και μελετητές της ιστορίας, οφείλουμε να ακολουθούμε κάποιους καθολικά αναγνωρισμένους επιστήμονες ή συλλογικά έργα.
Δεν θα πούμε ότι ο Γίββων ήταν άσχετος ή κακός ως συγγραφέας. 


Η βιβλιογραφία δεν λέει κάτι τέτοιο. Θεωρείται ότι η ιστορία ως επιστήμη, ως γνωστικό πεδίο, οφείλει πράγματα στον ιστορικό αυτό. Το πρόβλημα βρίσκεται στην προκατάληψη που είχε ο ίδιος και η εποχή του γενικά, εποχή του «διαφωτισμού», ενάντια σε οτιδήποτε σχετιζόταν με την χριστιανική θρησκεία.
Και βεβαίως, αυτή η προκατάληψη, η οποία εδώ και αρκετές δεκαετίες θεωρείται ότι υπονόμευσε το συνολικό έργο του και εμπόδισε την συστηματική μελέτη της ιστορίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χρησιμοποιείται ως ιδεολογικό «όπλο» στους σημερινούς αντικληρικαλιστές, και αντιχριστιανούς, οι οποίοι προκειμένου να βρουν «επιχειρήματα» καταφεύγουν σε ένα έργο «αρχαίο», που δεν αποτελεί καν πρωτότυπη πηγή, έργο προκατειλημμένο, από εποχή «προϊστορική» σε σχέση με την έρευνα, μελέτη, χρήση και πλήθος των ιστορικών πηγών, από ένα συγγραφέα που δεν είχε καν το απαιτούμενο επίπεδο γνώσης των …Ελληνικών!
Μπορεί κανείς να φανταστεί σήμερα, σοβαρό ερευνητή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ο οποίος δεν μπορεί να μελετήσει και να κατανοήσει πλήρως τις πρωτότυπες πηγές στη γλώσσα που είναι γραμμένες; Ασφαλώς θα ήταν ο περίγελος των «συναδέλφων» του.
Ελπίζουμε ότι τα παρακάτω αποσπάσματα θα βοηθήσουν, ώστε να καταλάβουν κάποιοι επιτέλους, ότι το έργο του Γίββωνα και η νοοτροπία του έχουν παραδώσει οριστικά πια τη σκυτάλη σε άλλα, σύγχρονα και διαφορετικής αντίληψης και μεθοδολογίας ιστορικά έργα:

Παράθεση #1
Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, «Ιστορία του Βυζαντίου», Νεφέλη, Αθήνα 2006, σελ. 7 (στον πρόλογο του C. Mango)
«Δεν πρόκειται να επαναλάβω τη στερεότυπη φράση ότι οι βυζαντινές σπουδές ήταν και συνεχίζουν να είναι αδικαιολόγητα παραμελημένες. Αυτό μπορεί να ίσχυε πριν από 100, ίσως και 50 χρόνια, αλλά σίγουρα δεν αντικατοπτρίζει τη σημερινή πραγματικότητα. Η περιφρονητική μεταχείριση του Βυζαντίου από μελετητές όπως ο Μοντεσκιέ και ο Εδουάρδος Γίββων διατήρησε κάποια από την κακεντρέχειά της και στη βικτωριανή εποχή, αλλά άρχισε να απορρίπτεται πολύ πριν το τέλος του 19ου αιώνα, προς όφελος μιας πιο θετικής θεώρησης».

Παράθεση #2
Lefebvre Georges, «Η Γαλλική Επανάσταση», 7η έκδ. αναθεωρημένη c1989, MIET, Αθήνα 2003, σελ. 77
«…τις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης ο Γίββων δεν έδειξε μικρότερη εχθρότητα απ΄ ό,τι ο Βολταίρος απέναντι στον χριστιανισμό, κηρύσσοντας τον ένοχο για την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας».

Παράθεση #3

Σαββίδης Αλέξης, «Τα Χρόνια Σχηματοποίησης του Βυζαντίου, 284-518 μ..», Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1983, σελ. 25.
«Προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι σημαντικοί λόγιοι όπως οι Montesquieu και Voltaire καταδίκασαν το Βυζάντιο ανεπιφύλακτα σα μια λυπητερή ιστορία ραδιουργιών, δολοπλοκιών, επαναστάσεων, δολοφονιών, δημηγοριών και ψευτοθαυμάτων..., κρίσεις που φανερώνουν χωρίς αμφιβολία ότι είχαν ελλειπέστατη γνώση των πηγών του πολιτισμού τον οποίο είχαν καταδικάσει. 

Ο Βρετανός ιστορικός Ε. Gibbon στο μνημειώδες σύγγραμμά του για την Παρακμή και Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (γραμμένο στα 1776 - 87) χαρακτήρισε το Βυζάντιο ως «θρίαμβο του βαρβαρισμού και της θρησκείας»· όμως κάτι πολύ σημαντικό θα πρέπει να χαρακτήριζε μια «συνεχίζουσα παρακμή» που επέζησε για 11 αιώνες περίπου!»

Παράθεση #4

Καραμπελιάς Γιώργος, «1204 η Διαμόρφωση του Nεώτερου Eλληνισμού», Eναλλακτικές Eκδόσεις, Αθήνα 2006, σελ. 459
«Όποιος προσεγγίζει απροκατάληπτα τη Βυζαντινή Ιστορία, είναι υποχρεωμένος να αναμετράται διαρκώς με πλήθος από βαθιά ριζωμένες στρεβλώσεις που έχουν συσσωρευτεί επί αιώνες σε επάλληλα και αδιαφανή στρώματα: Αρχικώς, θα πρέπει να αποτινάξει τη βαθύτατη προκατάληψη πως το Βυζάντιο, ιδιαίτερα στην ύστερη περίοδο του, ήταν ένας κόσμος παρακμής, καταδικασμένος να χαθεί και να μην αφήσει τίποτε πίσω του, παρά μόνο προλήψεις, «καλογερισμό» και ερείπια. Ήταν το σχήμα του Γίββωνα και του Βολταίρου...»

Παράθεση #5

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ', «Βυζαντινός ελληνισμός - πρωτοβυζαντινοί χρόνοι 324-642 μ.Χ.», Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1978, σελ. 308β
«Είναι προφανές ότι η εμπαθής στηλίτευση της Θεοδώρας και του Ιουστινιανού στα «Ανέκδοτα» πηγάζει από έντονη προσωπική αντιπάθεια. Δυστυχώς όμως, οι προκαταλήψεις του Προκοπίου δεν λήφθηκαν πάντοτε σοβαρά υπ' όψη και παραπλάνησαν πολλούς ιστορικούς…. Κάθε εποχή, ακόμη και η δική μας, γνώρισε την ωμότητα, τη διαφθορά και τη φαυλότητα…. Αλλά είναι σοβαρή παραποίηση της αλήθειας το συμπέρασμα ότι το Βυζάντιο ήταν πιο διεφθαρμένο η πιο εκφυλισμένο από άλλα έθνη…. 

Το γεγονός ότι, όχι μόνο επέζησε επί ένδεκα και πλέον αιώνες (από το 324 ως το 1453), περισσότερο από κάθε άλλον πολιτικό οργανισμό στην ευρωπαϊκή ιστορία, και ότι, σε όλη την περίοδο αυτή, πολέμησε επιτυχώς και συνεχώς εναντίον εκατοντάδων χιλιάδων εισβολέων, αρκεί για να αναιρέσει την κατηγορία ότι οι Βυζαντινοί ήταν δειλοί... όπως υποστήριξε ο Lecky… ο πολιτισμός τους είχε στοιχεία μεγαλείου και αξίζει να αντιμετωπισθεί με συμπάθεια και κατανόηση. Αυτό το στοιχείο αγνοήθηκε από εχθρικά διακείμενους κριτικούς, όπως ο Γίββων, ο Lecky και άλλοι, οι οποίοι ασχολήθηκαν αποκλειστικά με στρατιωτικά, κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, χωρίς να καταβάλουν καμιά προσπάθεια να αποτιμήσουν τη σημασία του Βυζαντίου στον χώρο του πνεύματος».

Παράθεση #6

Vasiliev Α.Α., «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», τόμ. Α', Μπεργαδής, Αθήνα 1954, σελ. 21-23
«Σήμερα, φυσικά, τα σχετικά με τον Χριστιανισμό κεφάλαια του Γίββωνος, έχουν πολύ μικρότερο, και όχι ιστορικό, ενδιαφέρον. Πολλοί παράγοντες επηρεάζουν τους σύγχρονους κριτάς του Γίββωνος. Μετά την εποχή του το ιστορικό υλικό είναι πιο άφθονο, τα ιστορικά προβλήματα έχουν αλλάξει, η εξέτασι των πηγών έχει γίνει πιο κριτική, η εσωτερική σχέσι των πηγών είναι πιο ξεκαθαρισμένη και νέες επιστήμες, όπως η νομισματολογία, επιγραφολογία, σφραγιδολογία και παπυρολογία, συμβάλλουν στην ιστορική έρευνα.
Επί πλέον ο Γίββων δεν είχε επιδοθή στα Ελληνικά... Ο Άγγλος Ιστορικός Φρήμαν γράφει σχετικά ότι: «Παρά την θαυμάσια τέχνη του Γίββωνος... δεν είναι ασφαλώς το ύφος του εκείνο που χρειάζεται για να διεγείρη τον σεβασμό για τα πρόσωπα ή την περίοδο, με την οποία ασχολείται ή για να οδήγηση σε μια λεπτομερέστερη μελέτη τους. Ο απαράμιλλος του σαρκασμός και η υποτίμησι, βρίσκονται διαρκώς εν δράσει... είναι ανίκανος να θαυμάση με ενθουσιασμό πράγματα ή πρόσωπα. 
Σχεδόν κάθε Ιστορία, όταν την χειρίζωνται με αυτόν τον τρόπο, αφίνει την αξιοπεριφρόνητη πλευρά της να κυριαρχεί στην σκέψι του αναγνώστου. Ίσως καμιά ιστορία δεν θα έμενε αστιγμάτιστη με έναν τέτοιο χειρισμό...». Η Βυζαντινή Ιστορία έτσι κακομεταχειρισμένη, παρουσιάζεται άσχημα. Οι προσωπικές Ιστορίες και oι υποθέσεις όλων των αυτοκρατόρων, από τον υιό του Ηρακλείου μέχρι τον Ισαάκ Άγγελο, συμπιέζουνται σ' ένα κεφάλαιο. «Αυτός ο τρόπος διαχειρίσεως του θέματος», παρατηρεί ο J. Β. Bury «ανταποκρίνεται προς την περιφρονητική θέσι που παίρνει ο συγγραφεύς απέναντι στη «Βυζαντινή» ή «κατώτερη Αυτοκρατορία». Η ερμηνεία που δίνει ο Γίββων στην εσωτερική ιστορία της Αυτοκρατορίας, μετά τον Ηράκλειο, δεν είναι μόνον επιπόλαιη αλλά συγχρόνως δίνει λανθασμένη εντύπωση των γεγονότων».

Παράθεση #7

Ostrogorsky Georg, «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», τόμ. Α', 7η έκδ., Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 2002, σελ. 52-53 
«Σήμερα δεν υπάρχει πια ανάγκη να αποδείξουμε πόσο ιστορικά αστήρικτες είναι οι θεωρίες του Lebeau και του Gibbon. Πέρασε ευτυχώς ανεπανάληπτα η εποχή, που όσοι έγραφαν βιβλία για το Βυζάντιο βρίσκονταν στην ανάγκη να δικαιολογηθούν πειστικά, γιατί προτίμησαν ένα τέτοιο θέμα και να καταπολεμήσουν με πομπώδεις εκφράσεις και συχνά εξεζητημένο τρόπο τους ισχυρισμούς του Gibbon....
Όπως είναι γνωστό, το έργο του Gibbon με την εντυπωσιακή αφηγηματική του ποιότητα επηρέασε πολύ και για μεγάλο χρονικό διάστημα τα πνεύματα και παρέλυσε το ζήλο για την έρευνα του Βυζαντίου ένα ολόκληρο σχεδόν αιώνα. Ακόμη και σήμερα πολλοί ερευνητές βλέπουν τη θρησκευτική ζωή του Βυζαντίου με τις διόπτρες του Gibbon».

Παράθεση #8

Diehl Charles, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», Καρδαμίτσας, Αθήνα 2007 (c1919), σελ. 7
«...[τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία] ο Μοντεσκιέ και ο Γίββων, τη θεωρούν ακόμη συνέχεια και παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από κάποια ασυναίσθητη επίδραση μιας προαιώνιας μνησικακίας, από κάποια σκοτεινή ανάμνηση θρησκευτικών παθών που έχουν ξεχαστεί, εξακολουθούμε να κρίνουμε τους Έλληνες του Μεσαίωνα όπως τους έκριναν οι σταυροφόροι, που δεν τους καταλάβαιναν, και οι πάπες, που τους αφόριζαν. Κατά τον ίδιο τρόπο, και η βυζαντινή τέχνη εξακολουθεί να θεωρείται, δυστυχώς πολύ συχνά, τέχνη στατική —πρόθυμα την ονομάζουν «ιερατική»—, που δεν είχε τη δύναμη να ανανεωθεί και που, κάτω από τη στενή επίβλεψη της Εκκλησίας, περιόρισε τη χιλιετή της προσπάθεια στο να επαναλαμβάνει αόριστα τις δημιουργίες ορισμένων ιδιοφυών καλλιτεχνών. Στην πραγματικότητα, το Βυζάντιο ήταν κάτι τελείως διαφορετικό».

Παράθεση #9
Τωμαδάκης Νικόλαος, «Κλεις της Βυζαντινής Φιλολογίας», 4η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 77
«Λήγοντος του ΙΗ΄ αι., ανεβίωσε το πνεύμα του ψευδοκλασσικισμού υπό τύπον θαυμασμού προς τον αρχαίον κόσμον, επιστροφής προς τας μορφάς αυτού. Αι εγκυκλοπαιδικαί και διαφωτιστικαί ιδέαι, η πρακτική επίδρασις της γαλλικής επαναστάσεως, διασπείρασαι τα συνθήματα της ελευθερίας ανά την Ευρώπην, έστρεψαν τους λογίους προς τον αρχαίον φιλελευθερισμόν, εδημιούργησαν δε πνεύμα αντιπάθειας προς το περίβλημα του αυταρχισμού με το οποίον έβλεπον τον μεσαιωνικόν κόσμον οι άνθρωποι του ΙΗ΄ αι., ως ο Gibbon».

Παράθεση #10
«Γκίμπον, Έντουαρντ», εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα», τόμ. 18, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005
«Ο Γκίμπον προσέδωσε μια πρόσθετη ενότητα στην εξιστόρηση του θεωρώντας την ως απαρέγκλιτη παρακμή από τα ιδεώδη εκείνα της πολιτικής και περισσότερο ακόμη, της πνευματικής ελευθερίας που είχε συναντήσει στην κλασική λογοτεχνία.... 

Οσοδήποτε όμως καλά κι αν ταίριαζε η αντίληψη αυτή με την ιστορία του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους, αποτελεί το σοβαρότερο μειονέκτημα του δεύτερου μέρους της ιστορίας του Γκίμπον που τον παρέσυρε σε καταφανείς αντιφάσεις. Υποστήριζε, λ.χ. ότι τη μακραίωνη ιστορία του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, δηλ. του Βυζαντίου, χαρακτήριζε μια συνεχής παρακμή, μολονότι επί 1.000 χρόνια η Κωνσταντινούπολη στάθηκε το προπύργιο της Ανατολικής Ευρώπης. 
Το γεγονός είναι ότι ο Γκίμπον όχι μόνο δεν συμπαθούσε τον βυζαντινό πολιτισμό αλλά δεν ήταν και εξοικειωμένος αρκετά με τις ελληνικές πηγές όσο με τις λατινικές, ούτε είχε πρόσβαση στο πλούσιο υλικό άλλων γλωσσών που συγκέντρωσαν εν τω μεταξύ οι μελετητές, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σοβαρές παραλείψεις στην εξιστόρησή του καθώς και μη ικανοποιητικές συγκεφαλαιώσεις... Τίθεται όμως περαιτέρω το ερώτημα κατά πόσον οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν θα πρέπει να θεωρηθούν ως προοδευτικές ή οπισθοδρομικές. 
Γράφοντας ως «φιλόσοφος» των μέσων του 18ου αιώνα, ο Γκίμπον είδε την ιστορική πορεία ως οπισθοδρόμηση.... 
Η νεώτερη ιστορική γνώση έχει σημειώσει, στον τομέα που απασχόλησε τον Γκίμπον, σημαντική πρόοδο με την ανάπτυξη της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας, καθώς και της ιστορίας των θεσμών. Η μελέτη των νομισμάτων, των επιγραφών και γενικά η αρχαιολογία προσέφεραν σημαντικά στην έρευνα αυτή. Ιδιαίτερα κυρίως, η επιστημονική εξέταση των φιλολογικών πηγών, που εφαρμόζεται πολύ συστηματικά σήμερα, ήταν άγνωστη στον Γκίμπον».

Παράθεση #11

Χρήστου Παναγιώτης, «Οι Περιπέτειες των Εθνικών Ονομάτων των Ελλήνων», 4η έκδ., Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1993 (c1960), σελ. 99-100
«Οι Αγγλοσάξονες ιστορικοί για πολύν καιρό ενέμειναν στην συνήθεια να τονίζουν το ρωμαϊκό στοιχείο της αυτοκρατορίας, κατά ένα τρόπο μάλιστα ιδιαιτέρως υποτιμητικό, σύμφωνα με την τάση που εκπροσωπείται από τον Ed. Gibbon, ο οποίος και με τον τίτλο του επτατόμου συγγράμματός του «Η παρακμή και η πτώσις της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας», αλλά πολύ περισσότερο με την έκθεσί του, παρουσιάζει το μεσαιωνικό ελληνικό κράτος σαν είδος σκωληκοειδούς αποφύσεως της ένδοξης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας».

Παράθεση #12

Λήμμα «Βυζάντιον», «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», εκδ. Πυρσός, Αθήνα 1927- 1934, τόμ. 7, σελ. 842β
«Η Ιστορία του επιφανούς Άγγλου ιστορικού Εδουάρδου Γίββωνος, ένεκα της στρεβλής αρχικής αντιλήψεως και του φιλοπαίγμονος και υπερκριτικού ύφους του συγγραφέως, συνετέλεσεν εις την διάδοσιν της κακής φήμης περί του Βυζαντίου…. '

Η θαυμασία ιστορική διορατικότης του Γίββωνος τον έκαμε να γράψη πολλάς σελίδας εγκωμιαστικάς του βυζαντινού Ελληνισμού, το εκ φύσεως όμως δηκτικόν αυτού πνεύμα έκλινεν εις το να ευρίσκη και εις τας αρετάς ακόμη μεμπτέας όψεις, το δε χείριστον είναι ότι η συγγραφική δεξιότης αυτού συνετέλεσεν εις το να διαδοθούν αι ειρωνικαί κρίσεις του».

Παράθεση #13

Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνη, «Αι Βάσεις του Βυζαντινού Πολιτεύματος», ΕΕΦΣΠΑ, περίοδος Β', τόμ. ΚΒ', 1971-1972, σελ. 201
«Η πνευματική ηγεσία της Ευρώπης του ΙΗ΄ αιώνος περιφρονεί το Βυζάντιον, διότι το θεωρεί εστερημένον υψηλού φρονήματος και φιλελευθέρου πνεύματος, ξένον προς τας δημοκρατικός αντιλήψεις. Εις αυτό βλέπει μόνον μίαν αλληλουχίαν στάσεων, δολοπλοκιών και δολοφονιών ή εν σύνολον τυραννουμένων ανθρώπων, μετά των υπηρετούντων τον δυνάστην των. Δια την διαμόρφωσιν και διάδοσιν αυτών των αντιλήψεων σημαντική υπήρξεν η ευθύνη και του άγγλου ιστορικού Εδουάρδου Γίββωνος, του οποίου το έργον «Ιστορία της παρακμής και της πτώσεως της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας» είχεν ευρυτάτην απήχησιν. Το πόνημα του γλαφυρού ιστορικού, παρά τον τίτλον του, περιλαμβάνει την ιστορίαν της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ανεξαρτήτως της αντιρρήσεως, πώς είναι δυνατόν παρακμή να διαρκή ένδεκα αιώνας, όσοι μεσολαβούν από της Ιδρύσεως της Κωνσταντινουπόλεως (324) μέχρι της πτώσεως της βασιλευούσης (1453), είναι φανερόν ότι ο συγγραφεύς δεν επεχείρησε να κατανόηση το Βυζάντιον εντός των ιστορικών του πλαισίων, ούτε αντελήφθη την συμβολήν του».

Παράθεση #14
Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Πηγές Εκκλησιαστικής Ιστορίας», Αρμός, Αθήνα 1989, σελ. 34-35
«Κλασικό παράδειγμα ο άγγλος ιστορικός Edward Gibbon (1737-1794). Είδε με το πρίσμα του Διαφωτισμού (φιλελευθεροφροσύνη-θρησκευτικός σκεπτικισμός) την ιστορία του Βυζαντίου/Ρωμανίας και το απέρριπτε, πριν ακόμη το μελετήσει. Στο γνωστό έργο του… βλέπει μια συνεχιζόμενη πορεία καταπτώσεως στο Βυζάντιο και τίποτε άλλο. Μπορούμε στην περίπτωση αυτή να μιλούμε για τα «γυαλιά» του Ιστορικού, το πρίσμα μέσα από το οποίο «βλέπει» την ιστορία.... 

Δεν μπορεί όμως φυσικά να στηριχθεί στην ωραιότητα του ύφους και η επιστημονική του άξια. Η τελευταία έχει αρκετά ξεπεραστεί και εκεί ακόμη, όπου ισχύει η τάση του Γίββωνος στη θεώρηση του Βυζαντίου/Ρωμανίας. Είναι όμως έργο, που στο σύνολο του δεν μπορεί να αγνοηθεί, κυρίως λόγω της κριτικής του δύναμης και της προσπάθειας ερμηνείας. Συνιστά όμως χαρακτηριστική απόδειξη για το πόσο ζημιώνει την επιστήμη της ιστορίας η επικράτηση οποιασδήποτε «τάσης» (Tendenz) στην προσπάθεια κατανόησης και ερμηνείας του ιστορικού γίγνεσθαι».

Παράθεση #15

UNESCO, Ιστορία της Ανθρωπότητας, τόμ. 12, «Η Θεμελίωση των Νεώτερων Χρόνων 1300-1775», εκδ. Χ. Τεγόπουλου-Ν. Νίκας & ΣΙΑ Ο.Ε., Αθήνα 1970, σελ. 4137
«…αφηγήθηκε την ιστορία της αυτοκρατορίας… με πνεύμα κάθε άλλο παρά φιλικό προς τον θρίαμβο του χριστιανισμού στη Δύση... Θεωρούσε ότι η τέχνη μπορούσε να αναπτυχθεί ουσιαστικά ανεξάρτητα από τη ζωή ή τις πεποιθήσεις των καλλιτεχνών, και ότι η τέχνη της Ελλάδας ήταν γι' αυτόν κάτι το πολύ ανώτερο από τη χριστιανική τέχνη του Μεσαίωνα και της Αναγεννήσεως. 
Έτσι μαζί με τον σύγχρονό του Βολτέρο, ο Γίββων και ο Βίνκελμαν, ο καθένας με τον τρόπο του, μετέτρεψαν την ιστορία σε όπλα επίθεσης εναντίον των παραδοσιακών χριστιανικών προτιμήσεων».