Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Τάσος Λειβαδίτης: Ένας ποιητής «άρρωστος για Θεό»!

«Και κάθε φορά που μου μιλούσαν για τον Θεό
δεν τους πίστευα, αλλά ύστερα όταν έμενα μόνος
με τη σιωπή, καταλάβαινα και τον Θεό και το έργο του.
»
    Από εκείνη την στιγμή (που όλοι θα βρεθείτε κάποτε), κατάλαβα πως δεν υπάρχει άλλη λύση, γύριζα, λοιπόν, τις νύχτες και τράνταζα τα γραμματοκιβώτια των δρόμων - μου οφείλουν μιαν απάντηση, εξάλλου είναι ανέντιμο όταν δεν έχεις να φας εσύ ν’ αγοράζεις περίστροφα για εξομολογήσεις ή πώς να μην κλάψεις γι’ αυτόν που πρέπει να περιμένει τον άλλο Σεπτέμβριο - έτσι, παρ’ όλες τις προφυλάξεις μου αυτοί το κατόρθωσαν, καθώς έστριβα τη γωνιά μ’ άρπαξαν κι έβαλαν έναν άλλο στη θέση μου, “βοήθεια” φώναξα, η φωνή μου ακούστηκε από πολύ μακριά,
“τουλάχιστο, θα μ’ αναγνωρίσουν οι νεκροί μου”
σκέφτηκα κι έτρεξα στο σταθμό και νύχτωνε σιγά σιγά κι η πόλη χανόταν πέρασ’ ένα απίθανο βάθος -
κι εγώ ήμουν άρρωστος για Θεό.


    Είναι ίσως το μοναδικό επίθετο που θα χρησιμοποιηθεί τόσο εύστοχα από έναν ποιητή “κι εγώ ήμουν άρρωστος για Θεό”

Το εν κατακλείδι επίθετο που θακορυφώσει την αρρώστια του για Θεό, μια αρρώστια που ξεκίνησε για τον ΤάσοΛειβαδίτη στα μέσα την ποιητικής του ζωής, γύρω στα 1972, μετά από μιασυντριπτική βίωση της ποίησης της ήττας. 
Γεννημένος στην Αθήνα το 1922 θα σπουδάσει νομικά και θα ασχοληθεί με την δημοσιογραφία. Από το 1952 έως και το 1972 θα εντρυφήσει στην ουμανιστική ποίηση, μια ποίηση που διασώζει τον τρυφερό ηρωισμό των ταπεινών και καταφρονημένων.
Κοιμήσου ήσυχος - αν και στην εποχή μας
ούτε οι νεκροί πια δεν μπορούν να βρουν
μια ήρεμη γωνιά ένα μικρό, δύο μέτρα τόπο,
ν’ απαγγιάσουν μακριά από διαψεύσεις,
σφάλματα, αναθεωρήσεις, σίγουροι
πως αύριο δε θα ξαναπεθάνουν.


    Από το 1972 κι εξής κατά την δεύτερη περίοδο της ποιητικής του πορείας η ποιητική του κραυγή θυμίζει μετάνοια, μια αβίαστη ομολογία για τη θητεία στην αυταπάτη, την ψευδαίσθηση και την πειθαρχία σ’ έναν σκοπό που αποδείχτηκε ανίκανος να στηρίξει τα όνειρα και να σώσει τις ελπίδες. 

Η ποίηση του Λειβαδίτη μετά το ’72 έως και τον θάνατό του δεκαέξι χρόνια αργότερα το 1988 είναι μια διαμαρτυρία, βουβή σχεδόν και μυστική, ένας απύθμενος θρήνος για την ματαιότητα των αγώνων και την αποτυχία της επαναστάσεως. 
Εγκλωβισμένος στις επιρροές της λεγόμενης “ποίησης της ήττας” 1, η δημιουργία της οποίας αποδίδεται στην ήττα της Αριστεράς (μέλος της οποίας ήταν ο ποιητής) προβάλλει στα ποιήματά του την συντριβή του. 
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε σκορπίσει τον όλεθρο. Τα εκατομμύρια των νεκρών, η μνήμη των στρατοπέδων και τα ολοκαυτώματα δεν άφηναν στους νικητές το περιθώριο για επινίκιους ύμνους παρά μόνο την πικρή γεύση του θανάτου και της τρέλας
...κοιμήσου, δεν είναι τίποτα. Μονάχα εκείνος ο τρελός λοχίας
από τον πόλεμο που κάθε νύχτα κλαίει και φωνάζει
από το γειτονικό νοσοκομείο... 


    Η καταρράκωση των οραμάτων και η βίαιη εξάρθρωση του ονείρου αναγκάζει τον ποιητή ν’ αποστρέψει τα μάτια του από το καθεαυτό γεγονός και να ψάξει βαθύτερα, αναζητώντας τις αιτίες που το δημιούργησαν. Δεν αρκείται στο να αντικρίζει την απόγνωση στα πρόσωπα του πλήθους, αλλά βυθίζει το βλέμμα στις μυχιαίτερες πτυχές της ύπαρξης, και μέσα από αυτή του την αναδίφηση θα συντρίψει τον συμβιβασμό με την ιδέα της ήττας.
...οι νικημένοι δεν μπορούν να πεθάνουν...
ή αλλού πάλι θα γράψει γεμάτος τρυφερότητα
Ναι υπερασπίζαμε τη λευτεριά πολεμώντας
μα ακόμα
υπερασπίζαμε το δρόμο που παίζαμε παιδιά
τον τάφο που κοιμόταν η μητέρα μας
και κείνο το μικρό δεντράκι που κάτω από τα κλαδιά του
δώσαμε το πρώτο φιλί.


    Μ’ έντονη την αίσθηση της προσωπικής ενοχής και με ανοιχτούς τους πόρους της ποιητικής συνείδησης, δέχεται και την παραμικρή σταγόνα της πύρινης βροχής και αυτοπυρπολείται. 

Από εδώ και πέρα η μνήμη θα έρχεται και θα επανέρχεται τυραννικά.
...κανένα αγέρι δε θα σβήσει τα πατήματα στο χιόνι... κι αυτό το αμείλικτο παράπονο από την όψη των νεκρών.
Ακόμα και οι αναμνήσεις της ολότελα δικής του ζωής επανέρχονται βυθισμένες σε μια ομίχλη ασάφειας
...όλα τόσο μακρινά, τόσο θαμπά τόσο ανεπίστρεπτα
σα νάζησε τη ζωή μου ένας άλλος,
και μένα δε μου δόθηκε
παρά μονάχα
να πεθάνω. 


    Αυτή την σιωπηλή θλίψη θ’ αναβιώνει κάθε φορά στους ποιητικούς του ψιθύρους αναδεικνύοντας τον εαυτό του σαν έναν αισθαντικό, ευαίσθητο, τρυφερό, πονετικό και ανήσυχο ποιητή που πάλλεται σε ποικιλόχρωμους και άπειρους κόσμους. 

Είναι ο ποιητής που κατέγραψε με λέξεις τη σιωπή και τη θλίψη
η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο, η θλίψη πιο δίκαιο.

    Μια θλίψη όμως που κυοφορεί την προσπάθεια για αγώνα, τον εσωτερικό, τον υπαρξιακό, την διάσωση της ελπίδας γιατί η ελπίδα υπάρχει όπου διογκώνεται η θλίψη
Έκανα να φύγω, αλλά στην πάροδο είδα το μουγκό παιδί,
είχε ακουμπήσει στον τοίχο κι έκλαιγε, και τώρα
πάνω στον τοίχο ήταν ένα μικρό φωτισμένο παρεκκλήσιο.


    Η ρωγμή στη βεβαιότητα της ιστορίας εμφανίστηκε απροσδόκητα κι ακαριαία, σαν να άνοιξε ο ποιητής το στερέωμα και να ανακάλυψε ξαφνικά πως η επανάσταση ήταν φενάκη.4 

Από εδώ κι έπειτα ξεκινά η αναζήτηση του Θεού, διάχυτη είναι η ανάγκη, η δίψα και η πείνα για πλήρωση μεταφυσική. Ο Λειβαδίτης γίνεται άρρωστος για Θεό, νοσεί η ποίησή του από την επιδημία του απολύτου. Ζητά τον Θεό και γεύεται την δυσκολία της αναζήτησής του. 
Ξέρει όμως ότι το απόλυτο υπάρχει και θα συνεχίσει να το προσπαθεί.
Αιώνες τώρα χτυπάω τον τοίχο, μα κανείς δεν απαντάει.
Όμως εγώ ξέρω πώς πίσω από τον τοίχο είναι ο Θεός.
Γιατί μόνον Εκείνος δεν απαντάει.


    Αυτός ο τοίχος τόσα χρόνια πριν υπήρξε το ερέθισμα της ποιητικής έκφρασης του Λειβαδίτη, ήταν ο κόσμος που έπρεπε ν’ αλλάξει και η αλλαγή απαιτούσε ριζικά μέτρα, μ’ απώτερο σκοπό το γκρέμισμα του τοίχου. 

Δεν είχε υποπτευθεί τότε πως η Ιστορία ως τοίχος, ο κόσμος ως τοίχος, ήταν το προπέτασμα του Θεού, το προσωπείο του απολύτου, η εξακτίνωση της αγωνίας ως το τελευταίο μόριο της ύπαρξής μας. Δεν είχε αντιληφθεί τον αληθινό ρόλο που έπαιζε ο φύλακας της πύλης, ό,τι δηλαδή είχε αντιληφθεί ο Κάφκα ως οξυδερκέστερος και πλησιέστερος στην αγωνία.
“Τι κάνεις εκεί;” του λέω. “Τι να κάνω” μου λέει - “ανησυχώ”
Και μου έδειξε ένα πλήθος πόρτες κλειστές.


    Τώρα αντιλαμβάνεται ο ποιητής πως πίσω από τις πόρτες σιωπά η μεγάλη Απουσία, ως τυραννική Παρουσία. 

Τον καταδαμάζει το μυστήριο του σιωπώντος Θεού. 
Στις Συνομιλίες του, στο έργο του “Ο τυφλός με τον λύχνο” γράφει:
Κύριε, μόνο με τη σιωπή σε νιώθουμε.
Κάθε ομιλία σε πληγώνει.
Κι οι λέξεις μας είναι τα τραύματά σου απ’ όπου
μαζί με το αίμα σου, στάζει και λίγη απεραντοσύνη.


Η απεραντοσύνη του Θεού γίνεται αντιληπτή μόνο με τη σιωπή ο ίδιος γράφει στα “Χειρόγραφα του Φθινοπώρου”
Και κάθε φορά που μου μιλούσαν για τον Θεό
δεν τους πίστευα, αλλά ύστερα όταν έμενα μόνος
με τη σιωπή, καταλάβαινα και τον Θεό και το έργο του.


    Ετσι, εξάλλου, αντιλαμβάνεται και ο Καζαντζάκης τον Θεό σαν να είναι καλυμμένος με σιωπή. Τον ονομάζει Άβυσσο, Μυστήριο, Απόλυτο σκοτάδι, Ελπίδα, Τελευταία Απελπισία και Σιωπή με κεφαλαίο σίγμα. Αυτή η σιωπή του Θεού γίνεται νοητή μόνο ως θρήνος. 

Ο Θεός του Καζαντζάκη δεν είναι πάνσοφος, δεν είναι παντοδύναμος. Αγωνίζεται, κιντυνεύει κάθε στιγμή, τρέμει, παραπατάει σε κάθε ζωντανό, φωνάζει. Ακατάπαυστα νικιέται και πάλι ανασηκώνεται, γιομάτος αίμα και χώματα, και ξαναρχίζει τον αγώνα. 
Ο Θεός του Λειβαδίτη όμως δεν είναι αγωνιστής,
...στο βάθος ο Θεός φαινόταν πολύ μοναχός.

Ή σε κάποιο άλλο του ποίημα
Είχα φτάσει τόσο μακριά που ένιωθα στον ώμο μου
το στεναγμό του Θεού.


    Ο Θεός του κλαίει συχνά και γοερά σαν τον Θεό του Μαλεβίτση για τον οποίο ο ίδιος γράφει στον “έγκοπο λόγο”
Όταν θα έρθεις αυστηρός κριτής, μόλις κοιτάξεις μέσα στους νεφρούς και στις καρδιές μας, θα δακρύσεις.


    Στην ποίηση του Λειβαδίτη το απόλυτο κλαίει την καταδίκη του απολύτου,
Κύριε, άσε με να έρθω κοντά σου. Ίσως με την τόση
φτώχεια μου, τη μικρότητά μου,
τις τόσες τύψεις μου, να σε παρηγορήσω λίγο
τα βράδια που σε ακούω να κλαις.
Γιατί τόση τελειότητα είναι ήδη ένα μαρτύριο.


    Το μαρτύριο συνεχίζεται για τον Αθηναίο ποιητή και κατακερματίζεται μόνο όταν πλημμυρίζεται η καρδιά του από την στιγμιαία αφθονία.
Κύριε, είσαι κρυμμένος πίσω από τόσα
αινίγματα, ίσκιους, σκοτεινές παραβολές - πώς
να σε βρω;
Όμως είναι στιγμές που σ’ αναγνωρίζω: μια ξαφνική
αφθονία στην καρδιά μου σε προδίδει.


    Η αναζήτηση του Θεού αναρριχάται αδηφάγα από την υπαρξιακή αγωνία του ποιητή και ανάγεται σε διακαή πόθο για την ανεύρεσή Του.
Κύριε , σε αναζήτησα παντού: στις δόξες της γης
και τ’ ουρανού, στο μεγαλείο των μητροπόλεων,
στων εποχών τα σταυροδρόμια -
κι εσύ περνούσες ταπεινά κι αθόρυβα στον πιο ακαθόριστο,
τη νύχτα, ρεμβασμό μου.


    Η θλίψη του ποιητή εκχύνεται σ’ όλες τις εκφάνσεις του ποιητικού του αναπαλμού, υποθάλποντας έτσι όλο και περισσότερο την προσπάθειά του να προσεγγίσει τον Θεό που τον φέρνει κοντά στους ανθρώπινους ολολυγμούς.
Κύριε, όλα από σένα ξεκινούν. Κι όλα σε σένα θα
'ρθουν να τελειώσουν.
Κι η άνοιξη δεν είναι παρά η νοσταλγία σου
για κείνες τις λίγες ώρες που έζησες στη γη.


    Πρέπει να ομολογήσουμε πως τόσο σπαρακτική υπαρξιακή κένωση, τόση αναζήτηση Θεού, τόση δίψα αθανασίας, δεν ακούστηκε ποτέ από τους πλέον ένθεους Έλληνες ποιητές, τον Σικελιανό, τον Παπατσώνη, την Μελισσάνθη, τον Πεντζίκη, Τον Αναστάσιο Δρίβα, τον Πάσχο, τον Μουντέ και τον Χαραλαμπίδη. Όλοι αυτοί πίστευαν και πιστεύουν. Με τον Λειβαδίτη όμως είναι διαφορετικά.
-Κύριε, βοήθησέ με, του λέω, χάνομαι.
Μα αυτή είναι η βοήθειά μου - να χαθείς...
Για να σε ψάχνουν στους αιώνες!
Ίσως να το ‘βρα. Αλλά Δε θα σας το πω. Γιατί
τότε εσείς τι θα ψάχνετε;


    Ο ποιητής φόρεσε κατάσαρκα τον μανδύα της άκρας ταπείνωσης, της μετάνοιας και της ήττας έσβησε το αλαζονικό του πρόσωπο μέσα στην απουσία και κρύφτηκε όπως ο Αδάμ το δείλι στον Παράδεισο μετά την ανυπακοή.
Γονάτισε και ακούμπησε το μέτωπό του κάτω στο πάτωμα, ήταν η δύσκολη ώρα. Κι όταν σηκώθηκε, το ντροπιασμένο πρόσωπό του, που όλοι ξέραμε, είχε μείνει εκεί, πάνω στις σανίδες, σαν ένα αναποδογυρισμένο άχρηστο κράνος.
Ο ίδιος γύρισε σπίτι δίχως πρόσωπο - σαν το Θεό.


    Στις σελίδες του Λειβαδίτη βρίσκεται αποτυπωμένη η μαρτυρία της ψυχής του, μιμήθηκε ασυνειδήτως το βίο πολλών αγίων που σε κάποια στιγμή της πορείας τους άλλαξαν προσανατολισμό και πορεύτηκαν με μοναδική πυξίδα την αγωνία και όχι τον αγώνα. 

Ο Λειβαδίτης παραιτήθηκε από τον κόσμο και περπάτησε σε ατραπούς του μυστικού δάσους απορρίπτοντας συνεχώς τα φορτία της μέριμνας.
Τόσο φοβισμένος, που όταν μου έπαιρναν κάτι τους ευγνωμονούσα που μου άφηναν τουλάχιστον την ανάμνησή του.
Αυτή η ανάμνηση της λεηλατημένης ζωής είναι η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη.
Άνθρωποι που πολύ τους ταπείνωσαν κι ο Θεός
τους λυπήθηκε και τους έδωσε και μια προηγούμενη ζωή
-έτσι θυμούνται τώρα περισσότερα.


    Ο προδομένος, ο ηττημένος, ο άρρωστος για Θεό ποιητής, ο τρυφερός, ο αναρχικός και ο ανέστιος, ο διψών την δικαιοσύνη, αυτός που αγρυπνεί, που τις “νύχτες δεν μπορεί να κοιμηθεί επειδή οι μεγάλες φτερούγες του δεν χωράνε μέσα στον ύπνο”, γνωρίζει πλέον τι είναι Θεός γιατί έχει γνωρίσει την αποτυχία της αναζήτησης, γι’ αυτό και περήφανος μέσα στην εξουθένωσή του φωνάζει την απάντηση.
“Μα πώς περπατάς επί των κυμάτων...” ρώτησα
“Έχασα το δρόμο” μου λέει.


    Αυτός είναι ο Τάσος Λειβαδίτης, ο περιπατητής των κυμάτων, που χάνει τον δρόμο μα κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες για να τον βρει. Μέσα στα ποιήματά του γίνεται κατάφωρη η ευέλικτη τοποθέτηση των θεολογικών του ανησυχιών. Αν και την ποιητική του πορεία θα μπορούσαμε να την χωρίσουμε σε δύο περιόδους και κατά την πρώτη και κατά την δεύτερη η αναφορά στον Θεό είναι έκδηλη στην μεν πρώτη περίοδο όπου το μαχητικό και πνευματικό πνεύμα συμβαδίζει απαράμιλλα με τις χριστιανικές αρχές, όπως λόγου χάρη βλέπουμε στο εξής του ποίημα,
Ακούω τώρα τις αρβύλες στο χιόνι
σε λίγο θα πας να κοιμηθείς
καληνύχτα, λυπημένε αδελφέ μου
αν τύχει να δεις ένα μεγάλο αστέρι είναι που θα σε
συλλογίζομαι
καθώς θ’ ακουμπήσεις τ’ όπλο σου στη γωνιά
θα ξαναγίνεις ένα σπουργίτι.
Κι όταν θα σου πουν να με πυροβολήσεις
χτύπα με αλλού
μη σημαδέψεις την καρδιά μου
κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.
Δεν θα θελα να το λαβώσεις.


    Το όραμα ενυπάρχει στους στίχους του άλλα αρχίζει να μεταπλάθεται, αλλάζει, από επαναστατικό γίνεται θρησκευτικό και κατανυκτικό, η ένταση όμως παραμένει η ίδια. 

Και στην δεύτερη περίοδο κατά τη οποία η αναζήτηση του Θεού γίνεται πυρ καταναλίσκων που σιγοκαίει την ψυχή του ποιητή και παρεισφρήει στις υπαρξιακές του κραυγές, για να μπορέσει μετά από έναν άνισο αγώνα με την αγωνία και την αρρώστια του για Θεό να χαμηλώσει με κατάνυξη το κεφάλι και να νιώσει την ανθρώπινη αδυναμία μπροστά στο μεγαλείο του Απολύτου, του πιο ωραίου, του άφατου.
κι όπως κοίταξα τον ουρανό, Θεέ μου,
τι απεραντοσύνη,
πόσα άστρα,
μ’ έπιασε πανικός.


    Ο αναζητητής του Θεού γίνεται ο συγκάτοικος με τον οποίο μπορεί και συνομιλεί μέσα σε μια κάμαρα, είναι ο συνομιλητής του, η απόλυτη Παρουσία
Κύριε, συγκατοικούμε αιώνες μες την ίδια κάμαρα,
αλλά δεν μπορώ να δω το πρόσωπό σου.
Όμως σ’ ακούω κάποτε να περπατάς βαρύς μέσα στις
λέξεις μου, άπληστος να ξεπεράσεις
τα όρια αυτού του κόσμου.


    Αυτός ο κόσμος για τον οποίο αγωνίστηκε και για τον οποίο υπέφερε υπομονετικά την τετράχρονη εξορία του, αυτός ο κόσμος που προσπάθησε να αλλάξει με τους συντρόφους του μεταξύ των οποίων και ο φίλος του Γιάννης Ρίτσος, ο ίδιος κόσμος είναι για τον ποιητή ένας κόσμος ευτελής, ένας επικίνδυνος ακόμη και για τον Θεό του.
Θεέ μου, γιατί δεν μπορώ να σε καταλάβω;
Ίσως όμως αν σε καταλάβαινα να μην μπορούσα
ν’ αντέξω το βάρος σου.
Θεέ μου, μ’ αυτήν την ευτελή πραγματικότητα
γύρω μας κινδυνεύεις.
Πώς να σε σώσω...


    Eίναι ίσως αυτό που ο Μαλεβίτσης είχε γράψει τονίζοντας την ανθρώπινη ένδεια,
Ένας ένας πεθαίνουν οι ποιητές μας. Και θα φτωχαίνουμε.
Με τί γλώσσα θα σου μιλήσουμε, την ώρα που θα σε υποδεχτούμε;


    Το 1988 έγινε ακόμη πιο φτωχή αυτή η γλώσσα χάνοντας τον ποιητή που αναζήτησε απεγνωσμένα τον Θεό στον έρωτα, στις αναμνήσεις, στην ώριμη πια ηλικία του, όταν ύστερα από το υπαρξιακό κενό και την κονιορτοποίηση του κοινωνικού οράματος λέει
Ανοίγω τότε το παράθυρο Και άθελά μου χαμογελώ.
Ο Θεός για άλλη μια φορά, με κέρδιζε με
την καινούργια μέρα του.


    Η πίστη του ριζωμένη στην ουσία και όχι στον τύπο προκαλεί με τον αυθορμητισμό της και παρουσιάζεται άρρηκτα δεμένη με το ωραίο που στον Λειβαδίτη ενυπάρχει στην τραγική φιγούρα της γυναίκας. Περισσότερο ερωτικός παρά ορθόδοξος θα καταφέρει να εναρμονίσει το ωραίο με το Θεό, όχι όμως το θεϊκά ωραίο αλλά το ανθρώπινα ωραίο, το γυναικείο χοϊκό κορμί που το λαχταρά γυμνό, σαν το προπτωτικά ανθρώπινο σώμα
Μα ναι, σου λέω,
πιστεύω στον Θεό,
γι’ αυτό σε θέλω
ολόγυμνη
μέσα στην εκκλησιά.


    Η σύγκραση του ωραίου και του αγνού, της πίστης και της ολόγυμνης ψυχής, της ψυχής του ανθρώπου που δύναται να υπάρξει ολόγυμνη μέσα στην εκκλησία χωρίς να προκαλέσει, παρά μόνο να μας θυμίσει την κατά φύσιν ωραιότητα του γυμνού σώματος των πρωτοπλάστων. Και αυτό το αδιαίρετο συνονθύλευμα του ωραίου και του αγίου έχει την αποκορύφωσή του στο ποίημα του Λειβαδίτη, 

“Η γέννηση”
Εν’ άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.
Μου δείξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό σταυρό.
“Είδες, μου λέει - γεννήθηκε η ευσπλαχνία”.
Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ,
γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε
θα ‘ χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.


    Πραγματικά δεν πιστεύω πώς θα μπορούσαμε να πούμε τίποτα πιο ωραίο από αυτό που τόσο λακωνικά και ευέλικτα ψιθυρίζει ο ποιητής έχοντας κατανυκτικά χαμηλωμένο το κεφάλι του. 

Γιατί δεν ταιριάζει στον Θεό παρά μόνο η ταπεινότητα που διαπνέει την ψυχή μας και προδίδει τις πράξεις μας, πράξεις σιωπηλά ηθικές, πράξεις μεστές από αγάπη και σιωπή. 
Στο Απόλυτο δεν χρειάζονται πομπώδεις εκφράσεις και κακέκτυπες ψυχικές διαχύσεις, παρά μόνο σιωπή σαν αυτή που αρμόζει στο Μέγα Μυστήριο
Ξέχειλη από σιωπή η απέραντη αίθουσα.
Και το πιάνο ήταν η μεγάλη, αγία Τράπεζα
όπου πάνω της, τα χέρια ενός άντρα, λιγνά κι ασυγκράτητα
κόβαν και μοίραζαν γύρω
τον άρτο της αιωνιότητας.

...........
περισσότερα εδώ: 
e-theologia