Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

Ο Όσιος Βασίλειος Μόσχας, ο δια Χριστόν Γυμνός Σαλός

Γεννήθηκε στη Μόσχα επί βασιλείας του Ίβάν Γ,' από φτωχούς και τίμιους ευσεβείς γονείς. 
Από τα πρώτα του χρόνια φάνηκε ότι θα γινόταν άγιος άνθρωπος. Αρνιόταν να θηλάσει από τον αριστερό μαστό της μητέρας του και ποτέ δε θήλαζε Τετάρτες και Παρασκευές.
Όταν μεγά­λωσε, ό πατέρας του τον έστειλε σαν μαθητευόμενο σ' έναν υποδηματοποιό. Εκεί ο μικρός Βασίλειος, δούλευε και εξυπηρετούσε το αφεντικό του μέχρι κάποια μέρα που κάποιος πελάτης τους παράγγειλε ένα ζευγάρι μπότες, πού τις ήθελε ιδιαίτερα δυνατές. 
Ό νεαρός Βασίλειος χαμογέ­λασε για να ρωτηθεί σχετικά από το αφεντικό του, μετά πού έφυγε ο πελάτης. Του απάντησε ότι ο άνθρωπος αυτός δε θα προφτάσει να φορέσει τις μπότες του γιατί θα πεθά­νει. Και πράγματι την επαύριον πέθανε. 
Το γεγονός αυτό είχε παίξει τεράστια σημασία για τον άγιο για το υπόλοιπο της σταδιοδρομίας του. Διότι εάν ο άνθρωπος εκείνος γνώ­ριζε την ώρα του θανάτου του θα μεριμνούσε για την ψυχή του και όχι να καταπιάνεται με ευτελή πράγματα όπως να παραγγέλλει δυνατές μπότες.
Αφήνει λοιπόν τον παπουτσή και αρχίζει να γυρίζει γυμνός και προπάντων ανυπόδητος στους δρόμους της Μόσχας και να προειδοποιεί πάντες για το πρόσκαιρο της ζωής αυτής. 
Ελεούσε τους ζητιάνους, τους σακάτες και όλων των ειδών τους δυστυχισμένους και εμπερίστατους.
Συχνά επισκεπτόταν τις ειδικές φυλακές για αποτοξί­νωση αλκοολικών και στήριζε τους τροφίμους ψυχολογι­κά. 
Ή μεγάλη του άσκηση και αγιότητα καλυπτόταν από τη γύμνια, τις μωρίες και το δυνατό του γέλιο πού, έμεινε παροιμιώδες.
Το 1547 μ.Χ., χρονιά της στέψης του Ίβάν του Τρομερού στις 23 Ιουνίου ό Βασίλειος πήγε στο μοναστήρι πού είναι αφιερωμένο στην Εύρεση της Τίμιας Κάρας του Ιωάννη του Βαπτιστή και άρχισε να κλαίει γοερά και να προσεύ­χεται. 
Οι άνθρωποι, γνωρίζοντας ότι ο σάλος δεν έκανε τίποτα χωρίς λόγο, αναρωτήθηκαν τι να σήμαινε αυτό. Την απάντηση την πήραν την επομένη, όταν μια πυρκαγιά τερα­στίων διαστάσεων ξέσπασε στον εν λόγω ναό κι απλώθηκε σ' όλη την πόλη. Τα πάντα κάηκαν. Οι φλόγες στο πέρα­σμά τους άφησαν μόνο χόβολη κι ερείπια.

Κάποτε,
ενώ ένα περσικό πλοίο κινδύνευε στην Κα­σπία Θάλασσα, ένας ναύτης Ρώσος ορθόδοξος, αναφωνεί καλώντας το Βασίλειο σε βοήθεια. Τότε ο γυμνός σαλός εμφανίζεται περπατώντας πάνω στα κύματα, μπαίνει στο πλοίο, αρπάζει το τιμόνι, το οδηγεί σε ασφαλισμένα νερά κι ακολούθως εξαφανίζεται. Μετά παρέλευση οι Πέρ­σες έμποροι έρχονται στη Μόσχα για δουλειές τους καιαναγνωρίζουν τον τρελό σωτήρα τους, πού θέλοντας να τους αποφύγει άρχισε να κάνει διάφορες μωρίες.
Οι Πέρσες ενημέρωσαν τον Τσάρο για το γεγονός και εκείνος κάλεσε το Βασίλειο στο παλάτι σε κάποια δεξίωση του. Εκεί ο Ιβάν θυμώνει όταν τον είδε να χύνει το ποτήρι με κρασί πού του έβαλαν, τρεις φορές από το παράθυρο. 
«Μη θυμώνεις Τσάρε». Του λέει. «Μία μεγάλη πυρκαγιά μόλις ξέσπασε στο Νόβγκοροντ και προσπαθώ να τη σβή­σω». 
Ό Τσάρος στέλλει αμέσως απεσταλμένους, οι όποιοι επιβεβαιώνουν το γεγονός. "Οχι μόνο αυτό, αλλά οι κά­τοικοι του Νόβγκοροντ μαρτυρούν ότι τις φλόγες έσβηνε κάποιος γυμνός μ' ένα ποτήρι στο χέρι. 
Όταν αργότερα ήρθαν στη Μόσχα αναγνώρισαν το Βασίλειο.
Έτσι σιγά-σιγά οι σχέσεις σαλού-ήγεμόνα έγιναν πολύ καλές. 
Ό τελευταίος μάλιστα δίνει αρκετό χρυσάφι στο Βασίλειο για να το μοιράσει στους φτωχούς πού γύριζαν στους δρόμους της Μόσχας. 
Ο άγιος αντί αυτού, το δί­νει όλο σ' έναν πλούσιο έμπορο. Όταν ρωτήθηκε σχετικά απάντησε ότι ο καλοντυμένος έντιμος έμπορος, προτιμούσε να κρύβει τη φτώχεια του και να πεθαίνει της πείνας παρά να ζητιανεύει.
"Άλλοτε τον ρωτά πάλι ό Τσάρος που ήταν μετά τη Θεία Λειτουργία και δεν τον είδε, για να του απαντήσει με πονηρό ύφος ότι αυτός τον είδε και εκεί πού ήταν και εκεί πού δεν ήταν. «Μα ήμουνα στο ναό». «Όχι Τσάρε δεν λες την αλήθεια. Σε είδα να περιφέρεσαι στο λόφο των σπουργιτιών, εκεί όπου έχεις σκοπό να κτίσεις ένα παλά­τι». Και ό βασιλιάς χαμογελώντας του αποκρίνεται: «Είναι αλήθεια. Έχεις δίκιο. Ήμουνα εκεί».
Κάποτε άρχισε να πετροβολά, μέχρι πλήρους κατασ­τροφής, μια εικόνα της Παναγίας, πού περιφερόταν στους δρόμους στα πλαίσια μιας λιτανείας. 
Το πλήθος εξαγριωμένο όρμησε κατά πάνω του μέχρι πού με έκπληξη τους ανακάλυψαν ότι κάτω από την εικόνα, υπήρχε καμου­φλαρισμένη ή ζωγραφιά του σατανά. 
Άλλοτε πετροβολούσε τους ναούς στο κατώφλι των οποίων έβλεπε δαίμονες πού προσπαθούσαν ν' αποτρέψουν τους πιστούς από το να μπουν στη Θεία Λειτουργία, κι' άλλοτε φιλούσε τα σκα­λοπάτια κακόφημων τόπων, διότι σ' αυτά στεκόντουσαν άγγελοι, πού απότρεπαν τον κόσμο να μπει σ' αυτά για σωματική και μόνο τέρψη.
Ο Ναός του Αγιου Βασιλείου του δια Χριστόν Σαλού στην Κόκκινη Πλατεία

Λίγο πριν πεθάνει σε ηλικία 88 χρονών το 1552 μ.Χ., τον επισκέπτεται όλη ή βασιλική οικογένεια, οπού ό σάλος προφητεύει στο μικρότερο παιδί, το Θεόδωρο, ότι αυτός θα κληρονομήσει την αυτοκρατορική περιουσία. 
Ό Ίβάν και ή Τσαρίνα Αναστασία, κλαίνε από χαρά γιατί γνώ­ρισαν έναν άγιο άνθρωπο και από λύπη γιατί τον χάνουν. 
Στη νεκρική πομπή, το φέρετρο με τη σωρό του Βασίλει­ου κουβαλούν στους ώμους τους ο ίδιος ό Τσάρος με τους πρίγκιπες και όλη ή Μόσχα έλαβε μέρος στη νεκρώσιμη ακολουθία και την ταφή. Αργότερα ανεγέρθηκε ναός με εντολή του βασιλιά στον τάφο του αγίου.
Ο μεγαλοπρεπής αυτός ναός, πού είναι αφιερωμένος στον άγιο Βασίλειο τον δια Χριστόν Σαλό, κοσμεί μέχρι σήμερα την Κόκκινη Πλατεία και θεωρείται το κατεξοχήν αξιοθέατο της Μόσχας. 
Αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός, ότι ή αθεϊστική κομμουνιστική κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης σ' όλα τα χρόνια της, όχι μόνο δεν πείραξε το ναό, όπως σε άλλες περιπτώσεις, αλλά τον σεβόταν.
Ο τάφος του Οσίου Βασιλείου στον ναό του στην Κόκκινη Πλατεία
Ό άγιος μνημονεύεται επίσης στο βίο του οσίου Νικόδημου της Λίμνης Κόζα (+3 Ιουλίου). 
Προτού ο όσιος Νικό­δημος γίνει μοναχός και ακόμα ονομαζόταν Νικήτας, προ­σπάθησαν μια φορά να το δηλητηριάσουν. Δεν κατάφεραν να τον θανατώσουν, άλλα του προκάλεσαν μεγάλο κακό στο στομάχι και είχε αφόρητους πόνους και δεν μπορούσε να εργαστεί. 
Τότε αποφάσισε να φύγει από τη Μόσχα για άλλου, μέχρι να βρει κάποιο γιατρό πού θα τον θεράπευε. 
Φεύγοντας συνάντησε τον άγιο Βασίλειο, πού ρακένδυτος τριγύριζε στους δρόμους. Του ζήτησε να του εξηγήσει τι συνέβαινε και όταν πληροφορήθηκε, ό Βασίλειος του είπε: «Παιδί μου Νικήτα, έλα στις έξι ή ώρα στο μητροπολιτικό ναό. Εκεί θα με βρεις και θα σου δώσω κάτι να πιεις. Και οι προσευχές της Ύπεραγίας Θεοτόκου θα σε βοηθήσουν να θεραπευτείς». 
Πράγματι πήγε ό Νικήτας τη συγκεκριμμέ­νη ώρα στο ναό και ο Βασίλειος του έδωσε ένα δοχείο και τον πρόσταξε να το πιει, aφού πρώτα κάνει το σημείο του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Αμέσως έγινε καλά.

πηγή το βιβλίο του Ίκαρου Πετρίδη-''Εμπαίζοντες...Υμεις μωροί δια Χριστόν"