Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Η Μεγάλη Ορφάνια και ο Φόβος του Θανάτου

Κύριε, είσαι το μέγα άπειρο που ανασαίνουμε, ο απέραντος δρόμος
   που πηγαίνουμε.
Είσαι η απερίγραπτη σιωπή που την ακούμε μέσα μας και μιλάμε –
   για να μην πεθάνουμε από τρόμο.
Έναν καημό έχει ο άνθρωπος. Τον θάνατο. 
Το αδιαπραγμάτευτο, το τελεσίδικο, το οριστικό και αμετάκλητο γεγονός του θανάτου. 
Αυτό τον ταλανίζει. Ο Φόβος του Θανάτου. 
Ο φόβος που τον κάνει να καταφεύγει σε λογής-λογής καιροσκόπους για να απαλύνει τον φόβο του.

Σαν έχασε τον παράδεισο ο άνθρωπος, γεννήθηκε ο θάνατος και ο φόβος του. Από τότε ψάχνει τρόπους να τον ξεπεράσει. Με το χρήμα, την εξουσία... και πολλές φορές λαθεύει και νομίζει ότι είναι ανίκητος, ότι έγινε θεός. Μέχρι που έρχεται μια ωραία πρωία και...  πάρ' τον κάτω.
Και σ’ αυτή την πορεία, η ανθρωπότητα, αναζητά τη διαδικασία της δημιουργίας και προσπαθεί να την αναπαράξει, λες και θα γίνει θεός και θα νικήσει τον θάνατο.
Όλο αυτό, είναι λάθος. Λάθος η, και καλά, επανάσταση στον παράδεισο, λάθος η αναζήτηση της θεϊκής ισχύος, λάθος κι ο φόβος. Ο άνθρωπος δεν αναζητάει τον Θεό, αλλά την ισχύ Του και αυτό είναι το λάθος. Είναι ο λάθος δρόμος. 
Είναι ο δρόμος που φέρνει τον θάνατο και τον φόβο του.

Και εξηγούμαστε για το κατά πως τα βλέπουμε εμείς:

Τί έχασε στην πραγματικότητα ο άνθρωπος; 
Ο άνθρωπος χάνοντας τον παράδεισο, έχασε την αγκαλιά του Θεού. 
Έχασε τον Πατέρα Του. Έμεινε ορφανός. 
Είναι σαν τον άσωτο γιο που έφυγε από το σπίτι του. Από τότε, αφού έκανε ό,τι έκανε, θέλει να επιστρέψει. Αυτή την ανάγκη την έχει γραμμένη στο υποσυνείδητό του. 
Όλοι έχουν αυτή την ανάγκη. Την ανάγκη της πατρικής αγκαλιάς. Και προσπαθεί να επιστρέψει, συνειδητά ή ασυνείδητα.
Αλλά έχασε τον δρόμο. Λάθεψε τη διαδρομή. Πήρε άλλες ατραπούς και παρεξέκλινε.

Είδε κι απόειδε ο Πατέρας. Τα παιδιά Του χάθηκαν, έμπλεξαν με τις σειρήνες και τα δελέατα και πήραν προορισμούς που τα απομάκρυναν ακόμη περισσότερο από την αγκαλιά Του. 

Και, σαν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, έβαλε σε εφαρμογή το από αιώνων Σχέδιό Του, για να μας λυτρώσει, να μας βοηθήσει. 
Παιδιά Του είμαστε, εξάλλου. 
Ποιος πατέρας δεν θα γνοιαστεί για το παιδί του; 

Κι έστειλε τον Γιο Του, τον έστειλε σαν άνθρωπο, εδώ ανάμεσά μας να μας δείξει τον δρόμο της επιστροφής, τον δρόμο για την αγκαλιά Του. 
Και ήρθε ο Γιος και είπε: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή» και αυτό τον δρόμο και αυτή την αλήθεια και τη ζωή τα έκανε πράξη και θυσία για να πάρουμε παράδειγμα, να μάθουμε ότι ξεχάσαμε και να ξαναβρούμε τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι το πατρικό, την Πατρική αγκαλιά.
Όσο δεν επιλέγουμε, ελευθέρα και αυτόβουλα τον δρόμο της επιστροφής, είμαστε Ορφανοί. Είμαστε χωρίς αγκαλιά, είμαστε απολωλότες, ζούμε την Μεγάλη Ορφάνια.
Ένα παιδάκι που έχασε τους γονείς του και ψάχνει να τους βρει, χαμένο μέσα στο πλήθος, στις προκλήσεις, στους πειρασμούς, στην απώλεια είναι και ευάλωτο στο Θάνατο.
Αυτός είναι ο Μεγάλος Φόβος, η Μεγάλη Ορφάνια. 
Αυτή η ορφάνια φέρνει τον φόβο του θανάτου.
Η Ορφάνια πονάει, πρώτα η Ορφάνια. 

Άμα δεν επιλέξει ο άνθρωπος την πατρική αγκαλιά, ποιος θα τον υιοθετήσει; Ποιος θα ανοίξει την αγκαλιά του γι’ αυτόν; 
Ένας είναι ο δρόμος και αυτόν πρέπει να διαλέξουμε.

Και άμα επιλέξουμε την Οδό, θα πούμε σαν τον ποιητή:
«Κύριε, είσαι το καθημερινό ψωμί μας, η μεγάλη νοσταλγία μας να
   ξαναγυρίσουμε - πού;                                     
Είσαι η μήτρα που θα μας γεννήσει με το θάνατό μας. Αμήν.»
Που πάει να πει, πάει ο θάνατος κι ο φόβος του, επειδή θα έχει τελεστεί η αναγέννησή μας.
Αμήν

Το Χαμομηλάκι

Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Τάσος Λειβαδίτης: Ένας ποιητής «άρρωστος για Θεό»!

«Και κάθε φορά που μου μιλούσαν για τον Θεό
δεν τους πίστευα, αλλά ύστερα όταν έμενα μόνος
με τη σιωπή, καταλάβαινα και τον Θεό και το έργο του.
»
    Από εκείνη την στιγμή (που όλοι θα βρεθείτε κάποτε), κατάλαβα πως δεν υπάρχει άλλη λύση, γύριζα, λοιπόν, τις νύχτες και τράνταζα τα γραμματοκιβώτια των δρόμων - μου οφείλουν μιαν απάντηση, εξάλλου είναι ανέντιμο όταν δεν έχεις να φας εσύ ν’ αγοράζεις περίστροφα για εξομολογήσεις ή πώς να μην κλάψεις γι’ αυτόν που πρέπει να περιμένει τον άλλο Σεπτέμβριο - έτσι, παρ’ όλες τις προφυλάξεις μου αυτοί το κατόρθωσαν, καθώς έστριβα τη γωνιά μ’ άρπαξαν κι έβαλαν έναν άλλο στη θέση μου, “βοήθεια” φώναξα, η φωνή μου ακούστηκε από πολύ μακριά,
“τουλάχιστο, θα μ’ αναγνωρίσουν οι νεκροί μου”
σκέφτηκα κι έτρεξα στο σταθμό και νύχτωνε σιγά σιγά κι η πόλη χανόταν πέρασ’ ένα απίθανο βάθος -
κι εγώ ήμουν άρρωστος για Θεό.


    Είναι ίσως το μοναδικό επίθετο που θα χρησιμοποιηθεί τόσο εύστοχα από έναν ποιητή “κι εγώ ήμουν άρρωστος για Θεό”

Το εν κατακλείδι επίθετο που θακορυφώσει την αρρώστια του για Θεό, μια αρρώστια που ξεκίνησε για τον ΤάσοΛειβαδίτη στα μέσα την ποιητικής του ζωής, γύρω στα 1972, μετά από μιασυντριπτική βίωση της ποίησης της ήττας. 
Γεννημένος στην Αθήνα το 1922 θα σπουδάσει νομικά και θα ασχοληθεί με την δημοσιογραφία. Από το 1952 έως και το 1972 θα εντρυφήσει στην ουμανιστική ποίηση, μια ποίηση που διασώζει τον τρυφερό ηρωισμό των ταπεινών και καταφρονημένων.
Κοιμήσου ήσυχος - αν και στην εποχή μας
ούτε οι νεκροί πια δεν μπορούν να βρουν
μια ήρεμη γωνιά ένα μικρό, δύο μέτρα τόπο,
ν’ απαγγιάσουν μακριά από διαψεύσεις,
σφάλματα, αναθεωρήσεις, σίγουροι
πως αύριο δε θα ξαναπεθάνουν.


    Από το 1972 κι εξής κατά την δεύτερη περίοδο της ποιητικής του πορείας η ποιητική του κραυγή θυμίζει μετάνοια, μια αβίαστη ομολογία για τη θητεία στην αυταπάτη, την ψευδαίσθηση και την πειθαρχία σ’ έναν σκοπό που αποδείχτηκε ανίκανος να στηρίξει τα όνειρα και να σώσει τις ελπίδες. 

Η ποίηση του Λειβαδίτη μετά το ’72 έως και τον θάνατό του δεκαέξι χρόνια αργότερα το 1988 είναι μια διαμαρτυρία, βουβή σχεδόν και μυστική, ένας απύθμενος θρήνος για την ματαιότητα των αγώνων και την αποτυχία της επαναστάσεως. 
Εγκλωβισμένος στις επιρροές της λεγόμενης “ποίησης της ήττας” 1, η δημιουργία της οποίας αποδίδεται στην ήττα της Αριστεράς (μέλος της οποίας ήταν ο ποιητής) προβάλλει στα ποιήματά του την συντριβή του. 
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε σκορπίσει τον όλεθρο. Τα εκατομμύρια των νεκρών, η μνήμη των στρατοπέδων και τα ολοκαυτώματα δεν άφηναν στους νικητές το περιθώριο για επινίκιους ύμνους παρά μόνο την πικρή γεύση του θανάτου και της τρέλας
...κοιμήσου, δεν είναι τίποτα. Μονάχα εκείνος ο τρελός λοχίας
από τον πόλεμο που κάθε νύχτα κλαίει και φωνάζει
από το γειτονικό νοσοκομείο... 


    Η καταρράκωση των οραμάτων και η βίαιη εξάρθρωση του ονείρου αναγκάζει τον ποιητή ν’ αποστρέψει τα μάτια του από το καθεαυτό γεγονός και να ψάξει βαθύτερα, αναζητώντας τις αιτίες που το δημιούργησαν. Δεν αρκείται στο να αντικρίζει την απόγνωση στα πρόσωπα του πλήθους, αλλά βυθίζει το βλέμμα στις μυχιαίτερες πτυχές της ύπαρξης, και μέσα από αυτή του την αναδίφηση θα συντρίψει τον συμβιβασμό με την ιδέα της ήττας.
...οι νικημένοι δεν μπορούν να πεθάνουν...
ή αλλού πάλι θα γράψει γεμάτος τρυφερότητα
Ναι υπερασπίζαμε τη λευτεριά πολεμώντας
μα ακόμα
υπερασπίζαμε το δρόμο που παίζαμε παιδιά
τον τάφο που κοιμόταν η μητέρα μας
και κείνο το μικρό δεντράκι που κάτω από τα κλαδιά του
δώσαμε το πρώτο φιλί.


    Μ’ έντονη την αίσθηση της προσωπικής ενοχής και με ανοιχτούς τους πόρους της ποιητικής συνείδησης, δέχεται και την παραμικρή σταγόνα της πύρινης βροχής και αυτοπυρπολείται. 

Από εδώ και πέρα η μνήμη θα έρχεται και θα επανέρχεται τυραννικά.
...κανένα αγέρι δε θα σβήσει τα πατήματα στο χιόνι... κι αυτό το αμείλικτο παράπονο από την όψη των νεκρών.
Ακόμα και οι αναμνήσεις της ολότελα δικής του ζωής επανέρχονται βυθισμένες σε μια ομίχλη ασάφειας
...όλα τόσο μακρινά, τόσο θαμπά τόσο ανεπίστρεπτα
σα νάζησε τη ζωή μου ένας άλλος,
και μένα δε μου δόθηκε
παρά μονάχα
να πεθάνω. 


    Αυτή την σιωπηλή θλίψη θ’ αναβιώνει κάθε φορά στους ποιητικούς του ψιθύρους αναδεικνύοντας τον εαυτό του σαν έναν αισθαντικό, ευαίσθητο, τρυφερό, πονετικό και ανήσυχο ποιητή που πάλλεται σε ποικιλόχρωμους και άπειρους κόσμους. 

Είναι ο ποιητής που κατέγραψε με λέξεις τη σιωπή και τη θλίψη
η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο, η θλίψη πιο δίκαιο.

    Μια θλίψη όμως που κυοφορεί την προσπάθεια για αγώνα, τον εσωτερικό, τον υπαρξιακό, την διάσωση της ελπίδας γιατί η ελπίδα υπάρχει όπου διογκώνεται η θλίψη
Έκανα να φύγω, αλλά στην πάροδο είδα το μουγκό παιδί,
είχε ακουμπήσει στον τοίχο κι έκλαιγε, και τώρα
πάνω στον τοίχο ήταν ένα μικρό φωτισμένο παρεκκλήσιο.


    Η ρωγμή στη βεβαιότητα της ιστορίας εμφανίστηκε απροσδόκητα κι ακαριαία, σαν να άνοιξε ο ποιητής το στερέωμα και να ανακάλυψε ξαφνικά πως η επανάσταση ήταν φενάκη.4 

Από εδώ κι έπειτα ξεκινά η αναζήτηση του Θεού, διάχυτη είναι η ανάγκη, η δίψα και η πείνα για πλήρωση μεταφυσική. Ο Λειβαδίτης γίνεται άρρωστος για Θεό, νοσεί η ποίησή του από την επιδημία του απολύτου. Ζητά τον Θεό και γεύεται την δυσκολία της αναζήτησής του. 
Ξέρει όμως ότι το απόλυτο υπάρχει και θα συνεχίσει να το προσπαθεί.
Αιώνες τώρα χτυπάω τον τοίχο, μα κανείς δεν απαντάει.
Όμως εγώ ξέρω πώς πίσω από τον τοίχο είναι ο Θεός.
Γιατί μόνον Εκείνος δεν απαντάει.


    Αυτός ο τοίχος τόσα χρόνια πριν υπήρξε το ερέθισμα της ποιητικής έκφρασης του Λειβαδίτη, ήταν ο κόσμος που έπρεπε ν’ αλλάξει και η αλλαγή απαιτούσε ριζικά μέτρα, μ’ απώτερο σκοπό το γκρέμισμα του τοίχου. 

Δεν είχε υποπτευθεί τότε πως η Ιστορία ως τοίχος, ο κόσμος ως τοίχος, ήταν το προπέτασμα του Θεού, το προσωπείο του απολύτου, η εξακτίνωση της αγωνίας ως το τελευταίο μόριο της ύπαρξής μας. Δεν είχε αντιληφθεί τον αληθινό ρόλο που έπαιζε ο φύλακας της πύλης, ό,τι δηλαδή είχε αντιληφθεί ο Κάφκα ως οξυδερκέστερος και πλησιέστερος στην αγωνία.
“Τι κάνεις εκεί;” του λέω. “Τι να κάνω” μου λέει - “ανησυχώ”
Και μου έδειξε ένα πλήθος πόρτες κλειστές.


    Τώρα αντιλαμβάνεται ο ποιητής πως πίσω από τις πόρτες σιωπά η μεγάλη Απουσία, ως τυραννική Παρουσία. 

Τον καταδαμάζει το μυστήριο του σιωπώντος Θεού. 
Στις Συνομιλίες του, στο έργο του “Ο τυφλός με τον λύχνο” γράφει:
Κύριε, μόνο με τη σιωπή σε νιώθουμε.
Κάθε ομιλία σε πληγώνει.
Κι οι λέξεις μας είναι τα τραύματά σου απ’ όπου
μαζί με το αίμα σου, στάζει και λίγη απεραντοσύνη.


Η απεραντοσύνη του Θεού γίνεται αντιληπτή μόνο με τη σιωπή ο ίδιος γράφει στα “Χειρόγραφα του Φθινοπώρου”
Και κάθε φορά που μου μιλούσαν για τον Θεό
δεν τους πίστευα, αλλά ύστερα όταν έμενα μόνος
με τη σιωπή, καταλάβαινα και τον Θεό και το έργο του.


    Ετσι, εξάλλου, αντιλαμβάνεται και ο Καζαντζάκης τον Θεό σαν να είναι καλυμμένος με σιωπή. Τον ονομάζει Άβυσσο, Μυστήριο, Απόλυτο σκοτάδι, Ελπίδα, Τελευταία Απελπισία και Σιωπή με κεφαλαίο σίγμα. Αυτή η σιωπή του Θεού γίνεται νοητή μόνο ως θρήνος. 

Ο Θεός του Καζαντζάκη δεν είναι πάνσοφος, δεν είναι παντοδύναμος. Αγωνίζεται, κιντυνεύει κάθε στιγμή, τρέμει, παραπατάει σε κάθε ζωντανό, φωνάζει. Ακατάπαυστα νικιέται και πάλι ανασηκώνεται, γιομάτος αίμα και χώματα, και ξαναρχίζει τον αγώνα. 
Ο Θεός του Λειβαδίτη όμως δεν είναι αγωνιστής,
...στο βάθος ο Θεός φαινόταν πολύ μοναχός.

Ή σε κάποιο άλλο του ποίημα
Είχα φτάσει τόσο μακριά που ένιωθα στον ώμο μου
το στεναγμό του Θεού.


    Ο Θεός του κλαίει συχνά και γοερά σαν τον Θεό του Μαλεβίτση για τον οποίο ο ίδιος γράφει στον “έγκοπο λόγο”
Όταν θα έρθεις αυστηρός κριτής, μόλις κοιτάξεις μέσα στους νεφρούς και στις καρδιές μας, θα δακρύσεις.


    Στην ποίηση του Λειβαδίτη το απόλυτο κλαίει την καταδίκη του απολύτου,
Κύριε, άσε με να έρθω κοντά σου. Ίσως με την τόση
φτώχεια μου, τη μικρότητά μου,
τις τόσες τύψεις μου, να σε παρηγορήσω λίγο
τα βράδια που σε ακούω να κλαις.
Γιατί τόση τελειότητα είναι ήδη ένα μαρτύριο.


    Το μαρτύριο συνεχίζεται για τον Αθηναίο ποιητή και κατακερματίζεται μόνο όταν πλημμυρίζεται η καρδιά του από την στιγμιαία αφθονία.
Κύριε, είσαι κρυμμένος πίσω από τόσα
αινίγματα, ίσκιους, σκοτεινές παραβολές - πώς
να σε βρω;
Όμως είναι στιγμές που σ’ αναγνωρίζω: μια ξαφνική
αφθονία στην καρδιά μου σε προδίδει.


    Η αναζήτηση του Θεού αναρριχάται αδηφάγα από την υπαρξιακή αγωνία του ποιητή και ανάγεται σε διακαή πόθο για την ανεύρεσή Του.
Κύριε , σε αναζήτησα παντού: στις δόξες της γης
και τ’ ουρανού, στο μεγαλείο των μητροπόλεων,
στων εποχών τα σταυροδρόμια -
κι εσύ περνούσες ταπεινά κι αθόρυβα στον πιο ακαθόριστο,
τη νύχτα, ρεμβασμό μου.


    Η θλίψη του ποιητή εκχύνεται σ’ όλες τις εκφάνσεις του ποιητικού του αναπαλμού, υποθάλποντας έτσι όλο και περισσότερο την προσπάθειά του να προσεγγίσει τον Θεό που τον φέρνει κοντά στους ανθρώπινους ολολυγμούς.
Κύριε, όλα από σένα ξεκινούν. Κι όλα σε σένα θα
'ρθουν να τελειώσουν.
Κι η άνοιξη δεν είναι παρά η νοσταλγία σου
για κείνες τις λίγες ώρες που έζησες στη γη.


    Πρέπει να ομολογήσουμε πως τόσο σπαρακτική υπαρξιακή κένωση, τόση αναζήτηση Θεού, τόση δίψα αθανασίας, δεν ακούστηκε ποτέ από τους πλέον ένθεους Έλληνες ποιητές, τον Σικελιανό, τον Παπατσώνη, την Μελισσάνθη, τον Πεντζίκη, Τον Αναστάσιο Δρίβα, τον Πάσχο, τον Μουντέ και τον Χαραλαμπίδη. Όλοι αυτοί πίστευαν και πιστεύουν. Με τον Λειβαδίτη όμως είναι διαφορετικά.
-Κύριε, βοήθησέ με, του λέω, χάνομαι.
Μα αυτή είναι η βοήθειά μου - να χαθείς...
Για να σε ψάχνουν στους αιώνες!
Ίσως να το ‘βρα. Αλλά Δε θα σας το πω. Γιατί
τότε εσείς τι θα ψάχνετε;


    Ο ποιητής φόρεσε κατάσαρκα τον μανδύα της άκρας ταπείνωσης, της μετάνοιας και της ήττας έσβησε το αλαζονικό του πρόσωπο μέσα στην απουσία και κρύφτηκε όπως ο Αδάμ το δείλι στον Παράδεισο μετά την ανυπακοή.
Γονάτισε και ακούμπησε το μέτωπό του κάτω στο πάτωμα, ήταν η δύσκολη ώρα. Κι όταν σηκώθηκε, το ντροπιασμένο πρόσωπό του, που όλοι ξέραμε, είχε μείνει εκεί, πάνω στις σανίδες, σαν ένα αναποδογυρισμένο άχρηστο κράνος.
Ο ίδιος γύρισε σπίτι δίχως πρόσωπο - σαν το Θεό.


    Στις σελίδες του Λειβαδίτη βρίσκεται αποτυπωμένη η μαρτυρία της ψυχής του, μιμήθηκε ασυνειδήτως το βίο πολλών αγίων που σε κάποια στιγμή της πορείας τους άλλαξαν προσανατολισμό και πορεύτηκαν με μοναδική πυξίδα την αγωνία και όχι τον αγώνα. 

Ο Λειβαδίτης παραιτήθηκε από τον κόσμο και περπάτησε σε ατραπούς του μυστικού δάσους απορρίπτοντας συνεχώς τα φορτία της μέριμνας.
Τόσο φοβισμένος, που όταν μου έπαιρναν κάτι τους ευγνωμονούσα που μου άφηναν τουλάχιστον την ανάμνησή του.
Αυτή η ανάμνηση της λεηλατημένης ζωής είναι η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη.
Άνθρωποι που πολύ τους ταπείνωσαν κι ο Θεός
τους λυπήθηκε και τους έδωσε και μια προηγούμενη ζωή
-έτσι θυμούνται τώρα περισσότερα.


    Ο προδομένος, ο ηττημένος, ο άρρωστος για Θεό ποιητής, ο τρυφερός, ο αναρχικός και ο ανέστιος, ο διψών την δικαιοσύνη, αυτός που αγρυπνεί, που τις “νύχτες δεν μπορεί να κοιμηθεί επειδή οι μεγάλες φτερούγες του δεν χωράνε μέσα στον ύπνο”, γνωρίζει πλέον τι είναι Θεός γιατί έχει γνωρίσει την αποτυχία της αναζήτησης, γι’ αυτό και περήφανος μέσα στην εξουθένωσή του φωνάζει την απάντηση.
“Μα πώς περπατάς επί των κυμάτων...” ρώτησα
“Έχασα το δρόμο” μου λέει.


    Αυτός είναι ο Τάσος Λειβαδίτης, ο περιπατητής των κυμάτων, που χάνει τον δρόμο μα κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες για να τον βρει. Μέσα στα ποιήματά του γίνεται κατάφωρη η ευέλικτη τοποθέτηση των θεολογικών του ανησυχιών. Αν και την ποιητική του πορεία θα μπορούσαμε να την χωρίσουμε σε δύο περιόδους και κατά την πρώτη και κατά την δεύτερη η αναφορά στον Θεό είναι έκδηλη στην μεν πρώτη περίοδο όπου το μαχητικό και πνευματικό πνεύμα συμβαδίζει απαράμιλλα με τις χριστιανικές αρχές, όπως λόγου χάρη βλέπουμε στο εξής του ποίημα,
Ακούω τώρα τις αρβύλες στο χιόνι
σε λίγο θα πας να κοιμηθείς
καληνύχτα, λυπημένε αδελφέ μου
αν τύχει να δεις ένα μεγάλο αστέρι είναι που θα σε
συλλογίζομαι
καθώς θ’ ακουμπήσεις τ’ όπλο σου στη γωνιά
θα ξαναγίνεις ένα σπουργίτι.
Κι όταν θα σου πουν να με πυροβολήσεις
χτύπα με αλλού
μη σημαδέψεις την καρδιά μου
κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.
Δεν θα θελα να το λαβώσεις.


    Το όραμα ενυπάρχει στους στίχους του άλλα αρχίζει να μεταπλάθεται, αλλάζει, από επαναστατικό γίνεται θρησκευτικό και κατανυκτικό, η ένταση όμως παραμένει η ίδια. 

Και στην δεύτερη περίοδο κατά τη οποία η αναζήτηση του Θεού γίνεται πυρ καταναλίσκων που σιγοκαίει την ψυχή του ποιητή και παρεισφρήει στις υπαρξιακές του κραυγές, για να μπορέσει μετά από έναν άνισο αγώνα με την αγωνία και την αρρώστια του για Θεό να χαμηλώσει με κατάνυξη το κεφάλι και να νιώσει την ανθρώπινη αδυναμία μπροστά στο μεγαλείο του Απολύτου, του πιο ωραίου, του άφατου.
κι όπως κοίταξα τον ουρανό, Θεέ μου,
τι απεραντοσύνη,
πόσα άστρα,
μ’ έπιασε πανικός.


    Ο αναζητητής του Θεού γίνεται ο συγκάτοικος με τον οποίο μπορεί και συνομιλεί μέσα σε μια κάμαρα, είναι ο συνομιλητής του, η απόλυτη Παρουσία
Κύριε, συγκατοικούμε αιώνες μες την ίδια κάμαρα,
αλλά δεν μπορώ να δω το πρόσωπό σου.
Όμως σ’ ακούω κάποτε να περπατάς βαρύς μέσα στις
λέξεις μου, άπληστος να ξεπεράσεις
τα όρια αυτού του κόσμου.


    Αυτός ο κόσμος για τον οποίο αγωνίστηκε και για τον οποίο υπέφερε υπομονετικά την τετράχρονη εξορία του, αυτός ο κόσμος που προσπάθησε να αλλάξει με τους συντρόφους του μεταξύ των οποίων και ο φίλος του Γιάννης Ρίτσος, ο ίδιος κόσμος είναι για τον ποιητή ένας κόσμος ευτελής, ένας επικίνδυνος ακόμη και για τον Θεό του.
Θεέ μου, γιατί δεν μπορώ να σε καταλάβω;
Ίσως όμως αν σε καταλάβαινα να μην μπορούσα
ν’ αντέξω το βάρος σου.
Θεέ μου, μ’ αυτήν την ευτελή πραγματικότητα
γύρω μας κινδυνεύεις.
Πώς να σε σώσω...


    Eίναι ίσως αυτό που ο Μαλεβίτσης είχε γράψει τονίζοντας την ανθρώπινη ένδεια,
Ένας ένας πεθαίνουν οι ποιητές μας. Και θα φτωχαίνουμε.
Με τί γλώσσα θα σου μιλήσουμε, την ώρα που θα σε υποδεχτούμε;


    Το 1988 έγινε ακόμη πιο φτωχή αυτή η γλώσσα χάνοντας τον ποιητή που αναζήτησε απεγνωσμένα τον Θεό στον έρωτα, στις αναμνήσεις, στην ώριμη πια ηλικία του, όταν ύστερα από το υπαρξιακό κενό και την κονιορτοποίηση του κοινωνικού οράματος λέει
Ανοίγω τότε το παράθυρο Και άθελά μου χαμογελώ.
Ο Θεός για άλλη μια φορά, με κέρδιζε με
την καινούργια μέρα του.


    Η πίστη του ριζωμένη στην ουσία και όχι στον τύπο προκαλεί με τον αυθορμητισμό της και παρουσιάζεται άρρηκτα δεμένη με το ωραίο που στον Λειβαδίτη ενυπάρχει στην τραγική φιγούρα της γυναίκας. Περισσότερο ερωτικός παρά ορθόδοξος θα καταφέρει να εναρμονίσει το ωραίο με το Θεό, όχι όμως το θεϊκά ωραίο αλλά το ανθρώπινα ωραίο, το γυναικείο χοϊκό κορμί που το λαχταρά γυμνό, σαν το προπτωτικά ανθρώπινο σώμα
Μα ναι, σου λέω,
πιστεύω στον Θεό,
γι’ αυτό σε θέλω
ολόγυμνη
μέσα στην εκκλησιά.


    Η σύγκραση του ωραίου και του αγνού, της πίστης και της ολόγυμνης ψυχής, της ψυχής του ανθρώπου που δύναται να υπάρξει ολόγυμνη μέσα στην εκκλησία χωρίς να προκαλέσει, παρά μόνο να μας θυμίσει την κατά φύσιν ωραιότητα του γυμνού σώματος των πρωτοπλάστων. Και αυτό το αδιαίρετο συνονθύλευμα του ωραίου και του αγίου έχει την αποκορύφωσή του στο ποίημα του Λειβαδίτη, 

“Η γέννηση”
Εν’ άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.
Μου δείξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό σταυρό.
“Είδες, μου λέει - γεννήθηκε η ευσπλαχνία”.
Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ,
γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε
θα ‘ χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.


    Πραγματικά δεν πιστεύω πώς θα μπορούσαμε να πούμε τίποτα πιο ωραίο από αυτό που τόσο λακωνικά και ευέλικτα ψιθυρίζει ο ποιητής έχοντας κατανυκτικά χαμηλωμένο το κεφάλι του. 

Γιατί δεν ταιριάζει στον Θεό παρά μόνο η ταπεινότητα που διαπνέει την ψυχή μας και προδίδει τις πράξεις μας, πράξεις σιωπηλά ηθικές, πράξεις μεστές από αγάπη και σιωπή. 
Στο Απόλυτο δεν χρειάζονται πομπώδεις εκφράσεις και κακέκτυπες ψυχικές διαχύσεις, παρά μόνο σιωπή σαν αυτή που αρμόζει στο Μέγα Μυστήριο
Ξέχειλη από σιωπή η απέραντη αίθουσα.
Και το πιάνο ήταν η μεγάλη, αγία Τράπεζα
όπου πάνω της, τα χέρια ενός άντρα, λιγνά κι ασυγκράτητα
κόβαν και μοίραζαν γύρω
τον άρτο της αιωνιότητας.

...........
περισσότερα εδώ: 
e-theologia

Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Οι Επτά Λόγοι του Χριστού από το Σταυρό!

Οδηγείται ο Χριστός στον Γολγοθά και καρφώνεται στον Σταυρό. Από τον σταυρό ο Χριστός είπε επτά λόγους μεγάλης σημασίας και αξίας:

α) «Πάτερ άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τί ποιούσι». 
Δικαιολογεί ο Σταυρωμένος τους σταυρωτές Του. Δεν κακιώνει μαζί τους ούτε αυτή την ώρα του φρικτού μαρτυρίου Του. Ο πόνος ήταν βαθύς και μεγάλος. 
Πρόκειται για λόγο άφθαστου μεγαλείου. Μόνο ένας Θεός μπορούσε να τον πει. 
Η μεγαλειώδης ανεξικακία απέναντι στην αδικαιολόγητη ανθρώπινη θρασύτητα, αυθάδεια, κακία και μοχθηρία. Η μεγαλόστομη κι ανυπέρβλητη αγάπη της συγχωρητικότητας μπροστά στη βαρβαρότητα της πώρωσης. Η σταυρωμένη αγάπη αντίκρυ στον επηρμένο φθόνο. Λόγια με πνεύμα και αίμα μέσα από την άφατη οδύνη, που τα έλεγε πριν, αλλά τα λέγει και τώρα από το ύψος του σταυρού· αγάπη προς δόλους και προς τους εχθρούς, ακόμη και τους σταυρωτές, ορισμένοι από τους οποίους αργότερα θα μετανοήσουν.

β) «Ἀμήν λέγω σοι· σήμερον μετ' ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ». 
Ο αναμάρτητος Χριστός σταυρώθηκε ανάμεσα σε δύο αμαρτωλούς, σε δύο ληστές. Ό,τι έβλεπε κι άκουγε ο ένας, έβλεπε κι άκουγε κι ο άλλος. Ληστές κι οι δύο, σταυρωμένοι κι οι δύο. 
Ο ένας προκαλεί, βλασφημεί, ειρωνεύεται, αυθαδιάζει. 
Ο άλλος κάμπτεται, λυγίζει, επανορθώνει, παρακαλεί, μετανοεί. Σαν να εκπροσωπούν οι δύο συσταυρούμενοι τη σύμπασα ανθρωπότητα, τους αμετανόητους και τους μετανοημένους. 
Ο λόγος του Χριστού στον εκ δεξιών Του ληστή είναι λίαν παραμυθητικός για όλους τους αμαρτωλούς. Ας μην απογοητεύεται κανένας πια. Η φράση αυτή χαρίζει φτερά, κουράγια, ελπίδες σε όλους τους πολλούς αμαρτωλούς. 
Με πολύ λίγα λόγια αυτός ο ληστής φανέρωσε την ειλικρινή του μετάνοια, παραδέχθηκε την αμαρτωλότητά του απροφάσιστα, θέλησε να διορθώσει ταπεινά και τον συναμαρτωλό του, έστω την τελευταία αυτή ώρα, ομολόγησε τον Χριστό αναμάρτητο, Τον παρακάλεσε να τον δεχθεί στην ουράνια βασιλεία Του. 
Με τη γεύση του καρπού του δένδρου της γνώσεως καλού και κακού, του ξύλου εκείνου, έκλεισε ο παράδεισος για τον πρώτο Αδάμ. Με το ξύλο του σταυρού άνοιξε ο παράδεισος και πρώτος του οικήτορας έγινε ένας μετανοημένος ληστής. Πόση ενίσχυση λαβαίνουν τώρα όλοι οι αμαρτωλοί.

γ) Προς την Παναγία: «Γύναι, ιδού ο υιός σου». 
Και προς τον Ιωάννη: «ιδού η μήτηρ σου». Καταπληκτική, κατανυκτική και συγκινητική η στιγμή. Την ώρα του άφατου πόνου, παραμένει ατάραχος, δεν λησμονεί τη μητέρα Του, την Παναγία, την πάνω απ’ όλες τις αγίες, τη σεμνότερη, καθαρότερη, ταπεινότερη γυναίκα όλου του κόσμου, όλων των εποχών. 
Εκείνη που Του δάνεισε τη σάρκα και το αίμα της, Τον μεγάλωσε και Τον φρόντισε. Δεν την αφήνει μόνη, απροστάτευτη, έρημη. Της δίνει νέο υιό. Έναν εξαίρετο κι αγαπημένο μαθητή του, που τού λέει κι αυτού πως από τώρα έχει νέα μάνα, που τη συνοδεύει και τη φροντίζει έως της μακάριας κοιμήσεως και μεταστάσεώς της. Γίνεται αδελφόθεος.
Αδελφόθεοι γινόμαστε και μεις παραμένοντας στη σκιά του Εσταυρωμένου.

δ) «Θεέ μου. Θεέ μου ίνα τί με εγκατέλειπες;». 
Μερικοί θεώρησαν τον εκ βαθέων αυτό λόγο ως πικρό γογγυσμό και ως απελπιστική ικεσία. Πρόκειται για λόγο που περιέχει άμετρο βάθος θεολογίας. 
Ο σταυρωμένος Χριστός γίνεται την ώρα εκείνη ο «επικατάρατος κρεμάμενος επί ξύλου», η «κατάρα» για μας κατά τον θείο Παύλο. Ο Σταυρωθείς σηκώνει τις αμαρτίες όλου του κόσμου, του τότε, του πριν και του μετά, όλων των αιώνων, όλων των ανθρώπων. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, μιλά για μας τους εγκαταλελειμμένους και παραθεωρημένους, που ο Θεός μάς προσέλαβε. 
Ο όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, κατά τον άριστο βιογράφο του Γέροντα Σωφρόνιο, όταν έχασε τη χάρη, αισθάνθηκε τη θεοεγκατάλειψη, τον πόνο του Αδάμ έξω του παραδείσου, τον πόνο του σταυρού, την απουσία της θεοκοινωνίας.

ε) «Διψώ». 
Τα προηγηθέντα μαρτύρια, η άρση του σταυρού, η κοπιώδης ανάβαση στον Γολγοθά, η αγωνία του θανάτου, η οδύνη της σταυρώσεως, έφερε τη δίψα. Τον ξεδιψούν με ξύδι και χολή, πικρό κι απαίσιο κράμα. 
Πρόκειται για την ύψιστη έξαρση της ανθρώπινης αναξιοπρέπειας, αχαριστίας, αναισχυντίας κι ασέβειας. 
Ζητά νερό και του δίνουν ξύδι. 
Ορισμένοι ωραία θέλησαν να ερμηνεύσουν μεταφορικά το ρήμα αυτό λέγοντας πως διψούσε για τη σωτηρία των σταυρωτών Του, το είδαμε στον πρώτο Του λόγο να τους δικαιολογεί και να ζητά από τον ουράνιο πατέρα Του να τους συγχωρέσει. Λέγουν πως διψούσε για την εξάπλωση του Ευαγγελίου σε όλη την οικουμένη, για την επικράτηση της ειρήνης, της αγάπης, της αλήθειας και της ελευθερίας.

στ) «Τετέλεσται». 
Μια εύκολη ερμηνεία της λέξης αυτής θα σήμαινε ότι όλα πια τέλειωσαν. Στέρεψαν επιτέλους τα μαρτύρια Του. 
Τί άλλο μαρτύριο θα μπορούσαν ακόμη να σκεφθούν; Λέγοντας αυτό δεν αισθανόταν ανθρώπινη ανακούφιση, 
Το «τετέλεσται» σημαίνει την ολοκλήρωση του απολυτρωτικού έργου Του. Ο δαίμονας είχε κατατροπωθεί. 
Το πανάχραντο αίμα Του μας είχε εξαγοράσει από την κατάρα του νόμου. Το προφητικό κήρυγμα είχε πλήρως εκπληρωθεί. 
Οι πύλες του παραδείσου ήταν ορθάνοιχτες για όλους τους μετανοημένους, με πρώτο οίκητορα τον μετανοημένο ληστή.

ζ) «Πάτερ εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου». 
Παραδίδει τον εαυτό Του στον Θεό Πατέρα. Πεθαίνει σωματικά ως άνθρωπος, όχι μοναχά γιατί το θέλησαν οι εχθροί Του, αλλά και γιατί το ήθελε ο ίδιος.
Αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο έγκλημα των ανθρώπων όλων των αιώνων είναι η σταύρωση του Χριστού, που έγινε όμως πηγή αγιασμού, σωτηρίας και λυτρώσεως. Δεν μπορούμε να μεταβούμε στο φως, τη χαρά και τη δόξα της Κυριακής του Πάσχα, αν απαραίτητα δεν διέλθουμε από τον λόφο της Μ. Παρασκευής, δεν αναπνεύσουμε το κλίμα που επικρατεί εκεί, δεν σκιασθούμε στον σταυρό, δεν προσκυνήσουμε ταπεινά, δεν προσλάβουμε γνήσιο ασκητικομαρτυρικό φρόνημα, δεν σταυρώσουμε πάθη κι επιθυμίες. Η μωρία, η αισχύνη, η ατίμωση, η ήττα του σταυρού, γίνεται για τους πιστούς καύχηση, τιμή, δόξα, νίκη. Το νεκρό ξύλο γίνεται ζωοπάροχο. 
Το σύμβολο του χριστιανισμού είναι ο απλός, λιτός, απέρριτος, μαρτυρικός σταυρός. 
Η Ορθοδοξία είναι σταυρωμένη, ταπεινή, αμόλυντη, αρυτίδωτη. Κόσμημα, έμβλημα, τρόπαιο της Εκκλησίας ο σταυρός. Αυτός είναι ο πλούτος της, το κάλλος της, η δύναμη της, η επιρροή της, η έμπνευσή της. 
Σταυρώσιμη η Εκκλησία, σταυροφόροι οι χριστιανοί. Στον σταυρό μετρούμεθα, ζυγιαζόμαστε, οριοθετούμεθα. καθρεφτιζόμαστε, καυχόμαστε με τον πρωτοκορυφαίο Παύλο. 
Ο ευλογημένος σταυρός του Χριστού διδάσκει, φρονηματίζει, χαριτώνει, ενισχύει, φυλάγει, παραμυθεί.

Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Η εύλαλη σιωπή», εκδ. Εν πλω, σ. 213-219)

Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

Οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί
Αλλοίμονό σας, γραμματείς και φαρισαίοι υποκριτές

Ο υποκριτής δεν έχει Θεό και νόμο και καμώνεται
ίσα-ίσα πως φοβάται τον Θεό και τον νόμο του.
Ανάλυση: ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Ο ᾿Ιησοῦς Χριστὸς κατακρίνει τοὺς γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ / ΚΓ´

ΤΟΤΕ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐλάλησε τοῖς ὄχλοις καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ 
2 λέγων· ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι. 
3 πάντα οὖν ὅσα ἐὰν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε· λέγουσι γάρ, καὶ οὐ ποιοῦσι. 
4 δεσμεύουσι γὰρ φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα καὶ ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῷ δὲ δακτύλῳ αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά. 
5 πάντα δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν ποιοῦσι πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις. πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν,6 φιλοῦσι δὲ τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς 
7 καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ραββὶ ραββί. 
8 ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ραββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε. 
9 καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ πατήρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. 
10 μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός. 
11 ὁ δὲ μείζων ὑμῶν ἔσται ὑμῶν διάκονος. 
12 ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις ταπεινώσει ἑαυτὸν ὑψωθήσεται. 
13 Οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κατεσθίετε τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι· διὰ τοῦτο λήψεσθε περισσότερον κρῖμα. 
14 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κλείετε τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ὑμεῖς γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν. 
15 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι περιάγετε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηρὰν ποιῆσαι ἕνα προσήλυτον, καὶ ὅταν γένηται, ποιεῖτε αὐτὸν υἱὸν γεέννης διπλότερον ὑμῶν. 
16 Οὐαὶ ὑμῖν, ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ λέγοντες ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ ναῷ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ᾿ ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ χρυσῷ τοῦ ναοῦ, ὀφείλει. 
17 μωροὶ καὶ τυφλοί! τίς γὰρ μείζων ἐστίν, ὁ χρυσός ἢ ὁ ναὸς ὁ ἁγιάζων τὸν χρυσόν; 
18 καί· ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ᾿ ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ δώρῳ τῷ ἐπάνω αὐτοῦ, ὀφείλει. 
19 μωροὶ καὶ τυφλοί! τί γὰρ μεῖζον, τὸ δῶρον ἢ τὸ θυσιαστήριον τὸ ἁγιάζον τὸ δῶρον; 
20 ὁ οὖν ὀμόσας ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἐπάνω αὐτοῦ· 
21 καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ ναῷ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν τῷ κατοικήσαντι αὐτόν· 
22 καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ οὐρανῷ ὀμνύει ἐν τῷ θρόνῳ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῷ καθημένῳ ἐπάνω αὐτοῦ. 
23 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κύμινον, καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον καὶ τὴν πίστιν· ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι. 
24 ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες! 
25 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι καθαρίζετε τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ἐξ ἁρπαγῆς καὶ ἀδικίας. 
26 Φαρισαῖε τυφλέ, καθάρισον πρῶτον τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἵνα γένηται καὶ τὸ ἐκτὸς αὐτῶν καθαρόν. 
27 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας. 
28 οὕτω καὶ ὑμεῖς ἔξωθεν μὲν φαίνεσθε τοῖς ἀνθρώποις δίκαιοι, ἔσωθεν δὲ μεστοί ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας. 
29 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι οἰκοδομεῖτε τοὺς τάφους τῶν προφητῶν καὶ κοσμεῖτε τὰ μνημεῖα τῶν δικαίων, 
30 καὶ λέγετε· εἰ ἦμεν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν πατέρων ἡμῶν, οὐκ ἂν ἦμεν κοινωνοὶ αὐτῶν ἐν τῷ αἵματι τῶν προφητῶν. 
31 ὥστε μαρτυρεῖτε ἑαυτοῖς ὅτι υἱοί ἐστε τῶν φονευσάντων τοὺς προφήτας. 
32 καὶ ὑμεῖς πληρώσατε τὸ μέτρον τῶν πατέρων ὑμῶν. 
33 ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν! πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης; 
34 διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω πρὸς ὑμᾶς προφήτας καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς, καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενεῖτε καὶ σταυρώσετε, καὶ ἐξ αὐτῶν μαστιγώσετε ἐν ταῖς συναγωγαῖς ὑμῶν καὶ διώξετε ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν, 
35 ὅπως ἔλθῃ ἐφ᾿ ὑμᾶς πᾶν αἷμα δίκαιον ἐκχυνόμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ αἵματος ῎Αβελ τοῦ δικαίου ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου υἱοῦ Βαραχίου, ὃν ἐφονεύσατε μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου. 
36 ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἥξει ταῦτα πάντα ἐπὶ τὴν γενεὰν ταύτην.

῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστὸς θρηνεῖ τὴν τύχην τῆς ῾Ιερουσαλὴμ
37 ῾Ιερουσαλὴμ ῾Ιερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε. 
38 ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. 
39 λέγω γὰρ ὑμῖν, οὐ μή με ἴδητε ἀπ᾿ ἄρτι ἕως ἂν εἴπητε, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Φθόνος: Τό Σαράκι τῆς Ψυχῆς

ὁ Πιλᾶτος ... ᾔδει γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν
Matthew 27:18
Φθόνος: Τό σαράκι τῆς ψυχῆς 

1) Ἀπό τό φθόνο γεννιοῦνται ἄλλα πέντε ἁμαρτήματα.
- Πρῶτο καί χειρότερο εἶναι τό μῖσος, πού μπορεῖ νά ὁδηγήσει τόν φθονερό ἄνθρωπο μέχρι καί τό φόνο. 
Λέγει ὁ Μ. Βασίλειος: «Ὁ Κάϊν, ὁ πρῶτος μαθητής τοῦ διαβόλου, διδάχθηκε ἀπό αὐτόν καί τόν φθόνο καί τόν φόνο. Αὐτές εἶναι οἱ ἀδελφές τῆς ἀνομίας τίς ὁποῖες συνέζευξε καί ὁ Παῦλος λέγοντας: Μεστούς φθόνου, φόνου. Τί ἦταν λοιπόν αὐτό πού ἔκανε ὁ Κάϊν; Εἶδε τήν τιμή ἀπό τόν Θεό πρός τόν Ἄβελ καί κάηκε ἀπό ζήλεια. Φόνευσε αὐτόν πού τιμήθηκε (τόν Ἄβελ) γιά νά πληγώσει αὐτόν πού τόν τίμησε (δηλ. τόν Θεό). Ἐπειδή ἦταν ἀδύνατος γιά θεομαχία, ξέπεσε σέ ἀδελφοκτονία. Ἄς ἀποφύγουμε ἀδελφοί, ἀρρώστεια πού εἶναι διδάσκαλος τῆς θεομαχίας, μητέρα τοῦ φόνου(τῆς ἀνδροφονίας), τήν πιό παράλογη συμφορά»[1].
-Δεύτερο εἶναι ἡ καταλαλιά καί
-Τρίτο ἡ κατάκριση, γιατί ὁ φθονερός κοιτάζει πάντα νά κατηγορήσει, νά διαβάλει καί νά μειώσει ἐκεῖνον πού φθονεῖ καί τίς πράξεις του,
-Τέταρτο εἶναι ἡ χαιρεκακία, δηλαδή ἡ χαρά γιά τίς συμφορές τοῦ ἄλλου, καί
- Πέμπτο ἡ κατάθλιψη, πού κυριεύει τόν φθονερό καί τόν κατατρώει, ὅπως ἡ σκουριά τό σίδερο.


2) Ὅποιος φθονεῖ, ἀντί νά βλάπτει εὐεργετεῖ τόν φθονούμενο.

Λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: 

«Ὁ Κάϊν σέ τί ἀδίκησε τόν Ἄβελ; Δέν τόν παρέπεμψε ταχύτερα χωρίς νά θέλει στήν Βασιλεία, ἐνῶ τόν ἑαυτό του τόν περιέβαλε μέ μύρια κακά; Σέ τί ἔβλαψε ὁ Ἡσαῦ τόν Ἰακώβ; Ὁ μέν Ἰακώβ δέν γινόταν πλούσιος καί ἀπολάμβανε μύρια ἀγαθά; αὐτός δέ (ὁ Ἡσαῦ) δέν ξέπεσε ἀπό τό πατρικό σπίτι καί δέν περιπλανᾶτο στά ξένα μετά ἀπό ἐκείνη τήν ἐπιβουλή; Οἱ δέ ἀδελφοί τί κακό (τελικά ) ἔκαναν στόν Ἰωσήφ μέ τό νά χύσουν σχεδόν τό αἷμα του; Δέν ὑπέφεραν τελικά πεῖνα καί δέν κινδύνευσαν τόν ἔσχατο κίνδυνο, ἐνῶ ἐκεῖνος ἔγινε βασιλεύς ὅλης τῆς Αἰγύπτου; Ὅσο φθονεῖς, τόσο γίνεσαι πρόξενος μεγαλύτερων ἀγαθῶν στόν φθονούμενο. Διότι ὁ Θεός εἶναι Αὐτός πού ἐφορᾶ τά πάντα· καί ὅταν ἰδῆ ὅτι ἀδικεῖται αὐτός πού δέν ἀδικεῖ κανέναν, περισσότερο τόν ἐπαίρει καί τόν κάνει λαμπρό, καί κατ' αὐτόν τόν τρόπο ἐσένα σέ κολάζει»[2].

3) Ὅσο φθονούμαστε ἀπό τούς ἀνθρώπους τόσο εὐλογούμεθα ἀπό τόν Θεό.
Λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: 

«Βλέποντας (ὁ βασιλιάς τῶν Γεράρων) τόν πλοῦτο τοῦ Ἰσαάκ νά αὐξάνεται καθημερινά, φοβᾶται καί ἐξαναγκάζει τόν δίκαιο νά μεταναστεύσει ἀπό ἐκεῖ. Ἀξίζει νά ἀκούσουμε καί αὐτά τά λόγια τῆς θείας Γραφῆς, γιά νά δοῦμε δι’ αὐτῶν τήν εὔνοια (φροντίδα) τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἐπιδεικνύει πρός τούς δούλους Του. Ἔσπειρε , λέγει ὁ Ἰσαάκ στή γῆ ἐκείνη καί πῆρε ἑκατονταπλάσιο κριθάρι ἐκείνη τή χρονιά. Εἶδες τήν φιλοτιμία τοῦ Δεσπότου; Εἶδες τήν ἐπίταση τῆς εὐεργεσίας; Ἀλλά ἄς ἰδοῦμε πόση ἔγινε καί ἡ ζήλια τοῦ βασιλιά πόση ἐγένετο γιά τόν πλοῦτο τοῦ δικαίου. 
Φύγε, λέγει, ἀπό ἐμᾶς, διότι ἔγινες δυνατώτερος ἀπό ἐμᾶς. Καί ἀληθινά ἦταν δυνατώτερος, ἀφοῦ εἶχε σέ ὅλα τήν ἄνωθεν συμμαχία καί ἐφρουρεῖτο ἀπό τήν δεξιά τοῦ Θεοῦ. Ποῦ λοιπόν διώχνεις τόν δίκαιο; Δέν γνωρίζεις ὅτι ὅπου καί ἄν αὐτός πάει, πάντοτε θά εἶναι μέ τόν Κύριό Του; Ἀκόμη καί ἄν τόν ἀναγκάσεις νά ἀπέλθει στήν ἔρημο, ἔχει τόσο εὐμήχανο Δεσπότη, ὥστε καί ἐκεῖ ὅταν βρεθεῖ θά τόν ἀναδείξει ἀκόμη πιό ξακουστό. Ὁ Θεός διά μέσου τῶν ἀντιθέτων, πολλές φορές οἰκονομεῖ τά ἀντίθετα»[3]

4) Ἀπώλεια τῆς σωτηρίας ἐκείνων πού φθονοῦν.
Λέγει ὁ Μ. Βασίλειος: 

«Ἄς φυλαχθοῦμε λοιπόν ἀδελφοί ἀπό τό πάθος τοῦ φθόνου γιά νά μήν γίνουμε κοινωνοί τῶν ἔργων τοῦ ἀντικειμένου καί βρεθοῦμε νά καταδικαζόμαστε μαζί του γιά τό ἴδιο κρίμα. Διότε ἐάν αὐτός πού ὑπερηφανεύεται πέφτει στό κρίμα τοῦ διαβόλου, πῶς ὁ φθονερός (πού νοσεῖ τήν νόσο τοῦ διαβόλου) θά ξεφύγει τήν ἑτοιμασμένη γιά τόν διάβολο τιμωρία;»[4].

5) Βλάβη τοῦ φθονοῦντος
Λέγει ὁ Μ. Βασίλειος:

«Γιατί λυπᾶσαι ἄνθρωπε, ἐνῶ δέν ἔχεις πάθει κανένα κακό; Γιατί πολεμεῖς αὐτόν πού ἔχει κάποια ἀγαθά, ἐνῶ τίποτε ἀπό τά δικά σου δέν σοῦ ἐλάττωσε; Ἐάν δέ μάλιστα ἀγανακτεῖς ἐνῶ εὐεργετῆσαι, τότε δέν εἶναι πού φθονεῖς τήν ὠφέλεια τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ σου; Τέτοιος ἦταν ὁ Σαούλ, ὁ ὁποῖος πῆρε ὡς ἀφορμή τοῦ πολέμου ἐναντίον τοῦ Δαυΐδ τίς ὑπερβολές τῶν εὐεργεσιῶν. Πρῶτον μέν, ἀφοῦ ἀπαλλάχθηκε ἀπό τήν μανία(κατάθλιψη) μέ τήν παναρμόνια ἐκείνη καί θεία μουσική (τοῦ Δαυΐδ), προσπαθοῦσε μέ δόρυ νά διαπεράσει τόν εὐεργέτη. 
Ἔπειτα, ἐνῶ μαζί μέ τόν στρατό περισώθηκε ἀπό τούς ἐχθρούς καί ἀφοῦ γλύτωσε τήν ντροπή πού κινδύνευε νά ὑποστεῖ ἐξ αἰτίας τοῦ Γολιάθ, ὅμως ἔπεσε στόν φθόνο διότι κατά τά ἐπινίκια οἱ χορεύουσες εἶπαν ὅτι ἐπάταξε ὁ Δαυΐδ ἐν μυριάσιν καί Σαούλ ἐν χιλιάσιν αὐτοῦ, ἀναθέτοντας τό δεκαπλάσιο τῆς αἰτίας τῶν συμβάντων στόν Δαυΐδ, Γιά μία τέτοια φωνή, καί τήν μαρτυρία τῆς ἀλήθειας πού ὑπῆρξε δι΄ αὐτῆς, πρῶτον προσπάθησε νά γίνει αὐτόχειρας καί ἔπειτα ἐπιχείρησε νά τόν φονεύσει (τόν Δαυΐδ) μέ ἐνέδρα. Ἔπειτα ἀφοῦ τόν ἀνάγκασε νά γίνει φυγάδας πάλι δέν σταμάτησε νά τόν ἐχθρεύεται. Τελικά ἀφοῦ ἐκστράτευσε ἐναντίον του μέ τρεῖς χιλιάδες στρατιῶτες, ἐρευνοῦσε τίς ἐρημιές. 
Ἐάν δέ τόν ρωτοῦσαν γιατί κάνει αὐτόν τόν πόλεμο θά ἔπρεπε νά πεῖ ὅτι εἶναι οἱ καλωσύνες αὐτοῦ τοῦ ἄνδρα. Μάλιστα κατά τόν καιρό τῆς καταδιώξεως ἐνῶ θά μποροῦσε νά σφαγεῖ ἀπό τόν Δαυΐδ πάλι περισώθηκε ἀπό τόν δίκαιο, ὁ ὁποῖος τόν φύλαξε καί δέν ἐπέτρεψε νά τόν ἀγγίξουν (τόν Σαούλ οἱ φίλοι τοῦ Δαυΐδ οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νά τόν φονεύσουν). 
Οὔτε ὅμως ἀπό αὐτήν τήν εὐεργεσία κάμφθηκε( ὁ Σαούλ). Ἀλλά καί πάλι στρατολογοῦσε καί πάλι καταδίωκε. Ὅταν γιά δεύτερη φορά πιάστηκε ἀπό τόν ἴδιο (τόν Δαυΐδ) στό σπήλαιο (καί δέν φονεύτηκε), αὐτό τό γεγονός τοῦ μέν Δαυΐδ ἀπέδειξε πιό λαμπρή τήν ἀρετή, τοῦ Σαούλ δέ τήν πονηρία τήν ἔκανε ἀκόμη πιό φανερή..
Ἕνα πρᾶγμα βέβαια θά μποροῦσε κανείς νά ἐπαινέσει σ' αὐτό τό κακό τοῦ φθόνου τό ὅτι ὅσο σφοδρότερα κινηθεῖ (αὐτό τό πάθος) τόσο φοβερώτερο γίνεται γιά αὐτόν πού τό ἔχει. Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μέ ὅσα ἀπό τά βέλη τά ὁποῖα προχωροῦν μέ πολλή μεγάλη ταχύτητα, ὅταν προσπέσουν σέ κάτι ἰσχυρό καί ἀντίτυπο, ἐπανέρχονται σ’ αὐτόν πού τά ἔρριψε· ἔτσι καί τά κινήματα τοῦ φθόνου, ἐνῶ σέ τίποτα δέν λυποῦν τόν φθονούμενο, γίνονται πληγές αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ βάσκανου (φθονεροῦ). Διότι ποιός ἀπό αὐτούς πού λυποῦνται (γιά τά καλά τοῦ πλησίον) ἐλάττωσε ποτέ αὐτά τά καλά τοῦ πλησίον; Ἐν τούτοις κατέστρεψε τόν ἑαυτό του λειώνοντας μέ τίς λύπες.Αὐτοί πού ἔχουν τήν ἀρρώστεια τοῦ φθόνου θεωροῦνται καί ἀπό τά δηλητηριώδη ἑρπετά ὀλεθριώτεροι»[5].

6) Βλάβη τοῦ φθονουμένου - Μάτιασμα
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀνεξομολόγητος μπορεῖ πράγματι νά βασκαθεῖ. (νά πέσει θύμα τοῦ φθόνου τοῦ φθονεροῦ ἀνθρώπου). Πολλοί βασκαίνουν. Πάρα πολλοί βασκαίνονται. 

Οἱ ἐξομολογούμενοι καί κοινωνοῦντες δέν βασκαίνονται. Ἡ βασκανία εἶναι δαιμονική ἐνέργεια-ἐπιρροή. Οἱ λαϊκοί δέν ἐπιτρέπεται νά ξεματιάζουν ἤ νά διαβάζουν τήν εὐχή τῆς βασκανίας.
Πῶς δρᾶ ὁ πονηρός μέσῳ τοῦ ἀνθρώπου πού βασκαίνει; 

Νά τί λέγει ὁ Μ. Βασίλειος: 
«Οἱ φθονεροί διά μέσου μόνο τῶν ὀφθαλμῶν τους, ὅπως μερικοί πιστεύουν, προξενοῦν τήν βλάβη. Ἔτσι λοιπάν συμβαίνει τά γεμάτα εὐεξία σώματα καί στήν ἀκμή τῆς ἡλικίας τους καί ἀφοῦ ἔχουν ἀνθίσει μέ τό παραπάνω καί ἔχουν φθάσει στήν ἄκρα ὡραιότητα, νά τήκονται ὅταν καταβασκαθοῦν ἀπό αὐτούς καί ὅλος ὁ ὄγκος τους νά ἀφανίζεται ξαφνικά καί γρήγορα, σάν κάποιο ὀλέθριο ρεῦμα νά ρέει ἀπό τούς φθονερούς ὀφθαλμούς τό ὁποῖο καταστρέφει καί διαφθείρει.
Ἐγώ δέ αὐτόν τόν λόγο τόν ἀποπέμπω, ὡς λόγια τοῦ λαοῦ, τά ὁποῖα παρεισῆλθαν στόν γυναικωνίτη ἀπό γραΐδια. Ἐκεῖνο δέ λέγω ὅτι οἱ μισόκαλοι δαίμονες, ὅταν βροῦν οἰκεῖες (παρόμοιες) μέ τίς δικές τους προαιρέσεις, μέ κάθε τρόπο χρησιμοποιοῦν αὐτές σύμφωνα μέ τό δικό τους θέλημα. Ἔτσι καί τούς ὀφθαλμούς τῶν φθονερῶν τούς χρησιμοποιοῦν εἰς ὑπηρεσίαν τοῦ δικοῦ τους θελήματος. Ἐσύ ὅμως πού φθονεῖς δέν φρίττεις μέ τό νά κάνεις τόν ἑαυτό σου ὑπηρέτη τοῦ ὀλέθριου δαίμονα; 

Πῶς ἐγκολπώνεσαι αὐτό τό κακό (τοῦ φθόνου), διά τοῦ ὁποίου θά γίνεις ἐχθρός μέν ἐκείνων πού δέν σέ ἀδίκησαν καθόλου, ἐχθρός δέ καί τοῦ ἀγαθοῦ καί χωρίς φθόνο Θεοῦ;»[6].
Πολλές φορές ἀκοῦμε τήν φράση: 

«Φτοῦ νά μήν βασκαθεῖς!» ἐνῶ ἀκολουθεῖ καί τό ἀνάλογο ... φτύσιμο. Δέν ἐπιτρέπεται νά τό λέμε. Διότι εἶναι τό φτύσιμο μία περιφρόνηση στήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος. Ἐξ’ ἄλλου εἶναι μία τέχνη τοῦ πονηροῦ γιά νά μήν ἐνοχλεῖται καί ἐκδιώκεται ὁ δαίμων διά τῆς ἐξομολογήσεως, πού εἶναι ἡ μόνη σωστή ἀντιμετώπιση τῆς βασκανίας. 
Μετάνοια - ἐξομολόγηση, διόρθωση τῆς ζωῆς καί βίος σύμφωνος μέ τό Εὐαγγέλιο καί τήν Ἱερά Ὀρθόδοξη Παράδοση εἶναι ἡ σωστή ἀντιμετώπιση τοῦ φθόνου καί τῶν φθονούντων ἡμᾶς.

ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ – Η ΚΑΛΗ ΖΗΛΕΙΑ
Πολλές φορές συμβαίνει νά νιώθουμε λύπη ὄχι γιά τό ὅτι ὁ πλησίον ἔχει ἀγαθά, ἀλλά γιά τό ὅτι δέν ἔχουμε κι’ ἐμεῖς ὅσα ἔχει κι’ ἐκεῖνος. Μᾶς πικραίνει δηλαδή ἡ εὐτυχία τοῦ πλησίον, καθώς τή συγκρίνουμε μέ τή δική μας δυστυχία, χωρίς ὅμως νά θέλουμε τό κακό του. Αὐτό λέγεται ζήλεια. Δέν εἶναι καθαυτό φθόνος, πλήν ὅμως κι’ αὐτή εἶναι μιά λιγότερο σοβαρή ἐκδήλωση τοῦ ἴδιου πάθους καί μιά πιό ἐλαφριά ἁμαρτία.
Ἡ ζήλεια γιά πνευματικά πράγματα δέν εἶναι ἁμαρτία. Ὅταν δηλαδή βλέπουμε τό συνάνθρωπό μας νά εἶναι ἐλεήμων, πρᾷος, ταπεινός, φιλεύσπλαχνος καί, γενικά, ἐνάρετος, εἶναι καλό νά ζηλέψουμε τίς ἀρετές του καί νά τόν μιμηθοῦμε. «Νά ἐπιθυμείτε μέ ζῆλο τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α΄Κορ. 14:1). Καί ἀλλοῦ γράφει: «Σᾶς ζηλεύω μέ θεϊκή ζήλεια»(Β΄Κορ. 11:2). Μιά τέτοια ζήλεια εἶναι καί ἐπαινετή καί ὠφέλιμη.
Ὅταν, ὅμως, λυπᾶσαι καί πικραίνεσαι μέ τά ἐπίγεια καί πρόσκαιρα ἀγαθά πού κατέχουν καί ἀπολαμβάνουν ἄλλοι ἄνθρωποι, τούς ὁποίους φθονεῖς γι΄αὐτόν τόν λόγο, τότε ἁμαρτάνεις.

[1] Μ. Βασιλείου, Περί φθόνου, Work #027 31.372.23 to Work #027 31.385.36
[2] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί φθόνου, Work #338 63.677.10t to Work #338 63.682.6
[3] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί φθόνου, Work #338 63.677.10t to Work #338 63.682.6
[4] Μ. Βασιλείου, Περί φθόνου, Work #027 31.372.23 to Work #027 31.385.36
[5] Μ. Βασιλείου, Περί φθόνου, Work #027 31.372.23 to Work #027 31.385.36
[6] Μ. Βασιλείου, Περί φθόνου, Work #027 31.372.23 to Work #027 31.385.36


hristospanagia