Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

Ο όσιος Πορφύριος, το “Αλητόπαιδο του Θεού”: «Ας ανοίξουμε τα χέρια και ας ριχτούμε στην αγκαλιά του Θεού».

Στιγμιότυπα από τη ζωή του αγίου Πορφυρίου
Καθόταν σ΄ένα πάγκο στο αριστερό μέρος του καραβιού της γραμμής Πειραιάς-Θεσσαλονίκη-Άγιον Όρος. Κοίταζε το πέλαγος, τους γλάρους, τα κύματα το αγόρι με τα μπαλωμένα ρούχα.

Οι ναύτες του ζήτησαν εισιτήριο. Δεν είχε. Τον μάλωσαν. Εφτασε μεσημέρι. Στο κατάστρωμα είχαν καθίσει παρέες και έτρωγαν. Μία κυρία πλησιάζει το χωριατόπαιδο και του προσφέρει ένα κομμάτι ψωμί και πάνω μαριδούλες τηγανητές. Γυρίζοντας λέει σχεδόν δυνατά:

-Τέτοια παιδιά, αλητόπαιδα, δεν πρέπει να τα κοιτάζει κανείς… αλλά τι να κάνουμε… είμαστε και άνθρωποι!

Το φτωχό αγόρι, όταν άκουσε την λέξη “αλητόπαιδο”, σκέφτηκε:

-Όντως αλητόπαιδο είμαι. Έγινα αλήτης της αγάπης του Θεού, είπε και χάρηκε μέσα στην ψυχούλα του.
- Χριστέ μου σώσε με, οδήγησέ με, προσευχόταν μυστικά.

Το όνομά του, Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης.
Μικρός έβοσκε τα πρόβατα στο χωριό του στην Εύβοια και τον φώναζαν Άγγελο. 

Άγγελο και στο μεγάλο κατάστημα στη Χαλκίδα που δούλευε, εφτά χρονών παιδάκι, και ύστερα στο μπακάλικο του συγγενή του στον Πει­ραιά. 
Είχε πάει και στην πρώτη Δημοτι­κού και ήξερε να συλλαβίζει. Διάβασε συλλαβιστά το βίο του αγίου Ιωάννου τού Καλυβίτη, που έπεσε στα χέρια του, και άναψε μέσα του η επιθυμία να ακο­λουθήσει την αγγελική πολιτεία. Έγινε μοναχός. Όταν στα εικοσιένα του χει­ροτονήθηκε πρεσβύτερος, πήρε το όνομα Πορφύριος.


Τό «αλητόπαιδο του Θεού» αναδείχ­θηκε σε μια από τις μεγαλύτερες όσιακές μορφές της εποχής μας. Είναι ο Γέροντας Πορφύριος, ο διορατικός, ο στοργικός πνευματικός ο Γέροντας του πόνου και της αγάπης, όπως τον ονόμασαν, που η Εκκλησία μας τον κατέταξε στους αγίους της και τιμά τη μνήμη του στις 2 Δεκεμβρίου. 
Δώδεκα χρονών, οδηγημένος από την αγάπη του Χριστού, ύστερα από περιπέτειες και πισωγυρίσματα έφτασε για πρώτη φορά στο ‘Άγιον Όρος στα Καυσοκαλύβια. 
Μικρός και σχεδόν αγράμματος.

************
Ξέρεις να διαβάζεις; τον ρώτησε ό παπα- Ίωαννίκιος.

- Ε, λίγο ξέρω, απάντησε και άρχισε να διαβάζει ντροπαλά τον πρώτο ψαλμό:
– Μα…μα…κά…κά…ρι…ρι…ος άνήρ…

- Καλά, παιδί μου, άσε νά διαβάσω εγώ, και άλλη μέρα διαβάζεις εσύ. «Μα­κάριος άνήρ, ός ούκ έπορεύθη έν βουλή άσεβων…».
«Πρέπει να μάθω να διαβάζω», είπε μέσα του ο έφηβος ασκητής, «να ξεστρίψει η γλώσσα μου».

Έβαλε τα δυνατά του. Όταν έβρισκε λίγο χρόνο, διάβαζε. Και τη νύχτα. 
Κι έμαθε το ψαλτήρι απ’ έξω. 
Αργότερα έμαθε και το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο 
και το κατά Ιωάννην 
και την επιστολή του Ιακώβου 
και τους Κανόνες.

Τον Γέροντα τον χαρακτήριζε μεγάλη φιλομάθεια, σε όλα, σε όλη τη ζωή του.
«Ήθελα όλα να τα μαθαίνω μέχρι το βάθος και το πλάτος… να μάθω και τις λεπτομέρειες. Ήμουνα πολύ επιμελής», έλεγε.

Στά Καυσοκαλύβια το εργόχειρο του ήταν τα ξυλόγλυπτα.

«Ό,τι λέγανε οι Γέροντες μου, το ξανασκεφτόμουν και το μάθαινα σαν μά­θημα… το βράδυ που έπεφτα να κοιμηθώ, νοερώς έλεγα το μάθημα: παίρνουμε το ξύλο, το κόβουμε, το βάζουμε στο νερό να μουσκέψει… μετά…, όλο το εργόχειρο σκεπτόμουν με το μυαλό, για να μην ξεχάσω το παραμι­κρό», έλεγε με ενθουσιασμό!
************
Αργότερα ο Γέροντας βρέθηκε «αντί για την έρημο του Άγιου Όρους, στην έρημο τής Ομόνοιας», όπως έλεγε, στην καρδιά της Αθήνας, όπου, για τριάντα τρία χρόνια, υπηρέτησε τους πονεμέ­νους αδελφούς, ως εφημέριος στον άγιο Γεράσιμο τής Πολυκλινικής Αθηνών.

«Εκεί ερχόντουσαν κι έψαλλαν άνθρωποι επιστήμονες… και η χορωδία του Βασιλικού Θεάτρου…, ήταν όμως δύσκολο να συμβαδίσω με τους ήχους. Γι’ αυτό επήγα στο Ώδείο…, μάθαινα μουσικά με επιμονή και ζήλο… για να διευκολύνω τους ψάλτες… να παίρνω καλά τη βάση. Δεν ήθελα να στενοχωρώ τη χορωδία».
*************
Ήθελε να μάθει και αρμόνιο, αλλά δεν είχε το Ωδείο. 
Άρχισε λοιπόν πιάνο με μια δασκάλα «αγιότατη», όπως τη χαρακτήριζε ο Γέροντας.
«Ήθελα όμως κι αυτή να μην τη στε­νοχωρώ για τα μαθήματα. Όταν το βράδυ έκανα την ταπεινή μου προ­σευχή, μετά ώσπου να κοιμηθώ έβαζα τά χέρια μου σαν σε πιάνο και έκανα το μάθημα: ντό-σί-λά-σόλ-σόλ-σόλ-μί… για να μη στενοχωρώ τη δασκάλα μου…».
************
Μία Κυριακή περνούσε έξω απ’ το Αρχαιολογικό Μουσείο. Είχε λίγο χρόνο. Μπήκε. Πλησίασε ένα γκρουπ μπροστά στο άγαλμα του Δία που έριχνε κεραυνό στους ανθρώπους. Άκουγε την ξενά­γηση με ενδιαφέρον.

-Εσείς τι λέτε, παπούλη; ρώτησε τον Γέροντα η ξεναγός.

-Εγώ δεν ξέρω απ’ αυτά… Μόνο έτσι όπως το βλέπω, θαυμάζω το έργο του καλλιτέχνη, αλλά και το πλάσμα του Θεού, που τόσο τέλεια το δημιούργησε.
Ο καλλιτέχνης που το έφτιαξε είχε με­γάλη αίσθηση του θείου. Βλέπετε τον Δία; Ενώ ρίχνει τον κεραυνό στους ανθρώπους, το πρόσωπο του είναι γα­λήνιο. Δεν είναι οργισμένος. Είναι απα­θής.

Εύχαριστήθηκε η ξεναγός με την απάντηση και όλο το γκρουπ.

-Τι μας λέει αυτό; συνέχισε ο Γέροντας. Ότι ο Θεός δεν έχει πάθος και όταν ακόμα μας τιμωρεί.
************
Ή ανάγκη για όσο το δυνατόν περισ­σότερη κατανόηση και συμπαράσταση στους άρρωστους της Πολυκλινικής και η φιλομάθεια που είχε από μικρός για όλα, τον οδήγησαν στην Ιατρική Σχολή. Παρακολούθησε για ένα διάστημα πα­ραδόσεις στη Σχολή και αγόρασε βιβλία της Ιατρικής ανατομίας, φυσιολογίας κ.α, για να μελετήσει.
************
Οι μαθητές ήθελε να ενθαρρύνονται με τις εξής προτροπές:

«Παιδιά, να είστε ξύπνιοι για τη μόρ­φωση, για το καλό, για την αγάπη. Μόνο η αγάπη τα κάνει όλα όμορφα και γεμίζει η ζωή μας και αποκτάει νόημα. Ο κακός εαυτός θέλει την τεμπελιά, την αδιαφο­ρία. Άλλ’ αυτό κάνει άνοστη τη ζωή, χωρίς νόημα κι ομορφιά».
«Με την πίστη φεύγει το άγχος».
«Ας ανοίξουμε τα χέρια και ας ριχτούμε στην αγκαλιά του Θεού».