Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

Το παιδίον (παιδάκι) ως Θεός, ο Θεός ως παιδίον

Το παιδί ως Θεός, ο Θεός ως παιδί… 
Γιατί δημιουργείται αυτή η ζωηρή συγκίνηση την περίοδο των Χριστουγέννων όταν οι άνθρωποι, ακόμη και αυτοί με χλιαρή πίστη ή ακόμη και οι άθεοι, παρατηρούν αυτό το μοναδικό, ασύγκριτο θέαμα της νεαρής μητέρας να κρατά το παιδί στην αγκαλιά της, και γύρω τους οι «Μάγοι οι από Ανατολών», οι ποιμένες, δροσεροί από τη νυχτερινή τους σκοπιά στους αγρούς, τα ζώα, ο ανοιχτός ουρανός, ο αστέρας;

Γιατί είμαστε τόσο βέβαιοι, αλλά και συνεχώς ανακαλύπτουμε, πώς σ’ αυτόν το θλιβερό πλανήτη μας δεν υπάρχει τίποτε ομορφότερο και πιο χαρμόσυνο απ’ αυτό το θέαμα, που το πέρασμα των αιώνων αποδείχτηκε ανίκανο να ξεριζώσει από τη μνήμη μας; 
Επιστρέφουμε σ’ αυτό το θέαμα οποτεδήποτε δεν έχουμε άλλο καταφύγιο, οποτεδήποτε έχουμε βάσανα στη ζωή, και αναζητούμε αυτό που θα μάς ελευθερώσει.

Όμως στην ευαγγελική διήγηση για τη γέννηση του Ιησού Χριστού, η Μητέρα και το Παιδί δε λένε ούτε μία λέξη, ωσάν οι λέξεις να είναι περιττές, επειδή καμιά λέξη δεν μπορεί να ερμηνεύσει, να ορίσει ή να εκφράσει το νόημα όσων έλαβαν μέρος και εκπληρώθηκαν εκείνη τη νύχτα. Και παρ’ όλα αυτά χρησιμοποιούμε λέξεις εδώ, όχι για να εξηγήσουμε ή να ερμηνεύσουμε, αλλά επειδή, όπως η Γραφή λέει, «εκ γάρ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα λαλεί» (Ματθ. 12, 34). Είναι αδύνατο κάποιος, που ξεχειλίζει η καρδιά του, να μη μοιραστεί με άλλους τα βιώματά του.
Οι λέξεις «παιδίον» και «Θεός» είναι οι πλέον αποκαλυπτικές για το μυστήριο των Χριστουγέννων. Κατά κάποιο τρόπο, είναι ένα μυστήριο που απευθύνεται στο παιδί που συνεχίζει να ζει μυστικά μέσα σε κάθε ενήλικα, στο παιδί που συνεχίζει να ακούει ό,τι ο ενήλικας έχει πάψει να ακούει, και που ανταποκρίνεται με μια χαρά, που ο ενήλικας, μέσα στον γήινο, υπερώριμο, κουρασμένο και κυνικό κόσμο που ζει, αδυνατεί να νιώσει. Μάλιστα, τα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή για τα παιδιά, όχι μόνο εξαιτίας του χριστουγεννιάτικου δένδρου που διακοσμόμουμε και φωτίζουμε, αλλά μ’ έναν πολύ βαθύτερο τρόπο, και μόνο τα παιδιά δεν ξαφνιάζονται για το ότι, όταν ο Θεός κατέρχεται στη γη, έρχεται ως παιδί.
Αυτή η εικόνα του Θεού ως παιδιού συνεχίζει να λάμπει μέσα από τις εικόνες και τα αναρίθμητα έργα τέχνης, φανερώνοντας πώς ό,τι είναι ουσιαστικότερο και πλέον χαρμόσυνο στο Χριστιανισμό βρίσκεται ακριβώς εδώ, σ’ αυτήν την αιώνια παιδικότητα του Θεού. 

Οι ενήλικες, ακόμη και αυτοί που «συμπαθούν περισσότερο τα θρησκευτικά θέματα», περιμένουν και προσδοκούν από τη θρησκεία να δώσει εξηγήσεις και αναλύσεις, τη θέλουν έξυπνη και σοβαρή. 
Οι αντίπαλοι της είναι εξίσου σοβαροί, και, τελικά, τόσο βαρετοί, καθώς αντιμετωπίζουν τη θρησκεία μ’ ένα χαλάζι από «ορθολογικές» σφαίρες. 
Στην κοινωνία μας δεν υπάρχει καμιά φράση που να μεταφέρει καλύτερα την περιφρόνησή μας από το να χαρακτηρίσουμε κάτι λέγοντας πώς «είναι παιδιάστικο». Μ’ άλλα λόγια, δεν είναι για τους ενήλικες, τους έξυπνους και σοβαρούς. Έτσι τα παιδιά μεγαλώνουν και γίνονται εξίσου σοβαρά και βαρετά. Ο Χριστός όμως είπε, «γέννησθε ως τα παιδία» (Ματθ. 18,3).

Τι σημαίνει αυτό; 
Τι λείπει από τους ενήλικες, ή καλύτερα, τι έχει στραγγαλισθεί, καταπνιγεί, εκμηδενισθεί από ένα παχύ στρώμα ενηλικιότητας; 

Δεν είναι πάνω απ’ όλα αυτή η ικανότητα, η τόσο χαρακτηριστική των παιδιών, να θαυμάζουν, να αγαλλιούν και το πιο σπουδαίο να είναι γνήσια στη χαρά και στη λύπη; 
Η ενηλικίωση στραγγαλίζει επίσης την ικανότητα να εμπιστεύεσαι, να αυτοεγκαταλείπεσαι, να αφήνεσαι τελείως στην αγάπη και να πιστεύεις με όλη σου την ύπαρξη. 
Τελικά τα παιδιά παίρνουν στα σοβαρά ό,τι οι ενήλικες δεν μπορούν πλέον να αποδεχθούν: τα όνειρα, αυτά που διασπούν την καθημερινή μας εμπειρία και την κυνική μας καχυποψία, αυτό το βαθύ μυστήριο του κόσμου και καθετί που αποκαλύπτεται στους αγίους, στα παιδιά και στους ποιητές.

Έτσι, μόνο όταν εισχωρήσουμε στο παιδί που ζει κρυμμένο μέσα μας, μπορούμε να κάνουμε δικό μας το χαρμόσυνο μυστήριο του Θεού που έρχεται προς εμάς «ως παιδίον». 

Το παιδί δεν διαθέτει ούτε κύρος ούτε εξουσία, όμως η απουσία ακριβώς του κύρους το αναδεικνύει σε βασιλιά, πηγή της βαθιάς του δύναμης είναι η ανικανότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του και η τρωτότητά του. 
Το παιδί σ’ αυτή τη μακρινή σπηλιά της Βηθλεέμ δεν έχει επιθυμία ώστε να το φοβόμαστε, εισέρχεται στις καρδιές μας χωρίς να μας εκφοβίζει, χωρίς να επιδεικνύει το κύρος και τη δύναμή του, αλλά μόνο με την αγάπη. 
Μάς δίνεται ως παιδί, και μόνο ως παιδιά μπορούμε με τη σειρά μας να το αγαπήσουμε και να δοθούμε σ’ αυτό. Ο κόσμος κυβερνάται από τη δύναμη και την εξουσία, μάς απελευθερώνει απ’ όλα αυτά. 
Το μόνο που επιθυμεί από μας είναι η αγάπη μας, που προσφέρεται με ελευθερία και χαρά, το μόνο που επιθυμεί από μας είναι να του δώσουμε την καρδιά μας. Και τη δίνουμε σ’ ένα ανυπεράσπιστο παιδί, που εμπνέει όμως τεράστια εμπιστοσύνη.

Με τη γιορτή των Χριστουγέννων η Εκκλησία μάς αποκαλύπτει ένα μυστήριο χαράς: το μυστήριο μιάς ελεύθερα προσφερόμενης αγάπης που δεν επιβάλλεται σε κανένα. Μιας αγάπης ικανής να δει, να αναγνωρίσει και να αγαπήσει το Θεό στο πρόσωπο του θείου Παιδιού, και να γίνει έτσι δώρο μιας νέας ζωής.

Πηγή: Ίδρυμα Νεότητας και Οικογένειας Ι. Α. Α.

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

Ο όσιος Πορφύριος, το “Αλητόπαιδο του Θεού”: «Ας ανοίξουμε τα χέρια και ας ριχτούμε στην αγκαλιά του Θεού».

Στιγμιότυπα από τη ζωή του αγίου Πορφυρίου
Καθόταν σ΄ένα πάγκο στο αριστερό μέρος του καραβιού της γραμμής Πειραιάς-Θεσσαλονίκη-Άγιον Όρος. Κοίταζε το πέλαγος, τους γλάρους, τα κύματα το αγόρι με τα μπαλωμένα ρούχα.

Οι ναύτες του ζήτησαν εισιτήριο. Δεν είχε. Τον μάλωσαν. Εφτασε μεσημέρι. Στο κατάστρωμα είχαν καθίσει παρέες και έτρωγαν. Μία κυρία πλησιάζει το χωριατόπαιδο και του προσφέρει ένα κομμάτι ψωμί και πάνω μαριδούλες τηγανητές. Γυρίζοντας λέει σχεδόν δυνατά:

-Τέτοια παιδιά, αλητόπαιδα, δεν πρέπει να τα κοιτάζει κανείς… αλλά τι να κάνουμε… είμαστε και άνθρωποι!

Το φτωχό αγόρι, όταν άκουσε την λέξη “αλητόπαιδο”, σκέφτηκε:

-Όντως αλητόπαιδο είμαι. Έγινα αλήτης της αγάπης του Θεού, είπε και χάρηκε μέσα στην ψυχούλα του.
- Χριστέ μου σώσε με, οδήγησέ με, προσευχόταν μυστικά.

Το όνομά του, Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης.
Μικρός έβοσκε τα πρόβατα στο χωριό του στην Εύβοια και τον φώναζαν Άγγελο. 

Άγγελο και στο μεγάλο κατάστημα στη Χαλκίδα που δούλευε, εφτά χρονών παιδάκι, και ύστερα στο μπακάλικο του συγγενή του στον Πει­ραιά. 
Είχε πάει και στην πρώτη Δημοτι­κού και ήξερε να συλλαβίζει. Διάβασε συλλαβιστά το βίο του αγίου Ιωάννου τού Καλυβίτη, που έπεσε στα χέρια του, και άναψε μέσα του η επιθυμία να ακο­λουθήσει την αγγελική πολιτεία. Έγινε μοναχός. Όταν στα εικοσιένα του χει­ροτονήθηκε πρεσβύτερος, πήρε το όνομα Πορφύριος.


Τό «αλητόπαιδο του Θεού» αναδείχ­θηκε σε μια από τις μεγαλύτερες όσιακές μορφές της εποχής μας. Είναι ο Γέροντας Πορφύριος, ο διορατικός, ο στοργικός πνευματικός ο Γέροντας του πόνου και της αγάπης, όπως τον ονόμασαν, που η Εκκλησία μας τον κατέταξε στους αγίους της και τιμά τη μνήμη του στις 2 Δεκεμβρίου. 
Δώδεκα χρονών, οδηγημένος από την αγάπη του Χριστού, ύστερα από περιπέτειες και πισωγυρίσματα έφτασε για πρώτη φορά στο ‘Άγιον Όρος στα Καυσοκαλύβια. 
Μικρός και σχεδόν αγράμματος.

************
Ξέρεις να διαβάζεις; τον ρώτησε ό παπα- Ίωαννίκιος.

- Ε, λίγο ξέρω, απάντησε και άρχισε να διαβάζει ντροπαλά τον πρώτο ψαλμό:
– Μα…μα…κά…κά…ρι…ρι…ος άνήρ…

- Καλά, παιδί μου, άσε νά διαβάσω εγώ, και άλλη μέρα διαβάζεις εσύ. «Μα­κάριος άνήρ, ός ούκ έπορεύθη έν βουλή άσεβων…».
«Πρέπει να μάθω να διαβάζω», είπε μέσα του ο έφηβος ασκητής, «να ξεστρίψει η γλώσσα μου».

Έβαλε τα δυνατά του. Όταν έβρισκε λίγο χρόνο, διάβαζε. Και τη νύχτα. 
Κι έμαθε το ψαλτήρι απ’ έξω. 
Αργότερα έμαθε και το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο 
και το κατά Ιωάννην 
και την επιστολή του Ιακώβου 
και τους Κανόνες.

Τον Γέροντα τον χαρακτήριζε μεγάλη φιλομάθεια, σε όλα, σε όλη τη ζωή του.
«Ήθελα όλα να τα μαθαίνω μέχρι το βάθος και το πλάτος… να μάθω και τις λεπτομέρειες. Ήμουνα πολύ επιμελής», έλεγε.

Στά Καυσοκαλύβια το εργόχειρο του ήταν τα ξυλόγλυπτα.

«Ό,τι λέγανε οι Γέροντες μου, το ξανασκεφτόμουν και το μάθαινα σαν μά­θημα… το βράδυ που έπεφτα να κοιμηθώ, νοερώς έλεγα το μάθημα: παίρνουμε το ξύλο, το κόβουμε, το βάζουμε στο νερό να μουσκέψει… μετά…, όλο το εργόχειρο σκεπτόμουν με το μυαλό, για να μην ξεχάσω το παραμι­κρό», έλεγε με ενθουσιασμό!
************
Αργότερα ο Γέροντας βρέθηκε «αντί για την έρημο του Άγιου Όρους, στην έρημο τής Ομόνοιας», όπως έλεγε, στην καρδιά της Αθήνας, όπου, για τριάντα τρία χρόνια, υπηρέτησε τους πονεμέ­νους αδελφούς, ως εφημέριος στον άγιο Γεράσιμο τής Πολυκλινικής Αθηνών.

«Εκεί ερχόντουσαν κι έψαλλαν άνθρωποι επιστήμονες… και η χορωδία του Βασιλικού Θεάτρου…, ήταν όμως δύσκολο να συμβαδίσω με τους ήχους. Γι’ αυτό επήγα στο Ώδείο…, μάθαινα μουσικά με επιμονή και ζήλο… για να διευκολύνω τους ψάλτες… να παίρνω καλά τη βάση. Δεν ήθελα να στενοχωρώ τη χορωδία».
*************
Ήθελε να μάθει και αρμόνιο, αλλά δεν είχε το Ωδείο. 
Άρχισε λοιπόν πιάνο με μια δασκάλα «αγιότατη», όπως τη χαρακτήριζε ο Γέροντας.
«Ήθελα όμως κι αυτή να μην τη στε­νοχωρώ για τα μαθήματα. Όταν το βράδυ έκανα την ταπεινή μου προ­σευχή, μετά ώσπου να κοιμηθώ έβαζα τά χέρια μου σαν σε πιάνο και έκανα το μάθημα: ντό-σί-λά-σόλ-σόλ-σόλ-μί… για να μη στενοχωρώ τη δασκάλα μου…».
************
Μία Κυριακή περνούσε έξω απ’ το Αρχαιολογικό Μουσείο. Είχε λίγο χρόνο. Μπήκε. Πλησίασε ένα γκρουπ μπροστά στο άγαλμα του Δία που έριχνε κεραυνό στους ανθρώπους. Άκουγε την ξενά­γηση με ενδιαφέρον.

-Εσείς τι λέτε, παπούλη; ρώτησε τον Γέροντα η ξεναγός.

-Εγώ δεν ξέρω απ’ αυτά… Μόνο έτσι όπως το βλέπω, θαυμάζω το έργο του καλλιτέχνη, αλλά και το πλάσμα του Θεού, που τόσο τέλεια το δημιούργησε.
Ο καλλιτέχνης που το έφτιαξε είχε με­γάλη αίσθηση του θείου. Βλέπετε τον Δία; Ενώ ρίχνει τον κεραυνό στους ανθρώπους, το πρόσωπο του είναι γα­λήνιο. Δεν είναι οργισμένος. Είναι απα­θής.

Εύχαριστήθηκε η ξεναγός με την απάντηση και όλο το γκρουπ.

-Τι μας λέει αυτό; συνέχισε ο Γέροντας. Ότι ο Θεός δεν έχει πάθος και όταν ακόμα μας τιμωρεί.
************
Ή ανάγκη για όσο το δυνατόν περισ­σότερη κατανόηση και συμπαράσταση στους άρρωστους της Πολυκλινικής και η φιλομάθεια που είχε από μικρός για όλα, τον οδήγησαν στην Ιατρική Σχολή. Παρακολούθησε για ένα διάστημα πα­ραδόσεις στη Σχολή και αγόρασε βιβλία της Ιατρικής ανατομίας, φυσιολογίας κ.α, για να μελετήσει.
************
Οι μαθητές ήθελε να ενθαρρύνονται με τις εξής προτροπές:

«Παιδιά, να είστε ξύπνιοι για τη μόρ­φωση, για το καλό, για την αγάπη. Μόνο η αγάπη τα κάνει όλα όμορφα και γεμίζει η ζωή μας και αποκτάει νόημα. Ο κακός εαυτός θέλει την τεμπελιά, την αδιαφο­ρία. Άλλ’ αυτό κάνει άνοστη τη ζωή, χωρίς νόημα κι ομορφιά».
«Με την πίστη φεύγει το άγχος».
«Ας ανοίξουμε τα χέρια και ας ριχτούμε στην αγκαλιά του Θεού».