Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

«Τά σά ἐκ τῶν σῶν Σοί προσφέρομεν
κατά πάντα καί διά πάντα»

Όλα είναι εδώ, πάνω στην αγία Τράπεζα,
 έτοιμα για τη μετουσίωση. 
Δεν έχουμε τίποτα δικό μας για να προσφέρουμε σ’ αυτόν που τα έχει όλα. Η φύση και οι καρποί της, το σύμπαν ολόκληρο και η ύπαρξή μας είναι δικά Του.Εμείς πήραμε το σιτάρι και το σταφύλι, το κάναμε ψωμί και κρασί και τα προσφέραμε στον Κύριο και Θεό μας. 

Από Εκείνον για Εκείνον, τα δικά Του από τα δικά Του.
Τα προσφέρουμε για να μας τα αντι-προσφέρει ως σώμα και αίμα Του. Δίνουμε και παίρνουμε, μας δίνει και παίρνει. Μια σχέση προσφοράς, που εξελίσσεται, αναπτύσσεται, μεταμορφώνεται.
Μας δίνει τη δυνατότητα της καρποφορίας, του δίνουμε το ψωμί και το κρασί. Μας τα επιστρέφει σώμα και αίμα Του. 
Του δίνουμε τον εαυτό μας, άτσαλο και ακατάστατο, για να τον μεταμορφώσει σε σώμα άγιο δικό Του – Εκκλησία πρωτοτόκων, εκλεκτών, αγίων.
Όλα είναι εδώ, πάνω στην αγία Τράπεζα, έτοιμα για τη μετουσίωση. 
Όλος ο κόσμος ετοιμάζεται για την κάθοδο του Πνεύματος. Κι εμείς απλά προχωρούμε, για να Του προσφέρουμε τα δικά Του «κατά πάντα και διά πάντα».

Από το βιβλίο ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου Αγίας Τριάδος – Μετόχι Ι. Μονής Μαχαιρά.

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

«Icons of Sound»: Πως ακουγόταν η ψαλμωδία στην Αγία Σοφία; - Time Travel to Hagia Sophia

Ένα πανεπιστήμιο προσπάθησε να ξαναδημιουργήσει τον ήχο μέσα στο ναό, έπειτα από περίπου 700 χρόνια! 
Ακούστε τη μοναδική ακουστική εξομοίωση...
Η Αγία Σοφία αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ιστορίας της Κωνσταντινούπολης. Ποιος να το ήξερε ότι ο μαγευτικός ήχος της θα μπορούσε να μεταφερθεί στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ
Τα τελευταία χρόνια, επιστήμονες του διάσημου αμερικανικού πανεπιστημίου προσπαθούν να αναπαράγουν ψηφιακά την εμπειρία της παρουσίας κάποιου μέσα στην Αγία Σοφία, όταν λειτουργούσε πριν αιώνες. 
Σε συνεργασία με τη χορωδία Cappella Romana, αναπαρήγαγαν ψηφιακά την ακουστική της εκκλησίας, ψάλλοντας εκκλησιαστικούς ύμνους στην αίθουσα κονσέρτων του πανεπιστημίου, σαν να βρίσκονταν μέσα στην Αγία Σοφία. 
Οι προσπάθειές τους εντάσσονται σε πολυετή συνεργασία μεταξύ διαφόρων τμημάτων του Στάνφορντ, που προσπαθεί να απαντήσει σε ένα βασικό ερώτημα: μπορεί η σύγχρονη τεχνολογία να μας βοηθήσει να ταξιδέψουμε πίσω στο χρόνο; 
Το σχέδιο «Icons of Sound» εστιάζει στο εσωτερικό της Αγίας Σοφίας, χρησιμοποιώντας ηχογραφήσεις μέσα στο χώρο καθώς και άλλη οπτική και ακουστική έρευνα ώστε να εξακριβωθεί η ακουστική του χώρου και να μπορέσει να γίνει αντιγραφή της. 
Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν όλα τα διαθέσιμα στοιχεία ώστε να αντιγράψουν την εμπειρία του να βρίσκεται κάποιος μέσα στην Αγία Σοφία – τα σχεδόν 1.500 χρόνια της ύπαρξής της. 
Ο ναός της Αγίας Σοφίας αποτελεί την πολιτιστική ιστορία της Κωνσταντινούπολης Αν, όμως, η ακουστική του μεγαλειώδους οικοδομήματος έχει μείνει ίδια, είναι πάρα πολλές οι αλλαγές στις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που την περιβάλλουν. 
«Η Αγία Σοφία έχει γίνει αντικείμενο πολιτισμικών συγκρούσεων, επικών διαστάσεων», γράφει ο ερευνητής του ινστιτούτου Smithsonian Φέργκους Μπορντεβιτς. 
«Φέρει την κληρονομιά του μεσαιωνικού Χριστιανισμού, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του αναδυόμενου Ισλάμ και της σύγχρονης κοσμικής Τουρκίας». 
Εγκαινιάσθηκε, το 537 μ.Χ., από τον Ιουστινιανό πάνω στα ερείπια εκκλησίας που είχε ανεγερθεί το 360 μ.Χ. επί Κωνσταντίνου Α’, αλλά είχε καταστραφεί στη διάρκεια της Στάσης του Νίκα το 532 μ.Χ. 
Μετά την Άλωση έγινε τζαμί από τους Οθωμανούς και από το 1935 λειτουργεί ως μουσείο, αν και στην Τουρκία υπάρχουν πολλές εθνικιστικές οργανώσεις που ζητούν να γίνει και πάλι τέμενος. Χριστιανικοί ύμνοι έχουν να ακουστούν αιώνες στο εσωτερικό της. 
Για να αναπαράγουν τον μοναδικό της ήχο, τα μέλη της χορωδίας τραγούδησαν ακούγοντας ταυτόχρονα με ακουστικά τον ήχο στο εσωτερικό της εκκλησίας, γεγονός που όπως παραδέχονται επηρέασε πολύ την απόδοσή τους, τόσο στο τέμπο όσο και στο ισοκράτημα. 
Κατόπιν το τραγούδι τους μπήκε στον ίδιο ακουστικό εξομοιωτή που έπαιζε στη διάρκεια της ζωντανής τους εμφάνισης από μεγάφωνα στην αίθουσα – το αποτέλεσμα είναι πως ο ακροατής απολαμβάνει ακριβώς τον ίδιο ήχο που θα άκουγε εάν εκείνος βρισκόταν μέσα στην Αγία Σοφία όπου τραγουδούσε η χορωδία! 

Ακούστε την χορωδία Cappella Romana με την ακουστική εξομοίωση 
σαν να ψάλλει μέσα στην Αγία Σοφία:...

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Το Πρόσωπο του Ιησού στην Ποίηση του Γιάννη Ρίτσου

Φωτεινές Ανταύγειες Χριστιανοσύνης στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου

Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, συνταξιούχου επιθεωρητού Α'θμιας εκπαίδευσης

Ο Γιάννης Ρίτσος υπήρξε ένας μεγάλος ποιητής. Οι κριτικοί της τέχνης τον εντάσσουν στην πρώτη πεντάδα των μεγάλων Ελλήνων λογοτεχνών. Είναι ένας ποιητής ποταμός. Kατηφορίζει από τις ρίζες της Ρωμιοσύνης και της Ορθοδοξίας και αγκαλιάζει όλον τον κόσμο.
Από την νεαρή του ηλικία φάνηκε το μπόϊ του. 
Ο γερο-Παλαμάς διέγνωσε από νωρίς την αξία του. 
Κι όταν τον χτυπούσαν οι ομοϊδεάτες του αριστεροί κριτικοί ως μη προλεταριακό ποιητή και οι δεξιοί ως επαναστάτη ποιητή, ο Παλαμάς πήρε θέση και διεκήρυξε: 
«Το Ρίτσο δίχως να προσμείνω από τα νέα του χρόνια τον εχαιρέτησα:
«Το ποίημά σου το πικρό το ζουν ιχώρ κι αιθέραςκαθάριος όρθρος της αυγής, μηνάει το φως της μέρας.Σε μια φρικίαση τραγική χαμoγελάει μιας πλάσηςρυθμός. Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις»
Ο διανοούμενος Μητροπολίτης Λαοδικείας Ιερόθεος, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έγραψε στον Παλαμά: Να παραμερίσουμε για να περάσει. Είναι μεγάλος ο λόγος αυτός που λέτε στον νέον ποιητήν Γιάννην Ρίτσο. Ένας γέρος Παλαμάς, το βουνό, θα παραμερίσει για να περάσει ο νέος.... Τον χρίετε έτσι, βάζετε επάνω του το χέρι σας. Το πράγμα θυμίζει λίγο την χειροτονίαν νέου Επισκόπου υπό Πατριάρχου. Τον ενδύει την αρχιερατικήν περιβολήν του, αφήνει να μοιράσει το αντίδωρον και αποσύρεται. Φιλώ το σεμνόν σας μέτωπον. Ένας θαυμαστής σας. Ο Μητροπολίτης Λαοδικείας Ιερόθεος.» 
(«Αιολικά Γράμματα» 1975, σελ. 259)

Και ο Παλαμάς απαντά:
«...Ο Ρίτσος είναι ένας νέος ποιητής που θα φτάνει, υποθέτω, το βάρος της γεροντικής μου επιβολής το ύψος της ποιητικής του χάριτος που τον ανέβασε η ποιητική του έμπνευση....Θαύμασα και κήρυξα την πρωτοφανή του δεξιοσύνη, ακούραστο στο στίχο και τη μεγαλοσύνη του στην ποίηση. Τα καλλιτεχνικά μας γράμματα, παρ’ όλα αυτά τα σταθερά κάποτε και δυνατά τους κάπου γνωρίσματα, πρώτη φορά βρίσκουν χορευτή έτσι σοβαρό και τολμηρό. Η τέχνη όσο κι αν δυναμώνει προβαίνοντας γερή, από τα νιάτα φαίνεται». 
Κ. Παλαμάς 21 Ιουνίου 1938.

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1909, στην ιστορική Μονεμβασιά της Λακωνίας. Ο πατέρας του μεγαλοκτηματίας και απόγονος αγωνιστών του 21. Ξέπεσε όμως η οικογένειά του και δοκιμάστηκε από πολλά θλιβερά γεγονότα. Δύο θάνατοι αγαπημένων του προσώπων, της μάνας του και του αδερφού του Δημήτρη, του σημάδεψαν όλη την ψυχική του εξέλιξη. Σαν μνήμες και θύμισες του ανακάτευαν τη ζωή. Για να προστεθούν ύστερα και άλλα τραγικά δεινά: η οικονομική κατάρρευση της οικογενείας του, η προσωπική του περιπέτεια με την προσβολή του από φυματίωση, η τρέλλα του πατέρα του και το κλείσιμό του στο Δαφνί, για ν’ ακολουθήση αργότερα και η πολυαγαπημένη του αδελφή, η Λούλα, κ.α. 
Ολόκληρη η ζωή του ήταν σωστή τραγωδία.
Σε τούτες και άλλες αργότερα συμφορές, πoύ θα ήταν ικανές να γονατίσουν και γίγαντες, ο Ρίτσος προσπαθεί να βρη αντιστύλι στην ποίηση. Θα πη ο ίδιος:
« Έτσι η ζωή μου στράγγιξε και χάρη και χαράκαι καταφύγιο μου’ μεινε η τέχνη κι ορμητήριοσε κρύο χελώνας καύκαλο τραβιέμαι θλιβερόν’ αντισταθώ περήφανος στου πόνου το μαρτύριο..»
Ο ψυχικός κόσμος του Γ. Ρίτσου διαμορφώθηκε σ’ ένα επαρχιακό περιβάλλον όπου μόνη πνευματικότητα ήταν η Ορθοδοξία. Ο Χριστός ήταν η πυξίδα της παιδικής ζωής του, ο Χριστός του Ευαγγελίου, ο σταυρωθείς και αναστάς. Αυτός πρωτοκατοίκησε στα βαθύτερα στρώματα της ψυχής του.
Τα πρώτα του ποιητικά δοκίμια τα στέλνει ο Ρίτσος να δημοσιευθούν στο περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων», που το διηύθυνε ο Γρηγ. Ξενόπουλος. Σε γράμμα που τα συνόδευε εξιστορούσε το ψυχικό του άλγος από τα οικογενειακά του δεινά, που συγκίνησε τον Ξενόπουλο και του απάντησε με τούτα τα λόγια:
«...Πολύ με συγκίνησε το γράμμα σου. Ιδανικό όραμα, αγαπητέ μου φίλε, που πρώτη φορά μου γράφεις. Ναι, τα δυστυχήματά σου ήταν τόσο μεγάλα, που δύσκολα θα’ βρισκε κανείς λόγια παρηγοριάς. Αλλά είσαι τόσο νέος ακόμα κι έχεις μπροστά σου μια τόσο μεγάλη ζωή! Που το ξέρεις! Οι μοίρες των ανθρώπων είναι τόσο διαφορετικές! Άλλοι ευτυχούν μικροί και δυστυχούν μεγάλοι, άλλοι γνωρίζουν τη δυστυχία απ’ τα πρώτα τους χρόνια και ύστερα βρίσκουν τις πιο μεγάλες χαρές. Που ξέρεις! Έλπιζε μόνο, υπόμενε, εργάζου, κάνε το χρέος σου».
Και πραγματικά, τα οικογενειακά του παθήματα δεν τον κάμπτουν. Αντίθετα γίνονται ποιητικά σύμβολα. Και συνέβη ο,τι στην περίπτωση του Παλαμά, που ο θάνατος του τετράχρονου μικρού του Άλκη, που τον βούλιαξε στην οδύνη, λειτούργησε όμως ως ακέραιος ποιητής.
Στα 17 του χρόνια ο Ρίτσος μεταφέρεται στο Νοσοκομείο «Σωτηρία» με φυματίωση. Και από κει και πέρα σέρνεται από Σανατόριο σε Σανατόριο, από αυτά που είναι για άπορους, γιατί εκεί τον έχει ρίξει η οικονομική του κατάσταση. 
Εκεί στο «Σωτηρία», πληγωμένος ψυχικά από την εγκατάλειψη της κοινωνίας, προσφέρεται σε ανατρεπτική κατήχηση. Φυλλάδες και φυλλάδες πέφτουν στα χέρια του. Κλίμα κατάλληλο να εκκολαφθή ένας κομμουνιστής. Ο κομμουνισμός του παρουσιάζεται ως λυτρωτής. Εγγυάται να του θεραπεύση τα ψυχικά του τραύματα, να ικανοποιήση τον νεανικό του ρομαντισμό.
Το 1942 προσχωρεί στο ΕΑΜ. Εκεί ξεφεύγει από τη μοναξιά του και βρίσκει θαλπωρή από μια κοινότητα ιδεών και παθημάτων ενός πιστού αναγνωστικού κοινού. Το κόμμα στο εξής προσδιορίζει την ποίησή του.
Η ποίησή του τώρα δείχνει έναν Ρίτσο αφιερωμένο στην επανάσταση. Στο καμίνι της σφυρηλατείται μια καινούργια πυξίδα πλεύσης. Παίρνει η ποίησή του την μορφή στρατευμένης τέχνης. Ντύνεται το πρόσωπο του τυφλού πάθους. 
Στο ποίημά του «Το καπνισμένο τσουκάλι», θα πη:
«Η καρδιά μου σήμερα δε μοιάζει με κανένα σύγνεφο χρυσό
που λαμπαδιάζει στο λιόγερμα,
μήτε με κανέναν άγγελο που στρώνει το τραπέζι μες
στα δέντρα του παράδεισου.
Τίποτα τέτοιο. Η καρδιά μου τώρα είναι φαρδί
χωμάτινο τσουκάλι
που μαγείρεψε χιλιάδες φορές για τους φτωχούς»
Και αλλού: 
«Είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας, οι δυνατοί.
Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας άγιοι».
Δεν τον εμπνέει τόσο η επαναστατική θεωρία όσο οι δοκιμασίες του δίπλα στους συντρόφους του. Αυτές είναι ο κύριος δεσμός του. Θα πη: 
«Πιστεύω πως η πρώτη δικαιοσύνη είναι η σωστή διανομή του ψωμιού. Πιστεύω πως η πρώτη πρόοδος είναι η αύξηση παραγωγής για όλους. Πιστεύω πως το πρώτο χρέος μας είναι η ειρήνη...»
Ο Ρίτσος ακολουθεί το πνεύμα του καιρού του. Το περιοδικό «Νέα Επιθεώρηση» κείνα τα χρόνια δημοσιεύει ποιήματα ρωσικής προέλευσης. Η γνώμη του σοβιετικού Μαγιακόβσκι είναι πως η ποίηση έχει αποστολή κοινωνική και κομματική. 
Επηρεάστηκε από αυτή τη γραμμή ο Ρίτσος και ο ίδιος θα γράψη:
«Η ποίηση πρέπει να’ ναι
ένας οδηγός μάχης κι ευτυχίας
ένα όπλο στα χέρια του λαϊκού αγωνιστή
μια σημαία στα χέρια της Ελευθερίας»
(«Οι γείτονες του Κόσμου», Επίκαιρα 7)

Το ποίημά του «Μεγάλη Ώρα» είναι ένα πολιτικό-προπαγανδιστικό ποίημα που αναφέρεται στον κόσμο της διαλεκτικής. Το ίδιο πνεύμα και στο ποίημά του «Μαρξ», που ο Ρίτσος ομολογεί πίστη νεοφώτιστου, γράφει:
«Τις σφαλιστές του σύμπαντος πόρτες ανοιείς μια μια
με το χρυσόδετο κλειδί της διαλεκτικής...»
Και τότε δεν είναι φανατισμένος κομμουνιστής ο Ρίτσος. Και σ’ αυτή την περίπτωση είναι ένας τραγικός άνθρωπος, που αισθάνεται τις αντίρροπες δυνάμεις να του συνθέτουν τη ζωή. 
Πολλές φορές απωθεί τους εσωτερικούς του κλυδωνισμούς, είτε για λόγους κομματικής πειθαρχίας η για να τηρήση το ήθος του επαναστάτη.
«Πολλά πρόσωπα αλλάξαμε, πολλά, όχι προσωπεία.
Πίσω απ’ τα χίλια πρόσωπα κρυφτήκαμε.
Μπλεχτήκαμεμε θεούς και μύθους, μ’ άλλους φωτισμούς, μ’ άλλους χρόνους
για να σκεπάσουμε το πρόσωπό μας το βαθύ, το πικρό, το αμετάβλητο,
το άφταιγο, το τιμωρημένο, το μόνο δικό μας...»
Παράλληλα όμως διατηρεί τα συναισθηματικά κατάλοιπα απ’ το χριστιανικό περιβάλλον που τον ανάθρεψε και τον διέπλασε. 
Νιώθει την παλιά του ευλάβεια αλλά και την τωρινή του θέση:
«Το βλέμμα του ήτανε σαν το εσωτερικό μεγάλου ναού μέσα στη νύχτα.
Η κεντρική πύλη ανοιχτή. Σβησμένοι οι πολυέλαιοι. Μαντεύονταν
τα σκοτεινά μανουάλια ασάλευτα σ’ ένα βάθος αόριστο
κι οι μεγάλες ολόσωμες εικόνες που ευωδιάζουν απ’ την υγρασία,
κερί λιωμένο, μακρινή καπνιά, μύρτα και μαραμένα βάγια
εκείνη η μυστική ελευθερία κ’ η στενόμακρη κάθετη ορότητα.

Μια συντροφιά πέρασε απ’ έξω τα μεσάνυχτα.
Η πρώτη τους κίνηση,να μπούνε μέσα, να προσευχηθούν, να εξομολογηθούν, να γονατίσουν.
Μα ένιωσαν μονομιάς ανέτοιμοι, ένοχοι. Τα γόνατά τους άκαμπτα
βαριά λασπωμένα τα παπούτσια τους.
Κι οι σπίθες των άστρων τόσο απόμακρες.
Έστριψαν τοίχο-τοίχο τη Μητρόπολη, όσο μπορούσαν πιο αθόρυβα
και τράβηξαν πιο κει ως το καπηλειό.
Σε λίγο ακούστηκαντα μεθυσμένα τους τραγούδια, δυνατά, σχεδόν πεισμωμένα
και η πύλη του ναού
έχασκε απέναντι, τρομαχτικά μεγάλη κι αδιάβατη μέσα στη νύχτα»
(«Νυχτερινός ναός»)

Πολύ συχνά βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα και η προσωπικότητά του διχάζεται σ’ έναν ξένο και τον εαυτό του, εκείνον που έχει οικοδομήσει από μικρός. 
Στα ποιήματά του «Πυραμίδες» και «Ο Ξένος» υποδέχεται έναν ξένο που αντιπροσωπεύει την αντιθρησκευτική δύναμη και του λέει:
«Κρατούσα μες τα δυό μου χέρια
τον ασημένιο δίσκο του ορίζοντα
και σου προσφέρω σε κρυστάλλινο δίσκο
το αθάνατο νερό.
Και το κύπελλο πλημμύρισε αίμα.
Έσφαξα το Θεό μου με τα χέρια μου
ο δίσκος έσκασε μπροστά στα πόδια σου»
Υποτάσσεται για λίγο στον ξένο (αντιπροσωπεύει την κοσμική ζωή) και του λέει:
«Περνώ τα δάχτυλά μου μες τους κρίκους
της αλυσίδας που μου χάρισες
κι αρραβωνιάζομαι τον κόσμο.
Ευχαριστώ......»
Όμως μια φωνή από μέσα του φωνάζει να αντισταθή και να μην υποταχθή.
Και τα βάζει με τον ξένο:
«Κοντά σου ξέχασα το δρόμο μου
και ο θυμνός των στοιχείων
προστάζει τον αφανισμό μου.
Μέσα μου υπάρχει
κάτι σκληρό κι ατίθασο κι αφιλίωτο
που καμιά δύναμη δε δύναται
να το υποτάξει.....
Πάντα στέκεται ανάμεσά μας το άπειρο.
Δεν μπορώ ν’ αποφύγω τη φωνή του
το φέγγος των ματιών μου σκίζει
την τρυφερή σκια που μούριξες στους ώμους...»
Ο ξένος στενοχωριέται γι’ αυτή τη θέση και τον παροτρύνει:
«Κρύψου μέσα στο δέρμα σου
φυλάξου απ’ τη φωνή μου
......
Αυτός ο δρόμος δεν έχει γυρισμό.
Όμως εγώ θα φύγω. Δεν μπορώ να μη φύγω....»

Αποκαλύπτεται στο διάλογο αυτό η εσωτερική διαμάχη του ποιητή. Κι αυτός να μοιάζη με εκκρεμές που αιωρείται από τον Χριστό ως τον Μαρξ. 
Η εσωτερική του αγωνία δεν καθησυχάζεται ούτε από την θρησκευτική πίστη, ούτε από την κομματική ιδεολογία. Τα μεγάλα μεταφυσικά προβλήματα τον τυραννούν. Και όταν ακόμα υπηρετή την πολιτική σκοπιμότητα δεν απομακρύνεται από το χριστιανικό ιδεώδες. 
Το πρόσωπο του Ιησού είναι γερά δομημένο μέσα του και καταφάσκει. Ακόμα και σε θέματα που έχουν αντίπαλο περιεχόμενο και κει παντρεύει την ενδόμυχη επιθυμία του με την πολιτική ιδεολογία. 
Φαίνεται αυτό και στο ποίημά του «Ο Μαύρος Άγιος». Εδώ αναφέρεται στο μνημόσυνο του Κογκολέζου Λουμπούμπα που τον τοποθετεί δίπλα στον Ιησού και του λέει:
«Το αίμα εχύθη απ’ τις πληγές και των δυό μας
κάτω απ’ τα ίδια καρφιά, κάτω απ’ την ίδια λόγχη,
κάτω απ’ τα ίδια αγκάθια.
Έχει το ίδιο χρώμα μαύρο, όχι άσπρο-κόκκινο χρώμα, Κύριε
σα λάβαρο της δικαιοσύνης.»
Ο μεταφυσικός του προβληματισμός δεν νεκρώνεται μέσα του. Τα κομματικά συνθήματα δεν θεραπεύουν την εγγενή δυστυχία του ανθρώπου. Ο δρόμος που είχε χαράξει ακολουθώντας την μαρξιστική γραμμή δεν τον ηρεμεί. 
Μοιάζει με την κορφή ψηλού δέντρου που και το πιο ανεπαίσθητο αεράκι την ταράζει. Το καταλαβαίνει πως η αχλύς της απιστίας πάει να σκεπάση τα βαθιά κοιτάσματα της ψυχής του. Κι αυτός ο τραγικός μελισμός του τον σκοτώνει. Και πάνω στη νοσταλγία του χαμένου παρελθόντος του, εξασθενίζει ο κομματικός μηχανισμός του. Θέλει να ξαναγυρίση στην παλιά του στράτα, εκείνη των παιδικών του χρόνων. Συναισθάνεται την απόσταση που τον χωρίζει από το Θεό και γράφει στις «Πυραμίδες» :
«Θεέ μου, που πήγαν οι άνθρωποι; Που πήγε η ευωδιά
του νεανικού μου δέρματος και η θέρμη των ήλιων;»
(«Μόνωση», Α, 63)
Και αλλού, όταν συνθλιμμένος απ’ το βάρος των συμφορών του που δεν έχουν τέλος, λες και κάποια θεϊκή κατάρα του ταλανίζει την οικογένεια που πάει να ξεκληριστή, στον Ιησού προστρέχει για να πραϋνθή η ψυχή του και να βρη ανασασμό στο κοίταγμά του στα μάτια Εκείνου:
«Κύριε, ποιό τάχα αμάρτημα παλιό, προγονικό,
πάνω στη ζωή μου βάρυνε κι οργίστηκε η βουλή σου;
Τα χέρια σταυρωτά κρατώ, τη νιότη μου νικώ
και γλείφω, δες, τους κρίκους της αλύσου.
Ευδόκησε η ανήσυχη ψυχή μου να πραϋνθή
και να με ιδούν πονετικά τα γαλανά σου μάτια...» 
(«Ταπείνωση», Α, 66)
Κάποτε όμως, «όταν η ζωή του», όπως γράφει ο ίδιος, «στράγγιξε και χάρη και χαρά», όταν ο κρυφός καρκίνος ροκανίζει τη σάρκα της αδελφής του, της Λούλας, όταν βλέπη να βυθίζεται το σπίτι του χωρίς καμιά θεϊκή παρουσία, δεν αντέχει. Σ’ εκείνες τις τραγικές διλημματικές στιγμές πονά αφάνταστα. Μόνο τα ανδρείκελα δεν έχουν δικαίωμα στα τραγικά δάκρυα, είπε κάποιος. Τότε ξανά δυσπιστεί για τα πάντα. 
Και την δυσπιστία του εκείνη την περνά στο στόμα της χαροκαμένης μάνας που μοιρολογεί το σκοτωμένο παιδί της στο ποίημά του «Επιτάφιος»:
«Κι αχ, Θεέ μου, αν ήσουν Θεός κι αν
είμασταν παιδιά σου θα πόναγες καθώς εγώ
τα δόλια πλάσματά σου.
Κι αν ήσουν δίκαιος, δίκαια θα μοίρασες την πλάση
κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει....»

Τούτη η ολιγοπιστία και αγανάκτηση σε μια συγκλονισμένη από ψυχικό αναβρασμό είναι μια στιγμή αδυναμίας παροδική, γιατί σε όλο του το ποίημα έχει ταυτιστή με τα γεγονότα της Μ. Παρασκευής. Ούτε κι εδώ ο Ρίτσος απομακρύνεται απ’ τα θεϊκά παθήματα.
Χρόνια σκληρά, αθεϊκά, είχαν αποξενώσει τον ποιητή από τα μεγάλα μεταφυσικά θέματα. 
Με την ακαταμάχητη όμως δύναμη του εσωτερικού του κόσμου κλωτσάει τα ταπεινά και εφήμερα και παραδίνεται στο εσωτερικό του δαιμόνιο. 
Ξανάρχονται στη μνήμη του τα παιδικά του χρόνια και τότε «βγάνει το σκούφο του, κάνει το σταυρό του και μπαίνει στην εκκλησιά». Σαράντα χρόνια περιπλάνησης χρειάστηκαν για να θυμηθή «την παλιά του στράτα», θα πη ο Πρεβελάκης. («Ο ποιητής Γ. Ρίτσος»)

Στο ποίημά του «Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα», ο άξονας που γύρω του περιστρέφονται οι αναμνήσεις του είναι ο Χριστός. Ο Χριστός δεν απουσιάζει από τη βουκολική ποίησή του. Αυτός καθοδηγεί τον αγρότη και τον τσοπάνη.
Να μερικοί στίχοι του:
«Τότε μας αγαπούσε ο Χριστός, 
ο καλός Χριστός του σπιτιού,
της μικρής ασβεστωμένης εκκλησιάς και του δάσους.
Αυτόν το Χριστό δεν τον ξέρουν οι μεγάλοι
..................
Ο δικός μας Χριστός δεν είχε πρόσωπο χλωμό, μήτε μεγάλα
δάκρυα λαμπερά κρεμασμένα στα ξανθά ματόκλαδά του.
Δε μύριζε σκια και καρτερία. Δεν έλεγε:Μη!
Το δέρμα του ήταν ρόδινο σα μικρού κοριτσιού και μύριζε όλος πορτοκάλι.
Ερχόταν το βράδυ απ’ τη γυαλιστερή θάλασσα των σταχυών
για να μοιράσει στα ήσυχα παιδιά παπαρούνες και παιχνίδια»
Και αλλού:
«Χριστέ μου γιατί φόρεσες αυτό το πένθιμο μακρύ φουστάνι
κι αυτά τ’ αγκάθια στο κεφάλι σου; Χαθήκαν τα λουλούδια;
Η τάχατες αν φορούσες παπαρούνες πάνω στ’ αχτένιστα
μαλλιά δε θα σ’ ανοίγανε την πόρτα τ’ ουρανού;
Μη χαμογελάς πούχω κι εγώ δεμένο το κεφάλι...»

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

Ο Επινίκιος ύμνος: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ...»

Ο επινίκιος ύμνος είναι από τους αρχαιότερους ύμνους
που ψάλλεται στις λειτουργίες των Χριστιανών.
Ως επινίκιος ύμνος στην χριστιανική εκκλησιαστική υμνολογία λέγεται περίφημος ύμνος που ψάλλεται στη Θεία λειτουργία.
Ο ύμνος αυτός αρχίζει με τις λέξεις:

Άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαββαώθ
πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου, κ.λπ".
Τον ύμνο αυτό ψάλλει ο εκκλησιαστικός χορός αμέσως μετά το πέρας της ευχής του ιερουργούντος ιερέα:
"Άξιον και δίκαιον σε υμνείν, σε ευλογείν.... ει και παρεστήκασι χιλιάδες αρχαγγέλων και μυριάδες αγγέλων, τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, εξαπτέρυγα, πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά τον επινίκιον ύμνον άδοντα, βοώντα, κεγραγότα και λέγοντα".
Ο Επινίκιος ύμνος συγκροτείται στην πραγματικότητα από δύο επιμέρους ύμνους, εκ των οποίων ο μεν πρώτος ανάγεται στην Παλαιά Διαθήκη και είναι ο θριαμβευτικός ύμνος τον οποίο άκουσε στον πρόναο του Ναού του Σολομώντα, ο προφήτης Ησαΐας, με μια μικρή παραλλαγή (αποδίδεται στο γ΄ πρόσωπο ενικού):
"Άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαββαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού",
και ο έτερος που ανάγεται στην Καινή Διαθήκη και είναι ο αποθεωτικός ύμνος των Εβραίων που επεφύλαξαν στον Ιησού Χριστό κατά την περίλαμπρη είσοδό του στα Ιεροσόλυμα: 
"Ωσσανά ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου".
Μικρή παραλλαγή του επινίκιου ύμνου είναι εκείνος που ψάλλεται στη λειτουργία των Αποστόλων όπου φέρεται ως εξής:
"Άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαββαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης αυτού, ευλογητός εις τους αιώνας, αμήν."
Αυτή η παραλλαγή προήλθε από την προς Ρωμαίους επιστολή (α΄25) όπου "(ός εστίν), ευλογητός εις τους αιώνας".

Ἄξιον καὶ δίκαιον σὲ ὑμνεῖν, σὲ εὐλογεῖν,...

Ἱερεὺς

Ἄξιον καὶ δίκαιον σὲ ὑμνεῖν, σὲ εὐλογεῖν, σὲ αἰνεῖν, σοὶ εὐχαριστεῖν, σὲ προσκυνεῖν ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας σου. 
Σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀεὶ ὢν ὡσαύτως ὤν· σὺ καὶ ὁ μονογενής σου Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον. 
Σὺ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες καὶ παραπεσόντας ἀνέστησας πάλιν καὶ οὐκ ἀπέστης πάντα ποιῶν ἕως ἡμᾶς εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνήγαγες καὶ τὴν βασιλείαν σου ἐχαρίσω τὴν μέλλουσαν. 
Ὑπὲρ τούτων ἁπάντων εὐχαριστοῦμέν σοι καὶ τῷ μονογενεῖ σου Υἱῷ καὶ τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ· ὑπὲρ πάντων ὧν ἴσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν, τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν, τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων. 
Εὐχαριστοῦμέν σοι καὶ ὑπὲρ τῆς λειτουργίας ταύτης, ἣν ἐκ τῶν χειρῶν ἡμῶν δέξασθαι κατηξίωσας, καίτοι σοι παρεστήκασι χιλιάδες ἀρχαγγέλων καὶ μυριάδες ἀγγέλων, τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ, ἑξαπτέρυγα, πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά.

Τὸν ἐπινίκιον ὕμνον ᾄδοντα, βοῶντα, κεκραγότα, καὶ λέγοντα.
✚✚✚✚✚✚✚
Ἄξιο καὶ δίκαιο εἶναι νὰ σὲ ὑμνοῦμε, νὰ σὲ εὐλογοῦμε, νὰ σὲ δοξολογοῦμε, νὰ σὲ εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ σὲ προσκυνοῦμε σὲ κάθε τόπο ποὺ κυβερνᾶ ἡ πρόνοιά σου. 
Γιατὶ ἐσύ ᾿σαι Θεός, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ἐκφράσουμε μὲ τὸ λόγο, οὔτε νὰ σὲ βάλωμε στὸ νοῦ μας, οὔτε νὰ σὲ δοῦμε μὲ τὰ μάτια, οὔτε νὰ σὲ καταλάβωμε· δὲν ἀλλάζεις ποτὲ καὶ εἶσαι πάντα καὶ παντοῦ ὁ ἴδιος, ἐσὺ καὶ ὁ μονογενής σου Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σου. 
Σὺ ἀπὸ τὸ μηδὲν μᾶς ἔδωσες ὕπαρξη κι ὅταν ξεπέσαμε πάλι μᾶς σήκωσες καὶ δὲν ἔπαψες νὰ κάνης τὰ πάντα, ὥσπου μᾶς ἀνέβασες στὸν οὐρανὸ καὶ μᾶς χάρισες τὴ μέλλουσα βασιλεία σου. 
Γιὰ ὅλ᾿ αὐτά, σένα εὐχαριστοῦμε, τὸν Πατέρα καὶ τὸν μονογενή σου Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· γιὰ ὅλ᾿ αὐτά, ὅσα ξέρομε κι ὅσα δὲν ξέρομε, γιὰ ὅσες βλέπομε κι ὅσες δὲν βλέπομε εὐεργεσίες, ποὺ ἔκαμες σὲ μᾶς. 
Σὲ εὐχαριστοῦμε καὶ γι᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴ λειτουργία, ποὺ καταδέχτηκες νὰ δεχθῆς ἀπὸ τὰ χέρια μας, ἂν καὶ σὲ παραστέκουν χιλιάδες ἀρχαγγέλων καὶ ἑκατομμύρια ἀγγέλων, τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ, ποὺ μὲ ἕξι φτεροῦγες, μὲ πολλὰ μάτια, πετοῦν καὶ φτερουγίζουν θριαμβευτικὰ ψάλλοντας τὸν νικητήριο ὕμνο καὶ λέγοντας...

«Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας»

Τὸ κεντρικότερο σημεῖο τῆς θείας Λειτουργίας 
εἶναι ἡ ὥρα τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς. 
Ἡ ὥρα δηλαδὴ ποῦ ἡ θυσία μᾶς ἀναφέρεται στὸ Θεό. Τὸ ἐπίγειο θυσιαστήριο ἑνώνεται μὲ τὸ οὐράνιο. Ἐκεῖ ὅπου παραστέκουν «χιλιάδες ἀρχαγγέλων καὶ μυριάδες ἀγγέλων».

Γὶ αὐτὸ ὁ ἱερέας προτρέπει τοὺς πιστούς: «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας». Ζητᾶ ἀπὸ ὅλους μας νὰ ὑψώσουμε στὸ Θεὸ τὶς καρδιές μας. Ν’ ἀποσπασθοῦμε ἀπὸ τὰ γήινα ἐξ ὁλοκλήρου καὶ ν’ ἀνυψωθοῦμε στὸν οὐρανό.

Πρὶν ἀπὸ λίγο ὁ χερουβικὸς ὕμνος μᾶς προέτρεψε γιὰ κάτι ἀνάλογο: νὰ ἀποβάλουμε κάθε μέριμνα καὶ ἔγνοια ἐπίγεια: «Πάσαν τὴν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν».

Τώρα ἀκούγεται ἐντονότερη ἡ προτροπὴ τοῦ λειτουργοῦ. Μᾶς καλεῖ νὰ στρέψουμε ὅλες τὶς πνευματικὲς καὶ διανοητικὲς δυνάμεις μας πρὸς τὸν Κύριο, πρὸς τὰ αἰώνια καὶ τὰ ὑπερουράνια. 
Ἡ διάνοιά μας κατὰ τὶς ἱερὲς αὐτὲς ὧρες νὰ προσηλωθεῖ σ’ αὐτὰ ποῦ θὰ τελεσθοῦν. Οὔτε στιγμὴ νὰ μὴ φύγει ἡ προσοχή μας ἀπὸ τὴν προσφερόμενη θυσία. 
Ἡ σκέψη μᾶς ν’ ἀπορροφηθεῖ καὶ νὰ βυθισθεῖ στὶς εὐχαριστίες καὶ τὶς δεήσεις τῶν εὐχῶν. 
Καὶ ἡ καρδιά μας, ὁ ἐσωτερικός μας κόσμος ὁλόκληρος νὰ θέλγεται, νὰ συναρπάζεται ἄπο τὰ τελούμενα στὸ ἐπίγειο θυσιαστήριο, ποῦ ἔχουν ἀναφορὰ στὸ ὑπερουράνιο.
Ἀνυψωμένες τὶς καρδιές μας πρὸς τὸν οὐρανό, πρὸς τὸν Θεό, μᾶς προτρέπει νὰ ἔχουμε καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων: «Ἀληθῶς», λέει, «κατ' ἐκείνην τὴν φρικωδεστάτην ὥραν ὀφείλομεν ἀφιέναι φροντίδας βιοτικός, μέριμνας κατ' οἶκον, καὶ ἔχειν ἐν οὐρανῶ τὴν καρδίαν πρὸς τὸν Φιλάνθρωπον Θεὸν» (ἄρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου, Ἀπὸ τὸν λειτουργικὸν μᾶς πλοῦτον, σέλ. 125).
Ἀλήθεια, τί μεγάλα καὶ φοβερὰ τελοῦνται τὴν ἱερὴ αὐτὴ ὥρα μέσα στὸ ναό; Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι οἱ σαρκικοὶ καὶ ἁμαρτωλοὶ λατρεύουμε τὸν Θεὸ μαζὶ μὲ τοὺς ἅγιους ἀγγέλους, μὲ τὰ οὐράνια, λειτουργικὰ πνεύματα. Μὲ τὸ πνεύμα μας ἀνυψωμένο ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ ἀφήνουμε τὴ γῆ καὶ νὰ φθάνουμε στὸν οὐρανό. Συνόμιλοι τῶν ἀγγέλων, πολίτες τοῦ οὐρανοῦ. Σὰν τοὺς τρεῖς Μαθητὲς στὸ ὅρος Θαβὼρ μᾶς παραλαμβάνει ὁ Κύριος κατὰ τὴν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας καὶ μᾶς καλεῖ ν’ ἀνέβουμε μαζί Του «εἰς ὅρος ὑψηλόν», νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὴ δόξα Του, τὰ μεγαλεῖα Του.
Ἀνεβαίνει ἀσταμάτητα ἡ ψυχή μας νὰ συναντήσει τὸν Θεό, καὶ ὅσο περισσότερο ἀνεβαίνει τόσο πιὸ πολὺ ποθεῖ τὴν ἕνωση μαζί Του.
Στὴν προτροπὴ τοῦ λειτουργοῦ «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», οἱ πιστοὶ ἀπαντοῦμε: «Ἔχομεν πρὸς τὸν Κύριον», βεβαιώνοντας ὅτι ἔχουμε στραφεῖ πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸ ὕψος, πρὸς τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὰ γήινα.

Τὸ ὑποσχόμαστε, τὸ ὁμολογοῦμε. 
Εἶναι ὅμως ἀλήθεια; «Ἔχομεν πρὸς τὸν Κύριον» τὶς καρδιές μας; Ποῦ ἔχουμε στραμμένα τὰ βλέμματά μας, τὴν προσοχή μας;
Τὸ θέλουμε. Ἐπιθυμοῦμε ὁ νοῦς, ἡ καρδιά μας, ὁλόκληρη ἡ προσοχή μας νὰ εἶναι στραμμένα πρὸς τὸν Κύριο. Συχνά, ὅμως, μὲ λύπη διαπιστώνουμε πῶς εἴμαστε αἰχμάλωτοί των γήινων σκέψεών μας, τῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς μας, τῶν ἐργασιῶν τῆς καθημερινότητάς μας, τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν παθῶν μας.
Ἀποδεικνύουμε πῶς εἴμαστε ἀδύναμοι ἄνθρωποι. Ὅμως ἃς μὴν ἀπογοητευόμαστε. Ἃς ἀγωνιζόμαστε νὰ ἐπαναφέρουμε τὴν προσοχή μας πρὸς τὸν Κύριο καὶ Θεό μας. Βοηθεῖ πολὺ ἡ σκέψη πῶς ὁ Κύριος καὶ Βασιλέας τῆς δόξης εἶναι ἐνώπιόν μας, καὶ ἐμεῖς στεκόμαστε μπροστά Του μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια ὡς δοῦλοι Τοῦ πιστοί.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος θὰ μᾶς ὑποδείξει: 
«Μὴν ἀφήσεις κανένα ἀπὸ τὰ δουλικὰ καὶ ἀνελεύθερα πάθη νὰ παρευρίσκεται μαζί σου στὸν τόπο τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς. Ἀνέβα μόνος ἐκεῖ ὅπου τίποτε τὸ γήινο δὲν μπορεῖ ν’ ἀνέβει. Ἄφησε κάτω στὴ χαμηλὴ γῆ κάθε ἄλογο καὶ ἀνόητο πάθος. Ἃς μὴ σ’ ἐνοχλεῖ τότε τίποτε, ἄλλα γίνε πιὸ ὑψηλὸς καὶ ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς» (ΕΠΕ 19, 166-8).
Μακάρι νὰ καταλαβαίνουμε καὶ νὰ ἐμβαθύνουμε στὴν ἱερὴ ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας, καὶ ἃς προσπαθοῦμε ὅλο καὶ ψηλότερα ν’ ἀνεβαίνουμε, κοντὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ γιὰ ν’ ἀντλοῦμε χάρη, δύναμη, ζωή, τὰ πάντα!

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2017

«Δόξα σοι ο Θεός» - «Δόξα τω Θεώ»


Γέροντα, τι σημαίνει το «δόξα σοι ο Θεός»;

- «Δόξα σοι ο Θεός» θα πη «να γίνη γνωστός ο Θεός στους ανθρώπους». Βλέπεις και εκείνο που είπε ο Χριστός: «Εγώ σε εδόξασα επί της γης …και νυν δόξασόν με σύ, Πάτερ», μερικοί το παρεξηγούν και λένε: «Εγώ Πατέρα, Σε έκανα γνωστό επί της γης, κάνε με γνωστό κι Εσύ, για να πιστέψουν οι άνθρωποι».

- Γέροντα, αισθάνομαι την ανάγκη να λέω περισσότερο το «δόξα σοι ο Θεός» παρά το «Κύριε ελέησον». Μήπως δεν είναι σωστό;

- Καλό είναι αυτό, ευλογημένη. Εγώ μπορεί να περάσω ολόκληρη μέρα κάνοντας εργόχειρο και λέγοντας «Δόξα σοι ο Θεός. Δόξα σοι ο Θεός, γιατί ζω.
Δόξα σοι ο Θεός, γιατί θα πεθάνω και θα πάω κοντά στον Θεό. 
Δόξα σοι Θεός, ακόμη και αν με βάλη στην κόλαση και πάρη έναν κολασμένο στον Παράδεισο. Και εάν θέλη να μη με θυμάται στην κόλαση και λυπάται, ας πάρη πολλούς κολασμένους στον Παράδεισο, ώστε η χαρά Του γι’ αυτούς να είναι περισσότερη και να λιγοστέψη η στενοχώρια Του για μένα».

Το «δόξα σοι ο Θεός» να μη λείπη ποτέ από τα χείλη σας. 
Εγώ, όταν πονάω, το «δόξα σοι ο Θεός» έχω για χάπι του πόνου∙ τίποτε άλλο δεν με πιάνει. 
Το «δόξα σοι ο Θεός» είναι ανώτερο και από το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». 
Έλεγε ο Παπα- Τύχων : «Το “ Κύριε ελέησον” έχει εκατό δραχμές, το “δόξα σοι ο Θεός” έχει χίλιες δραχμές∙ είναι δηλαδή πολύ πιο ακριβό».

Ήθελε να πη ότι ο άνθρωπος ζητάει το έλεος του Θεού από ανάγκη ,ενώ δοξολογεί τον Θεό από φιλότιμο, και αυτό έχει μεγαλύτερη αξία. Συνιστούσε μάλιστα να λέμε το «δόξα σοι ο Θεός», όχι μόνον όταν είμαστε καλά , αλλά και όταν περνάμε δοκιμασίες , γιατί και τις δοκιμασίες τις επιτρέπει ο Θεός για φάρμακα της ψυχής.

- Γέροντα, μερικές φορές , όταν λέω «δόξα τω Θεώ», νιώθω μέσα μου ένα φτερούγισμα. Τι είναι αυτό;

- Αγαλλίαση πνευματική είναι. Τώρα, επειδή μου έδωσες χαρά που λες «δόξα τω Θεώ», από την χαρά μου θα αρχίσω να γράφω «δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ», και θα γεμίσω μία κόλλα χαρτί με το «δόξα τω Θεώ». Ο Θεός να σε αξιώση στην άλλη ζωή να είσαι μαζί με τους Αγγέλους που δοξολογούν συνέχεια τον Θεό. Αμήν.

π. Παίσιος
------------------
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης
ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ
Δοξολογία Θεού

Λέει ο Γέροντας στον υποτακτικό: «Εξεγερθέντες του ύπνου προσπίπτομέν Σοι, αγαθέ, και των αγγέλων τον ύμνον βοώμεν Σοι, δυνατέ· άγιος, άγιος» κτλ. «Κουά, κουά, κουά, κουά» τα βατράχια, κοάζουν, πώς λέγεται, ξεχάσαμε και τα ελληνικά τώρα.

-Βρε παιδί μου, λέει, πήγαινε στα βατράχια και πές τα: Α, να σας πω, ο Γέροντας λέει, σταματήστε τώρα γιατί θέλουμε να διαβάσουμε εμείς την ακολουθία.

-Νά 'ναι ευλογημένο, Γέροντα.

Αυτός ήταν υποτακτικός! Βλέπεις; Δεν είπε, «ε, Γέροντα, τα βατράχια θα πάω να πω εγώ;» Όχι υπακοή.

-Ακούστε εδώ, βατράχια, είπε ο Γέροντας να σταματήσετε τώρα, γιατί θέλουμε να διαβάσουμε εμείς την ακολουθία.

Μίλησε το βατράχι εκεί! Λέει:

-Πες του Γέροντα, τώρα τελειώνουμε κι εμείς την δοξολογία του Θεού και θα πάμε κι εμείς να ξεκουραστούμε.

Και τα βατράχια υμνολογούν το Θεό! Όλη η φύση, να πούμε, υμνολογεί, δοξολογεί τον Θεό, και κατά την καθαρότητά μας ακούμε κι εμείς αυτήν τη μυστική δοξολογία, τη μυστική, την άφωνο υμνολογία που κάνουνε και οι πέτρες ακόμη. Αυτό πώς το λένε, κάτι στίχους που έχει η μεγάλη δοξολογία, δεν ξέρω πώς τα λένε, γιατί εγώ έχω χρόνια να πάω πάνω στην ακολουθία.

Μοναχοί: Πυρ, χάλαζα, χιών, πνεύμα καταιγίδος...

Γεροντας: Πυρ, χάλαζα, πυρ καταιγίδος κτλ., όλα, τότε αρχίζει η μεγάλη δοξολογία. Βλέπετε; Και τα όρη και τα βουνά και τα δέντρα και η θάλασσα και τα ψάρια, όλα υμνολογούν τον Θεό. 
Αλλά εμείς, επειδή έχουμε αμαυρώσει, δηλαδή, το νοερόν της ψυχής μας, γι' αυτό λίγο το καταλαμβάνουμε, λίγο. 
Όσο καθαρίζεσαι μέσα σου, τόσο και περισσότερο λαμβάνεις έναν φωτισμό, λαμβάνεις μιαν αίσθηση ότι κανένα κτίσμα του Θεού δεν μένει αργό, αλλά όλα δοξολογούν τον Θεό. 
Και η μύγα και το κουνούπι, και το βόδι και το ζώο, όλα δοξολογούν τον Θεό. Όταν καθαριστείς μέσα σου, θα την δεις αυτήν τη μυστική δοξολογία του Θεού. Όσο καθαρίζεσαι μέσα σου, θα το δεις και λές: Ταλαίπωρε άνθρωπε, εσύ μόνο δεν δοξολογείς τον Θεό. 
Όλα δοξολογούν τον Θεό!


-------------
Η δοξολογία του Θεού στη ζωή μας

Αρχιμ. Παύλου Ντανά, 
ιεροκήρυκος της Ι.Μ Αιτωλίας & Ακαρνανίας

Συχνά – πυκνά στην ζωή μας απελπιζόμαστε, τα χάνουμε και νομίζουμε ότι δεν κάνουμε τίποτα.

Εν τω μεταξύ και ο τρόπος με τον οποίο ζούμε είναι υποτονικός. Ξεκινάει απ’ την διατροφή -που θέλουμε να είναι “light”, “0%,,- μέχρι και τα θεάματα, τα ακούσματα, την διασκέδαση, την ενδυμασία, την φιλία, τον τρόπο συμπεριφοράς μας. Επικρατεί γενικά μία κουφότητα και ελαφρότητα.

Αλλά και στην πνευματική μας ζωή, μας καταλαμβάνει μία χαλαρότητα και ραθυμία. Δεν θέλουμε να κουραστούμε, να κακοπαθήσουμε, να κάνουμε τις λίγες μετάνοιες, να επιμείνουμε στην προσευχή, να εμβαθύνουμε στο λόγο του Θεού, να πάμε νωρίς το πρωί στην εκκλησία, να συμπάσχουμε στον πόνο του άλλου, με αποτέλεσμα να αισθανόμαστε ένα συναισθηματικό κενό. Κι όταν μας έρχονται πειρασμοί, τα χάνουμε και ολιγοπιστούμε. Μας διακατέχει μία προχειρότητα.
Ένας νέος ομολόγησε: «Δεν αισθάνομαι τίποτα. Έχω μία απέραντη θλίψη. Δεν με ικανοποιεί τίποτα. Με ενδιαφέρει μόνο ο εαυτός μου και πως θα τον τελειοποιήσω εξωτερικά».
Γιατί άραγε αισθανόμαστε έτσι;
Ο βασικότερος λόγος είναι γιατί έχουμε επηρεασθεί από:
α) Το μηδενιστικό πνεύμα, που αρνείται όλες τις παραδεδεγμένες αξίες.
β) Τον σκεπτικισμό, που θέτει σε αμφισβήτηση την αυθεντικότητα και την ισχύ των
γενικώς παραδεκτών αληθειών, και
γ) Τον ορθολογισμό, δηλαδή την θεοποίηση της λογικής.

 Πως θα αντιμετωπίσουμε την όλη νοοτροπία της εποχής μας;
1) Να μην λησμονούμε ότι ο Θεός είναι «Αγάπη». 
Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός λέει:
«Πολλά ονόματα έχει ο Θεός, αδερφοί μου. Το κύριο όνομα του Θεού μας είναι η αγάπη. Αγία Τριάς είναι, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, μία φύσις, μία δόξα, μία βασιλεία, ένας Θεός. Πρέπει πρώτον να αγαπώμεν τον Θεό, αδερφοί μου, διατί μας έδωσε τόσο μεγάλην γη και κατοικούμεν τόσες χιλιάδες άνθρωποι, χορτάρια, βρύσες, ποταμούς, θάλασσαν, ψάρια, αέρα, νύκτα και ημέραν, ουρανόν, άστρα, ήλιον, φεγγάριον. Μας έκανε ανθρώπους και όχι ζώα˙ μας έκαμεν ευσεβείς χριστιανούς και όχι αιρετικούς».
2) «Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής εξηγεί γιατί ο Θεός επιτρέπει τους πειρασμούς:
α) Στους αγωνιστές, για να αυξήσουν τον πνευματικό τους πλούτο.
β) Στους αμελείς, για να προφυλαχθούν απ’ τις πτώσεις τους.
γ) Στους κοιμωμένους, για να ξυπνήσουν.
δ) Στους μακράν του Θεού, για να πλησιάσουν τον Θεό, και
ε) Στους φίλους Του, για να έχουν παρρησία στο Θεό.
Έτσι, ο Θεός, με πικρά φάρμακα δίνει την υγεία της ψυχής στους Χριστιανούς».
Είναι αναπόφευκτοι οι πειρασμοί στην ζωή μας. Μέχρι να μας σκεπάσει η πλάκα του τάφου θα έχουμε πειρασμούς και δοκιμασίες. Μακάριος είναι εκείνος που υπομένει τους πειρασμούς. Εάν δεν είχαμε πειρασμούς, εύκολα θα ξεχνούσαμε το Θεό, θα πέφταμε στην υπερηφάνεια, θα γινόμασταν σκληροί στους άλλους.
Ο Απόστολος Παύλος λέει ότι είναι αναγκαίες οι θλίψεις στη ζωή μας, γιατί αποτελούν την καλύτερη γέφυρα που μας οδηγεί στον Παράδεισο.
3) Ο Ιερός Χρυσόστομος μας παρακινεί:
«Ας φροντίσουμε, λοιπόν, να ευχαριστούμε για όλα τον Θεό και να υπομένουμε με γενναιότητα όλα όσα δυσάρεστα μας συμβαίνουν. Όταν, λοιπόν, είμαστε φτωχοί, όταν είμαστε άρρωστοι, ας Τον ευχαριστούμε˙ όταν συκοφαντούμαστε, ας Τον ευχαριστούμε˙ όταν μας κακομεταχειρίζονται, αυτό μας πλησιάζει κοντά στο Θεό˙ τότε και τον Θεό Τον έχουμε οφειλέτη˙ εφόσον είμαστε αδικημένοι, οφείλει Εκείνος να αναλάβει την υπεράσπισή μας.
Η ανάμνηση των ευεργεσιών του Θεού θα είναι αρκετή, για να μη μας αφήσει ποτέ να πέσουμε σε πνευματική αδιαφορία και απελπισία».
4) Ο Άγιος Παίσιος έλεγε:
«Το ‘’Δόξα σοι ο Θεός’’ να μη λείπει ποτέ από τα χείλη σας. Εγώ, όταν πονάω, το ‘’Δόξα σοι ο Θεός’’ έχω για χάπι του πόνου∙ τίποτε άλλο δεν με πιάνει. Το ‘’Δόξα σοι ο Θεός’’ είναι ανώτερο και από το ‘’Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με’’».
Έλεγε ο Παπα-Τύχων: «Το “Κύριε ελέησον” έχει εκατό δραχμές, το “Δόξα σοι ο Θεός” έχει χίλιες δραχμές∙ είναι δηλαδή πολύ πιο ακριβό».
«Ο Παπα-Τύχων είχε φθάσει στον χώρο της δοξολογίας, και αντί για την ευχή είχε την δοξολογία. Συνέχεια άκουγε κανείς από το στόμα του το ‘’Δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός’’, και όλες σχεδόν οι ημέρες του χρόνου ήταν γι’ αυτόν Διακαινήσιμες, αφού ζούσε πάντα την πασχαλινή χαρά».
5) Στο περιοδικό «Τα Κρίνα» (τεύχος 348, Ιανουάριος 2016), γράφει τα εξής:
Αν σηκώθηκες σήμερα το πρωί με περισσότερη υγεία παρά αρρώστια, είσαι πιο προνομιούχος από περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανθρώπους που δεν θα επιζήσουν μέχρι την Κυριακή. Γι’ αυτό πες, «Δόξα σοι ο Θεός…» .
*  Αν δεν έχεις ζήσει ποτέ τον κίνδυνο της μάχης, τη μοναξιά της φυλάκισης, την αγωνία των βασανιστηρίων η την πείνα, είσαι σε καλύτερη μοίρα από 500 εκατομμύρια ανθρώπους στον κόσμο. Γι’ αυτό πες, «Δόξα σοι ο Θεός…» .
* Αν μπορείς και πηγαίνεις στην εκκλησία, δίχως τον φόβο της τιμωρίας, της σύλληψης, των βασανιστηρίων ή του θανάτου, είσαι πιο προνομιούχος από 3 δισεκατομμύρια ανθρώπους στη γη. Γι’ αυτό πες, «Δόξα σοι ο Θεός…» .
* Αν έχεις φαγητό, αν φοράς ρούχα, αν είσαι κάτω από μία στέγη κι έχεις ένα κρεβάτι για να κοιμηθείς, είσαι πιο πλούσιος από το 75% των κατοίκων της γης. Γι’ αυτό πες, «Δόξα σοι ο Θεός…».
* Αν έχεις χρήματα στην τράπεζα, μέσα στο πορτοφόλι σου, και μπορείς να δώσεις έστω και ψιλά σε κάποιον, είσαι ανάμεσα στο 8% των πιο πλούσιων ανθρώπων της γης. Γι’ αυτό πες, «Δόξα σοι ο Θεός…» .
* Αν οι γονείς σου ζούν και είναι ακόμα παντρεμένοι, είσαι πολύ σπάνιος. Γι’ αυτό πες, «Δόξα σοι ο Θεός…» .
* Αν μπορείς να κρατήσεις το χέρι κάποιου, να τον αγκαλιάσεις αλλά ακόμη και να τον αγγίξεις στον ώμο, είσαι ευλογημένος, επειδή μπορείς να γιατρέψεις. Γι’ αυτό πες, «Δόξα σοι ο Θεός…» .
* Αν διαβάζεις αυτές τις λέξεις, ήδη έχεις άλλη μια ευλογία επειδή 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο δεν μπορούν να διαβάσουν. Γι’ αυτό πες, «Δόξα σοι ο Θεός…» .
*  Αν σηκώνεις το κεφάλι σου με χαμόγελο και είσαι πραγματικά ευγνώμων στο Θεό, είσαι και πάλι ευλογημένος, επειδή η πλειονότητα των ανθρώπων, ενώ μπορεί άνετα να το κάνει, δεν το επιθυμεί. Γι’ αυτό πες, «Δόξα σοι ο Θεός…» .
*  Αν καθημερινά σηκώνεις το Σταυρό σου, εκείνον που με αγάπη σού έδωσε ο Θεός για να σε φέρει πιο πολύ κοντά Του, πες μεγαλόφωνα: «ΔΟΞΑ ΣΟΙ Ο ΘΕΟΣ !»
π. Παύλος Ντανάς

ΠΗΓΗ
-----------------
Το αντίδοτο της λύπης είναι η δοξολογία στον Θεό

- Όταν , Γέροντα, βλέπω μέσα μου υπολείμματα από εάν πάθος στενοχωριέμαι.
- Πες: «Δόξα σοι ο Θεός, που έφυγαν τα πολλά!». Αν ήμουν εγώ στη θέση σου ,θα έβλεπα τις ολοφάνερες μεγάλες δωρεές του Θεού και «από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός» θα έλεγα το «δόξα σοι ο Θεός».

Αν θέλης να ζης ζωή παραδεισένια από αυτήν την ζωή, δες κι εσύ τις ευεργεσίες και τις πλούσιες δωρεές που σου δίνει ο Θεός και άρχισε το «δόξα σοι ο Θεός». Να δοξάζετε τον Θεό,γιατί σας βοήθησε και προοδεύσατε έστω και λίγο, είτε επειδή εσείς κοπιάσατε, είτε επειδή σας βοήθησαν οι άλλοι. Όταν ο άνθρωπος λέη «δόξα σοι ο Θεός», βοηθάει ο Θεός ,γιατί η ευγνωμοσύνη με το ταπεινό φρόνημα και με τον φιλότιμο αγώνα τραβάει συνέχεια ουράνιες δυνάμεις και ευλογίες θεϊκές.

- Και όταν, Γέροντα, ξέρω ότι θα ξαναπέσω;
- Δεν ξέρεις από φοβία σκέφτεσαι έτσι. Μην έχετε φοβία μήπως ξανακάνετε το ίδιο σφάλμα, γιατί έτσι κλονίζεται η πίστη σας στον Θεό. Μη τα σκαλίζετε τόσο πολύ. Όταν σας λέη ο λογισμός ότι δεν πρόκειται να διορθωθήτε και διαλύεσθε από την λύπη, χρειάζεται να δώσετε ένα ψεύτικο κουράγιο στον εαυτό σας. «Δόξα σοι ο θεός, να πήτε, σήμερα είμαι καλύτερα από χθες. Δόξα σοι ο Θεός χίλιες φορές ...;».
Αν και φαίνεται ψεύτικο αυτό το κουράγιο, μέσα του όμως κρύβει μια μεγάλη δύναμη, την ελπίδα στον Θεό. Η ελπίδα στον Θεό είναι ο μοχλός που αναποδογυρίζει την απελπισία, ελευθερώνει την ψυχή από την λύπη και το άγχος και τονώνει σιγά-σιγά τις πνευματικές δυνάμεις με την θεία ζωντάνια που δίνει.
γέροντας Παϊσιος

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

«Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί ὅτι αὐτοί υἱοί Θεοῦ κληθήσονται»

Ἡ εἰρήνη, πού ἔχουν οἱ εἰρηνοποιοί τούς ὁποίους μακαρίζει ὁ Χριστός, δέν εἶναι μιά κοινωνική, κοσμική εἰρήνη, ἀλλά ἡ εἰρήνη πού εἶναι ἀποτέλεσμα καί καρπός τῆς καθάρσεως τῆς καρδιᾶς καί τῆς ἑνώσεως μέ τόν Θεό. Γιατί τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται εἰρηνοποιός, γεύεται τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ «τήν ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» (Φιλ. δ΄, 7), ἡ ὁποία φρουρεῖ τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων.
Εἰρηνοποιοί δέν εἶναι μόνον αὐτοί πού εἰρηνεύουν οἱ ἴδιοι μέ ὅλους τούς ἄλλους, ἀλλά καί αὐτοί πού καταλλάσσουν τούς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι στασιάζουν μεταξύ τους. Ὅποιος γεύθηκε μέσα του τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, αὐτός γίνεται μέ κάθε τρόπο εἰρηνοποιός.
Ἡ εἰρήνη ἑρμηνεύεται μέσα ἀπό τόν ἁγιογραφικό λόγο καταλλαγή, πού σημαίνει συμφιλίωση. Καί αὐτό εἶναι τό ἔργο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του, τήν διδασκαλία Του, κυρίως τόν Σταυρό, τόν θάνατο, τήν Ἀνάστασή Του κατήλλαξε, δηλαδή συμφιλίωσε τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό.
Δέν γίνεται λόγος στήν Ἁγία Γραφή γιά καταλλαγή τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο, γιατί ὁ Θεός δέν μισεῖ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά γιά καταλλαγή τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. 
Ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό, σκοτίσθηκε τό κατ’ εἰκόνα, τό νοερό τῆς ψυχῆς του∙ εὑρισκόμενος μέσα στό σκοτάδι λάτρευε τά εἴδωλα, διαστράφηκαν ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς του, ἀγρίεψε ὁ ἴδιος ἀπό τά πάθη. Καί ὁ Χριστός τόν ἀγάπησε, τόν προσέλαβε, τόν προσήγαγε στόν Πατέρα Του καί τόν συμφιλίωσε μαζί Του.
Ἔχοντες τίς δύο αὐτές μορφές εἰρήνης, ἤτοι τήν ἐσωτερική εἰρήνη καί τήν σχέση μας μέ τόν Θεό, γινόμαστε ἀληθινά εἰρηνοποιοί στόν οἰκογενειακό καί κοινωνικό χῶρο.
Ἡ εἰρήνη, κατ’ ἀρχάς, βιώνεται μέσα στόν ἄνθρωπο∙ εἶναι ἡ εἰρήνευση τοῦ θελήματος τῆς σαρκός μέ τό θέλημα τῆς ψυχῆς, εἶναι ἡ ὑποταγή τοῦ σώματος στήν ψυχή. 
Πολλοί Πατέρες χρησιμοποιοῦν τήν εἰκόνα τοῦ ἀλόγου ζώου μέ τόν ἀναβάτη γιά νά δείξουν τήν σχέση μεταξύ ψυχῆς καί σώματος. Τό σῶμα μέ τά πάθη, πού εἰσέρρευσαν μετά τήν προπατορική ἁμαρτία, ὁμοιάζει μέ τό ἄλογο ζῶο. Ἄλλωστε γι’ αὐτό γίνεται λόγος γιά δερμάτινους χιτῶνες πού ἐνδύθηκε ὁ ἄνθρωπος μετά τήν πτώση του, εἶναι ἡ ζωή τῶν ἀλόγων ζώων. 
Ἡ ψυχή πρέπει νά διευθύνη τό σῶμα μέ τίς δυνάμεις του καί νά ὁδηγοῦνται καί τά δύο πρός τόν Θεό. Ὅταν γίνη ἀντιστροφή μεταξύ τους, ὅταν τό σῶμα διευθύνη τήν ψυχή, τότε ὑπάρχει ἐμφύλιος πόλεμος μέσα στόν ἄνθρωπο, γιατί αὐτή ἡ κατάσταση δέν εἶναι φυσική. 
Ἡ ἀποκατάσταση τῶν σχέσεων ψυχῆς καί σώματος λέγεται εἰρήνευση.

Ἔπειτα, ἡ εἰρήνη ὡς καταλλαγή-συμφιλίωση πρέπει νά βιωθῆ ὡς εἰρήνευση μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι ἡ εἰρήνη μας (Ἐφεσ. β΄, 14). Αὐτός μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τόν θάνατο, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο καί ἐμεῖς πρέπει νά συνδεόμαστε μαζί Του γιά νά ἀποκτήσουμε τήν πραγματική εἰρήνη.
Ἔχοντες τίς δύο αὐτές μορφές εἰρήνης, ἤτοι τήν ἐσωτερική εἰρήνη καί τήν σχέση μας μέ τόν Θεό, γινόμαστε ἀληθινά εἰρηνοποιοί στόν οἰκογενειακό καί κοινωνικό χῶρο. 
Γιατί, ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν γευθῆ τί εἶναι εἰρήνη μέσα στήν ψυχή του καί μέ τόν Θεό, ἄν δέν βιώση τήν ἐσωτερική γαλήνη, δέν μπορεῖ νά τήν προσφέρη στούς ἄλλους. Καθένας δίνει στόν ἄλλον αὐτό πού ἔχει καί φυσικά μεταδίδει στούς ἄλλους αὐτό πού δέν ἔχει. Ὅταν κάνουμε κάποιο ἔργο μέ ταραχή καί ἀγωνία, τήν κατάσταση αὐτή τήν μεταδίδουμε καί στούς ἄλλους, ἐνῶ, ὅταν ἐργαζόμαστε εἰρηνικά, μέ προσευχή καί ἠρεμία, τότε αὐτό ἀντανακλοῦμε καί στούς ἄλλους.
Ὅσοι εἶναι εἰρηνοποιοί θά ὀνομασθοῦν παιδιά τοῦ Θεοῦ, γιατί ὅπως ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἔφερε τήν εἰρήνη μεταξύ ψυχῆς καί σώματος, μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί οἱ εἰρηνοποιοί μέ τήν διδασκαλία τους ἐπιστρέφουν τούς ἀνθρώπους στόν Θεό καί τούς εἰρηνεύουν. Ὁπότε, καλοῦνται παιδιά τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή κάνουν ἔργο θεϊκό, ἔργο σωτηριῶδες.
Εἶναι χαρακτηριστικό ἐδῶ ὅτι γίνεται λόγος γιά τό ὅτι οἱ εἰρηνοποιοί θά γίνουν παιδιά τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτό δέν εἶναι δεδομένο μέ τήν δημιουργία μας. Κάθε ἄνθρωπος μέ τήν γέννησή του εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μέ τήν ἀναγέννησή του γίνεται παιδί τοῦ Θεοῦ, υἱός κατά Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Στίς κοινωνίες καί στίς καρδιές μας βλέπουμε πολλές διαμάχες, πολλούς ἐμφυλίους πολέμους, πολλές ἐπαναστάσεις, ἐχθρότητες. Ὅλοι ἀγωνίζονται γιά τήν εἰρήνη, χωρίς νά ἔχουν καθαρότητα καρδιᾶς. Πρέπει νά ἀποκτήσουμε τήν εἰρήνη, νά γίνουμε εἰρηνοποιοί γιά νά εἴμαστε «υἱοί τοῦ Θεοῦ».

Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ