Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

«῾Υμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς... ῾Υμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου»
Το αλάτι και το φως του κόσμου

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
13 ῾Υμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων. 
14 ῾Υμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη· 
15 οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασι αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ᾿ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. 
16 οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς. 
13 «Εσείς είστε το αλάτι της γης. Αν όμως το αλάτι αλλοιωθεί, με τι θα ξαναγίνει αλμυρό; Σε τίποτα δεν αξίζει πια παρά μόνο, αφού πεταχτεί έξω, να καταπατιέται από τους ανθρώπους. 
14 Εσείς είστε το φως του κόσμου. Δε δύναται πόλη να κρυφτεί, όταν βρίσκεται πάνω σε όρος. 
15 Ούτε ανάβουν λύχνο και τον θέτουν κάτω από το μόδι, αλλά πάνω στο λυχνοστάτη και έτσι λάμπει σε όλους όσοι είναι μέσα στην οικία. 
16 Έτσι ας λάμψει το φως σας μπροστά στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξάσουν τον Πατέρα σας που είναι στους ουρανούς». 

 50 καλὸν τὸ ἅλας· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας ἄναλον γένηται, ἐν τίνι αὐτὸ ἀρτύσετε; ἔχετε ἐν ἑαυτοῖς ἅλας καὶ εἰρηνεύετε ἐν ἀλλήλοις (Μκ 9,50).
34 Καλὸν τὸ ἅλας· ἐὰν δὲ καὶ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἀρτυθήσεται; 35 οὔτε εἰς γῆν οὔτε εἰς κοπρίαν εὔθετόν ἐστιν· ἔξω βάλλουσιν αὐτό. ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω (Λκ 14,34-35).

ΦΩΣ ΚΑΙ ΑΛΑΤΙ
του ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Μ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ

«Υμείς εστε το άλας της γης...
υμείς εστε το φως του κόσμου»

(Ματθ. ε’ 13, 14).

1. Το φως δίνει πρώτα απ’ όλα ζωή. Είναι η αιτία της ζωής μέσα στη φύση. Το φως φωτίζει τον κόσμο, επιτρέπει να εργαζόμεθα, να βαδίζουμε, να δημιουργούμε. Χωρίς φως η ζωή σταματά ή διατηρείται σε υποτονικές καταστάσεις. Τα φυτά, πιο εκφραστικά από κάθε τι που έχει ζωή στον πλανήτη μας, μας φανερώνουν την αξία του φωτός, με το να στρέφονται συνεχώς σ’ αυτό και να το αναζητούν. 
Το ηλιοτρόπιο λ.χ. είναι ο σιωπηρός κήρυκας της ανάγκης της ζωής για φως. Μετά τη ζωή όμως το φως είναι και η αιτία της γνώσεως. Τα 99% των γνώσεών μας αποκτώνται με τα μάτια. Δεν είναι δυνατόν ούτε να φαντασθούμε απλώς τη ζωή μας σε ένα συνεχές σκοτάδι, που θα αχρήστευε το οπτικό μας όργανο. Θα μας στερούσε τις περισσότερες γνώσεις μας και θα περιόριζε έτσι την πρόοδο του πολιτισμού μας. 
Η επικοινωνία μας, έπειτα, με τους άλλους, και τον κόσμο γενικά, θα ήταν αδύνατη και η ζωή ουτοπία. Τέλος το φως δίνει ασφάλεια και σιγουριά. Ας φέρουμε στο νου μας ένα φάρο στο ταραγμένο πέλαγος και στη μαυρίλα της νύχτας. Δεν είναι περίεργο ότι για τον άνθρωπο που έχει τις προϋποθέσεις να ζει στο φως, το σκοτάδι είναι πάντα πηγή τρόμου και αβεβαιότητας. Η «νυκτερινή ζωή» είναι πάντα συνδεδεμένη με το κακό, την αμαρτία και το έγκλημα, παρ’ όλο που υπάρχει πάντα δυστυχώς δυνατότητα να γίνει το κακό και στο άπλετο φως της ημέρας. 
Ποτέ όμως δεν βαδίζει κανείς με απόλυτη σιγουριά τη νύκτα, ποτέ δεν αισθάνεται απόλυτα ασφαλής μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Ζωή, γνώση, ασφάλεια. Να πάνω απ’ όλα, τί χαρίζει το φως στον άνθρωπο!

Τί εννοούσε όμως ο Χριστός, λέγοντας στους μαθητές του πως είναι φως του κόσμου; Κατ’ αρχήν είναι σημαντικό πως δεν τους λέγει ΓΙΝΕΣΘΕ ΦΩΣ, όπως αλλού θα τους πει ΓΙΝΕΣΘΕ ΤΕΛΕΙΟΙ ή ΑΓΙΟΙ. Τους λέγει ΕΣΤΕ! Είσθε το φως του κόσμου! Γιατί αν δεν είμασθε φως, δεν είμασθε χριστιανοί. Σε άλλο σημείο ο Χριστός ταυτίζει καθαρά τον εαυτό του με το φως (Ιωάν. α’ 4. 5. 9). Λέγοντας τώρα και στους μαθητάς του πως ΕΙΝΑΙ το φως, δηλώνει ότι δεν είναι μαθητής του, χριστιανός, όποιος δεν αντανακλά το (υπερφυσικό) φως του Χριστού στον κόσμο. Διότι ο Χριστός, ως Θεός, είναι η πηγή του Ακτίστου και αιωνίου φωτός. Αυτό το φως δέχεται και μεταδίδει ο αληθινά πιστός του, ο Άγιος.

Έτσι, λοιπόν, οι χριστιανοί αναλαμβάνουν το βαρύ έργο να είναι το πνευματικό φως των συνανθρώπων τους (πρβλ. Εφεσ. ε’ 8). Να είναι δηλαδή και να φαίνονται φωτεινοί, άρα χριστιανοί, και συνάμα να φωτίζουν το σκοτάδι και στο σκοτάδι των άλλων. Δηλαδή να είναι οδηγοί των άλλων και πνευματικοί ηγέτες στην κοινωνία, αλλά συνάμα και να αποτελούν κρίση για τη σκοτεινή ζωή του κόσμου της αμαρτίας. Τούτο πραγματοποιείται, όταν οι χριστιανοί πορεύονται «ως τέκνα φωτός» και όλα τα έργα τους αντέχουν στο φως. Όχι όμως μόνο υπαρξιακά (πρέπει να) είναι φώτα οι χριστιανοί, αλλά και δυναμικά. Δεν αρκεί να δέχονται φως. Χρειάζεται και να σκορπίζουν φως. Να μεταδίδουν το φως της Αλήθειας, της θείας γνώσεως. Αν δεν ξεκαθάριζαν το σκοτάδι της πλάνης οι Άγιοι Πατέρες σε συνόδους, και αν δεν επρόβαλλαν το φως της ευαγγελικής αλήθειας, δεν θα μπορούσαν να είναι φώτα. Δεν θα μπορούσαν να οδηγούν στο δρόμο της αληθείας. Γιατί τρίτη αποστολή του χριστιανού στον κόσμο είναι αυτή. Να είναι φάρος στον κόσμο, να δείχνει τον δρόμο της σωτηρίας.

2. Εξ ίσου όμως εκφραστική είναι και η έννοια του άλατος, για να δηλώσει την αποστολή του χριστιανού στην κοινωνία. 
Το αλάτι έχει δυο βασικές ιδιότητες. Διατηρεί και έπειτα νοστιμίζει, δίνει ουσία στη γεύση. Όταν μιλούσε ο Χριστός μας, ο κόσμος δεν ήταν ουσιαστικά διαφορετικός από τον δικό μας. Σε κάθε εποχή ο άνθρωπος δεν παύει να είναι αυτός, που είναι, και η κοινωνία του το ίδιο. Με τις ίδιες αγωνίες και ανάγκες, τα ίδια προβλήματα και ανησυχίες. Η αύξηση και εξέλιξη των μέσων είναι εξωτερική. Η ψυχή μας μένει η ίδια. Και τότε, λοιπόν, υπήρχε ο ίδιος κλονισμός αξιών, η ίδια επικούρεια διάθεση, το ίδιο άγχος, η ίδια ηθική κατάπτωση, η ίδια καθίζηση της αξίας της ζωής και της ανθρώπινης προσωπικότητας. Αρκεί να υπενθυμίσουμε τη δουλεία, που σήμερα βέβαια κυκλοφορεί με άλλα ονόματα, την έκθεση των βρεφών και τις εκτρώσεις. Το έργο, λοιπόν, του χριστιανού σε ένα τέτοιο κόσμο είναι πρώτα να συντηρήσει, να συγκρατήσει από τη σήψη και την αποσύνθεση. Να προφυλάξει. Υπάρχει όμως και η θετική πλευρά. Να δίνει γεύση, να χαρίζει στη ζωή την πνευματική και ηθική της διάσταση. Όλη η ατομική και εκκλησιαστική ευσέβεια συγκεντρώνεται στη διπλή προσπάθεια να αφαιρείται κακό (άσκηση) και να προστίθεται καλό (έργα κοινωνίας και αγάπης). Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, γιατί ο Χριστός εχρησιμοποίησε τις δύο έννοιες του φωτός και του άλατος, για να χαρακτηρίσει μ’ αυτές τους μαθητές του.

3. Μέσα στη σημερινή περικοπή συμπυκνώνεται ολόκληρη η αποστολή της στρατευομένης Εκκλησίας, του σώματος των πιστών, στον κόσμο. Το πρόβλημα όμως παρουσιάζεται στην πραγμάτωση αυτής της αποστολής. 
Πώς θα μείνει ο Χριστιανός και η Εκκλησία φως και άλας του κόσμου. Το ίδιο το Ευαγγέλιο ερωτά: «Εάν το άλας μωρανθή, εν τίνι αλισθήσεται». Αν το αλάτι χάσει την αλιστική του δύναμη τί θα του την ξαναδώσει; Αν ο χριστιανικός κόσμος χάσει τη δύναμή του να συγκρατεί και να νοστιμίζει, αν δηλαδή παύσει να παίρνει τα δώρα αυτά από τη πηγή τους, τον Χριστό, τί τον χρειάζεται ο κόσμος; Θα πεταχθεί ως άχρηστος και θα πατηθεί, συμπληρώνει το Ευαγγέλιο. Μία Ιεραρχία, που συμμαχεί με τον κόσμο του πονηρού, χάνει την αλιστική της δύναμη και, πέρα από το όνομα, δεν της μένει τίποτε κοινό με του Χριστού την Εκκλησία. Είναι καιρός να διερωτηθούμε. Μήπως κάτι τέτοιο συμβαίνει με όλους μας, όταν συντασσόμεθα με τις δαιμονικές δυνάμεις του κόσμου και εργαζόμασθε όχι για τον Χριστό, αλλά για εκείνες;

Έστω και αν τούτο γίνεται χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Θα συμφωνήσουμε όμως όλοι πως δεν διακονείται ο Χριστός, όταν διακονούμε «τον άρχοντα του κόσμου τούτου». Το ίδιο ισχύει και για τη φωτιστική δύναμη της Εκκλησίας. Για να μείνει φως, πρέπει να μείνει απρόσβλητη από το σκοτάδι του κόσμου. Όσο προχωρεί η εκκοσμίκευσή της, όσο περισσότερο σκοτάδι μπαίνει στους κόλπους της, τόσο προχωρεί το νερό στα ύφαλα του σκάφους της, με όλες τις αναπόφευκτες συνέπειες. Η εκκοσμίκευση δεν μπορεί ποτέ να φέρει την επέκταση και αύξηση εν Χριστώ της Εκκλησίας. Ο κόσμος δεν κερδίζεται με την εκκοσμίκευση, αντίθετα η Εκκλησία, όταν «εκκοσμικεύεται», χάνει την ταυτότητά της. Για να διατηρήσει η Εκκλησία την ουσία της, πρέπει να μείνει φως και άλας, όπως ο Χριστός την θέλησε, και όπως Εκείνος την ίδρυσε στον κόσμο.

Αδελφοί μου!
Έτσι όμως καταλήγουμε σε μια σπουδαία διαπίστωση. Με αυτό τον τρόπο εξηγείται η μικρή ακτινοβολία της Εκκλησίας μας, στην ανθρώπινη διάστασή της, σήμερα. Δεν ακτινοβολεί εκείνη, γιατί χάσαμε το φως μας εμείς οι χριστιανοί. Δεν αλλάζει την όψη του κόσμου εκείνη, γιατί εμείς μείναμε στυφοί και ανάλατοι. 
Το έργο της Εκκλησίας βέβαια συνεχίζεται, και το αγιαστικό και το σωστικό. Ό,τι γίνεται όμως, γίνεται, γιατί η χάρη του Θεού δεν μας εγκατέλειψε (λ.χ. τα μυστήρια). Αν ο Χριστός όμως δεν φαίνεται στην κοινωνία, να διδάσκει, να φωτίζει, να θαυματουργεί, είναι γιατί εμείς διώξαμε τον Χριστό από μέσα μας. 
Και η μεν (ποιμαίνουσα) Εκκλησία όλο και γίνεται περισσότερο κοσμική στη δομή και δράση της, εμείς δε ως άτομα όλο και περισσότερο συμμαχούμε και συσχηματιζόμεθα με τον κόσμο. Να γιατί σήμερα ίσως πολύ περισσότερο έχουμε ανάγκη να μιλούμε για τους Αγίους Πατέρες, που υπήρξαν και υπάρχουν σε κάθε εποχή το Φως του κόσμου και το άλας της γης.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ"
(Απάνθισμα κηρυγμάτων από την
«ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ» των ετών 1980 και 1983)
ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Μ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»