Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Δ΄ Ὠδή Ἀκαθίστου Ὓμνου - Ὁ Εἱρμός και τα Τροπάρια
«Ὁ καθήμενος ἐν δόξῃ, ἐπὶ θρόνου θεότητος... »


Ὁ Εἱρμὸς
«Ὁ καθήμενος ἐν δόξῃ, 
ἐπὶ θρόνου θεότητος, ἐν νεφέλῃ κούφῃ, 
ἦλθεν Ἰησοῦς ὁ ὑπέρθεος, 
τῇ ἀκηράτῳ παλάμῃ καὶ διέσωσε, 
τοὺς κραυγάζοντας· 
Δόξα, Χριστέ, τῇ δυνάμει σου».

Αὐτός πού κάθεται στήν Τριαδικὴ 
δόξα τῆς θεότητος, ἦλθε μέσα σὲ ἐλαφριά νεφέλη, 
ὁ Ἰησοῦς ὁ ὑπέρθεος, 
ὁ ὁποῖος μὲ τή δύναμη τῆς ἀκήρατης παλάμης του 
ἔσωσε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία αὐτούς πού κραυγάζουν 
δόξα, Χριστέ, στήν θεία σου δύναμη.


Τροπάρια

«Ἐν φωναῖς ᾀσμάτων πίστει, 
σοὶ βοῶμεν Πανύμνητε· 
Χαῖρε πῖον ὄρος, 
καὶ τετυρωμένον ἐν Πνεύματι· 
χαῖρε λυχνία καὶ στάμνε, 
Μάννα φέρουσα, 
τὸ γλυκαῖνον τὰ τῶν εὐσεβῶν αἰσθητήρια».

Μὲ ἄσματα δυνατά πού βγαίνουν 

ἀπὸ τὴν πιστή καρδιά μας, 
σοῦ φωνάζουμε Πανύμνητε· 
χαῖρε σύ πού εἶσαι ὄρος εὔφορο, 
τὸ ὁποῖον τυρώθηκε στή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· 
χαῖρε σύ, ποὺ εἶσαι ἡ ἑπτάφωτη λυχνία 
καὶ ἡ στάμνα πού φέρει μέσα της 
τὸ Μάννα τῆς ζωῆς, που γλυκαίνει τὰ πνευματικὰ 
αἰσθητήρια τῶν εὐσεβῶν, ποὺ πιστεύουν στή δόξα σου.

*
«Ἱλαστήριον τοῦ κόσμου, 
χαῖρε, ἄχραντε Δέσποινα· 
χαῖρε κλῖμαξ γῆθεν, 
πάντας ἀνυψώσασα χάριτι· 
χαῖρε ἡ γέφυρα ὄντως ἡ μετάγουσα, 
ἐκ θανάτου πάντας πρὸς ζωὴν τοὺς ὑμνοῦντάς σε».

Χαῖρε, ἄχραντε Δέσποινα, 

ποὺ εἶσαι τὸ ἱλαστήριο τοῦ κόσμου·
 χαῖρε κλίμακα πού μὲ τή χάρη σου ἀνύψωσες 
ὅλους ἀπὸ τή γῆ στόν οὐρανό· 
χαῖρε ἡ γέφυρα πού πραγματικὰ 
μετάγεις ἀπὸ τὸ θάνατο στή ζωὴ ὅλους 
πού μὲ κατάνυξη καὶ εὐλάβεια σὲ ἀνυμνοῦν.

*
«Οὐρανῶν ὑψηλότερα, 
χαῖρε γῆς τὸ θεμέλιον, 
ἐν τῇ σῇ νηδύϊ, Ἄχραντε, 
ἀκόπως βαστάσασα· 
χαῖρε κογχύλη, πορφύραν θείαν βάψασα,
ἐξ αἱμάτων σου τῷ βασιλεῖ τῶν δυνάμεων».

Σύ πού εἶσαι ὑψηλότερη ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, 

χαῖρε Ἄχραντε, ποὺ στή γαστέρα σου βάσταξες 
χωρὶς κόπον αὐτόν πού εἶναι τὸ θεμέλιο τοῦ κόσμου. 
Χαῖρε, κογχύλη πού μὲ τὸ αἷμα σου 
ἔβαψες τή θεία πορφύρᾳ, 
ποὺ φόρεσε ὁ βασιλεὺς τῶν δυνάμεων.

*
«Νομοθέτην ἡ τεκοῦσα, 
ἀληθῶς, χαῖρε Δέσποινα, 
τὸν τάς ἀνομίας, 
πάντων δωρεὰν ἐξαλείφοντα· 
ἀκατανόητον βάθος, ὕψος ἄῤῥητον, 
ἀπειρόγαμε, δι’ ἧς ἡμεῖς ἐθεώθημεν».

Χαῖρε Δέσποινα, σύ πού ἐγέννησες ἀληθῶς 

τὸν Νομοθέτην Κύριον, 
που ἐξαλείφει χωρὶς ἀντάλλαγμα 
τίς ἀνομίες ὅλων τῶν ἀνθρώπων· 
ὑμνοῦμεν σέ, ἀπειρόγαμε, 
ποὺ εἶσαι βάθος ἀκατανόητο καὶ ὕψος ἀνέκφραστο 
καί πού ἔγινες ἡ αἰτία τῆς δικῆς μας θεώσεως.

*
«Σὲ τὴν πλέξασαν τῷ κόσμῳ, 
ἀχειρόπλοκον στέφανον, 
ἀνυμνολογοῦμεν χαῖρε σοὶ Παρθένε 
κραυγάζοντες, τὸ φυλακτήριον πάντων, 
καὶ χαράκωμα, καὶ κραταίωμα 
καὶ ἱερὸν καταφύγιον».

Ἀνυμνολογοῦμεν σὲ πού ἔπλεξες γιά τὸν κόσμο 

στεφάνι πού δέν τὸ ἔφτιαξαν χέρια ἀνθρώπινα. 
Σοῦ ἀπευθύνουμε τὸ χαῖρε, Παρθένε, 
ποὺ εἶσαι τὸ φυλακτήριο ὅλων, 
τὸ χαράκωμα καὶ τὸ κραταίωμα καὶ τὸ ἱερὸ 
καταφύγιο.


Ἀπό τό βιβλίο:
Ἑρμηνεία Ἀκαθίστου Ὕμνου
Συγχρόνη Θεολογία (20ος-21ος αἰ.)

Ο άθεος και η γριούλα

Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα χτύπησαν την πόρτα. 
Ήταν μια γριούλα και ζητούσε να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο. 
Ό Ιερέας ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. 
Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας. Ή γριούλα ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον Ιερέα σε ένα δωμάτιο. Και να, ξαφνικά ο παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με τον άρρωστο.
Ο άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την πόρτα και σκούζει.
- Φύγε από εδώ! Ποιος σε κάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Και άθεος θα πεθάνω.
Ο παπάς τα έχασε.
- Μα δεν ήλθα από μόνος μου! με κάλεσε ή γριά! Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω καμιά γριά!
Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του άρρωστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα που τον κάλεσε.

Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο. 
- Να αυτή!
- Ποια αυτή; Ξέρεις, τι λες, παπά; Αυτή είναι ή μάνα μου. Και έχει πεθάνει χρόνια τώρα! 

Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος.

Ό άρρωστος άρχισε να κλαίει. Και αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί. Και μετά, κοινώνησε. Ή μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει το δρόμο της σωτηρίας.

Πηγή: Γεροντικό
Φωτογραφία: π. Παύλος Παπαδόπουλος


Το Zωντανό Iστολόγιο