Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

Τὸ ἀγαθό, κατά Μ. Βασίλειο

ΠΟΛΛΑ ἐστιν͵ ἃ ὁ Θεὸς θέλει· τὰ μὲν ἐν μακροθυμίᾳ καὶ χρηστότητι͵ ἅπερ ἀγαθά ἐστί τε καὶ λέγεται, τὰ δὲ κατ΄ ὀργὴν διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν͵ ἅπερ κακὰ ὀνομάζεται. Ἐγὼ γάρ εἰμι͵ φησίν͵ ὁ ποιῶν εἰρήνην καὶ κτίζων κακά. Κακὰ δὲ οὐχ ὑπὲρ ὧν κολαζόμεθα͵ ἀλλὰ δι΄ ὧν παιδευόμεθα. Τὰ δὲ παιδεύοντα͵ καὶ διὰ τῆς κακώσεως εἰς ἐπιστροφὴν ἄγοντα͵ γίνεται εἰς ἀγαθόν.

Ὅσα μὲν οὖν μακροθυμῶν καὶ χρηστευόμενος θέλει ὁ Θεός͵ ταῦτα καὶ ἡμᾶς καὶ θέλειν καὶ μιμεῖσθαι ἀναγκαῖον. 
Γίνεσθε γάρ͵ φησίν͵ οἰκτίρμονες͵ καθὼς καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστίν. Καὶ ὁ Ἀπόστολος δέ͵ Γίνεσθε͵ φησί͵ μιμηταὶ τοῦ Θεοῦ͵ ὡς τέκνα ἀγαπητά καὶ περιπατεῖτε ἐν ἀγάπῃ͵ καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς. Ὅσα δὲ κατ΄ ὀργὴν διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἐπάγει͵ ταῦτα κακὰ λεγόμενα͵ ὡς εἶπον͵ τῷ λόγῳ τῆς κακώσεως͵ οὐ πάντως καὶ ἡμῖν ἔξεστι ποιεῖν. Οὐ γὰρ ἐπειδὴ θέλημα Θεοῦ ἐστι͵ λιμῷ πολλάκις͵ ἢ λοιμῷ͵ ἢ πολέμῳ͵ ἢ ἄλλῳ τινὶ τοιούτῳ διαφθαρῆναι ἀνθρώπους͵ τῷ θελήματι τούτῳ ἐξυπηρετεῖσθαι ἡμᾶς χρή. 
Πρὸς γὰρ τὰ τοιαῦτα καὶ ὑπηρέταις κακοῖς ὁ Θεὸς κέχρηται͵ κατὰ τὸ εἰρημένον͵ ὅτι Ἐξαπέστειλεν εἰς αὐτοὺς ὀργὴν θυμοῦ αὐτοῦ͵ θυμὸν καὶ ὀργὴν͵ καὶ θλίψιν͵ ἀποστολὴν δι΄ ἀγγέλων πονηρῶν. Οὐκοῦν πρῶτον μὲν ζητεῖν δεῖ͵ τί τὸ ἀγαθὸν θέλημα τοῦ Θεοῦ· εἶτα͵ ὅταν γνωρίσωμεν τὸ ἀγαθόν͵ ἐξετάζειν͵ εἰ τὸ ἀγαθὸν τοῦτο καὶ εὐάρεστον τῷ Θεῷ ἐστιν. Ἔστι γάρ τι ὃ τῷ μὲν ἰδίῳ λόγῳ καὶ θέλημα Θεοῦ ἐστι καὶ ἀγαθόν ἐστιν· ὅταν δὲ ἢ παρὰ πρόσωπον ἢ παρὰ καιρὸν γένηται͵ οὐκέτι καὶ εὐάρεστον Θεῷ ἐστιν. Οἷον͵ θέλημα Θεοῦ ἦν καὶ ἀγαθὸν ἦν τὸ θυμιᾷν Θεῷ͵ ἀλλ΄ οὐκ ἦν εὐάρεστον Θεῷ τοὺς περὶ Δαθὰν καὶ Ἀβειρὼν* τοῦτο ποιεῖν. Καὶ πάλιν͵ θέλημα Θεοῦ ἐστι͵ καὶ ἀγαθόν ἐστι τὸ ἐλεημοσύνην ποιεῖν· ἀλλὰ τὸ ἕνεκεν τοῦ δοξασθῆναι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ποιεῖν͵ οὐκέτι καὶ εὐάρεστον Θεῷ ἐστι.
Καὶ πάλιν͵ θέλημα Θεοῦ ἦν καὶ ἀγαθὸν ἦν τὸ τοὺς μαθητάς͵ ὃ πρὸς τὸ οὖς ἤκουσαν͵ κηρύξαι ἐπὶ τῶν δωμάτων· ἀλλὰ τὸ πρὸ καιροῦ τι εἰπεῖν οὐκέτι καὶ εὐάρεστον ἦν τῷ Θεῷ· Μηδενὶ γὰρ εἴπητε͵ φησί͵ τὸ ὅραμα τοῦτο͵ ἕως οὗ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ. Καὶ καθόλου πᾶν θέλημα Θεοῦ ἀγαθὸν τότε καὶ εὐάρεστόν ἐστιν͵ ὅταν πληρωθῇ ἐπ΄ αὐτῷ τὸ ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου εἰρημένον· Πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε· καί͵ Πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω. Πάλιν δέ͵ ὅταν καὶ θέλημα Θεοῦ ᾖ τι, καὶ ἀγαθὸν ᾖ͵ καὶ εὐάρεστον ᾖ͵ οὐδ΄ οὕτως ἀμεριμνεῖν χρή͵ ἀλλ΄ ἀγωνιᾷν καὶ φροντίζειν͵ ὅπως τέλειον καὶ ἀνελλιπὲς τοῦτο ᾖ· ἐν μέτρῳ ποτὲ μὲν τοῦ γινομένου͵ εἰ κατὰ τὸ προστεταγμένον γίνεται͵ ποτὲ δὲ τῆς τοῦ ποιοῦντος δυνάμεως. Ἀγαπήσεις γάρ͵ φησί͵ Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν· καθὼς καὶ ὁ Κύριος ἐν τῷ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίῳ ἐδίδαξε. Καὶ πᾶσαν δὲ ἐντολήν͵ καθὼς γέγραπται· Μακάριος γὰρ͵ φησίν͵ ὁ δοῦλος͵ ὃν ἐλθὼν ὁ κύριος αὐτοῦ͵ εὑρήσει ποιοῦντα οὕτως.

* Αμφισβητήσαντες την θεοκλησία του Μωυσή

Πλάτωνας

Ο Πλάτωνας δίδαξε πως το Αγαθό είναι ο ύστατος στόχος της Γνώσης και η επιδίωξη της αληθινής σοφίας γίνεται με τη χαλάρωση των δεσμών που συνέχουν την ψυχή με το σώμα.
Επίσης, ότι το Ένα βρίσκεται πίσω από τα πολλά και πως ό,τι υπάρχει στον κόσμο είναι άτεχνα και πρόσκαιρα αντίγραφα των Ιδεών που απορρέουν από το Ένα. 

Και ο τρόπος να προσεγγίσει ο άνθρωπος το Ένα, δηλαδή να ανεβεί από τα πολλά στο Ένα, είναι να οράται τις Ιδέες, δηλαδή το Δίκαιο, το Καλό, το Ωραίο.

Η ύψιστη Ιδέα του Αγαθού είναι ένα με τη Θεία Αρχή.

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

Ο διάλογος του Βέλιου με τον Μητροπολίτη Νέας Ιωνίας

Ο διάλογος που είχαν ο Αλέξανδρος Βέλιος και ο Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας Γαβριήλ, όπως τον επιμελήθηκε ο ίδιος ο δημοσιογράφος και χωρίς καμία προσθήκη, έχει ως εξής:

4 Αυγούστου 2016 - Γραφεία Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας
Αλέξανδρος Βέλιος: Είπα να μη χάσω το παράθυρο ευκαιρίας, τη συνάντηση αυτή, γιατί δεν ξέρω και πώς θα εξελιχθώ. Ξύπνησα σήμερα για πρώτη φορά με έναν σφάχτη.
Μητροπολίτης Γαβριήλ: Αντέχετε;
Α.Β.: Έχω πάρει ένα αυτοκόλλητο μορφίνης, έχω πάρει και ένα παυσίπονο...
Μ.Γ.: Ο καρκίνος πού είναι;
Α.Β.: Στο συκώτι.
Μ.Γ.: Η Εκκλησία σε προετοιμάζει για τον θάνατο και εκεί φαίνεται -όταν έρθει η ώρα του θανάτου- πόσο καλά ή κακά προετοιμασμένος είσαι...
Α.Β.: Το έχει πει αυτό κι εκείνος ο γλυκύτατος Ευγένιος Βούλγαρης.
Μ.Γ.: Βέβαια! Γι' αυτό μέσα στην Εκκλησία προσευχόμαστε να μας λυτρώσει ο Θεός από αιφνίδιο θάνατο. Έρχεται ξαφνικά, οπότε θα σε πιάσει απροετοίμαστο. Αν όμως είσαι σε μια φάση που μπορείς να προετοιμαστείς και να ξέρεις ότι η ζωή σου τελειώνει, είναι λίγο πιο εύκολο να το διαχειριστείς.
Α.Β.: Υπάρχει η ευχή να είναι ο θάνατος γαλήνιος, ανεπαίσχυντος (τη βρίσκω υπέροχη λέξη) και ειρηνικός. Είναι πολύ ωραία ευχή.
Μ.Γ.: Ναι, και να παρακαλάμε τον Θεό να μας τον δώσει. Το πώς θα φύγουμε δεν το ξέρει κανένας.
Α.Β.: Πόσο ανοιχτή είναι η Εκκλησία απέναντι στο θέμα της ευθανασίας;
Μ.Γ.: Δεν είναι ανοιχτή και δεν μπορεί να είναι. Η Εκκλησία κηρύττει ότι η ζωή είναι δώρο του Θεού. Εκείνος μας φέρνει στη ζωή και Εκείνος αποφασίζει πότε θα μας καλέσει, όχι εμείς. Δεν έχουμε το δικαίωμα να λειτουργούμε εγωιστικά, ακόμα κι αν πρόκειται για τη ζωή μας. 
Όμως η Εκκλησία κάνει πολλά άλλα πράγματα. Για παράδειγμα, στο νοσοκομείο ο ιερέας μπορεί να βοηθήσει πολύ. Όχι για να θεραπεύσει τον ασθενή, αλλά για να είναι κοντά του. Θα του πει: «Άκουσε, αδελφέ μου, εδώ μαζί θα το πολεμήσουμε, θα κάνουμε την προσευχή μας, κάθε μέρα θα έρχομαι να σε βλέπω, οτιδήποτε θέλεις μπορείς να αισθανθείς ότι είμαι δίπλα σου». Αυτό που θα πω εγώ σε έναν άνθρωπο είναι: «Κοίταξε όσο μπορείς και συμφιλιώσου με τον θάνατο». Εφόσον έχεις μπει σε μια τέτοια φάση και ξέρεις ότι θα φύγεις αύριο από τη ζωή αυτή, να συμφιλιωθείς με τον θάνατο και να πιστέψεις σε κάτι που είναι το σημαντικότερο απ' όλα. Στην Ανάσταση. Στο ότι ο άνθρωπος δεν σταματάει με το που κλείσει τα μάτια του, αλλά συνεχίζει πάντοτε. Αυτό όμως ή το πιστεύεις ή δεν το πιστεύεις.
Α.Β.: Εμένα η δική μου ψυχοθεραπεία ήταν αυτό το επίμαχο βιβλιαράκι «Εγώ κι ο θάνατός μου: Το δικαίωμα στην ευθανασία». Μόλις το τελείωσα, ήταν σαν να είχα απαλλαγεί από τον φόβο του θανάτου. Τώρα, βέβαια, παλεύω με την ασύλληπτη ιδέα της ανυπαρξίας. Δεν διαθέτω θρησκευτική πίστη, δυστυχώς. Νιώθω ότι όλα όσα είμαι προώρισται να χαθούν σε μια μαύρη τρύπα για πάντα. Αλλά και με αυτό συμφιλιώνομαι. Στο κάτω κάτω, όλοι οι άνθρωποι έρχονται, περνάνε, ξεθωριάζει η μνήμη τους σιγά σιγά.
Μ.Γ.: Η καλύτερη συμφιλίωση είναι να πιστέψεις ότι η ζωή δεν τελειώνει εδώ. Αλλά αυτό το θέμα είναι επιλογής, δεν μπορώ να το επιβάλω στον άλλον.
Α.Β.: Αυτό, ασφαλώς, είναι η ισχυρότερη ευλογία.
Μ.Γ.: Εγώ μπορώ να το πω, γιατί το πιστεύω. Το πιστεύω απόλυτα. Η ζωή μας αυτή είναι ένα πέρασμα προς την αιωνιότητα και αυτό με αναπαύει μέσα μου προσωπικά, αλλά, πάνω από όλα, το πιστεύω. Δεν είναι κάτι το οποίο θα το βγάλω μόνο από το Ευαγγέλιο και θα σας το προτείνω δογματικά. Ο λόγος για τον οποίο έγινα κληρικός είναι ακριβώς επειδή θεωρώ ότι η ζωή δεν τελειώνει, δεν σταματάει από τη στιγμή που θα κλείσω τα μάτια μου, έχει μια συνεχή πορεία, μια συνέχεια.
Α.Β.: Δηλαδή, χωρίς Θεό δεν θα είχε μέλλον η ζωή;
Μ.Γ.: Δεν θα είχε. Δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς την ύπαρξη του Θεού στη ζωή μου. Και να σου πω κάτι; Εάν μου πεις «ποια είναι η απόδειξή σου, τι είναι αυτό το οποίο σε κάνει να πιστεύεις στον Θεό», θα σου απαντήσω ότι τον Θεό, πάνω από όλα, τον αισθάνεσαι.
Α.Β.: Ναι, με τη λογική δεν μπορείς να τον προσεγγίσεις. Είχατε κλίση από παιδί, από νέος;
Μ.Γ.: Από μικρός.
Α.Β.: Και στην ιεροσύνη επίσης;
Μ.Γ.: Απλά θα σας πω ότι δεν χρειάστηκε ποτέ να προβληματιστώ αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός.
Α.Β.: Εγώ προβληματίστηκα στην εφηβεία. Μετά... προσηλυτίστηκα στον Διαφωτισμό. Θα μου πεις: «Είσαι τόσο απόλυτος; Δεν υπάρχει πιθανότητα να υπάρχει Θεός κι ας μην τον πιστεύεις;» Πράγματι, μπορεί ποτέ να αποκλείσει κανείς κάτι το οποίο είναι πέραν της λογικής; Μπορώ να πω χίλια τα εκατό ότι αύριο πεθαίνω και τέρμα; Τι να πω; Οπως έλεγε και ο Φρανσουά Μιτεράν, «είμαι περίεργος να μάθω» (γέλια). Είναι θεός, είναι μια μορφή ενέργειας; Δεν ξέρω.
Μ.Γ.: Εγώ, πάντως, θα σας πω το εξής. Όταν είσαι κοντά στον θάνατο, δεν περιμένεις τον θάνατο πλέον. Το θαύμα είναι να συμφιλιωθείς μαζί του. Να αισθανθείς ότι ο Θεός λειτουργεί σαν ένα χάδι στην αγωνία του θανάτου. Δεν έχεις ανάγκη πλέον να πεις: «Θα γίνω καλά». Λες: «Δεν θέλω να γίνω καλά». Θέλω απλά να φύγω έχοντας μέσα μου τη χαρά ότι ο Θεός με περιμένει. 
Μέσα σου πρέπει να βάλεις το εξής: «Θεέ μου, επειδή δεν ξέρω αν υπάρχεις ή δεν υπάρχεις, τουλάχιστον βοήθησέ με να συμφιλιωθώ με τον θάνατο και, αν θέλεις -εσύ θα το κρίνεις-, δέξου με κοντά σου». Αυτό πιστεύω ότι θα σε βοηθήσει πολύ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Α.Β.: Αυτό παραπέμπει στο υστερόβουλο στοίχημα του Πασκάλ. Ελεγε: «Εντάξει, μπορεί να μην υπάρχει Θεός. Αν όμως υπάρχει;» Από την άλλη, βέβαια, επειδή εγώ έχω δει ότι νόμος της κοινωνίας είναι η κυριαρχία του κακού, το άδικο, η καταπίεση, ότι αυτός που κερδίζει είναι ο πιο αρπακτικός και αδίστακτος, από την άποψη της ηθικής δεν μπορούσα να συμφιλιωθώ με αυτή τη νομοτέλεια. 
Έτεινα να σκέφτομαι ότι η μόνη δικαιολογία του Θεού είναι ότι δεν υπάρχει. Αλλιώς, γιατί αφήνει το άδικο να κυριαρχεί με άλλοθι την αυτεξουσιότητα των ανθρώπων; Από την άλλη, η Εκκλησία τού αφαιρεί το αυτεξούσιο στον θάνατο. Του επιτρέπει στη ζωή του να αδικεί και να κάνει λάθος επιλογές, να είναι αυτοκαταστροφικός, αλλά στον θάνατό του δεν είναι αυτεξούσιος. Ο θάνατος δεν του ανήκει.
Μ.Γ.: Αυτός που θέλει θα το κάνει. Αν θες αυτή τη στιγμή να αφαιρέσεις τη ζωή σου, θα την πάρεις. Να είμαστε απολύτως ειλικρινείς. Δεν περιμένεις από μένα να σου πω «κάν' το» ή «μην το κάνεις». Γιατί το απαγορεύει η Εκκλησία; 
Γιατί, όπως ξέρετε, στην εκκλησιαστική ιστορία πάντοτε καταδίκασε τα άκρα. Ήταν ακραίο να πεις: «Θα πεθάνω νωρίτερα, για να πάω γρηγορότερα στον Θεό». Η Εκκλησία πάντοτε προσπαθούσε να βοηθήσει τους ανθρώπους να μην κάνουν τραγικά λάθη σε αυτά ακριβώς τα πράγματα. Για να μπορέσει όμως να λειτουργήσει το αυτεξούσιο, υπάρχει μια βασική προϋπόθεση. Η αγάπη. Εάν δεν βάλεις τη διάσταση της αγάπης μέσα στο αυτεξούσιο, δεν λειτουργεί. 
Γιατί, όντως, είναι άδικη η κοινωνία, το κακό αυτή τη στιγμή υπερισχύει, αλλά, από την άλλη, εκεί που βλέπεις ότι υπάρχει μια πολύ μεγάλη εστία κακού υπάρχει και μια πολύ μεγάλη εστία καλού. 
Και λες: «Πώς αυτό το πράγμα εξακολουθεί να υπάρχει;» Αυτή είναι η ομορφιά της ζωής. Καθημερινά βλέπεις πολλά άσχημα πράγματα, που σε οδηγούν στην απόγνωση, σε κάνουν να πεις: «Δεν βαριέσαι, δεν ασχολούμαι με τίποτα, εφόσον τα πράγματα είναι έτσι». Όμως στη ζωή δεν είναι όλα ρόδινα. Αυτός είναι ο αγώνας.
Ο Χριστός στην επί γης παρουσία του μας τα είπε όλα. Παίρνει έναν αιρετικό της εποχής, τον χειρότερο, και τον κάνει δικό του. Παίρνει τη γυναίκα η οποία έχει μοιχεύσει, τη μοιχαλίδα, και εκεί που είναι όλοι έτοιμοι να τη σκοτώσουν, τους λέει: «Ελάτε εδώ, όποιος είναι αναμάρτητος ας χτυπήσει πρώτος». Ε, δεν μπορεί αυτά τα πράγματα να μη σε συγκινούν.
Α.Β.: Ναι, πράγματι, το μήνυμα του Χριστού είναι σπαρακτικό και διαπεραστικό.
Μ.Γ.: Δεν παίρνει μαζί του τον δυνατό, τον ισχυρό, τον αποδεκτό της κοινωνίας...
Α.Β.: Παίρνει τον ταπεινό, τον αδύναμο, τον αμαρτωλό, τον εκπεσόντα. Είναι πάρα πολύ συγκινητικός ο Ιησούς.
Μ.Γ.: Άρα, λοιπόν, μέσα σας, όταν θα έρθει η ώρα που θα είναι κοντά ο θάνατος, αυτό να σκεφτείτε. Ότι ο Θεός μπορεί να αποδεχθεί και αυτόν που είναι ο τελευταίος και ο κοινωνικά αμαρτωλός. Τίποτα άλλο μη σκεφτείτε.
Α.Β.: Προφανώς είναι άλλη η ιεράρχηση εκείνη την ύστατη στιγμή. Μπορώ να σου πω ότι προσωπικά προστρέχω τακτικά στην Καινή Διαθήκη, διαβάζω τις ιστορίες του Ιησού με μεγάλη προσήλωση και πνευματικά με αγγίζουν. Είμαι φανατικός αναγνώστης και του «Εκκλησιαστή». Για μένα η καλύτερη προσέγγιση του Χριστού είναι από τον Όσκαρ Ουάιλντ, που έβλεπε στον Ιησού έναν άνθρωπο που του έδωσε παρηγοριά και τον συμφιλίωσε με την πτώση του. Δεν ξέρω αν θα γίνει ποτέ η Δευτέρα Παρουσία, αλλά εγώ θεωρώ τον εαυτό μου ως έναν θρησκευόμενο άθεο, πιο κοντά στον Ιησού από πολλούς δήθεν ένθερμους πιστούς.
Μ.Γ.: Ο Θεός μόνο γνωρίζει.
Α.Β.: Τελικά, το καλύτερο αντίδοτο στον θάνατο είναι να έχει κανείς την αίσθηση ότι ολοκληρώθηκε δημιουργικά στη ζωή στον βαθμό που μπορούσε και προσπάθησε...
Μ.Γ.: ...και ότι αγάπησε, έδωσε. Αν δεν πήρε, δεν έχει σημασία.
Α.Β.: Σωστά.

Μ.Γ.: Στις ιστορίες των Αγίων και των ανθρώπων οι οποίοι είχαν μια οσιακή πορεία, ακόμα και όταν έφτανε η ώρα του θανάτου, έλεγαν: «Θεέ μου, ακόμα δεν έχω κάνει τίποτα, δεν έχω προσφέρει τίποτα, δώσε μου λίγο χρόνο ακόμα να μετανοήσω». Δηλαδή, αισθανόντουσαν ότι ακόμα και την τελευταία στιγμή μπροστά στον Θεό, ενώ είχαν δώσει τα πάντα, δεν είχαν δώσει τίποτα. Έφευγαν από τον κόσμο αυτό όμως με χαμόγελο.
Α.Β.: Πάντως, πολλοί κατ' επίφαση χριστιανοί, όσο πλησιάζει ο θάνατος, δεν θέλουν να απαλλαγούν από τα πλούτη τους, από την εξουσία, δεν θέλουν να απαλλαγούν από τα υλικά αγαθά.
Μ.Γ.: Ναι, γιατί νομίζουν ότι θα ζήσουν αιώνια.
Α.Β.: Έχουμε μια κοινωνία όπου η μεγάλη μάζα δεν σκέφτεται, δεν μπορεί να κρίνει. Είναι παρατημένη και έχει ανάγκη από μια πνευματικότητα για να καρποφορήσει. Αυτή την πνευματικότητα δεν μπορεί να τη δώσει ο συνθλιμμένος ή ξεπουλημένος διανοούμενος.
Μ.Γ.: Μα γι' αυτό και ο διανοούμενος δεν μιλάει, δεν έχει να πει κάτι.
Α.Β.: Την πνευματικότητα αυτή θα μπορούσε να τη δώσει η Εκκλησία ή, μάλλον, κάποιας στόφας άνθρωποι της Εκκλησίας.
Μ.Γ.: Πιστεύω ότι όχι μόνο η νέα γενιά, αλλά αρκετοί κληρικοί οι οποίοι έχουν πλέον επίγνωση του ρόλου τους ωφελούν πολύ το ποίμνιό τους. Αρκεί να ξέρεις τον ρόλο σου και να μη θέλεις να μπεις μέσα στο κουστούμι κάποιου άλλου. Δηλαδή, να θεωρούμε ότι είμαστε πολιτικοί, ψυχίατροι ή ψυχολόγοι.
Α.Β.: Σωστό είναι αυτό.
Μ.Γ.: Τώρα που τα λέμε και γνωριζόμαστε, θέλω να μου επιτρέψετε να σας πω το εξής: εγώ θέλω να προσεύχομαι για εσάς.
Α.Β.: Το δέχομαι με ευγνωμοσύνη.

Μ.Γ.: Και να προσεύχομαι προς αυτή την κατεύθυνση, να σας δώσει ο Θεός τη δύναμη, όταν έρθει εκείνη η στιγμή, να γίνει όπως πρέπει. Να φύγετε από τον κόσμο αυτόν συμφιλιωμένος όχι μόνο με τον εαυτό σας αλλά και με τον Θεό. Εγώ αυτό θέλω να μου επιτρέψετε να το κάνω.
Α.Β.: Να προσευχηθείτε να το πετύχω.

Μ.Γ.: Όποτε θέλετε, ειλικρινά σας το λέω, αυτό τον καιρό να έρθετε μια φορά και στην εκκλησία, να εξομολογηθείτε και να κοινωνήσετε, με πολλή χαρά.
Α.Β.: Στο νοσοκομείο θα ερχόσασταν; 
Μ.Γ.: Εννοείται! Είναι πολύ καλό να κοινωνήσετε. 
Α.Β.: Δεν ξέρω... Θα χαρώ, πάντως, να έχω μια τελευταία κουβέντα μαζί σας στο κρεβάτι του τέλους. 
Μ.Γ.: Θα μου πείτε, όταν το πάρετε απόφαση, να έρθω. Θα σας βοηθήσει πάρα πολύ. 
Α.Β.: Ασφαλώς, έχουμε ραντεβού. 
Μ.Γ.: Εννοείται.

«Ορθόδοξη Αλήθεια»

... Την Τετάρτη 31 Αυγούστου η υγεία του Αλέξανδρου Βέλιου έχει επιβαρυνθεί και μπήκε στο νοσοκομείο. 
Συναντηθήκαμε το πρωί της Παρασκευής 2 Σεπτεμβρίου στο δωμάτιο της νοσηλείας, όπου παρέα μας ήταν άλλοι πέντε φίλοι του, που τον αγαπούσαν πραγματικά, δημοσιογράφοι και συνεργάτες. ... Πριν φύγω, μου είπε χαμηλόφωνα: 
«Πάρε τηλέφωνο τον Γαβριήλ. Πες του, αν μπορεί, να έρθει αύριο να με δει».
Το επόμενο πρωί «συμπτωματικά» η Εκκλησία γιόρταζε την ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Νεκταρίου, που κι εκείνος «έφυγε» χτυπημένος από καρκίνο. 
Αμέσως μετά τη θεία λειτουργία ο Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας πέρασε την πύλη του νοσοκομείου, κατευθυνόμενος στο δωμάτιο 308, προκειμένου να συναντήσει τον Αλέξανδρο Βέλιο. Μια μέρα πριν από τον θάνατό του, σε κλίμα έντονα φορτισμένο, συζήτησαν για τελευταία φορά. 
Τι ακριβώς είπαν και τι συνέβη κατά τη διάρκεια εκείνων των λίγων λεπτών της μεγάλης συγκίνησης το γνωρίζουν μόνο οι ίδιοι. Ήταν μια στιγμή αυστηρά προσωπική και τέτοια θα μείνει για πάντα. Μπορώ μόνο να μεταφέρω όσα μου είπε ο Αλέξανδρος αμέσως μετά: 
«Σ' ευχαριστώ που το κανόνισες. Ήταν πολύ καλή η χημεία μας. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με γαλήνεψε... Κρίμα που δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω νωρίτερα...»
Δημήτρης Ριζούλης
Διαβάστε την συνέχεια, εδώ

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

Ἡ παραβολὴ τῶν μυρίων ταλάντων
Συγχώρησε για να συγχωρηθείς

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ 4ΗΣ ΣΕΠΤΕΒΡΙΟΥ 2016

Ἡ παραβολὴ τῶν μυρίων ταλάντων 

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΗ´ 23-35


Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ ὃς ἠθέλησεν συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. Αρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων.
Μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. Πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοί, καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. 
Σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτόν, καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. Εξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγεν λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. Πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοί, καὶ ἀποδώσω σοι·

Ο δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. Ιδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. Τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με· οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγὼ σὲ ἠλέησα; καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.

Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα

Το καθήκον να συγχωρούμεν αυτούς που μας έφταιξαν είναι απεριόριστον. Δι' αυτό και η βασιλεία των ουρανών έχει παρομοιωθή με ένα βασιλέα, που ηθέλησε να λογαριασθή με τους δούλους του, στους οποίους είχεν εμπιστευθή την διαχείρισιν των οικονομικών του.

Εκεί δε που ήρχισε να εξετάζη τους λογαριασμούς, του έφεραν βιαίως έναν, που του χρεωστούσε το τεράστιον πόσον των δέκα χιλιάδων ταλάντων. 
Επειδή δε δεν είχε να επιστρέψη όσα χρεωστούσε, διέταξε ο κύριός του να πωληθή ως δούλος αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα όσα είχε, δια να εξοφληθή έτσι έστω και μέρος από το χρέος. Έπεσε τότε κατά γης ο δούλος εκείνος, τον επροσκυνούσε και έλεγε· “Κυριε, δείξε επιείκειαν και μακροθυμίαν εις εμέ και όλα όσα σου χρεωστώ, θα σου τα πληρώσω”.

Εφάνη δε σπλαγχνικός ο Κυριος του δούλου εκείνου, τον αφήκεν ελεύθερον και του εχάρισεν όλον το χρέος. Αλλ' εκείνος ο δούλος όταν εβγήκεν έξω, ευρήκε ένα από τους συνδούλους του, ο όποιος του χρεωστούσε το μηδαμινόν ποσόν των εκατό δηναρίων. Αμέσως τον επιασε και τον επίεζε κατά τον πλέον σκληρόν τρόπον λέγων· Πλήρωσέ μου ο,τι μου χρεωστάς. Έπεσε τότε ο σύνδουλος εκείνος εις τα πόδια αυτού και τον παρακαλούσε λέγων· Δείξε σε μένα επιείκειαν και μακριθυμίαν και θα σου επιστρέψω τα οφειλόμενα. 
Αυτός δε δεν ήθελε να ακούση τίποτε, αλλά επήγε και τον κατήγγειλε εις τας αρχάς και τον έβαλε εις την φυλακήν, έως ότου πληρώση το χρέος του.

Οι άλλοι σύνδουλοί του, όταν είδαν αυτά που έγιναν, ελυπήθηκαν πάρα πολύ και ελθόντες στον κύριόν των του διηγήθηκαν με ακρίβειαν όλα τα γεγονότα. Τότε εκάλεσε αυτόν ο κύριός του και του είπε· Δούλε πονηρέ, όλο το τεράστιον εκείνο χρέος σου το εχάρισα, διότι με παρεκάλεσες. Δεν έπρεπε και συ να λυπηθής και να ελεήσης τον σύνδουλό σου, όπως εγώ ο Κυριος σου σε ελυπήθηκα και σε ελέησα; Και οργισθείς ο κύριός του τον έβαλε εις την φυλακήν και τον παρέδωκε στους βασανιστάς, δια να τον βασανίζουν, μέχρις ότου εξοφλήση όλον το χρέος του. 
Έτσι και ο Πατήρ μου ο επουράνιος θα κάμη εις σας εάν δεν συγχωρήτε ο καθένας στον αδελφόν του, με όλην σας την καρδιά, τα πταίσματα, που έχει κάμει απέναντί σας”.


Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ

1. Τὸ ὑπέρογκο χρέος
Μία ἀπὸ τὶς ἀρετὲς ποὺ δίδαξε ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι ἡ συγχωρητικότητα. Στὴν Κυριακὴ προσευχή, τὸ γνωστὸ «Πάτερ ἡμῶν», ἀναφέρεται σαφῶς ὅτι ἀναγκαία προϋπόθεση γιὰ νὰ λάβουμε τὴν ἄφεση ἀπὸ τὸν Θεό, εἶναι τὸ νὰ συγχωροῦμε τοὺς συνανθρώπους μας. Εἶναι ὅμως δυνατὸν νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους γιὰ ὅ,τι μᾶς ἔχουν κάνει; Ἂν αὐτὸ ποὺ ἔπραξαν εἶναι βαρὺ ἢ ἐπαναλαμβάνεται συνέχεια; Μέχρι πότε θὰ τοὺς συγχωροῦμε; Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἔθεσε ὁ Πέτρος στὸν Κύριο, κι Ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρίθηκε μὲ τὴν ἑξῆς Παραβολή, ἡ ὁποία ἀναγινώσκεται κατὰ τὴ σημερινὴ Κυριακή:
Ζοῦσε κάποτε ἕνας ἔνδοξος βασιλιάς. Ἀμύθητη ἦταν ἡ περιουσία του καὶ τὴ διαχείρισή της τὴν εἶχε ἀναθέσει σὲ ἔμπιστους αὐλικούς.

Κάποτε κάλεσε αὐτοὺς τοὺς ἐντεταλμένους ὑπηρέτες γιὰ νὰ τοῦ ἀποδώσουν λογαριασμὸ. Ἦλθε λοιπὸν ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ ὁποῖος εἶχε καταχραστεῖ τὴ βασιλικὴ περιουσία κι ἦταν «ὀ­­φειλέτης μυρίων ταλάντων» χρυσοῦ· χρωστοῦσε δηλαδὴ στὸ βασιλιὰ ἕνα ὑπέρογκο ποσό: 10.000 τάλαντα, ποὺ σημαίνει δισ­εκατομμύρια εὐρώ!


Ἡ εὐθύνη του ἦταν τεράστια. Τί λογαριασμὸ νὰ δώσει στὸ βασιλιά; Γι’ αὐτὸ κι ἐ­­­­κεῖνος διέταξε νὰ πουληθεῖ ὁ ὀφειλέτης καὶ ἡ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του κι ὅλα ὅσα εἶχε, γιὰ νὰ εἰσπράξει τὸ χρῆμα του.
Τότε ἔπεσε καταγῆς ὁ δοῦλος καὶ προ­σ­κυ­νοῦσε τὸν ἀφέντη του λέγοντας: 

─Κύριε, «μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοί»· δῶσ’ μου λί­­γο χρόνο ἀκόμη, κι ὅλα ὅσα χρωστῶ θὰ σοῦ τὰ πληρώσω.
Τὸν λυπήθηκε ὁ κύριός του. Ἡ γεμάτη ἀ­­γάπη καρδιά του δὲν ἄντεξε νὰ τὸν τιμωρήσει. Ἔτσι τὸν ἄφησε ἐλεύθερο, καὶ μάλιστα τοῦ χάρισε ὅλη τὴν ὀφειλή!

Τεράστιο τὸ χρέος τοῦ δούλου. Ἀπύθμε­νη ἡ ἀγάπη τοῦ βασιλιᾶ. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν καθέναν ἀπὸ ἐμᾶς. Ἁ­­­μαρτάνουμε καθημερινά· ­ἀπορρίπτουμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ· σπαταλοῦμε τὰ χαρίσμα­τα ποὺ μᾶς ἔδωσε. Ἔτσι γινόμαστε κι ἐ­­­­μεῖς «ὀφειλέται μυρίων ταλάντων». 

Ἂν σκεφθοῦμε πόσες ἁμαρτίες διαπράξαμε μὲ τὰ λόγια, τὰ ἔργα ἢ τὶς σκέψεις μας σὲ μιὰ μόνο ἡμέρα· ἂν ἐξετάσουμε τὰ ἰδιοτελὴ κίνητρα ἢ τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες, τὰ ἑκούσια ἢ τὰ ἀκούσια παραπτώματά μας· ἂν ἀκόμη ὑπολογίσουμε καὶ πόσες ἐλλείψεις παρουσιάζουμε· τότε τὸ χρέος μας ἀπέναντι στὸ Θεὸ γιὰ μιὰ μόνο ἡμέρα εἶναι τεράστιο καὶ ἀσήκωτο. Πόσο μᾶλλον ἂν προσθέσουμε τὰ ἁμαρτήματα ὅλων τῶν ἡμερῶν, ὅλων τῶν ἐτῶν τῆς ζωῆς μας! Κι ὅμως! Ἀκόμη καὶ τὸ πιὸ ὑπέρογκο χρέος ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὸ διαγράφει. Μᾶς συγχωρεῖ! Ἀρκεῖ νὰ καταφύγουμε στὴ μακροθυμία Του. Νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεός Του.
Μόνο ὅμως αὐτό; Ὄχι. Χρειάζεται καὶ κά­τι ἀκόμα τὸ ὁποῖο δὲν ἔκανε ὁ δοῦλος τῆς παραβολῆς, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια.


2. Νὰ μοιάσουμε στὸν Πατέρα μας
Ὅταν βγῆκε ἔξω ὁ εὐεργετημένος δοῦλος, συνάντησε ἕναν ἀπὸ τοὺς συναδέλφους του ὁ ὁποῖος τοῦ χρώσταγε ἑκατὸ δηνάρια· ποσὸ ἐλάχιστο σὲ σχέση μὲ τὸ δικό του προηγούμενο χρέος. Ὡστόσο τὸν σταμάτησε καὶ τὸν πίεζε ἀσφυκτικὰ νὰ τοῦ πληρώσει τὴν ὀφειλή.


Ἔπεσε τότε στὰ πόδια του ὁ σύνδουλός του καὶ τὸν παρακαλοῦσε:
–Δῶσ’ μου λίγη πίστωση χρόνου, καὶ θὰ σὲ πληρώσω.
Αὐτὸς ὅμως δὲν ἤθελε, ἀλλὰ τὸν ὁδήγησε στὸ δικαστήριο καὶ τὸν ἔριξε στὴ φυλακή, μέχρι νὰ ἐξοφλήσει τὸ χρέος του.
Ὅταν ὅμως εἶδαν οἱ ἄλλοι σύνδουλοί του αὐτὰ ποὺ ἔγιναν, λυπήθηκαν πολὺ κι ἀμέσως ἐνημέρωσαν τὸν βασιλιά.


Τότε ὁ βασιλιὰς τὸν κάλεσε καὶ τοῦ εἶπε:
–Πονηρὲ δοῦλε, μὲ παρακάλεσες, σὲ λυπήθηκα καὶ σοῦ χάρισα ὅλο ἐκεῖνο τὸ ὑπέρ­ογκο χρέος σου.
Δὲν ἔπρεπε καὶ σὺ νὰ σπλαχνισθεῖς τὸν σύνδουλό σου, ὅπως κι ἐγὼ σὲ σπλαχνίστηκα καὶ σοῦ ἔδειξα ἔλεος;
Καὶ ὀργισμένος τὸν παρέδωσε σ’ αὐ­τοὺς ποὺ βασανίζουν τοὺς φυλακισμένους, γιὰ νὰ τὸν τιμωροῦν μέχρι νὰ ἐξοφλήσει ὅλα ὅσα χρωστοῦσε.


Κι ὁ Κύριος κατέληξε μὲ τὸ ἑξῆς συμπέρασμα: 

Ἔτσι θὰ κάνει καὶ σὲ σᾶς ὁ ἐπουράνιος Πατέρας μου, ἐὰν δὲν συγχωρήσετε ὁ καθένας σας τὸν ἀδελφό του ὄχι μὲ λόγια μόνο ἀλλὰ ἀπὸ τὴν καρδιά σας.

Ἂς προσέξουμε καλά, γιὰ νὰ μὴ μοιάσουμε στὸν ἄδικο καὶ σκληρὸ δοῦλο.
Ἂς μάθουμε νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ μοιάσουμε στὸ Θεὸ Πατέρα. Ὅπως ὁ φι­­λάν­θρωπος Θεὸς συγχωρεῖ τὰ ­ἀναρίθμητα ἁμαρτήματά μας, ἔτσι κι ἐμεῖς ­ὀφείλουμε νὰ παραβλέπουμε τὸν πικρὸ λόγο ποὺ μᾶς εἶπαν, τὴν ἀδικία ποὺ μᾶς ἔκαναν, τὴν προσ­βλητικὴ συμπεριφορὰ ἀπέναντί μας. Ὅλα αὐτὰ εἶναι σταγόνες μπροστὰ στὸν ὠκεανὸ τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν, γιὰ τὶς ὁ­­­ποῖες μακροθυμεῖ ὁ Θεός.
Εἶναι δίκαιο καὶ λογικὸ λοιπὸν νὰ συγχωροῦμε. Εἶναι ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ ἀποδείξουμε ὅτι εἴμαστε γνήσια παιδιὰ τοῦ ἐπουρανίου Πατρός μας.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
ΠΗΓΗ

logia-tou-aera