Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Ο Άρειος Πάγος και ο λόγος του Αποστόλου Παύλου
στους Αθηναίους της εποχής του!

Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν,
ὡς καί τινες τῶν καθ' ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασιν·
τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν.
"Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου Πάγου ἔφη· Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ·
23 διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, Ἀγνώστῳ θεῷ. ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν.
24 ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ
25 οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα·
26 ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν,
27 ζητεῖν τὸν Κύριον εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα.
28 Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ' ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασιν· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν.
29 γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον. 
30 τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τὰ νῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν,
31 διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν.
32 Ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· Ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου.
33 καί οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν.
34 τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς".
(Πρ. 17, 22-34)

«Ώ άνδρες Αθηναίοι, σαν πιο ευλαβεστέρους καθ’ όλα και πιο θρήσκους από άλλους ανθρώπους σας βλέπω.
Και λέγω τούτο, διότι διαβαίνων τους δρόμους της πόλεως σας και εξετάζων προσεκτικά εκείνα, που λατρεύετε, βρήκα και ένα βωμό, εις τον οποίον είχε τεθεί η επιγραφή: «Αφιερούται ο βωμός αυτός εις τον άγνωστον Θεόν». Εκείνον, λοιπόν, τον Θεόν, που λατρεύετε, χωρίς να τον γνωρίζετε, αυτόν εγώ σας κηρύττω.
Ο Θεός, ο οποίος εποίησε τον κόσμον και όλα, όσα υπάρχουν μέσα εις τον κόσμον, αυτός μη εξαρτώμενος από κανένα άλλον, αλλ’ υπάρχων από τον εαυτόν του απόλυτος Κύριος του ουρανού και της γης, δεν κατοικεί εις ναούς, που κατασκευάζονται από χέρια ανθρώπων, όπως είναι και οι μαρμάρινοι αυτοί ναοί, τους οποίους κατασκεύασαν οι καλλιτέχνες σας.
Ούτε υπηρετείται από χέρια ανθρώπων, σαν να εστερείτο και να είχεν ανάγκην από κάτι. Όχι δεν έχει ανάγκην από τίποτε, αφού αυτός δίδει εις όλα τα ζώντα δημιουργήματά του ζωήν και αναπνοήν και όλα όσα προς συντήρησιν της ζωής των χρειάζονται.
Και εποίησεν από ένα αίμα και από το αυτό πρωτόπλαστον ζεύγος όλα τα έθνη των ανθρώπων, δια να κατοικούν εις όλην την επιφάνειαν της γης. Και αυτός όρισε δια καθένα από τα έθνη αυτά χρόνους εκ προτέρου προσδιορισμένους υπό της προνοίας του δια την εμφάνισιν και εξαφάνισιν αυτών, καθώς και τα σύνορα της κατοικίας των.
Ο σπουδαιότερος δε σκοπός, δια τον οποίον εποίησεν ο Θεός τα έθνη, είναι να ζητούν αυτά τον Κύριον, εάν θα κατόρθωναν ψηλαφητά δια της σκέψεως να τον εύρουν, καίτοι αυτός υπάρχει όχι μακράν, αλλά πολύ πλησίον προς ένα έκαστον από ημάς.
Και είναι πολύ πλησίον μας, διότι μέσα εις αυτόν ως μίαν πνευματικήν ατμόσφαιραν ζούμε και κινούμεθα και υπάρχουμε, καθώς και μερικοί από τους δικούς σας ποιητές έχουν είπει ότι αυτού είμεθα και γενηά. Και είμεθα γενηά του, όχι διότι εβγήκαμεν από την ουσίαν του και είμεθα όλοι ένα με τον Θεόν, όπως το εννοούσε ο ποιητής σας Άρατος, αλλά διότι μας έπλασε κατ’ εικόνα του και μας αγάπησε ως οικείους του.
Αφού, λοιπόν, είμεθα γένος του Θεού και ελάβαμε παρ’ αυτού ζώσαν και πνευματικήν φύσιν, δεν πρέπει να νομίζουμε, ότι η θεότης είναι ομοία προς τα άψυχα και τα νεκρά, προς χρυσόν δηλαδή ή άργυρον ή μάρμαρον, που έχουν χαραχθή και πελεκηθή υπό της γλυπτικής τέχνης και της καλλιτεχνικής φαντασίας και επινοήσεως ανθρώπου εις μαρμάρινα ή αργυρά ή χρυσά αγάλματα και είδωλα.
Όχι επί τόσους δε χρόνους, που οι άνθρωποι λατρεύουν τα άψυχα αυτά είδωλα, αγνοούν και εξευτελίζουν τον δημιουργόν τους και ασεβούν προς αυτόν. Τώρα λοιπόν τους μακρούς αυτούς χρόνους, κατά τους οποίους και σεις και τα άλλα έθνη είχατε άγνοιαν του αληθινού δημιουργού σας, παρέβλεψεν εις την μακροθυμίαν του ο Θεός και παραγγέλλει εις όλους τους ανθρώπους, που κατοικούν εις κάθε τόπον, να μετανοούν και να εγκαταλείψουν τα είδωλα και την ειδωλολατρικήν ζωήν και να επιστρέψουν εις τον αληθινόν Θεόν.
Πρέπει δε όλοι να μετανοήσουν, διότι ο Θεός όρισε ημέραν, κατά την οποίαν μέλλει να κρίνη την οικουμένην με δικαιοσύνην, δι’ ανδρός τον οποίον όρισε κριτήν. Ότι δε αυτός θα είναι κριτής όλων μας, έδωσε βεβαίαν την απόδειξιν περί τούτων ο Θεός αναστήσας τον άνδρα τούτον εκ νεκρών.

Αλλ’ όταν ήκουσαν ανάστασιν νεκρών, άλλοι μεν τον περιγελούσαν άλλοι δε είπαν: «Θα σε ακούσωμεν και πάλιν περί του θέματος αυτού».
Και έτσι ο Παύλος βγήκε από το μέσον του Αρείου Πάγου, που τον είχαν περικυκλώσει εκείνοι δια να τον ακούσουν. Μερικοί, όμως, άνθρωποι συνεδέθησαν και προσεκολλήθησαν μετ’ εμπιστοσύνης και ευλαβείας εις αυτόν και επίστευσαν εις το κήρυγμά του. Ήσαν δε μεταξύ τούτων και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και κάποια γυναίκα, που ελέγετο Δάμαρις και μερικοί άλλοι μαζί μ’ αυτούς».