Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

Oι Άγιοι Επτά Παίδες του Κωνσταντίνου Καβάφη (1925)
και η Μνήμη των Αγίων (4 Αυγούστου)

Το σπήλαιο των Αγίων Επτά Παίδων των εν Εφέσω
Tω αυτώ μηνί Δ', μνήμη των Aγίων επτά Παίδων των εν Eφέσω, Mαξιμιλιανού, Eξακουστωδιανού, Iαμβλίχου, Mαρτινιανού, Διονυσίου, Aντωνίνου, και Kωνσταντίνου.  Tον επτάριθμον τιμώ χορόν Mαρτύρων, Δείξαντα ανάστασιν νεκρών τω κόσμω. Tη δε τετάρτη νεκροέγερτοι ξύνθανον επτά. 



Ο Κωνσταντίνος Καβάφης εμπνεόμενος από το Συναξάρι της ημέρας έγραψε το παρακάτω ποίημα:
 
Oι Άγιοι Επτά Παίδες (1925) 



Έμορφα που εκφράζεται το συναξάριον: 
"ενώ δε συνωμίλει ο βασιλεύς" με τους αγίους 
"κ' οι επίσκοποι και άλλοι πολλοί άρχοντες, 
"ενύσταξαν ολίγο οι άγιοι" 
και τες ψυχές των στον θεό παρέδωσαν.

Οι Άγιοι Επτά Παίδες της Εφέσου που
κατέφυγον εις σπήλαιον να κρυφθούν 
από τον διωγμόν των εθνικών, κ' εκεί εκοιμήθησαν - 
και την επαύριον εξύπνησαν. επαύριον γι' αυτούς. 
μα εν τω μεταξύ, είχαν παρέλθει σχεδόν δύο αιώνες. 

ξύπνησε την επαύριον και πήγε 
ένας των, ο Ιάμβλιχος, γιά ν' αγοράσει άρτον, 
κ' είδεν εμπρός του άλλην Έφεσον, 
όλην καθηγιασμένη μ' εκκλησίες, και σταυρούς. 

κ' εχάρηκαν οι Άγιοι Επτά Παίδες, 
και τους ετίμησαν και τους προσκύνησαν οι χριστιανοί - 
κ' ήλθε κι απ' την Κωνσταντινούπολιν ο βασιλεύς, 
ο Θεοδόσιος, ο γιός του Αρκαδίου, 
και τους προσκύνησεν κι αυτός, ως πρέπον, ο ευλαβέστατος. 

και χαίρονταν οι Άγιοι Επτά Παίδες 
σ' αυτό τον κόσμο τον ωραίο, και τον χριστιανικόν, 
τον αγιασμένο μ' εκκλησίες, και σταυρούς. 

μα έλα που ήσαν όλα τόσο διαφορετικά, 
και τόσα είχαν να μάθουν και να πουν, 
(και τέτοια δυνατή χαρά ίσως εξαντλεί κι αυτή) 
που γρήγορα κουράσθηκαν οι Άγιοι Επτά Παίδες, 
από άλλον κόσμο φθάσαντες, από σχεδόν δυό αιώνες πριν, 
και νύσταξαν μες στην συνομιλία - 
και τους αγίους οφθαλμούς των έκλεισαν. 



Σε σχετικό άρθρο του ο Παντελής Μπουκάλας σχολιάζει: Tο ποίημα αυτό, «Oι Aγιοι Eπτά Παίδες», περιλαμβάνεται στον τόμο «K. Π. Kαβάφης, Aτελή ποιήματα 1918-1932»,που εκδόθηκε με φιλολογική επιμέλεια και σχόλια της Renata Lavagnini (Iκαρος, 1994). 
H γραφή του ανάγεται στο 1925, έτος κατά το οποίο ο Kαβάφης έγραψε έξι από «κανονικά» ποιήματά του. Θρησκευτικό το θέμα του ατελούς ποιήματος και μάλιστα χριστιανολογικό, όπως προσημαίνει ο τίτλος του κατά συνέπεια, από τα συνομήλικά του με το μόνο με το οποίο θα μπορούσε να συσχετιστεί είναι το «Aπολλώνιος ο Tυανεύς εν Pόδω», και όχι για το καθαυτό περιεχόμενο του «Aπολλωνίου» όσο επειδή μας παραπέμπει αυτόματα στο «Eίγε ετελεύτα» του 1920, στους στίχους του οποίου «ένας από τους λίγους εθνικούς, / τους πολύ λίγους που είχαν μείνει» σε μια εποχή που «η Aλεξάνδρεια, πόλις θεοσεβής», τους «αθλίους ειδωλολάτρας αποστρέφονταν», διαβάζει «Tα εις Tυανέα Aπολλώνιον» του Φιλοστράτου και αναρωτιέται «πού απεσύρθηκε, πού εχάθηκε ο Σοφός;», ο θαυματοποιός Aπολλώνιος ο Tυανέας που έδρασε τον 1ο αιώνα μ.X., ένα αντίπαλο δέος των Eθνικών στον Iησού των Xριστιανών.


Για παρόμοιους, θρησκειολογικής τάξεως λόγους, για να δούμε δηλαδή τις εκάστοτε καβαφικές «εφαρμογές» του θέματος «χριστιανισμός-παγανισμός», οι «Aγιοι Eπτά Παίδες» μπορεί να συσχετιστούν, χωρίς να απομακρυνθούμε από το χρονικό (άρα και πνευματικό) περιβάλλον της γέννησής τους, με το «O Iουλιανός εν Nκομηδεία» του 1924, και με το «O Iουλιανός ορών ολιγωρίαν» του 1923 (ας θυμηθούμε και το «ανέκδοτο» «O Iουλιανός εν τοις μυστηρίοις» του 1896, όπου «ο ανόητος» Iουλιανός «επείσθη με των Eλλήνων τα άθεα τα λόγια»), καθώς και το «Iερεύς του Σεραπίου» του 1926). Kαι, σαν αγιολογικό που είναι, δεν μπορεί να μην αντικριστεί το ποίημα αυτό με το ποίημα «Συμεών», ένα «εγκώμιο» του Στυλίτη αγίου, και μάλιστα από τη σκοπιά ενός εθνικού που ομολογεί: «Xώθηκα ανάμεσα στους Xριστιανούς / που σιωπηλοί προσεύχονταν κ’ ελάτρευαν, / και προσκυνούσαν· πλην μη όντας Xριστιανός / την ψυχική γαλήνη των δεν είχα / κι έτρεμε ολόκληρος και υπόφερνα· / κ’ έφριττα και ταράττομουν, και παθαινόμουν». 

«Tο ενδιαφέρον για τους χριστιανούς αγίους ανήκει στον θρησκευτικό προβληματισμό, ειδικά έντονο στον πρώτο Kαβάφη», σημειώνει η Λαβανίνι, παραπέμποντας και στις σκέψεις που διατυπώνει η Diana Haas στο κείμενό της «“Aι αρχαί του χριστιανισμού”: ένα θεματικό κεφάλαιο του Kαβάφη» (βλ. «Eισαγωγή στην ποίηση του Kαβάφη. Eπιλογή κριτικών κειμένων», επιμ. Mιχάλης Πιερής, Πανεπιστημιακές Eκδόσεις Kρήτης, 1994). «Oι Aγιοι Eπτά Παίδες» αποτελούν ένα επιπλέον μαρτύριο της διαρκούς θεολογίας του Kαβάφη, η οποία του επέτρεψε να σκεφτεί βαθύτερα την ιστορία και, διά της ταλαντεύσεώς του ανάμεσα σε δύο πόλους, να αποφύγει την ευθύγραμμη ευκολία. Στο συγκεκριμένο ποίημα φαίνεται ότι ο Kαβάφης, που αντιγράφει προσεκτικά και σχεδόν καταλογάδην τον Συναξαριστή, προσυπογράφει την ιδέα της αναστάσεως των νεκρών, και ότι ο δαίμων της αμφιβολίας αυτοτιθασεύεται, από κοινού όμως με την ευρετική φωνή της ποιήσεως. Iσως γι’ αυτό ακριβώς να έκρινε και ο ίδιος το ποίημά του ανάξιο δημοσίευσης, μη εμπιστευόμενος την αντιγραφική του αμεσότητα και την «αφελή» προφάνειά του (μια προφάνεια, εν τούτοις, που σε πολλά άλλα ποιήματά του συνιστά το μείζον δέλεαρ, την κυριολεκτικώς ειπείν σαγήνη). 

Ο Παντελής Μπουκάλας παραθέτει στο σημείο αυτό το Καβαφικό ποίημα και σχολιάζει: Aπό τον ύπνο στον ύπνο, από την «κοίμηση» στον θάνατο. Σχεδόν αδιάφοροι για τα εγκόσμια οι άγιοι και, παραδόξως, αδιάφοροι για τον θριαμβεύοντα χριστιανισμό. Δεν μπορούμε να ξέρουμε προς τα πού θα οδηγούσε το ποίημα ο Kαβάφης αν συνέχιζε να παλεύει μαζί του για να το τελειώσει. Aριστος αρχαιογνώστης όπως ήταν, ίσως έβρισκε τρόπο να συσχετίσει (ειρωνικά;) τον μακρότατο ύπνο των Παίδων με τον μακρό ύπνο του Eπιμενίδη από την Kνωσό, σοφού και προφήτη που κατά τον θρύλο κοιμήθηκε κι αυτός επί πενήντα επτά χρόνια, σε σπήλαιο επίσης («ούτός ποτε πεμφθείς παρά του πατρός εις αγρόν επί πρόβατον, της οδού κατά μεσημβρίαν εκκλίνας υπ’ άντρω τινί κατεκοιμήθη επτά και πεντήκοντα έτη. Διαναστάς δε μετά ταύτα εζήτει το πρόβατον, νομίζων επ’ ολίγον κεκοιμήσθαι», γράφει ο Διογένης Λαέρτιος στο δικό του συναξάρι). 

Eιρωνεία της ιστορίας 
Kι αν δεν συσχέτιζε τον άγιο Iάμβλιχο με τον ομώνυμο μυθιστοριογράφο του 2ου αιώνα μ.X., στα «Bαβυλωνιακά» τού οποίου δεν λείπουν οι σχέσεις με τον Kάτω Kόσμο μέσα σε σπηλιές, δεν θα μπορούσε να μη θαυμάσει, είρων αυτός, την ειρωνεία της ιστορίας, φέρνοντας στον νου του έναν άλλον Iάμβλιχο, πολύ διασημότερο, τον «αποκρυφιστή» φιλόσοφο του 3ου/4ου αι. μ.X., ενθουσιώδης οπαδός του οποίου υπήρξε ο σημαδιακός εκείνος Iουλιανός. Iσως πάλι, για να συνεχίσουμε να αυθαιρετούμε, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την άριστη ευκαιρία για να παρουσιάσει (διά χειρός των «αυτοπτών» αναστηθέντων) ένα σκαρίφημα του άλλου κόσμου, για το «μετέπειτα»· οπότε πώς θα το εικόνιζε; Xριστιανικό ή «παγανιστικό», όπως οι αρχαίοι κι όπως το δημοτικό τραγούδι, που πολύ το αγαπούσε; Eδώ ακριβώς είναι ο κόμπος, στην ακοίμητη σύγκρουση της πίστης με την επιφύλαξη, της αποδοχής με τη μελαγχολική αμφιβολία, στον νου ενός ποιητή που, όπως και ο Σύρος σπουδαστής Mυρτίας του ποιήματός του «Tα επικίνδυνα», υπήρξε «εν μέρει εθνικός, κ’ εν μέρει χριστιανίζων». (πηγή: Ιδιωτική Οδός)


Οι Άγιοι Επτά Παίδες εν Εφέσω (4 Αυγούστου)

Οι άγιοι επτά Παίδες, Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος, έζησαν κατά την εποχή του αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Οι νέοι αυτοί, μόλις βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία και ύστερα από συνετή σκέψη και εκτίμηση, μοίρασαν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς και μπήκαν και κρύφτηκαν μέσα σε ένα σπήλαιο. Εκεί, αφού προσευχήθηκαν να λυθούν από τα δεσμά του σώματος και να μην παραδοθούν στον αυτοκράτορα Δέκιο, παρέδωσαν τις ψυχές τους στο Θεό. Ο Αυτοκράτορας δε, όταν επέστρεψε στην Έφεσο, τους αναζήτησε, για να τους αναγκάσει να προσφέρουν θυσίες στα είδωλα. Μόλις όμως έμαθε ότι εκείνοι είχαν πεθάνει στο σπήλαιο, πρόσταξε και έφραξαν με μανδρότοιχο το στόμιο του σπηλαίου αυτού.
Έκτοτε λοιπόν πέρασαν εκατόν ενενήντα τέσσερα έτη και φτάνουμε μέχρι το τριακοστό όγδοο έτος της βασιλείας του Θεοδοσίου Β΄ του Μικρού (408-450 μ.Χ.), ήτοι μέχρι το έτος 446 μ.Χ. Τότε εμφανίστηκε στους κόλπους του Χριστιανισμού μια αίρεση, η οποία δε δεχόταν το δόγμα της αναστάσεως των νεκρών. Η αίρεση αυτή, στην οποία είχαν προσχωρήσει και μερικοί επίσκοποι, προκαλούσε μεγάλη αναταραχή και αναστάτωση στην Εκκλησία. Ο δε Αυτοκράτορας, βλέποντας την αναστάτωση αυτή της Εκκλησίας του Θεού, δεν ήξερε τι να κάνει. Όμως δεν απελπίστηκε, αλλά, αφού φόρεσε έναν τρίχινο σάκο και κάθισε κατά γης, θρηνούσε και παρακαλούσε το Θεό να του φανερώσει τον τρόπο διάλυσης της αίρεσης.

Ο Κύριος λοιπόν δεν παρέβλεψε τα δάκρυα του Αυτοκράτορα και ικανοποίησε το αίτημά του με τον ακόλουθο τρόπο: Ο κύριος του όρους, στο οποίο βρισκόταν το σπήλαιο των αγίων επτά Παίδων, θέλησε κατά τον καιρό εκείνο να χτίσει μαντρί για το ποίμνιό του. Έτσι λοιπόν, παίρνοντας επί δύο ημέρες πέτρες από τον μανδρότοιχο του σπηλαίου, για να οικοδομήσει το μαντρί του, ανοίχτηκε το στόμιο του σπηλαίου αυτού. Τότε ακριβώς, με προσταγή του Θεού, αναστήθηκαν οι άγιοι επτά Παίδες, που είχαν πεθάνει μέσα στο σπήλαιο αυτό, και συνομιλούσαν μεταξύ τους, σαν να είχαν κοιμηθεί την προηγούμενη ημέρα. Τα σώματά τους δε δεν είχαν αλλοιωθεί στο παραμικρό και τα ενδύματά τους δεν είχαν φθαρεί ούτε σαπίσει από την υγρασία του σπηλαίου, αν και είχαν περάσει εκατόν ενενήντα τέσσερα χρόνια.

Μετά την ανάστασή τους οι άγιοι επτά Παίδες είχαν έντονο στη μνήμη τους το γεγονός ότι ο Δέκιος ζητούσε να τους τιμωρήσει και περί αυτού ακριβώς συνομιλούσαν μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, ο Μαξιμιλιανός έλεγε προς τους άλλους: “Και αν συλληφθούμε, αδελφοί, ας σταθούμε γενναίοι και να μην προδώσουμε την ευγένεια της πίστης μας. Εσύ δε, αδελφέ Ιάμβλιχε, πήγαινε να αγοράσεις άρτους, πλην όμως περισσότερους. Γιατί χθες το βράδυ έφερες λίγους, και κοιμηθήκαμε σχεδόν πεινασμένοι. Επιπλέον προσπάθησε να μάθεις τι σκέφτεται για εμάς ο Δέκιος”.

Όταν λοιπόν ο Ιάμβλιχος πήγε στην πόλη, είδε στην πύλη το σημείο του Σταυρού. Το γεγονός αυτό του προκάλεσε έκπληξη και θαυμασμό. Βλέποντας δε το Σταυρό και σε άλλους τόπους, καθώς επίσης και τα κτίρια να διαφέρουν από εκείνα που ήξερε και τους ανθρώπους επίσης κάπως διαφορετικούς, νόμισε ότι βλέπει όραμα ή ότι περιέπεσε σε έκσταση. Πήγε όμως στους αρτοπώλες, πήρε τους απαραίτητους άρτους και, αφού έδωσε τα χρήματα που έπρεπε, έσπευδε να επιστρέψει στο σπήλαιο. Ενώ λοιπόν ετοιμαζόταν να φύγει, είδε τους αρτοπώλες να δείχνουν ο ένας στον άλλο το ασημένιο νόμισμα, να κοιτάζουν προς αυτόν και να λένε ότι αυτός βρήκε κάποιο θησαυρό, αφού το νόμισμα που τους έδωσε για τους άρτους είχε στην επιφάνειά του τυπωμένη την εικόνα του αυτοκράτορα Δεκίου, ο οποίος είχε πεθάνει προ πολλού (πριν από 194 χρόνια).

Μετά από το γεγονός αυτό ο Ιάμβλιχος τρόμαξε πολύ και έμεινε άφωνος, νομίζοντας ότι αυτοί τον αναγνώρισαν και θα τον συνελάμβαναν για να τον παραδώσουν στον αυτοκράτορα Δέκιο. Έπεσε λοιπόν στα πόδια τους και τους παρακαλούσε λέγοντας: “Σας παρακαλώ, κύριοί μου, έχετε στα χέρια σας το αργύριό μου, πάρτε πίσω και τους άρτους σας. Μόνο αφήστε με να φύγω”. Οι αρτοπώλες τού απάντησαν: “Δείξε μας το θησαυρό που βρήκες και δώσε και σ’ εμάς μερίδιο απ’ αυτόν. Αλλιώς σε παραδίνουμε στο θάνατο”. Και συγχρόνως με τα λόγια αυτά του πέρασαν αλυσίδα στο λαιμό και τον έσυραν στη λεωφόρο (στον κεντρικό και μεγάλο δρόμο της πόλης). Εν συνεχεία τον οδήγησαν στον ανθύπατο προς ανάκριση. Εκείνος, μόλις τον είδε, του είπε: “Πες μας, νέε, πώς βρήκες το θησαυρό, πόσος είναι και πού βρίσκεται”. Ο Άγιος τού απάντησε: “Εγώ δε βρήκα ποτέ κανένα θησαυρό. Το νόμισμα που έδωσα στους αρτοπώλες το είχα από τους γονείς μου. Δεν ξέρω λοιπόν τι συμβαίνει με μένα τώρα”. Ο ανθύπατος τότε τον ρώτησε: “Από ποια πόλη είσαι;”. Ο Ιάμβλιχος απάντησε: “Από αυτήν, αν αυτή είναι η Έφεσος”. Τότε ο ανθύπατος είπε: “Ποιοι είναι οι γονείς σου; Ας έλθουν εδώ και, αν διαπιστωθεί η αλήθεια, θα σε πιστέψουμε”. Ο Άγιος του απάντησε: “Ο δείνα είναι ο πατέρας μου, ο δείνα είναι συγγενής και ο δείνα είναι ο παππούς μου”. Ο ανθύπατος, μόλις άκουσε τα ονόματα, είπε στον Ιάμβλιχο: “Τα ονόματα που ανέφερες είναι ξένα και ανυπόστατα και έξω από αυτά που κατά τη συνήθεια χρησιμοποιούνται. Επομένως δεν μπορείς να γίνεις πιστευτός”. Τότε ο Άγιος είπε στον ανθύπατο: “Αν, ενώ σου λέω την αλήθεια, δε με πιστεύεις, δεν ξέρω να σου πω πλέον τίποτε άλλο”.

Ύστερα από αυτά ο ανθύπατος είπε: “Ασεβέστατε, το νόμισμά σου με την επιγραφή του μαρτυρεί ότι τυπώθηκε πριν από διακόσια χρόνια, επί αυτοκράτορα Δεκίου, κι εσύ, όντας νεότερος, προσπαθείς να μας εξαπατήσεις;”. Τότε ο Ιάμβλιχος έπεσε στα πόδια του ανθυπάτου και των παρευρεθέντων και τους παρακαλούσε λέγοντας: “Σας παρακαλώ, κύριοί μου, πέστε μου, που είναι ο Δέκιος, ο βασιλιάς, που ήταν στην πόλη αυτή;”. Εκείνοι του απάντησαν: “Κατά τους παρόντες χρόνους δεν υπάρχει βασιλιάς Δέκιος. Αυτός βασίλευσε πριν από πολλά χρόνια”. Τότε ο Ιάμβλιχος είπε: “Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, κύριοί μου, εκπλαγήκατε. Πλην όμως ακολουθήστε με να πάμε στο σπήλαιο και ίσως από τα σημεία που θα δείτε θα διαπιστωθεί η αλήθεια των λόγων μου. Εγώ πράγματι ξέρω ότι φύγαμε από την πόλη εξ αιτίας του Δεκίου και ότι χθες, ερχόμενος να αγοράσω άρτους, είδα ότι ο Δέκιος εισήλθε στην πόλη αυτή”.

Αυτά είπε ο άγιος Ιάμβλιχος, ο δε επίσκοπος Εφέσου Μαρίνος, μόλις τα άκουσε, είπε στον ανθύπατο: Έχω τη γνώμη ότι κάτι θαυμαστό συμβαίνει με την υπόθεση αυτή. Έτσι, ας τον ακολουθήσουμε”. Και πράγματι ακολούθησαν τον Άγιο μέχρι το σπήλαιο ο ανθύπατος, ο επίσκοπος Μαρίνος και πολύς λαός. Πρώτος μπήκε στο σπήλαιο ο Ιάμβλιχος. Έπειτα μπήκε ο Επίσκοπος, ο οποίος, μόλις έστρεψε το βλέμμα του προς τα δεξιά μέρη του στομίου, είδε ένα κιβώτιο σφραγισμένο με δυο ασημένιες σφραγίδες. Το κιβώτιο αυτό το είχαν τοποθετήσει εκεί ο Ρουφίνος και ο Θεόδωρος ως χριστιανοί, οι οποίοι είχαν αποσταλεί εκεί από το Δέκιο μαζί με τους άλλους, στους οποίους ο Αυτοκράτορας αυτός είχε δώσει την εντολή να φράξουν με μανδρότοιχο το στόμιο του σπηλαίου. Οι δύο χριστιανοί, Ρουφίνος και Θεόδωρος, έγραψαν και τα Συναξάρια των αγίων επτά Παίδων και σημείωσαν τα ονόματά τους σε μολύβδινες πλάκες. Όταν λοιπόν συνάχτηκαν όλοι οι έγκριτοι άρχοντες μαζί με τον ανθύπατο, άνοιξαν το κιβώτιο και βρήκαν τις μολύβδινες πλάκες, τις οποίες διάβασαν και ένιωσαν όλοι τους απερίγραπτη έκπληξη από το θαυμαστό αυτό γεγονός. Αμέσως δε τότε προχώρησαν στα ενδότερα του σπηλαίου, όπου βρήκαν τους Αγίους και έπεσαν στα πόδια τους. Κατόπιν κάθισαν κατά γης και τους ρωτούσαν. Οι Άγιοι τους διηγήθηκαν τα σχετικά με τους εαυτούς τους και εν συνεχεία τα κακουργήματα του Δεκίου εις βάρος των Χριστιανών. Μόλις εκείνοι άκουσαν όσα οι Άγιοι τούς διηγήθηκαν, εκπλήττονταν και δόξαζαν το Θεό, τον ποιητή των θαυμασίων.

Τότε ο ανθύπατος και ο επίσκοπος Μαρίνος με αναφορά τους γνωστοποίησαν τα θαυμαστά αυτά γεγονότα στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Εκείνος δοκίμασε απέραντη χαρά για όλα αυτά και έσπευσε αμέσως στην Έφεσο. Στη συνέχεια ανήλθε στο σπήλαιο. Εκεί βρήκε τους αγίους επτά Παίδες και, αφού έπεσε κατά γης, τους έβρεχε τα πόδια με τα δάκρυά του και τα αποσπόγγιζε. Η αγαλλίαση δε και η χαρά του ήταν απερίγραπτη, αφού ο Κύριος δεν παρείδε το αίτημά του και έδειξε σ’ αυτόν οφθαλμοφανώς την ανάσταση των νεκρών. Ενώ δε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος συνομιλούσε με τους Αγίους, καθώς επίσης οι επίσκοποι και άλλοι άρχοντες, οι Άγιοι νύσταξαν λίγο και, έτσι, μπροστά σε όλους εξεδήμησαν προς Κύριον.

Τότε ο Αυτοκράτορας, αφού πρόσφερε πολύτιμα άμφια και αρκετό χρυσάφι και ασήμι, πρόσταξε να κατασκευάσουν επτά θήκες προς τιμήν των Αγίων και να τεθούν μέσα σ’ αυτές τα λείψανά τους. Αλλά κατά τη νύχτα που ακολούθησε εμφανίστηκαν σ’ αυτόν οι Άγιοι και του είπαν: “Άφησέ μας, βασιλιά, στο σπήλαιο που έγινε η ανάστασή μας”. Έτσι λοιπόν, αφού έγινε μεγάλη σύναξη επισκόπων και αρχόντων, ο Αυτοκράτορας κατέθεσε τα λείψανα των Αγίων στη γη του σπηλαίου, καθώς εκείνοι με οπτασία του ζήτησαν. Εν συνεχεία οργάνωσε και πραγματοποίησε στον τόπο εκείνο λαμπρή και χαρμόσυνη εορτή, φιλοξένησε με πλούσια αγαθά τους φτωχούς της Εφέσου, χαροποίησε όλο το λαό με λαμπρές βασιλικές τιμές και έβγαλε από τις φυλακές τους επισκόπους που είχαν φυλακιστεί, επειδή κήρυτταν το δόγμα της αναστάσεως των νεκρών. Ακολούθως έγινε από όλους κοινή εορτή, κατά την οποία αναπέμφθηκαν λόγοι και ύμνοι ευχαριστίας και δοξολογίας προς τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό.

Τον επτάριθμον τιμώ χορόν Μαρτύρων
Δείξαντα ανάστασιν νεκρών τω κόσμω


πηγή: xfd.gr/Από το Συναξαριστή της Αποστολικής Διακονίας “Με τους Αγίους μας” 

του Γεωργίου Δ. Παπαδημητροπούλου
Ἀπολυτίκιον (το ακούτε εδώ) Ἦχος γ'. Θείας πίστεως. Θείω Πνεύματι, ἀφθαρτισθέντες, πολυχρόνιον, ἤνυσαν ὕπνον, οἱ ἐν Ἐφέσῳ ἐπτάριθμοι Μάρτυρες, καὶ ἀναστάντες πιστοὺς ἐβεβαίωσαν, τὴν τῶν ἀνθρώπων κοινὴν ἐξανάστασιν ὅθεν ἅπαντες, συμφώνως τούτους τιμήσωμεν, δοξάζοντες Χριστὸν τὸν πολυέλεον. Στο μέρος όπου βρισκόνταν το σπήλαιο των Αγίων Επτά Παίδων χτίστηκε με το πέρασμα του χρόνου ένα εκκλησιαστικό συγκρότημα. Ανακαλύφθηκε μετά από ανασκαφές το 1927. 
ΕΔΩ κι ΕΔΩ



Η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη των Αγίων 7 παίδων 
των εν Εφέσω, στις 4 Αυγούστου.


Μικρή Παράκληση — Ὠδή ς΄

Ώ Δέσποινα, και νυν ημάς,
των παθών και κινδύνων διάσωσον.

Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.
Θανάτου και της φθοράς ως έσωσεν,
εαυτόν εκδεδωκώς τω θανάτω,
την τη φθορά και θανάτω μου φύσιν,
κατασχεθείσαν, Παρθένε, δυσώπησον,
τον Κύριον σου και Υιόν,
τής εχθρών κακουργίας με ρύσασθαι.

Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.
Προστάτιν σε, της ζωής επίσταμαι,
και φρουράν ασφαλεστάτην Παρθένε,
των πειρασμών διαλύουσαν όχλον,
και επηρείας δαιμόνων ελαύνουσαν,  
και δέομαι διαπαντός,
εκ φθοράς των παθών μου ρυσθήναί με.

Δόξα Πατρί…
Ως τείχος, καταφυγής κεκτήμεθα,
και ψυχών σε παντελή σωτηρίαν,
και πλατυσμόν εν ταις θλίψεσι, Κόρη,
και τω φωτί σου αεί αγαλλόμεθα.
Ώ Δέσποινα, και νυν ημάς,
των παθών και κινδύνων διάσωσον.

Και νυν και αεί…
Εν κλίνη νυν, ασθενών κατάκειμαι, 
και ουκ έστιν ίασις τη σαρκί μου, 
αλλ’ η Θεόν και Σωτήρα του κόσμου,  
και τον λυτήρα των νόσων κυήσασα, 
σου δέομαι της αγαθής, 
εκ φθοράς νοσημάτων ανάστησον.

ΜΕΓΑΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ

Ευλογητός ο Θεός ημών, πάντοτε, νυν, και αεί, και εις τούς αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
Ψαλμός 142
Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι την δέησίν μου εν τη αληθεία σου, εισάκουσον μου εν τη δικαιοσύνη σου. Και μη εισέλθης εις κρίσιν μετά τού δούλου σου, ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πάς ζων. Ότι κατεδίωξεν ο εχθρός την ψυχήν μου εταπείνωσεν εις γην την ζωήν μου. Εκάθησε με εν σκοτεινοίς ως νεκρούς αιώνος και ηκηδίασεν επ’ εμέ το πνεύμα μου, εν εμοί εταράχθη η καρδία μου. Εμνήσθην ημερών αρχαίων, εμελέτησα εν πάσι τοις έργοις σου, εν ποιήμασι των χειρών σου εμελέτων. Διεπέτασα προς σε τας χείράς μου, η ψυχή μου ως γη άνυδρός σοι. Ταχύ εισάκουσόν μου κύριε εξέλιπε το πνεύμα μου. Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ’ εμού και ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον. Ακουστόν ποίησόν μοι το πρωί το έλεός σου ότι επί σοι ήλπισα. Γνώρισον μοι, Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου. Εξελού με εκ των εχθρών μου, Κύριε, προς σε κατέφυγον. Δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά σου ότι συ ει ο Θεός μου. Το πνεύμα σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία, ένεκα του ονόματός σου, Κύριε ζήσεις με. Εν τη δικαιοσύνη σου εξάξεις εκ θλίψεως την ψυχήν μου, και εν τω ελέει σου εξολεθρεύσεις τους εχθρούς μου. Και απολείς πάντας τούς θλίβοντας την ψυχήν μου ότι εγώ δούλός σου ειμι.
 Θεός Κύριος, και επέφανεν ημίν, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.
Εξομολογείσθε τω Κυρίω, και επικαλείσθε το όνομα το άγιον αυτού.
Θεός Κύριος…
Πάντα τα έθνη εκύκλωσάν με, και τω ονόματι Κυρίου ήμυνάμην αυτούς,
Θεός Κύριος…
Παρά Κυρίου εγένετο αύτη, και εστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών.
Θεός Κύριος...
Ήχος δ'  Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Τη Θεοτόκω εκτενώς νυν προσδράμωμεν, * αμαρτωλοί καί ταπεινοί, και προσπέσωμεν * εν μετανοία, κράζοντες εκ βάθους ψυχής, * Δέσποινα, βοήθησον εφ’ ημίν σπλαγχνισθείσα,* σπεύσον, απολλύμεθα υπό πλήθους πταισμάτων, * μη αποστρέψης σους δούλους κενούς, * σε γαρ και μόνην ελπίδα κεκτήμεθα.
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι.
Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής, * και των πτωχών υπερασπιστής, * ασθενούντων Ια­τρός, βασιλέων υπέρμαχος, * τροπαιοφόρε μεγαλομάρτυς Γεώργιε, * πρέσβευε Χριστώ τω θεώ, * σωθήναι τάς ψυχάς ημών.
Και νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ου σιωπήσωμεν ποτέ, Θεοτόκε, * τας δυναστείας σου λαλείν οι ανάξιοι, * ειμή γαρ συ προϊστασο πρεσβεύουσα, * τις ημάς ερρύσατο εκ τοσούτων κινδύνων; * Τις δε διεφύλαξεν έως νυν ελευθέρους; * Ουκ αποστώμεν, Δέσποινα, εκ σου, * σους γαρ δούλους σώζεις αεί, εκ παντοίων δεινών.

 Ν' Ψαλμός
Ελέησον με ο Θεός κατά το μέγα έλεος σου, και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημα μου. Επί πλείον πλύνον με από τής ανομίας μου και από τής αμαρτίας μου καθάρισον με. Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστι δια παντός. Σοι μόνω ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιον σου εποίησα, όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις σου, και νικήσης εν τω κρίνεσθαι σε. Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησε με η μήτηρ μου. Ιδού γαρ αλήθειαν ηγάπησας, τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας σου εδήλωσας μοι. Ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι, πλυνείς με, και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ακουτιείς με αγαλλίασιν και ευφροσύνην αγαλλιάσονται οστέα τεταπεινωμένα. Απόστρεψον το πρόσωπον σου από των αμαρτιών μου, και πάσας τάς ανομίας μου εξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ο Θεός, και πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου. Μη απορρίψης με από του προσώπου σου και το πνεύμα το Άγιον μη αντανέλης απ’ εμού. Απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξον με. Διδάξω ανόμους τας οδούς σου και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι. Ρύσαι με εξ αιμάτων ο Θεός, ο Θεός της σωτηρίας μου αγαλλιάσεται η γλώσσα μου την δικαιοσύνην σου. Κύριε τα χείλη μου ανοίξεις και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσιν σου. Ότι ει ηθέλησας θυσίαν, έδωκα αν, ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις. Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουθενώσει. Αγάθυνον, Κύριε, εν τη ευδοκία σου την Σιων, και οικοδομηθήτω τα τείχη Ιερουσαλήμ. Τότε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, αναφοράν και ολοκαυτώματα. Τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν σου μόσχους.
Ωδή Α΄ Ειρμός
Αρματηλάτην Φαραώ εβύθισε, τερατουργούσα ποτέ, * μωσαϊκή ράβδος, * σταυροτύπως πλήξασα και διελούσα θάλασσαν. * Ισραήλ δε φυγάδα, πεζόν οδίτην διέσωσεν, * άσμα τω Θεώ αναμέλποντα.
Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.
Των λυπηρών επαγωγαί χειμάζουσι την ταπεινήν μου ψυχήν, * και συμφορών νέφη, * την εμήν καλύπτουσι, καρδίαν Θεονύμφευτε, * αλλ’ η φως τετοκυία, το θείον και προαιώνιον, * λάμψον μοι το φως το χαρμόσυνον.
Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.
Εξ αμέτρητων αναγκών και θλίψεων, και εξ εχθρών δυσμενών, * και συμφορών βίου, * λυτρωθείς Πανάχραντε, τη κραταιά δυνάμει σου, * ανυμνώ μεγαλώνω, την άμετρον σου συμπάθειαν, * και την εις εμέ σου παράκλησιν.
Δόξα Πατρί...
Νυν πεποιθώς επί την σην κατέφυγον, αντίληψιν κραταιάν, * και προς την σην σκέπην, * ολοψύχως έδραμον, και γόνυ κλίνω Δέσποινα, * και θρηνώ και στενάζω, μη με παρίδης τον άθλιον, * των Χριστιανών καταφύγιον.
Και νυν και αεί...
Ου σιωπήσω του βοάν τρανώτατα, τα μεγαλεία τα σα, * ειμή γαρ συ Κόρη, * πάντοτε προϊστασο, υπέρ εμού πρεσβεύουσα, * τω Υιώ και Θεώ σου, τις εκ τοσούτου με κλύδωνος, * και δεινών κινδύνων ερρύσατο.
Διάσωσον, * από κινδύνων, τους δούλους σου, Θεοτόκε, * ότι πάντες μετά Θεόν, εις σε καταφεύγομεν, * ως άρρηκτον τείχος και προστασίαν.
Eπίβλεψον, * εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, * επί την εμήν χαλεπήν τού σώματος κάκωσιν, * και ίασαι της ψυχής μου το άλγος.  
Ωδή γ' Ειρμός
Ουρανίας αψίδος, οροφουργέ Κύριε, * και της Εκκλησίας δομήτορ, συ με στερέωσον,* εν τη αγάπη τη ση, των εφετών η ακρότης, * των πιστών το στήριγμα, μόνε φιλάνθρωπε.
Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.
Απορήσας εκ πάντων, οδυνηρώς κράζω σοι,  * πρόφθασον θερμή προστασία, και σην βοήθειαν,  * δος μοι τω δούλω σου, τω ταπεινώ και αθλίω, * τω την σην αντίληψιν, επιζητούντι θερμώς.
Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.
Εθαυμάστωσας όντως, νυν επ’ εμοί Δέσποινα, * τας ευεργεσίας σου Κόρη, και τα ελέη σου, * όθεν δοξάζω σε, και ανυμνώ και γεραίρω, * την πολλήν και άμετρον, κηδεμονίαν σου.
Δόξα Πατρί...
Καταιγίς με χειμάζει, των συμφορών Δέσποινα, * και των λυπηρών τρικυμίαι, καταποντίζουσιν, * αλλά προφθάσασα, χείρα μοι δος βοηθείας, * η θερμή αντίληψις, και προστασία μου.
Και νυν και αεί...
Αληθή Θεοτόκον, ομολογώ Δέσποινα, * σε την του θανάτου το κράτος, εξαφανίσασαν * ως γαρ φυσίζωος, εκ των δεσμών των του άδου, * προς ζωήν ανήγαγες, εις γην με ρεύσαντα.
Διάσωσον * από κινδύνων τους δούλους σου Θεοτόκε, * ότι πάντες μετά Θεόν εις σε καταφεύγομεν, * ως άρρηκτον τείχος και προστασίαν.
Επίβλεψον * εν ευμενεία πανύμνητε Θεοτόκε, * επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, * και ίασαι της ψυχής μου το άλγος.
Ελέησον ημάς ο Θεός κατά το μέγα έλεος Σου, δεόμεθα Σου, επάκουσον και ελέησον.
Κύριε ελέησον (3)
Έτι δεόμεθα υπέρ του  Πατρός και Αρχιεπισκόπου ημών (δεινός) και πάσης της εν Χριστώ ημών αδελφότητος.
Κύριε ελέησον (3)
Έτι δεόμεθα υπέρ ελέους, ζωής, ειρήνης, υγείας, σωτηρίας, επισκέψεως, συγχωρήσεως και αφέσεως των αμαρτιών των δούλων του Θεού, [ονόματα]  και πάντων των παρακολουθούντων την αγίαν παράκλησην  ταύτην και υπέρ του συγχωρηθήναι αυτών παν πλημμέλημα εκούσιον τε και ακούσιον.  
Κύριε ελέησον (3)
Ότι ελεήμων και φιλάνθρωπος Θεός υπάρχεις, και σοι την δόξαν αναπέμπομεν, τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν. 
Κάθισμα  Ήχος β' Τα άνω ζητών
Πρεσβεία θερμή, και τείχος απροσμάχητον,* ελέους πηγή, τού κόσμου καταφύγιον,* εκτενώς βοώμεν σοι, Θεοτόκε Δέσποινα, πρόφθασον, * και εκ κινδύνων λύτρωσαι ημάς,*  η μόνη ταχέως προστατεύουσα.
Ωδή δ'
Συ μου ισχύς Κύριε, * συ μου και δύναμις, * συ Θεός μου, * συ μου αγαλλίαμα, * ο πατρικούς, κόλπους μη λιπών, * και την ημετέραν, πτωχείαν επισκεψάμενος, * διό συν τω προφήτη, Αββακούμ σοι κραυγάζω,* Τη δυνάμει σου δόξα φιλάνθρωπε.
Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.
Και πού λοιπόν, * άλλην ευρήσω αντίληψιν; * πού προσφύγω; * πού δε και σωθήσομαι; * τίνα θερμήν έξω βοηθόν, * θλίψεσι του βίου και ζάλαις οίμοι! κλονούμενος; * Εις σε μόνην ελπίζω, και θαρρώ και καυχώμαι, * και προστρέχω τη σκέπη σου, σώσον με.
Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.
Τον ποταμόν, * τον γλυκερόν του ελέους σου, * τον πλουσίαις * δωρεαίς δροσίσαντα, * την παναθλίαν και ταπεινήν, * πάναγνε ψυχήν μου, των συμφορών και των θλίψεων, * καμίνω φλογισθείσαν, μεγαλύνω κηρύττω, * και προστρέχω τη σκέπη σου, σώσον με.
Δόξα Πατρί...
Σε την αγνήν, * σε την Παρθένον και άσπιλον, * μόνην φέρω, * τείχος απροσμάχητον, * καταφυγήν σκέπην κραταιάν, * όπλον σωτηρίας, μη με παρίδης τον άσωτον, * ελπίς απηλπισμένων, ασθενών συμμαχία, * θλιβομένων χαρά και αντίληψις.
Και νυν και αεί...
Πώς εξειπείν, * σου κατ’ αξίαν δυνήσομαι, * τους αμέτρους, * οικτιρμούς ω Δέσποινα, * τους την εμήν πάντοτε ψυχήν,*  δεινώς πυρουμένην, ως ύδωρ περιδροσίσαντας; * Αλλ’ ω της σης προνοίας, και της ευεργεσίας, * ης αφθόνως αυτός παραπήλαυσα!
Διάσωσον, * από κινδύνων, τούς δούλους σου, Θεοτόκε, * ότι πάντες μετά Θεόν, εις σε καταφεύγομεν, * ως άρρηκτον τείχος και προστασίαν.
Eπίβλεψον, * εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, * επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, * και ίασαι της ψυχής μου το άλγος.
Ωδή ε' Ειρμός
Ίνα τι με απώσω, * από του προσώπου σου το φως το άδυτον, * και εκάλυψέ με, * το αλλότριον σκότος τον δείλαιον; * Αλλ’ επίστρεψόν με, * και προς το φως των εντολών σου, * τας οδούς μου κατεύθυνον δέομαι.
Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.
Ευχαρίστως βοώ σοι, * χαίρε Μητροπάρθενε, χαίρε Θεόνυμφε· * χαίρε θεία σκέπη, * χαίρε όπλον και τείχος απόρθητον, * χαίρε προστασία, * και βοηθέ και σωτηρία, * των εις σε προστρεχόντων εκ πίστεως.
Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.
Οι μισούντες με μάτην, * βέλεμνα και ξίφη και λάκκον ηυτρέπισαν, * και επιζητούσι, * το πανάθλιον σώμα σπαράξαι μου,  * και καταβιβάσαι, * προς γην Αγνή επιζητούσιν, * αλλ’ εκ τούτων προφθάσασα σώσον με.
Δόξα Πατρί...
Από πάσης ανάγκης, * θλίψεως και νόσου και βλάβης με λύτρωσαι, * και τη ση δυνάμει, * εν τη σκέπη σου φύλαξον άτρωτον, * εκ παντός κινδύνου, * και εξ εχθρών των πολεμούντων, * και μισούντων με Κόρη πανύμνητε.
Και νυν και αεί...
Τι σοι δώρον προσάξω, * της ευχαριστίας ανθ’ ώνπερ απήλαυσα, * των σων δωρημάτων, * και της σης αμέτρητου χρηστότητος; * Τοιγαρούν δοξάζω, * υμνολογώ και μεγαλύνω, * σου την άμετρον προς με συμπάθειαν.
Διάσωσον, * από κινδύνων, τους δούλους σου, Θεοτόκε, * ότι πάντες μετά Θεόν, εις σε καταφεύγομεν, * ως άρρηκτον τείχος και προστασίαν.
Eπίβλεψον, * εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, * επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, * και ίασαι της ψυχής μου το άλγος.
Ωδή ς' Ειρμός
Την δέησιν, * εκχεώ προς Κύριον, * και αυτώ απαγγελώ μου τας θλίψεις, * ότι κακών η ψυχή μου επλήσθη, * και η ζωή μου τω άδη προσήγγισε· * και δέομαι ως Ιωνάς· * Εκ φθοράς ο Θεός με ανάγαγε.
Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.
Τα νέφη, * των λυπηρών εκάλυψαν, * την αθλίαν μου ψυχήν και καρδίαν, * και σκοτασμόν εμποιούσι μοι Κόρη· * αλλ’ η γεννήσασα φως το απρόσιτον, * απέλασον ταύτα μακράν, * τη εμπνεύσει της θείας πρεσβείας σου.
Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.
Παράκλησιν, * εν ταις θλίψεσιν οίδα, * και των νόσων ιατρόν σε γινώσκω, * και παντελή συντριμμόν του θανάτου, * και ποταμόν της ζωής ανεξάντλητον, * και πάντων των εν συμφοραίς, * ταχινήν και οξείαν αντίληψιν.
Δόξα Πατρί...
Ου κρύπτω σου, * τον βυθόν του ελέους, * και την βρύσιν των απείρων θαυμάτων, * και την πηγήν την αέναον όντως, * της προς εμέ συμπαθείας σου Δέσποινα, * αλλ’ άπασιν ομολογώ, * και βοώ και κηρύττω και φθέγγομαι.
Και νυν και αεί...
Εκύκλωσαν, * αι του βίου με ζάλαι, * ώσπερ μέλισσαι κηρίον Παρθένε, * και την εμήν κατασχούσαι καρδίαν, * κατατιτρώσκουσι βέλει των θλίψεων· * αλλ’ εύροιμί σε βοηθόν, * και διώκτην και ρύστην Πανάχραντε.
Διάσωσον, * από κινδύνων, τους δούλους σου, Θεοτόκε, * ότι πάντες μετά Θεόν, εις σε καταφεύγομεν, * ως άρρηκτον τείχος και προστασίαν.
Eπίβλεψον, * εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, * επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, * και ίασαι της ψυχής μου το άλγος.
Ελέησον ημάς ο Θεός κατά το μέγα έλεος Σου, δεόμεθα Σου, επάκουσον και ελέησον.
Κύριε ελέησον (3)
Έτι δεόμεθα υπέρ του  Πατρός και Αρχιεπισκόπου ημών (δεινός) και πάσης της εν Χριστώ ημών αδελφότητος.
Κύριε ελέησον (3)
Έτι δεόμεθα υπέρ ελέους, ζωής, ειρήνης, υγείας, σωτηρίας, επισκέψεως, συγχωρήσεως και αφέσεως των αμαρτιών των δούλων του Θεού, [ονόματα]  και πάντων των παρακολουθούντων την αγίαν παράκλησην  ταύτην και υπέρ του συγχωρηθήναι αυτών παν πλημμέλημα εκούσιον τε και ακούσιον.  
Κύριε ελέησον (3)
Ότι ελεήμων και φιλάνθρωπος Θεός υπάρχεις, και σοι την δόξαν αναπέμπομεν, τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν. 
Κοντάκιον Ήχος β'
Προστασία των Χριστιανών ακαταίσχυντε, μεσιτεία προς τον Ποιητήν αμετάθετε, μη παρίδης αμαρτωλών δεήσεων φωνάς, αλλά πρόφθασον, ως αγαθή, εις την βοήθειαν ημών, των πιστώς κραυγαζόντων σοι. Τάχυνον εις πρεσβείαν, και σπεύσον εις ικεσίαν, η προστατεύουσα αεί, Θεοτόκε, των τιμώντων σε.
Ήχος δ'
Εκ νεότητος μου, πολλά πολεμεί με πάθη, αλλ’ αυτός αντιλαβού, και σώσον, Σωτήρ μου. (δις)
Οι μισούντες Σιών, αισχύνθητε από του Κυρίου, ως χόρτος γαρ, πυρί έσεσθε απεξηραμμένοι. (δις)
Δόξα Πατρί…
Αγίω Πνεύματι, πάσα ψυχή ζωούται, και καθάρσει υψούται, λαμπρύνεται τη Τριαδική μονάδι, ιεροκρυφίως.
Και νυν και αεί…
Αγίω Πνεύματι, αναβλύζει τα της χάριτος ρείθρα, αρδεύοντα άπασαν την κτίσιν, προς ζωογονίαν.
Προκείμενον
Μνησθήσομαι του ονόματος σου εν πάση γενεά και γενεά.
Στίχος
Άκουσον, θύγατερ, και ίδε, και κλίνον το ους σου, και επιλάθου του λαού σου, και του οίκου του πατρός σου, και επιθυμήσει ο Βασιλεύς του κάλλους σου.
Του ονόματός σου μνησθήσομαι εν πάση γενεά και γενεά
Και υπέρ του καταξιωθήναι ημάς της ακροάσεως του αγίου Ευαγγελίου, Κύριον τον Θεόν ημών ικετεύσωμεν.
Κύριε, ελέησον (γ').
Σοφία. Ορθοί. Ακούσωμεν του αγίου Ευαγγελίου. Ειρήνη πάσι.
Και τω Πνεύματί σου.
Εκ τού κατά Λουκάν αγίου Ευαγγελίου το ανάγνωσμα.
Πρόσχωμεν.
Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι.
Τω καιρώ εκείνω, εισήλθεν ο Ιησούς εις κώμην τινά, γυνή δε τις, ονόματι Μάρθα, υπεδέξατο αυτόν εις τον οίκον αυτής. Και τήδε ην αδελφή, καλουμένη Μαρία, η και παρακαθήσασα παρά τους πόδας του Ιησού, ήκουε των λόγων αυτού. Η δε Μάρθα περιεσπάτο περί πολλήν διακονίαν, επιστάσα δε είπε, Κύριε, ου μέλει σοι, ότι η αδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονείν; ειπέ ουν αυτή ίνα μοι συναντιλάβηται. Αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν αυτή, Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά, ενός δε εστί χρεία, Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ’ αυτής. Εγένετο δε εν τω λέγειν αυτόν ταύτα, επάρασά τις γυνή φωνήν εκ του όχλου είπεν αυτώ, Μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε και μαστοί, ους εθήλασας. Αυτός δε είπε, Μενούν γε, μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν.
Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι.
Δόξα Πατρί…
Πάτερ, Λόγε, Πνεύμα, Τριάς η εν Μονάδι, εξάλειψον τα πλήθη, των εμών εγκλημάτων.
Και νυν και αεί…
Ταις της Θεοτόκου, πρεσβείαις, Ελεήμον, εξάλειψον τα πλήθη, των εμών εγκλημάτων.
Στίχος
Ελέησον με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεος σου, και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημα μου. 
Ήχος πλ. β' Όλην αποθέμενοι
Μη καταπιστεύσης με, ανθρωπίνη προστασία, Παναγία δέσποινα, αλλά δέξαι δέησιν, του ικέτου σου, θλίψις γαρ έχει με, φέρειν ου δύναμαι, των δαιμόνων τα τοξεύματα, σκέπην ου κέκτημαι, ουδέ που προσφύγω ο άθλιος, πάντοθεν πολεμούμενος, και παραμυθίαν ουκ έχω πλην σου, Δέσποινα του κόσμου, ελπίς και προστασία των πιστών, μη μου παρίδης την δέησιν, το συμφέρον ποίησον.
Ουδείς προστρέχων επί σοι, κατησχυμένος από σου εκπορεύεται, αγνή Παρθένε Θεοτόκε, αλλ’ αιτείται την χάριν, και λαμβάνει το δώρημα, προς το συμφέρον της αιτήσεως.
Μεταβολή των θλιβομένων, απαλλαγή των ασθενούντων υπάρχουσα, Θεοτόκε Παρθένε, σώζε πόλιν και λαόν, των πολεμουμένων η ειρήνη, των χειμαζομένων η γαλήνη, η μόνη προστασία των πιστών.
Σώσον, ο Θεός, τον λαόν σου, και ευλόγησον την κληρονομίαν σου: επίσκεψαι τον κόσμον σου εν ελέει και οικτιρμοίς, ύψωσον κέρας Χριστιανών Ορθοδόξων, και κατάπεμψον εφ’ ημάς τα ελέη σου τα πλούσια: πρεσβείαις της παναχράντου, Δεσποίνης ημών, Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας: δυνάμει του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, προστασίαις των τιμίων επουρανίων Δυνάμεων ασωμάτων, ικεσίαις του τιμίου, ενδόξου, προφήτου προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, των αγίων, ενδόξων, και πανευφήμων Αποστόλων, του αγίου ενδόξου πανευφήμου Αποστόλου Βαρνάβα,  των εν αγίοις Πατέρων ημών, μεγάλων Ιεραρχών, και Οικουμενικών Διδασκάλων, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αθανασίου και Κυρίλλου, Ιωάννου του Ελεήμονος, πατριαρχών Αλεξανδρείας: Νικολάου του εν Μύροις , Σπυρίδωνος επισκόπου Τριμυθούντος,  των θαυματουργών. των αγίων ενδόξων μεγαλομαρτύρων Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, Δημητρίου του Μυροβλύτου, Θεοδώρου του Τήρωνος, και Θεοδώρου του Στρατηλάτου και Μηνά του θαυματουργού, των ιερομαρτύρων Χαραλάμπους και Ελευθερίου, των οσίων και θεοφόρων Πατέρων ημών, των αγίων και δικαίων θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, (άγιος της ημέρας), και πάντων σου των Αγίων. ικετεύομέν σε, μόνε πολυέλεε Κύριε, επάκουσον ημών των αμαρτωλών δεομένων σου και ελέησον ημάς.
Κύριε, ελέησον (ιβ')
Ελέει, και οικτιρμοίς, και φιλανθρωπία του μονογενούς σου Υιού, μεθ’ ου ευλογητός ει, συν τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
Ωδή ζ' Ειρμός
Παίδες Εβραίων εν καμίνω, * κατεπάτησαν την φλόγα θαρσαλέως, * και εις δρόσον το πυρ μετέβαλον βοώντες,* Ευλογητός ει Κύριε, * ο Θεός εις τους αιώνας.
Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.
Φως η τεκούσα Θεοτόκε, *σκοτισθέντα με νυκτί αμαρτημάτων, *φωταγώγησον συ, φωτός ούσα δοχείον, * το καθαρόν και άμωμον, * ίνα ποθώ σε δοξάζω.
Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.
Σκέπη γενού και προστασία, * και αντίληψις και καύχημα Παρθένε, * γυμνωθέντι μοι νυν, απάσης βοηθείας, * αβοήθητων δύναμις, * και ελπίς απηλπισμένων.
Δόξα Πατρί...
Όλη ψυχή και διανοία, *και καρδία σε και χείλεσι δοξάζω, * απολαύσας των σων, μεγάλων χαρισμάτων· * αλλ’ ω της σης χρηστότητος, * και απείρων σου θαυμάτων!
Και νυν και αεί...
Βλέψον ιλέω όμματί σου, * και επίσκεψαι την κάκωσιν ην έχω, * και δεινών συμφορών, και βλάβης και κινδύνων, * και πειρασμών με λύτρωσαι, * αμετρήτω σου ελέει.
Διάσωσον, * από κινδύνων, τους δούλους σου, Θεοτόκε, * ότι πάντες μετά Θεόν, εις σε καταφεύγομεν, * ως άρρηκτον τείχος καί προστασίαν.  
Eπίβλεψον, * εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, * επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, * και ίασαι της ψυχής μου το άλγος.
Ωδή η' Ειρμός
Τον εν όρει αγίω δοξασθέντα, *και εν βάτω πυρί το της Αειπαρθένου, * τω Μωυσή μυστήριον γνωρίσαντα, * Κύριον υμνείτε, * και υπερυψούτε, * εις πάντας τους αιώνας.
Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.
Δια σπλάγχνα ελέους σου Παρθένε, * μη παρίδης σεμνή, ποντούμενόν με σάλω, * βιωτικών κυμάτων, αλλά δίδου μοι* χείρα βοηθείας, * καταπονουμένω, * κακώσεσι του βίου.
Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.
Περιστάσεις και θλίψεις και ανάγκαι, * εύροσάν με Αγνή, και συμφοραί του βίου, * και πειρασμοί με πάντοθεν εκύκλωσαν· * αλλά πρόστηθί μοι, * και αντιλαβού μου, * τη κραταιά σου σκέπη.
Δόξα Πατρί...
Εν ταις ζάλαις εφεύρον σε λιμένα, * εν ταις λύπαις χαράν και ευφροσύνην, * και εν ταις νόσοις ταχινήν βοήθειαν, * και εν τοις κινδύνοις, *  ρύστιν και προστάτιν, * εν τοις πειρατηρίοις.
Και νυν και αεί...
Χαίρε θρόνε πυρίμορφε Κυρίου, * χαίρε θεία και μανναδόχε στάμνε, * χαίρε χρυσή λυχνία, λαμπάς άσβεστος, * χαίρε των παρθένων, * δόξα και μητέρων, * ωράισμα και κλέος.
Διάσωσον, * από κινδύνων, τους δούλους σου, Θεοτόκε, *ότι πάντες μετά Θεόν, εις σε καταφεύγομεν, * ως άρρηκτον τείχος και προστασίαν.
Eπίβλεψον, *εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, * επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, * και ίασαι της ψυχής μου το άλγος.  
Ωδή θ' Ειρμός
Εξέστη επί τούτω ο ουρανός,* και της γης κατεπλάγη τα πέρατα,* ότι Θεός, ώφθη τοις άνθρωποις σωματικώς,* και η γαστήρ σου γέγονεν,* ευρυχωροτέρα των ουρανών·* διό σε Θεοτόκε,* Αγγέλων και ανθρώπων,*ταξιαρχίαι μεγαλύνουσι.
Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.
Προς τίνα καταφύγω άλλην Αγνή;* πού προσδράμω λοιπόν και σωθήσομαι;* πού πορευθώ; ποίαν δε εφεύρω καταφυγήν;* ποίαν θερμήν αντίληψιν;* ποίαν εν ταις θλίψεσι βοηθόν;* Εις σε μόνην ελπίζω,* εις σε μόνην καυχώμαι,* και επί σε θαρρών κατέφυγον.
Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς
Ουκ έστιν αριθμήσασθαι δυνατόν, * μεγαλεία τα σα Θεονύμφευτε, * και τον βυθόν, τον ανεξερεύνητον εξειπείν, * των υπέρ νουν θαυμάτων σου, * των τετελεσμένων διηνεκώς, * τοις πόθω σε τιμώσι, * και πίστει προσκυνούσιν, * ως αληθή Θεού λοχεύτριαν.
Δόξα Πατρί...
Εν ύμνοις ευχαρίστοις δοξολογώ, * και γεραίρω το άμετρον έλεος, * και την πολλήν, δύναμίν σου ομολογώ· * και τας ευεργεσίας σου, * ας υπερεκένωσας εις εμέ, * κηρύττω, μεγαλύνω, * ψυχή τε και καρδία, * και λογισμώ και γλώσση πάντοτε.
Και νυν και αεί...
Την δέησίν μου δέξαι την πενιχράν, * και κλαυθμόν μη παρίδης και δάκρυα, * και στεναγμόν, αλλ’ αντιλαβού μου ως αγαθή, * και τας αιτήσεις πλήρωσον· * δύνασαι γαρ πάντα ως πανσθενούς,* Δεσπότου Θεού Μήτηρ, * ει νεύσεις έτι μόνον, * προς την εμήν οικτράν ταπείνωσιν.
 Διάσωσον, από κινδύνων, τους δούλους σου, Θεοτόκε, ότι πάντες μετά Θεόν, εις σε καταφεύγομεν, ως άρρηκτον τείχος και προστασίαν.
 Eπίβλεψον, εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, και ίασαι της ψυχής μου το άλγος.
Μεγαλυνάρια
Άξιον εστιν ως αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον, και Μητέρα του Θεού ημών.
Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ, και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ, την αδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκούσαν, την όντως Θεοτόκον, σε μεγαλύνομεν.
Την υψηλοτέραν των ουρανών, και καθαρωτέραν λαμπηδόνων ηλιακών, την λυτρωσαμένην, ημάς εκ της κατάρας, την Δέσποιναν του κόσμου, ύμνοις τιμήσωμεν.
Από των πολλών μου αμαρτιών, ασθενεί το σώμα, ασθενεί μου και η ψυχή, προς σε καταφεύγω την Κεχαριτωμένην, ελπίς απηλπισμένων, συ μοι βοήθησον.
Δέσποινα και μήτηρ του Λυτρωτού, δέξαι παρακλήσεις, αναξίων σων ικετών, ίνα μεσιτεύσης προς τον εκ σου τεχθέντα. Ώ Δέσποινα, του κόσμου γενού μεσίτρια.
Ψάλλομεν προθύμως σοι την ωδήν, νυν τη πανυμνήτω, Θεοτόκω χαρμονικώς, μετά του Προδρόμου, και πάντων των Αγίων, δυσώπει, Θεοτόκε, του οικτειρήσαι ημάς.
Άλαλα τα χείλη των ασεβών, των μη προσκυνούντων, την εικόνα σου την σεπτήν, την ιστορηθείσαν, υπό του αποστόλου, Λουκά ιερωτάτου, την Οδηγήτριαν.
Πάσαι των Αγγέλων αι στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Αποστόλων η δωδεκάς, οι Άγιοι Πάντες, μετά της Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εις το σωθήναι ημάς.
Τρισάγιον
Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς. [3]
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι, και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Παναγία Τριάς, ελέησον ημάς. Κύριε, ιλάσθητι ταις αμαρτίαις ημών. Δέσποτα, συγχώρησον τας ανομίας ημίν. Άγιε, επίσκεψαι και ίασαι τας ασθενείας ημών, ένεκεν του ονόματος σου.
Κύριε, ελέησον. Κύριε, ελέησον, Κύριε, ελέησον.
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι, και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομα σου, ελθέτω η βασιλεία σου, γενηθήτω το θέλημα σου, ως εν ουρανώ, και επί της γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δός ημίν σήμερον, και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών, και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού.
Ότι σου εστιν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα, του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
Ελέησον ημάς ο Θεός κατά το μέγα έλεος Σου, δεόμεθα Σου, επάκουσον και ελέησον.
Κύριε, ελέησον. (3)
Έτι δεόμεθα υπέρ των ευσεβών και ορθοδόξων Χριστιανών.
Κύριε ελέησον. [3]
Έτι δεόμεθα υπέρ του Πατρός και Αρχιεπισκόπου ημών, (δεινός) και πάσης της εν χριστώ ημών αδελφότητος.
Κύριε, ελέησον. (3)
Έτι δεόμεθα υπέρ ελέους, ζωής, ειρήνης, υγείας, σωτηρίας, επισκέψεως, συγχωρήσεως και αφέσεως των αμαρτιών των δούλων του Θεού, [ονόματα] και πάντων των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών, των κατοικούντων και παρεπιδημούντων εν τη κώμη ταύτη, των ενοριτών, επιτρόπων, συνδρομητών και αφιερωτών του αγίου ναού τούτου.
Κύριε, ελέησον. (3)
Έτι δεόμεθα υπέρ του διαφυλαχθήναι την αγίαν 'Εκκλησίαν και την κώμην ταύ­την, την νήσου ταύτην, και πάσαν πόλιν και χωράν, από λοιμού, λιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας, επιδρομής αλλοφύλων, εμφυ­λίου πολέμου και αιφνιδίου θανάτου, υπέρ του ίλεων, ευμενή και ευδιάλλακτον γενέσθαι τον αγαθόν και φιλάνθρωπον Θεόν ημών, του αποστρέψαι και διασκεδάσαι πάσαν οργήν και νόσον την καθ’ ημών κινουμένην, και ρύσασθαι ημάς εκ της επικειμένης  δικαίας αυτού απειλής, και ελεήσαι ημάς.
Κύριε, ελέησον. (3)
Έτι δεόμεθα και υπέρ του εισακούσαι Κύριον τον Θεόν ημών φωνής της δεήσεως ημών των αμαρτωλών, και ελεήσαι ημάς.
Κύριε, ελέησον. (3)
Επάκουσον ημών, ο Θεός ο Σωτήρ ημών,  η ελπίς πάντων των περάτων της γης και των εν θαλάσση μακράν και ίλεως, ίλεως γενού ημίν Δέσποτα, επί ταίς αμαρτίαις ημών, και ελέησον ημάς.
Ελεήμων γαρ και φιλάνθρωπος Θεός υπάρχεις και σοι την δόξαν αναπέμπομεν, τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
Δόξα Σοι ο Θεός, η ελπίς ημών, Κύριε, δόξα Σοι.
Χριστός ο αληθινός Θεός ημών, ταις πρεσβείαις της παναχράντου και παναμώμου αγίας Αυτού μητρός, των αγίων, ενδόξων και πανευφήμων Αποστόλων, του αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου (τής ημέρας) και πάντων τον Αγίων, ελέησαι και σώσαι ημάς, ως αγαθός και φιλάνθρωπος και ελεήμων Θεός.
Ήχος γ'
Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε, Γεθσημανή τω χωρίω, κηδεύσατε μου το σώμα, και συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα.
Ο γλυκασμός των Αγγέλων, των θλιβομένων η χαρά, χριστιανών η προστάτις, Παρθένε Μήτηρ Κυρίου, αντιλαβού μου και ρύσαι, των αιωνίων βασάνων.
Και σε μεσίτριαν έχω, προς τον φιλάνθρωπον Θεόν, μη μου ελέγξη τας πράξεις, ενώπιον των Αγγέλων, παρακαλώ σε, Παρθένε, βοήθησόν μοι εν τάχει.
Χρυσοπλοκώτατε πύργε, και δωδεκάτειχε πόλις, ηλιοστάλακτε θρόνε, καθέδρα του Βασιλέως, ακατανόητον θαύμα, πως γαλουχείς τον Δεσπότην.
Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον και σώσον ημάς.
Αμήν.

Πηγή