Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Χριστιανός (Ορθόδοξος) του 21oυ αιώνα

Ο χριστιανός, που πάντα αγωνίζεται και βιώνει καθημερινά το Σταυροαναστάσιμο ήθος της Ορθοδοξίας, ήδη κάνει μια πολιτική πράξη: τοποθετεί τον εαυτό του, όπως άλλωστε έπραξε και ο Χριστός, με τα θύματα και όχι τους θύτες της ιστορίας...

Βασίλειος Ι. Κρομμύδας   20/05/2012

Εισαγωγή
 
Οι σημερινές ιστορικές συνθήκες -διακίνηση ιδεών, αγαθών και πλούτου σε παγκόσμιο επίπεδο, έστω επιλεκτικά- θέτουν την ελλαδική ορθόδοξη εκκλησία, και συνακόλουθα τους πιστούς της, μπροστά σε μία νέα πραγματικότητα, για την οποία καλούνται να πάρουν θέση. Πριν προχωρήσουμε, θεωρούμε πως είναι αναγκαία μία διευκρίνηση: παίρνω θέση σημαίνει πως ούτε αγνοώ επιδεικτικά τη νέα κατάσταση αλλά ούτε και συσχηματίζομαι άκριτα μαζί της. Αυτές οι δύο αρνήσεις θα μας οδηγήσουν στην πληρέστερη κατανόηση όσων θα εκτεθούν παρακάτω.
 
Κάνοντας λόγο για τις εγχώριες κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές συνθήκες, ειδικά όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί μέσα από τη διακυβέρνηση των δύο μεγάλων κομμάτων, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, τα τελευταία είκοσι χρόνια, παρατηρούμε πως ο σημερινός νεοέλληνας βιώνει μιαν, κατά κάποιον τρόπο, σχιζοφρενική πραγματικότητα.
Για να γίνουμε πιο σαφείς, ας αναφέρουμε ενδεικτικά τη μεταπρατική και χυδαία, εν πολλοίς, διάσταση των γηγενών πολιτικών ιδεολογιών, την έλλειψη οργανωτικού πλαισίου σε βασικούς θεσμούς της δημόσιας ζωής, όπως η παιδεία, την απουσία ενός στιβαρού και γνήσιου εκκλησιαστικού λόγου.
 
Η θεολογική μας αφασία έχει ως άμεσα αποτελέσματα την εκκοσμίκευση και θρησκειοποίηση τον γεγονότος της εκκλησίας, καθώς και την εγκατάλειψη του λαού του Θεού, ο οποίος αισθάνεται μοναξιά και ανεστιότητα, δεν έχει δηλαδή να ακουμπήσει πνευματικά κάπου, να στηριχθεί και να προχωρήσει μέσα στη ζωή.
 
Το ερώτημα που αβίαστα προκύπτει από τις προηγούμενες γραμμές είναι πώς θα πορευτεί ο σημερινός Έλληνας πιστός μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Αποτολμούμε μιαν απάντηση διαμέσου μίας διάζευξης: είτε, λοιπόν, θα αναγκαστεί να δίνει μαρτυρία της πίστης τον μέσα σε ένα κλειστό και αυστηρά οριοθετημένο σύνολο, όπως είναι η ενορία, είτε θα συστρατευθεί με κάποιον κομματικό μηχανισμό, συνήθως αριστερής απόκλισης, επιτελώντας το χριστιανικό τον χρέος με τον συνεχή αγώνα του για κοινωνική δικαιοσύνη και εξάλειψη των ταξικών αντιθέσεων.
 
Με λίγα λόγια, είτε μένει ο πιστός σε μιαν ατομοκεντρική θρησκευτικότητα, χωρίς να ενδιαφέρεται καθόλου για την ιστορία και την εξέλιξή της, είτε μεταλλάσσει κάπως το «πιστεύω» τον, παλεύοντας, συχνά ατελέσφορα, με το ποικιλώνυμο κοινωνικό κακό.
Ωστόσο μία πιο προσεκτική και νηφάλια ματιά θα μας οδηγήσει σε διαφορετική αντιμετώπιση τον προαναφερθέντος, τελικά, ψευδοδιλήμματος.
 
Θεολογικά προαπαιτούμενα μίας ορθόδοξης πολιτικής -και φυσικά μη εξαντλητικής- πρότασης

Ο σύγχρονος χριστιανός στην Ελλάδα, εφόσον αποτελεί συνειδητό μέλος της εκκλησιαστικής κοινότητας, προσπαθεί να έχει και ένα αντίστοιχο ήθος στην καθημερινή τον ζωή, εμπνευσμένο από την πίστη του. Ως δρων υποκείμενο μέσα στην ιστορία, δεν μπορεί να αγνοήσει το ζήτημα της πολιτικής. Ο τρόπος που είναι οργανωμένος ο δημόσιος βίος, τα ποικίλα κοινωνικά προβλήματα, η λειτουργικότητα διάφορων θεσμών, όπως είναι, επί παραδείγματι, η παιδεία, είναι θέματα παν δεν μπορούν να αφήσουν αδιάφορο έναν συνειδητοποιημένο πιστό.
 
Ωστόσο, συχνά η ριζοσπαστική στάση ενός προσώπου ή και κάποιων ομάδων, δεν συμβαδίζει με τη στάση της λεγόμενης «επίσημης εκκλησίας», δηλαδή τον διοικητικού της μηχανισμού. Η αλήθεια της για τον άνθρωπο και τον κόσμο διαστρεβλώνεται βάναυσα, από τη στιγμή που η ίδια «θα εγκολπωθή την τυπικά δυτική νοοτροπία της κοινωνικής χρησιμότητας -από τη στιγμή που θα αρνηθή να είναι ένα γεγονός ζωής, αλήθειας και υπαρκτικής γνησιότητας, ασυμβίβαστο με τις κοινωνικές συμβατικότητες, και θα μεταβληθή σε θεσμό κοινωνικής ωφελιμότητας και σε εξάρτημα τον κρατικού βίου».
 
Αυτή η κατάσταση, δυστυχώς, έχει επικρατήσει στην ελλαδική εκκλησία, από την περίοδο της μεταπολίτευσης και μετά, υπονομεύοντας την ίδια τη φύση της, η οποία ως σώμα Χριστού αρνείται να ταυτιστεί με καταστάσεις που αποπνέουν φθορά και θάνατο. Πέρα από αυτή την τραγική έκπτωση του εκκλησιαστικού γεγονότος, θεωρούμε πως είναι αναγκαίο να υπογραμμίσουμε -υποδηλώνοντας, κατά την ταπεινή μας γνώμη, το δέον απέναντι στο είναι- πως ο άνθρωπος που αγωνίζεται να ζει με γνησιότητα «είναι αυτός που αγαπάει και αυτός που αγαπάει είναι το Εγώ που αρνείται τον εαυτό τον, γίνεται το Εμείς της πράξης ως ιστορίας, γίνεται το Εσύ της πράξης ως έρωτα»1. Βρίσκεται μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι και πορεύεται προς τα έσχατα, γνωρίζοντας πως η τελική κρίση για τον παραλογισμό και το κακό που υπάρχουν μέσα στον κόσμο ανήκει στον Κύριο της Ιστορίας, σε Εκείνον που ανακεφαλαιώνει στον εαυτό τον τα πάντα, εκτός από την αμαρτία.
 
Το πρότυπο προσωπικής γνησιότητας και ακέραιης κοινωνικότητας είναι για τον χριστιανό του σήμερα, όπως και γι, αυτόν των επόμενων χρόνων έως τη συντέλεια των αιώνων, το πρόσωπο τον Χριστού. Ο Ιησούς, ζώντας μέσα σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο και τόπο, υπερβαίνει με την Ανάστασή Του τη χωροχρονική αναγκαιότητα και «σπάζει την αλυσίδα που δένει τον άνθρωπο με τη φθορά κι επομένως με την αμαρτία, στην ατομική και κοινωνική της μορφή»2.
 
Βιώνοντας αυτό το γεγονός μέσα στον λειτουργικό χρόνο της εκκλησίας, μετατρέπεται από το εγωπαθές άτομο της ανορθόδοξης κοινωνικότητας στο φιλάνθρωπο πρόσωπο της ορθόδοξης εκκλησιαστικότητας. Στο εκκλησιαστικό σώμα αγωνιζόμαστε όλοι να γίνουμε πρόσωπα, δηλαδή υπάρξεις που στρέφονται «προς την όψη του άλλου»3. Αγαπώντας τον άλλον μέσα στον ναό, ο χριστιανός βγαίνει στον κόσμο κομίζοντας το μήνυμα μίας άλλης βιοτής, μίας ζωής που δεν γνωρίζει θάνατο. Συνακόλουθα, και η πολιτική σκέψη τον χριστιανού  επηρεάζεται άμεσα από την πίστη στον Χριστό και την εκκλησία του.
 
Η ριζοσπαστικότητα της πατερικής θεολογίας ως αφορμή για μία σύγχρονη, συνειδητοποιημένη ορθόδοξη σκέψη

Η ορθόδοξη θεολογία, εκφρασμένη μέσα από τα έργα των μεγάλων πατέρων της εκκλησίας, μας προτρέπει να αναθεωρήσουμε αρκετά στερεότυπα αναφορικά με τη χριστιανική μας ταυτότητα. Πιο συγκεκριμένα, για το μεγάλο πρόβλημα της κοινωνικής ανισότητας και της άδικης κατανομής των υλικών αγαθών «παρατηρούν ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να θεωρηθεί κύριος των αγαθών και να τα ιδιοποιηθεί. Είναι οικονόμος, διαχειριστής τον Θεού. Για την αποφυγή, εξάλλου, οποιασδήποτε σκόπιμης παρερμηνείας, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ιδιοποίηση των αγαθών από τους κατέχοντες, ερμηνεύουν την έννοια του οικονόμου επακριβώς. Με την ερμηνεία καθορίζουν το σκοπό της διαχείρισης και το μέτρο της χρήσης από τους κατέχοντες». Ιδού λοιπόν ένα οικονομικό μοντέλο, όχι όμως με την ισχύ ενός άτεγκτου νόμου αλλά με τη χάρη μίας θεανθρώπινης και αποφατικής, όχι περιχαρακωμένης στα όριά της δηλαδή, πρότασης ορθόδοξου ήθους.
 
Επίσης, οι θέσεις των πατέρων «προσφέρουν τη βάση για μια ριζική αμφισβήτηση της ταξικής κοινωνίας. Όχι μόνο δεν την εκλαμβάνουν ως θέλημα Θεού, αλλά αντιθέτως τη θεωρούν ως μία από τις ολέθριες συνέπειες της πτώσης τον ανθρώπου, της εξόδου του δηλαδή από την αρχική παραδείσια αρμονία».
Επομένως, για τον χριστιανό, ειδικά στις σημερινές συνθήκες, η πίστη τον στο καλό μήνυμα για όλη την ανθρωπότητα -το ευαγγέλιο-συντονίζεται με την πεποίθησή τον στο όραμα μιας άλλης κοινωνίας, απελευθερωμένης από την υπαρξιακή αποτυχία του ανθρώπου, την αμαρτία.
 
Είναι δεδομένο για την ορθόδοξη χριστιανική ανθρωπολογία πως «ο κάθε άνθρωπος, ο οποιοσδήποτε άνθρωπος, είναι μια εικόνα τον Θεού. ,Άρα, δε σέβεται το Θεό αυτός πού δε σέβεται την εικόνα Του, είτε είναι σκουπιδιάρης ο άνθρωπος, είτε ζει σε τρώγλη, είτε πρόκειται για θύμα πορνείας ή αλκοολισμού, είτε είναι κομμουνιστής ή αντάρτης. Εκείνος πού δε σέβεται την εικόνα τον Θεού μέσα στην αξιοπρέπεια των παιδιών Του, όσο καλός χριστιανός και αν λέγεται, αυτός ο ίδιος είναι, και μόνο απ, αυτό το γεγονός, βλάσφημος»4.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η παγιωμένη άποψη της πατερικής θεολογικής σκέψης για την πολιτική εξουσία. Η τελευταία, έτσι όπως ορίστηκε από τον Θεό, «είναι η “έννομη επιστασία” και απαραίτητη, για να περιορίζει το κακό και να βοηθάει το καλό. Ο χριστιανός πρέπει να υπακούει στην εξουσία, εφόσον δεν είναι αντίθετη στο νόμο τον Θεού, αλλιώς αντιδρά μέχρι θανάτου»5.
 
Ώριμη, και κατασταλαγμένη από την εμπειρία, πολιτικο-θεολογική πρακτική, η οποία σήμερα μπορεί να βρει το αντίστοιχό της στα κινήματα κατά της ψευδώνυμης παγκοσμιοποίησης, της εξαθλίωσης τον τρίτου κόσμου ή των παράλογων πολεμικών συρράξεων που πραγματοποιούν ισχυρά κράτη, όπως οι ΗΠΑ, εναντίον αδύναμων χωρών, όπως το Ιράκ.
 
Επιλεγόμενα: Ισχύει τελικά το δίλημμα ενεργός πολίτης ή ανενεργός πιστός;

Στην αρχή τον σύντομου σημειώματός μας θέσαμε ένα δίλημμα σχετικά με την ταυτότητα του σύγχρονου ορθόδοξού χριστιανού να μείνει, δηλαδή, ανενεργός ως πιστός εντός της εκκλησιαστικής κοινότητας ή να διαχυθεί, ως πολίτης με κοινωνική ευαισθησία, μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι, κινδυνεύοντας με την πρακτική του να χάσει την ουσία της πίστης του;
 
Τελικά, όπως διαφαίνεται και από την παράθεση των προηγούμενων απόψεων, αυτού του είδους οι αμφιταλαντεύσεις είναι ψευδείς και εκ του πονηρού. Δεν αφορούν στη γνήσια εκκλησία του Χριστού, κλήρο και λαό σε έναν εκκοσμικευμένο και θεσμοποιημένο εκκλησιαστικό θεσμό, ο οποίος ταυτίζεται μόνο με τη διοίκηση, υποθάλποντας έτσι έναν ιδιότυπο κληρικαλισμό.
 
Ο άνθρωπος όμως που αγωνίζεται να ζει αυθεντικά, συμμετέχοντας, κατά το δυνατόν, στα μυστήρια και την όλη εκκλησιαστική ζωή, υπερβαίνει όλες τις νευρωτικές, δυαλιστικές σχηματοποιήσεις μεταξύ ιερού και βέβηλου, εκκλησίας και πολιτικής, εκκλησίας και κοινωνικής διακονίας, βιώνοντας τα έσχατα εδώ και τώρα, αφού μόνον η εσχατολογική θεώρηση των πραγμάτων «διασφαλίζει τη πληρότητα της χριστιανικής εμπειρίας (και το “νυν” και το “ούπω”)»6.
 
Δεν υπάρχει διαχωρισμός «υλικών» και «πνευματικών» αναγκών, αφού μέσα στην ευχαριστία προσφέρονται τα υλικά δώρα -ψωμί και κρασί- στον Θεό, για να αντιδωρηθούν στη συνέχεια μεταμορφωμένα σε σώμα και αίμα Χριστού.
 
Στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας «η εκκλησία βρίσκει την ολοκλήρωσή της ως ιστορικός και συνάμα ως θεανθρώπινος οργανισμός, ως σύνθεση του φθαρτού και του κοσμικού με το άφθαρτο και το αιώνιο, ως πληρότητα κοινωνική. Με την Ευχαριστία η εκκλησία γίνεται πάντοτε γεγονός ιστορικό, χαρισματική κοινότητα, που προσλαμβάνει αδιάκοπα ολόκληρο τον κόσμο, όλες τις κτιστές μορφές και λειτουργίες του κόσμου, για να τις μεταμορφώσει σε θεανθρώπινο σώμα του Χριστού, σε λειτουργία της καινής κτίσεως (…). Με την Ευχαριστία ακεραιώνονται ο άνθρωπος, η κοινωνία, ο κόσμος, και μεταμορφώνονται σε θεουργία».
 
Φυσικά, τίποτε από όλα όσα εκτέθηκαν προηγουμένως δεν θεωρείται αυτονόητο ή δεδομένο. Χρειάζεται επίμονος και διαρκής αγώνας, ώστε ο πιστός να παρεμβαίνει πολιτικά μέσα στην κοινωνία διαμέσου του προσωποκεντρικού εκκλησιαστικού του ήθους. Ας μη λησμονούμε ακόμη πως «ο χριστιανός ζει μέσα σε μία διαλεκτική ένταση, μια “αντινομία”: την αναμονή της μελλούσης να πραγματοποιηθεί Βασιλείας, τα έσχατα και την πραγμάτωση αυτής της Βασιλείας στο ιστορικό “εδώ και τώρα”»7.
 
Επίσης, γνωρίζει πως μέσα στην πολιτική του δράση περιλαμβάνεται η διάσταση της διακονίας. Η λέξη αυτή δεν σημαίνει, στην εκκλησιαστική γλώσσα, μόνον την προσφορά υπηρεσιών σε αναξιοπαθούντες συνανθρώπους μας. ούτε βέβαια εξαντλείται στη γνωστή σε όλους μας φιλανθρωπία ή στην ιδρυματική προστασία. Είναι κάτι παραπάνω από όλα αυτά, που έχει να κάνει με την ίδια τη φύση της εκκλησίας: το εκκλησιαστικό σώμα, είτε συνολικά είτε το κάθε μέλος ξεχωριστά, οφείλει να ασκηθεί στη διακονία που έχει μια μακροπρόθεσμη προοπτική.
 
Δηλαδή, με άλλα λόγια, είναι αναγκαίο «να μαρτυρεί και να διαγγέλλει το μέγα έλεος του Θεού σε μιαν ανελεήμονα κοινωνία της φιλαυτίας, των ανταγωνισμών και του πολέμου πάντων εναντίον πάντων και για τα πάντα, να προάγει διανθρώπινη αναστροφή ανοχής και αλληλεγγύης και να φωτίζει τα σκοτάδια της ανθρώπινης διάνοιας και της κοινωνικής συμβίωσης (δίκαιο, οικονομία, εργασία κ.λπ.) με μια ακτίνα χριστιανικής αγάπης και ελπίδας. Όχι βέβαια για να μετατρέψει τη γη σε παράδεισο, αλλά για να παρεμποδίσει τη μετάπτωσή της σε κόλαση για τον άνθρωπο».
 
Τελικά, η προβληματική γύρω από την ενεργή συμμετοχή, ή όχι, του χριστιανού στα πολιτικά δρώμενα του τόπου του καθίσταται άνευρη και χωρίς ουσία. Ο χριστιανός πάντα αγωνίζεται και βιώνει καθημερινά το σταυροαναστάσιμο ήθος της ορθοδοξίας, ήδη κάνει μιαν πολιτική πράξη: τοποθετεί τον εαυτό του, όπως άλλωστε έπραξε και ο Χριστός, με τα θύματα και όχι τους θύτες της ιστορίας, χωρίς να ταυτίζει την υπόστασή του με καμιάν κομματική παράταξη οιουδήποτε πολιτικού φάσματος.

Υποσημειώσεις-βιβλιογραφικές αναφορές 
1. Μοσκώφ, Κωστής. Η Πτώση είναι η Ανάσταση. Στοχασμοί ενός ορθόδοξου κομμουνιστή πάνω στη χριστιανική Ορθοδοξία, Αντί, τ. 239, Αύγουστος 1983, σ.20.
2. Σάββας Αγουρίδης. Η μαρξιστική ανθρωπολογία από χριστιανική σκοπιά, Σύνορα, τ. 31, φθινόπωρο 1964, σ.140.
3. Ν.Τ. Κόντρα στην αφομοίωση, Ορθόδοξη Παρέμβαση, Βύρωνας, τ.9, Δεκέμβριος 1986, σ.4.
4. Φραγκόζο, Αντόνιο. Ευαγγέλιο και Κοινωνική Επανάσταση, Μήνυμα, Αθήνα 1976, σ. 11.
5. Νικόλαος Θ. Μπουγάτσος, Η πολιτική ζωή και σκέψη των Ελλήνων Πατέρων, Μήνυμα, Αθήνα 1986, σ. 69.
6. Βασίλης Αδραχτάς. Χριστιανισμός και πολιτική. Αριστερή Θεολογία -η άλλη όψη της Ορθοδοξίας (αφιέρωμα, Ελευθεροτυπία), Σάββατο 15 Ιουλίου 2000, σ. 12.
7. Δημήτρης Μόσχος. Κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις και προοπτικές παρέμβασης -Δύο κείμενα προβληματισμού – Για την πολιτική παρέμβαση των χριστιανών, Χριστιανοσοσιαλιστές, Βύρωνας 1989, σ. 27.  πηγή: Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Manifesto» πολιτική – πολιτισμός, τχ 15-16

Πηγή: antifono

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου